Ο Μακάριος υπέρ της ανεξαρτησίας
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΙΑΓΚΟΥ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Το καλοκαίρι του 1958 τα δεδομένα στο Κυπριακό είχαν λάβει ιδιαίτερα πολύπλοκη τροπή. Η προώθηση του σχεδίου Μακμίλαν, όπως προτάθηκε από το Λονδίνο, έκανε έντονη την προοπτική της διχοτόμησης.
Παρά την απόρριψή του από την ελληνική κυβέρνηση και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, το σχέδιο Μακμίλαν, λόγω του χωριστικού του χαρακτήρα, μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή μόνο με τη συνεργασία της Αγκυρας και των Τουρκοκυπρίων. Πράγματι, η Τουρκία αποδέχθηκε το σχέδιο και η απόφαση για διορισμό κυβερνητικού αντιπροσώπου της στη Λευκωσία (ως ημερομηνία για την υλοποίηση αυτής της κρίσιμης κίνησης ανακοινώθηκε η 1η Οκτωβρίου 1958) άσκησε ιδιαίτερη πίεση στην Αθήνα. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή επομένως θα συγκεντρωθούν στην αποτροπή αυτής της εξέλιξης. Πέρα από αυτό, προηγήθηκε στις αρχές Ιουνίου η έναρξη μεγάλων διακοινοτικών ταραχών στην Κύπρο -η σφαγή των Ελληνοκυπρίων στο χωριό Κιόνελι είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα- οι οποίες περιέπλεξαν την κατάσταση. Το ξέσπασμα των ταραχών τη δεδομένη χρονική στιγμή ενίσχυε την πεποίθηση σε Βρετανία, Ελλάδα και ΗΠΑ, ότι αυτές υποκινήθηκαν με εντολές της Τουρκίας με σκοπό να προβληθεί η διχοτόμηση ως μόνη δυνατή λύση. Στην Κύπρο οι Βρετανοί, απρόθυμοι να στραφούν κατά των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι ευθύνονταν για τις ταραχές, φοβούμενοι παράλληλα πιθανές συνέπειες στην πολιτική της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή (η τουρκική φιλία συνέχιζε να είναι απαραίτητη για τη Βρετανία), αντέδρασαν συλλαμβάνοντας πάνω από 1.200 Ελληνοκυπρίους και ελάχιστους Τουρκοκυπρίους, κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις. Σε αυτές τις κρίσιμες ώρες, μια πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου τροχιοδρομεί τις εξελίξεις σε ένα άλλο επίπεδο: Πρόκειται για τη συνέντευξη που έδωσε στη Βρετανή βουλευτή του Εργατικού Κόμματος, Μπάρμπαρα Κασλ. Στη συνέντευξη αυτή ο Αρχιεπίσκοπος τάχθηκε για πρώτη φορά επίσημα υπέρ της λύσης ανεξαρτησίας.
Προσπάθεια αδρανοποίησης του σχεδίου Μακμίλαν
Η Βρετανή πολιτικός, η οποία στο παρελθόν είχε κάνει δηλώσεις υπέρ της Κύπρου, έφθασε στην Αθήνα στα μέσα Σεπτεμβρίου (όπου βρισκόταν ο Μακάριος μετά την απελευθέρωσή του από τις Σεϋχέλλες) έπειτα από πρόσκληση της Εθναρχίας. Ηδη από τις 15 Σεπτεμβρίου ο Μακάριος στις συζητήσεις που είχε μαζί της, προβληματισμένος από την τροπή που είχαν λάβει οι εξελίξεις, φάνηκε έτοιμος να παραιτηθεί της Ενωσης για λύση ανεξαρτησίας υπό την εγγύηση των Ηνωμένων Εθνών. Είναι δύσκολο να υποστηριχθούν με βεβαιότητα τα κίνητρα της αλλαγής της πολιτικής του Μακαρίου, ο οποίος ενώ βάσιζε πάντα την πολιτική του στον τελικό στόχο της αυτοδιάθεσης, ξαφνικά υποστήριξε καθεστώς ανεξαρτησίας, το οποίο απέκλειε την ένωση. Οπως σχολιάζει ο François Crouzet, φαίνεται ότι οι εξελίξεις του καλοκαιριού του 1958 έκαναν μεγάλη εντύπωση στον Μακάριο και τον έπεισαν ότι ο στόχος της ένωσης ήταν πολύ δύσκολος λόγω της έντονης αντίδρασης της Αγκυρας για λύση αντίθετη με τα συμφέροντά της. Επίσης, σε επίπεδο Ηνωμένων Εθνών, η ευελιξία κινήσεων ήταν πια περιορισμένη λόγω της στάσης της Ουάσιγκτoν, η οποία ευθυγραμμίστηκε σε αυτή τη φάση πλήρως με το Λονδίνο. Η Κασλ ενημέρωσε τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα για τη νέα στάση του Μακαρίου και στη συνέχεια πραγματοποίησε επίσκεψη στην Κύπρο, όπου συναντήθηκε με τον Βρετανό κυβερνήτη σερ Χιου Φουτ, χωρίς ωστόσο να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα όπου ο Μακάριος την εξουσιοδότησε να δημοσιοποιήσει το κείμενο συνέντευξης που της παραχώρησε.
Στη δημοσιότητα
Πράγματι στις 22 Σεπτεμβρίου 1958, το κείμενο της συνέντευξης δόθηκε στη δημοσιότητα. Στη συνέντευξη ο Μακάριος δήλωσε ότι η επικείμενη εφαρμογή του σχεδίου Μακμίλαν εκ μέρους της Τουρκίας, με την προγραμματισμένη αποστολή του Τούρκου αντιπροσώπου στη Λευκωσία την 1η Οκτωβρίου, δημιουργούσε επικίνδυνα δεδομένα όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και για την ευρύτερη περιοχή. Κατηγόρησε το Λονδίνο ότι επιδίωκε να δώσει στην Αγκυρα κυριαρχικά δικαιώματα στην Κύπρο, και ότι με την πολιτική του περιέπλεξε την κατάσταση, μεταβάλλοντας το ζήτημα σε μια ελληνοτουρκική διένεξη στην οποία το ίδιο επιχειρούσε να εμφανιστεί ως διαιτητής. Σε ερώτηση της Κασλ πώς σκόπευε να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ο Μακάριος απάντησε ότι «ζωηρώς ενδιαφέρομαι να εύρω τρόπον διά του οποίου η ειρήνη εις την Κύπρον δύναται να αποκατασταθή και να σταματήση η αιματοχυσία από όλας τας πλευράς. Προς τούτο εισηγούμαι όπως μετά μίαν καθωρισμένην περίοδον αυτοκυβερνήσεως η Κύπρος καταστή ανεξάρτητος χώρα μη συνδεομένη με την Ελλάδα ή την Τουρκία», προσθέτοντας τον όρο ότι «το καθεστώς αυτό δεν θα μεταβληθή είτε δι’ ενώσεως με την Ελλάδα είτε διά διαμελισμού είτε δι’ άλλου τρόπου, εκτός εάν τα Ηνωμένα Εθνη εγκρίνουν τοιαύτην μεταβολήν». Με αυτή την κίνηση ο Μακάριος σηματοδότησε επίσημα μια ριζική αναθεώρηση της μέχρι τότε πολιτικής του. Ηταν η πρώτη φορά που διατυπωνόταν δημόσια από την ελληνική πλευρά η ιδέα της ανεξαρτησίας.
Εκπληξη και αντιδράσεις σε Αθήνα και Αγκυρα
Η πρωτοβουλία του Μακαρίου αναπόφευκτα προκάλεσε έκπληξη, αλλά και αντιδράσεις. Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ στρατηγός Γεώργιος Γρίβας αντέδρασε έντονα όταν έμαθε τα νέα. Ο Μακάριος τον είχε ενημερώσει με επιστολή εξηγώντας, ανάμεσα σε άλλα, ότι οι συνθήκες που δημιουργούνταν με την εφαρμογή του σχεδίου Μακμίλαν ήταν τέτοιες που για να αποτραπεί το ενδεχόμενο διχοτόμησης και να μεταβληθεί η κατάσταση, έπρεπε να παρουσιάσει νέες προτάσεις. Ο Γρίβας δεν πείστηκε από τα επιχειρήματα του Αρχιεπισκόπου και θύμωσε που ενήργησε μόνος του. Παράλληλα οι δηλώσεις του Μακαρίου προκάλεσαν αμηχανία αλλά και δυσαρέσκεια και στην ελληνική ηγεσία. Παρά το γεγονός ότι η Αθήνα ήταν ήδη θετικά διακείμενη προς την ιδέα της ανεξαρτησίας, δυσαρεστήθηκε που ο Αρχιεπίσκοπος έδρασε μόνος του, χωρίς πρώτα να τη συμβουλευθεί. Επειτα, η πρωτοβουλία του Μακαρίου της στέρησε ένα διπλωματικό πλεονέκτημα καθώς επιδίωκε να προταθεί η λύση ανεξαρτησίας από τρίτη πλευρά και η ίδια η Αθήνα να την αποδεχθεί, παρουσιάζοντας το γεγονός ως παραχώρηση από μέρους της. Επίσης θεώρησε ότι η συντηρητική κυβέρνηση του Χάρολντ Μακμίλαν στο Λονδίνο θα ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτική εάν όχι ξεκάθαρα αρνητική απέναντι σε μια πρόταση την οποία προώθησε μέλος της εργατικής αντιπολίτευσης. Επομένως η διαφωνία αφορούσε τον τρόπο που έγινε η πρόταση και όχι τους στόχους της. Ωστόσο, έπειτα από συνάντηση που είχε ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ με τον Αρχιεπίσκοπο στις 28 Σεπτεμβρίου, η Αθήνα ανακοίνωσε ότι στηρίζει απόλυτα την πρόταση του Μακαρίου.
Αναπόφευκτα, αρνητικά αντέδρασαν τόσο η Τουρκία όσο και οι Τουρκοκύπριοι, που δήλωσαν ότι η πρόταση ήταν απλά μια υπεκφυγή με σκοπό την αναβολή της εφαρμογής του σχεδίου Μακμίλαν και τον εντυπωσιασμό του ΟΗΕ. Αντίστοιχα, ούτε το Λονδίνο είδε θετικά την ανακοίνωση. Από τη μια, υπήρξε συμπάθεια και στήριξη από τους Εργατικούς, από την αντιπρόεδρο άλλωστε των οποίων προωθήθηκε η κίνηση. Από την άλλη όμως, το επίσημο Λονδίνο αξιολόγησε αρνητικά την εξέλιξη, καθώς θεωρήθηκε ένας τακτικός ελιγμός που θα έφερνε τη Βρετανία σε δύσκολη θέση. Πράγματι, όπως υπογραμμίζει ο François Crouzet, δεν ήταν η άρνηση του Γρίβα που θα μπλόκαρε τις καταστάσεις (ο στρατηγός άλλωστε δεν θα προέτασσε ανυπακοή στις αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης και του Μακαρίου) όσο η αντίδραση Τουρκίας και Βρετανίας. Η αρνητική στάση των Βρετανών υπαγορευόταν από την ανάγκη τους να μη δυσαρεστήσουν την Τουρκία, ενώ παράλληλα το Λονδίνο επιθυμούσε να μη συζητηθεί εκ νέου το Κυπριακό στον ΟΗΕ.
Η αλλαγή πολιτικής του Μακαρίου θα αποτελέσει τελικά τη βάση για τη διαπραγμάτευση των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Ομως η κίνησή του προς στιγμήν έπεσε στο κενό, καθώς συνέπεσε με νέα μεσολαβητική πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Πολ-Ανρί Σπάακ. Η πρωτοβουλία προέκυψε έπειτα από επιστολή που απηύθυνε ο Ελληνας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής στον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ στην οποία διατύπωσε την απειλή ότι τυχόν εφαρμογή του σχεδίου Μακμίλαν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ. Ο Σπάακ έφθασε στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου 1958 προτείνοντας αναβολή εφαρμογής του σχεδίου και σύγκληση νέας Διάσκεψης ανάμεσα σε Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία, Τουρκοκυπρίους και Ελληνοκυπρίους. Ωστόσο παλινδρομήσεις του Μακαρίου σε σχέση με το αν έπρεπε ή όχι η Ελλάδα να μετέχει στη Διάσκεψη αποδυνάμωσαν τελικά τη θέση της Αθήνας, ιδιαίτερα σε σχέση με επικείμενη νέα συζήτηση στον ΟΗΕ που θα λάμβανε χώρα στα τέλη Νοεμβρίου. Πράγματι, στη συζήτηση στον ΟΗΕ το ψήφισμα που κατέθεσε η Ελλάδα υπέρ της ανεξαρτησίας της Κύπρου δεν εγκρίθηκε. Ομως, αυτή την κρίσιμη στιγμή, για άλλους, περιφερειακούς και στρατηγικούς κυρίως λόγους, η Τουρκία άλλαξε στάση. Στη Νέα Υόρκη, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Φατίν Ζορλού, προσέγγισε τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, Ευάγγελο Αβέρωφ, για έναρξη διμερών διαπραγματεύσεων. Αυτές θα οδηγήσουν τελικά στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1959.
* Η δρ Αναστασία Γιάγκου είναι ειδική επιστήμων στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.