Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Άρθρο του Foreign Affairs για την απειλή του λαϊκισμού στην φιλελεύθερη δημοκρατία


Διφορούμενες πολιτικές
Η απειλή τού λαϊκισμού στην φιλελεύθερη δημοκρατία
By Yascha Mounk
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Από τη ρωμαϊκή εποχή, σχεδόν κάθε είδος κυβέρνησης που κάνει ανταγωνιστικές εκλογές έχει βιώσει κάποια μορφή λαϊκισμού - κάποια προσπάθεια φιλόδοξων πολιτικών να κινητοποιήσουν τις μάζες απέναντι σε ένα κατεστημένο που απεικονίζουν ως διεφθαρμένο ή ιδιοτελές.
Από τον Τιβέριο Γράκχο και τους populares τής ρωμαϊκής Συγκλήτου, μέχρι τους υπέρμαχους του popolo στον 16ο αιώνα τής Φλωρεντίας τού Μακιαβέλι, μέχρι τους Ιακωβίνους στο Παρίσι στα τέλη τού 18ου αιώνα, ως τους Τζακσονικούς Δημοκρατικούς που εισέβαλαν στην Ουάσινγκτον του 19ου αιώνα – όλοι βάσισαν τις προσπάθειές τους στην μαζική κινητοποίηση απευθυνόμενοι στην απλοϊκότητα και την αγαθοσύνη των απλών ανθρώπων. Μέχρι τα μέσα τού 20ού αιώνα, ο λαϊκισμός είχε γίνει ένα κοινό χαρακτηριστικό τής δημοκρατίας.
Στην συνέχεια, όμως, κατά την διάρκεια μιας ευρείας περιόδου θεαματικής οικονομικής ανάπτυξης που εκτείνεται περίπου από την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως τα τέλη τής δεκαετίας τού 1970, τα πολιτικά κατεστημένα των περισσοτέρων δυτικών δημοκρατιών κατάφεραν να εξορίσουν τους λαϊκιστές αντιπάλους τους στις αβλαβείς παρυφές τού πολιτικού λόγου. Στην δεξιά, οι λαϊκιστές περιστασιακά έκαναν επιδρομές σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, αλλά αναπόφευκτα αποτύγχαναν να κερδίσουν ορμή στις εθνικές εκλογές. Από αριστερά, τα ενάντια στην κουλτούρα κινήματα διαμαρτυρίας τής δεκαετίας τού 1960 και του 1970, αμφισβήτησαν το status quo, αλλά δεν εξασφάλισαν θεσμική εκπροσώπηση μέχρι που ο ριζοσπαστισμός τους υποχώρησε.
Όπως περίφημα παρατήρησαν οι πολιτικοί επιστήμονες Seymour Martin Lipset και Stein Rokkan, κατά την διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων, οι κομματικές δομές τής Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης ήταν «παγωμένες» σε πρωτοφανή βαθμό. Μεταξύ 1960 και 1990, τα κόμματα που εκπροσωπούντο στα κοινοβούλια του Άμστερνταμ, της Κοπεγχάγης, της Οτάβα, των Παρισίων, της Ρώμης, της Στοκχόλμης, της Βιέννης και της Ουάσιγκτον, άλλαζαν ελάχιστα. Για μερικές δεκαετίες, τα Δυτικά πολιτικά κατεστημένα είχαν μια τόσο σταθερή λαβή στην εξουσία που οι περισσότεροι παρατηρητές σταμάτησαν να παρατηρούν το πόσο αξιοσημείωτη ήταν αυτή η σταθερότητα σε σχέση με τον ιστορικό κανόνα.
Ωστόσο, αρχής γενομένης από την δεκαετία τού 1990, μια νέα σοδειά λαϊκιστών άρχισε να ανεβαίνει σταθερά. Κατά την διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, τα λαϊκίστικα κινήματα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ξεριζώσει παραδοσιακές κομματικές δομές και επέβαλαν στην πολιτική ατζέντα ιδέες που για καιρό θεωρούντο ως εξτρεμιστικές ή δυσάρεστες. Η επιρροή των λαϊκιστών ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή μέσα στους τελευταίους μήνες. Τον Μάιο, ευρωσκεπτικιστικά και ακροδεξιά κόμματα επέδειξαν άνευ προηγουμένου ισχύ στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ακόμη και στην κορυφή των δημοσκοπήσεων στην Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εν τω μεταξύ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το κίνημα Tea Party έχει προκαλέσει έναν εμφύλιο πόλεμο στο εσωτερικό τού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος: Το πιο πρόσφατο θύμα ήταν ο ηγέτης τής πλειοψηφίας στην Βουλή των Αντιπροσώπων, Eric Cantor, ένα ισχυρός διαμεσολαβητής στην κομματική εξουσία, που νικήθηκε στις προκριματικές εκλογές τού Ιουνίου από έναν προηγουμένως σκοτεινό υπερσυντηρητικό αμφισβητία. Το κίνημα είναι τώρα έτοιμο να κάνει σημαντική πρόοδο στις ενδιάμεσες εκλογές τού Νοεμβρίου και κατά πάσα πιθανότητα θα είναι σε θέση να κρατήσει το Κογκρέσο όμηρο με τις παρελκυστικές πολιτικές του στο άμεσο μέλλον.
Μέλη των Δυτικών πολιτικών κατεστημένων έχουν εξηγήσει αυτό το κύμα λαϊκισμού επισημαίνοντας τα πρόσφατα γεγονότα: Η οικονομική κρίση τού 2008 και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, λένε, έχουν σημασία για την αυξανόμενη ανυπομονησία με το status quo. Αλλά ετούτη η ερμηνεία υποτιμά την σημασία αυτών των εκλογικών μετατοπίσεων. Μακράν τού να αντανακλά μια προσωρινή κρίση, η άνοδος του λαϊκισμού πηγάζει από μια σειρά μακροπρόθεσμων προκλήσεων που έχουν μειώσει την ικανότητα των δημοκρατικών κυβερνήσεων να ικανοποιούν τους πολίτες τους. Αυτά τα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων μιας μακροχρόνιας στασιμότητας του βιοτικού επιπέδου και βαθέων κρίσεων εθνικής ταυτότητας, δεν θα εξαφανιστούν οποτεδήποτε σύντομα – ούτε καν αν οι οικονομίες των δυτικών δημοκρατιών βιώσουν μια απρόβλεπτη ραγδαία ανάπτυξη κατά τα επόμενα έτη. Το γεγονός είναι ότι οι δύο τελευταίες δεκαετίες αντιπροσώπευσαν όχι μια λαϊκίστικη στιγμή, αλλά μάλλον μια λαϊκίστικη στροφή – μια στροφή που θα ασκήσει σημαντική επιρροή στην πολιτική και την κοινή γνώμη στις επόμενες δεκαετίες.

Για να αποτραπεί η σοβαρή ζημία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι λαϊκιστές στην δημοκρατία, τα πολιτικά κατεστημένα και στις δύο πλευρές τού Ατλαντικού πρέπει να βρουν έναν τρόπο να διοχετεύσουν τα λαϊκίστικα πάθη για τα καλά. Για να γίνει αυτό, πρέπει να δώσουν φωνή στα δικαιολογημένα παράπονα που τροφοδοτούν τον λαϊκισμό, ενώ θα πείθουν τους ψηφοφόρους ότι οι απλές λύσεις που προτείνονται από τους λαϊκιστές είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.
ΚΑΤΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΜΙΚΡΟ
Ίσως το πιο ορατό από τα σημάδια τής αναγέννησης του λαϊκισμού είναι η άνοδος του κινήματος Tea Party στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κίνημα πρωτοεμφανίστηκε στην Αμερικανική πολιτική σκηνή το 2009. Αρχικά κινητοποιήθηκε από τον συναγερμό για την αποφασιστική νίκη τού Μπαράκ Ομπάμα στις προεδρικές εκλογές τού 2008 και από μια έντονη εχθρότητα προς την μεταρρύθμιση της υγειονομικής περίθαλψης που υποστήριξε ο Ομπάμα. Αλλά το κίνημα έχει διευρύνει την αποστολή του σε μια μετωπική επίθεση στο «μεγάλο κράτος». Οι στόχοι του τώρα περιλαμβάνουν όχι μόνο τους Δημοκρατικούς αλλά και κάθε Ρεπουμπλικανό τον οποίο οι ακραιφνείς τού Tea Party θεωρούν πολύ μετριοπαθή. Χάρη στην επιτυχία του στην ριζοσπαστικοποίηση της κεντρικής τάσης των Ρεπουμπλικανών, το Tea Party έχει αποκτήσει πλέον τόσο μεγάλη επιρροή στην Βουλή των Αντιπροσώπων, που μπορεί να ασκήσει ένα αποτελεσματικό βέτο στο σύνολο της νομοθετικής μηχανής των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι λαϊκιστές είναι για τα καλά στον δρόμο τού να κατακτήσουν παρόμοια δύναμη στην άλλη πλευρά τού Ατλαντικού. Σε χώρες σε όλη την Ευρώπη, λαϊκιστές όλων των αποχρώσεων έχουν μεταβάλλει την εσωτερική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών και τώρα απειλούν την ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Αυστρία, κατά την διάρκεια της δεκαετίας τού 1990, ο Jörg Haider, ένας υπερσυντηρητικός εθνικιστής, κέρδισε εκατομμύρια υποστηρικτών με τις καταγγελίες εναντίον μεταναστών και την αχνά καλυμμένη νοσταλγία για το Τρίτο Ράιχ. Κατά την διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, στην Ολλανδία, ο Pim Fortuyn κέρδισε μια πιστή ακολουθία με το να προειδοποιεί ότι οι Μουσουλμάνοι μετανάστες υπονόμευαν τις φιλελεύθερες ολλανδικές παραδόσεις.
Πιο πρόσφατα, στην Ιταλία, το κίνημα των Πέντε Αστέρων, ένα κόμμα που ιδρύθηκε μόλις πριν από μερικά χρόνια από τον Beppe Grillo, έναν πρώην κωμικό, προσέλκυσε το τρίτο μεγαλύτερο μερίδιο ψήφων στις εθνικές εκλογές πέρσι, με μια πλατφόρμα που στηρίζεται στην απαίτηση του Grillo ότι «η πολιτική κάστα να πάει να γ….θεί». Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Κόμμα Ανεξαρτησίας τού Ηνωμένου Βασιλείου κέρδισε το μεγαλύτερο μερίδιο των βρετανικών ψήφων στις εκλογές τού Μαΐου για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμπήσοντας μια ριζική απόρριψη της ΕΕ χρησιμοποιώντας εμπρηστική ρητορική σχετικά με τους μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη. Ήταν η πρώτη φορά σε περισσότερο από έναν αιώνα, που ένα βρετανικό κόμμα εκτός των Εργατικών ή των Συντηρητικών, θριάμβευσε σε εθνικές εκλογές.

Τα μέλη τού ευρωπαϊκού κατεστημένου καθησύχασαν τον εαυτό τους με την πεποίθηση ότι αυτές οι λαϊκιστικές επιτυχίες θα αρχίσουν να ξεφουσκώνουν από την ώρα που αρχίσουν να υποχωρούν οι οικονομικές επιπτώσεις τής Μεγάλης Ύφεσης και της κρίση τού ευρώ. Αλλά παρότι οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν προσπαθήσει να αποδείξουν την υπόθεση ότι οι υφέσεις ή οι αιχμές τού ποσοστού ανεργίας έχουν άμεση επίδραση στην δύναμη των λαϊκιστικών κομμάτων, οι περισσότερες τέτοιες μελέτες έχουν καταλήξει χωρίς σαφή συμπεράσματα. Σε ορισμένες χώρες, και κατά την διάρκεια ορισμένων χρονικών περιόδων, στιγμές οξείας οικονομικής κρίσης συνέπεσαν με μια ισχυρή παρουσία λαϊκίστικων κινημάτων. Αλλά εξίσου συχνά, οι λαϊκιστές έχουν παραμείνει στάσιμοι ή ακόμη και έχασαν υποστήριξη κατά την διάρκεια μιας ύφεσης. Όπως επεσήμανε ο Ολλανδός πολιτικός επιστήμονας Cas Mudde, οι δεξιοί λαϊκιστές τής Ευρώπης τα πήγαν επίσης καλά στις εθνικές εκλογές από το 2005 έως και το 2008, πριν αρχίσει η κρίση τού ευρώ, όπως το έκαναν στα χρόνια τής οξείας οικονομικής κρίσης, από το 2009 ως το 2013. Τραυματική καθώς ήταν, η Μεγάλη Ύφεση δεν ανέδειξε ένα προφανές σημείο καμπής: Η αύξηση της πολιτικής δύναμης των λαϊκιστικών κομμάτων άρχισε κατά την διάρκεια της σχετικά ευδαιμονικής δεκαετίας τού 1990 και συνεχίστηκε με γρήγορο αλλά σταθερό ρυθμό έκτοτε.
ΚΡΙΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Αν οι βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις των οικονομικών δεικτών δεν μπορούν να εξηγήσουν την άνοδο του λαϊκισμού, τα βαθύτερα αίτιά του πρέπει να λειτουργούν σε μια μεγαλύτερη χρονική κλίμακα. Και πράγματι, εκεί φαίνεται να υπάρχουν δύο θεμελιώδεις εξελίξεις που ταιριάζουν με το χρονοδιάγραμμα της λαϊκιστικής ανόδου και εξηγούν την συγκεκριμένη μορφή που πήρε η λαϊκίστικη πολιτική κατά τις τελευταίες δεκαετίες: Μια πτώση τού βιοτικού επιπέδου από τη μια γενιά στην άλλη και η εκληφθείσα ως απειλή στην εθνική ταυτότητα που θέτει η μετανάστευση και η ανάπτυξη των υπερεθνικών οργανισμών.
Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες τής Δύσης υπήρξαν ανέκαθεν υποκείμενες σε σκαμπανεβάσματα των αγορών. Αλλά παρ’ όλες τις οξείες ανόδους και υφέσεις που έχουν βιώσει, ένα κρίσιμο οικονομικό δεδομένο έχει παραμείνει αξιοσημείωτα σταθερό: Με εξαίρεση μερικές σύντομες στιγμές σε περιόδους ακραίας κρίσης, ο μέσος πολίτης τής δυτικής δημοκρατίας έχει, από την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης, απολαύσει υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από τους γονείς του. Ο τυπικός πολίτης περιμένει να έχει περισσότερα χρήματα, να ζει περισσότερο, και να περνά μεγαλύτερο μέρος τής ζωής του μη δουλεύοντας. Σύμφωνα με μια μεγάλης έρευνα που για πρώτη φορά διεξήχθη από τους οικονομολόγους Thomas Piketty και Emmanuel Saez, αυτό δεν είναι πλέον η σημερινή περίπτωση. Στις πιο ανεπτυγμένες δημοκρατίες, το μεσαίο εισόδημα έχει παραμείνει στάσιμο κατά τα τελευταία 25 χρόνια: Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Census Bureau ανέφερε χαμηλότερο μέσο εισόδημα των νοικοκυριών το 2012 σε σχέση με το 1989.
Όπως κατέδειξαν πολιτικοί επιστήμονες όπως ο Jacob Hacker και κοινωνιολόγοι όπως ο Ulrich Beck, αυτή η απώλεια εσόδων έχει επιδεινωθεί από μια ταυτόχρονη απώλεια ασφάλειας. Οι μέσοι πολίτες σήμερα δεν βγάζουν μόνο λιγότερα χρήματα από ό, τι πριν από μια γενιά˙ Είναι επίσης πολύ λιγότερο σίγουροι για το μελλοντικό τους εισόδημα και τον βαθμό τής προστασίας τους απέναντι σε νέες μορφές οικονομικών και κοινωνικών κινδύνων. Δεν είναι να απορεί κανείς, λοιπόν, ότι τόσοι πολλοί πολίτες όχι μόνο υποφέρουν από μια ισχυρή αίσθηση οικονομικής παρακμής, αλλά και γίνονται όλο και περισσότερο πεπεισμένοι ότι το πολιτικό κατεστημένο τούς έχει προδώσει.
Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου οικονομικής ύφεσης, οι πολίτες των εύπορων δημοκρατιών είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις για την εθνική τους ταυτότητα. Στον απόηχο των εθνοκαθάρσεων και των μαζικών εκτοπίσεων του πρώτου μισού τού 20ού αιώνα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έγιναν ιδιαίτερα ομοιογενές. Ακόμα και όταν η αποαποικιοποίηση και η οικονομική άνθηση της δεκαετίας τού 1950 και του 1960 άρχισαν να προσελκύουν μετανάστες μαζικά προς την Ευρώπη, η εισροή δεν αποτελούσε μια πραγματική απειλή για την εθνική ταυτότητα, δεδομένου ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είπαν στους πολίτες τους ότι οι πρόσφατες αφίξεις ήταν απλώς προσωρινοί επισκέπτες που πρόθυμα θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους από την στιγμή που θα έχουν επωφεληθεί από τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές ευκαιρίες.
Αλλά αυτή η υπόσχεση άρχισε να ακούγεται κούφια όταν, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, εκατομμύρια μεταναστών απέκτησαν το δικαίωμα να παραμείνουν στις χώρες υποδοχής και άρχισαν να απαιτούν να γίνονται δεκτοί ως πλήρη μέλη τού έθνους. Πολλοί Ευρωπαίοι βρήκαν αυτήν την προοπτική απαράδεκτη: Ακόμη και καθώς οι επίσημοι ορισμοί τής υπηκοότητας σε μια ευρωπαϊκή χώρα έγιναν πιο συμμετοχικοί, κάποιοι συνεχίζουν να επιμένουν ότι μόνο εκείνοι που μοιράστηκαν την ιστορία και την εθνικότητα της πλειονότητας του πληθυσμού υπολογίζονται ως πραγματικοί Γερμανοί ή Ιταλοί ή Σουηδοί. Οι λαϊκιστές έχουν γίνει ειδήμονες στο να εκμεταλλεύονται αυτές τις αυξανόμενες εντάσεις, υποσχόμενοι να προστατεύσουν τα συμφέροντα των «πραγματικών» μελών τού έθνους από τις μειονότητες, με τις οποίες οι πολιτικές ελίτ δήθεν τα έχουν κάνει «πλακάκια».
Οι νεοεισερχόμενοι στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι οικογένειές τους το έβρισκαν ευκολότερο να κερδίσουν την αποδοχή ως «αληθινοί» Αμερικανοί, δεδομένου ότι η χώρα από παλιά αυτοπροσδιορίζεται ως ένα έθνος μεταναστών. Αλλά οι Αμερικανοί λαϊκιστές, επίσης, είχαν την δυνατότητα να επωφεληθούν από μια αίσθηση κρίσης στην εθνική ταυτότητα. Η εισροή εκατομμυρίων παράνομων μεταναστών επέτρεψε στο Κόμμα τού Τσαγιού να ισχυριστεί ότι η χώρα έχει χάσει τον έλεγχο των συνόρων της. Σε ορισμένους κύκλους, αυτό έχει τροφοδοτήσει μεγαλύτερους φόβους για γρήγορες αλλαγές στην πολιτιστική και δημογραφική σύνθεση της χώρας: Ενώ οι περισσότεροι Αμερικανοί ευρωπαϊκής καταγωγής είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν ότι οι πολίτες των ΗΠΑ προέρχονται από όλα τα είδη τής εθνοτικής και πολιτισμικής προέλευσης, κάποιοι είναι λιγότερο πρόθυμοι να ανεχθούν το δυνητικό τέλος τής λευκής κυριαρχίας στην πολιτική των ΗΠΑ και στην λαϊκή κουλτούρα. Δεν βλέπουν τους εαυτούς τους σε προσωπικότητες όπως ο Ομπάμα ή η υπουργός Δικαιοσύνης Sonia Sotomayor, και η άνοδος έγχρωμων σε μερικά από τα υψηλότερα πολιτικά αξιώματα της χώρας απλώς αυξάνει την αντίληψη κάποιων λευκών Αμερικανών ότι η Ουάσιγκτον έχει γίνει απόμακρη και αποξενωμένη.
ΣΙΩΠΗΡΕΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΕΣ
Ένας σκεπτικιστής θα μπορούσε να σκεφθεί ότι τα λαϊκιστικά κόμματα που βρίσκονται σήμερα σε άνοδο, δεν μοιράζονται αρκετούς κοινούς στόχους για να θεωρηθούν μέρος ενός ενιαίου κινήματος. Όμως, η άνοδος των λαϊκιστικών κομμάτων και στις δύο πλευρές τού Ατλαντικού και μέσα στην Ευρώπη συνδέονται όχι λόγω μιας σειράς συγκεκριμένων πολιτικών προτάσεων, αλλά μάλλον από ένα κοινό σύνολο βασικών ανησυχιών, που εκφράζεται με μια γλώσσα οργής εναντίον τού status quo και των πολιτικών ελίτ που το συντηρούν.
Οι λαϊκιστές δίνουν φωνή σε τέτοιου είδους δυσαρέσκεια με ένα ρεπερτόριο από εντυπωσιακά παρόμοια συνθήματα και αλληγορίες. Ένα εκλογικό μανιφέστο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από το Κόμμα Ανεξαρτησίας τού Ηνωμένου Βασιλείου υπόσχεται να «σταθεί στον τοπικό πληθυσμό και τις τοπικές κοινότητες κατά των πολιτικών που ανήκουν στα παλαιά κόμματα». Η Marine Le Pen, η ηγέτις τού Εθνικού Μετώπου τής Γαλλίας, καταγγέλλει ότι «τους Γάλλους, στην πραγματικότητα, δεν τους συμβουλεύονται πλέον για τα μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζουν, από την μετανάστευση ως την εθνική κυριαρχία, ακριβώς επειδή οι παγκοσμιοποιημένες ελίτ που μας κυβερνούν δεν θέλουν πλέον να μας ακούνε να μιλάμε». Εν τω μεταξύ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρεπουμπλικανή υποψήφια για την Αντιπροεδρία το 2008 και συντηρητική σχολιαστής Sarah Palin έχει πει ότι «τα καλύτερα της Αμερικής είναι σε αυτές τις μικρές πόλεις … και σε αυτούς τους υπέροχους μικρούς θύλακες αυτού που εγώ αποκαλώ Η Πραγματική Αμερική», έμμεσα αντιπαραθέτοντας «φιλοαμερικανικές περιοχές σε αυτό το μεγάλο έθνος» με άλλα μέρη τής χώρας, που είναι πιθανώς λιγότερο πατριωτικά. Η γραφικότητες ποικίλλουν, αλλά τα θεμελιώδη θέματα παραμένουν τα ίδια.
Πράγματι, η ρητορική τού αντικατεστημένου λαϊκισμού έχει τόσο πλημμυρίσει τον Δυτικό πολιτικό λόγο τα τελευταία χρόνια που οι πιο κοινές εκφράσεις του έχουν γίνει κλισέ. Αν και οι λεπτομέρειες διαφέρουν, όλοι οι λαϊκιστές υποστηρίζουν ότι οι τρέχουσες πολιτικές ευνοούν μια μειοψηφία σε βάρος τής πλειοψηφίας. Όλοι ισχυρίζονται ότι οι ελίτ, μέσω επίσημων μηχανισμών ή κοινωνικής πίεσης, λογοκρίνουν ορισμένα είδη πολιτικού λόγου. Ο λόγος για αυτήν την λογοκρισία, υπαινίσσονται όλοι, είναι ότι το πολιτικό κατεστημένο θέλει να σταματήσει την πλειοψηφία από το να ανακαλύψει πώς είναι πραγματικά η μειονότητα και σε ποιο βαθμό η μειονότητα ευνοείται από τις τρέχουσες πολιτικές. Τώρα, επιτέλους, οι λαϊκιστές διακηρύσσουν, ότι κάποιος πρόθυμος να σταθεί για τους ανθρώπους έχει φτάσει στην πολιτική σκηνή και θα αγωνιστεί για την σιωπηλή πλειοψηφία με την θέσπιση πολιτικών που την ευνοούν.
ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Παρά τις ομοιότητες μεταξύ όλων των λαϊκιστών, η λέξη «λαϊκίστικο» αποτελεί μια ουδέτερη περιγραφή: Δεν είναι απαραίτητο ότι κάθε λαϊκιστικό κίνημα είναι κακό για την δημοκρατία. Το αν ένα συγκεκριμένο κίνημα αποτελεί απειλή εξαρτάται από το πώς συνδέει συγκεκριμένες αξίες στο ευρύ λαϊκίστικο πλαίσιο. Οι λαϊκιστές ισχυρίζονται ότι εξυπηρετούν τα παραμελημένα συμφέροντα της σιωπηλής πλειοψηφίας με το να αντιτίθενται σε ένα διεφθαρμένο καθεστώς που συνεργάζεται με κάποια ανάξια μειονότητα. Αλλά πώς, ακριβώς, οι λαϊκιστές εξυπηρετούν τα συμφέροντα αυτά; Και μήπως δεν θα μπουν στον πειρασμό να καταστείλουν ή να κακομεταχειριστούν την μειονότητα εναντίον τής οποίας επιτίθενται τόσο ζωηρά;
Οι ανησυχίες αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία κατά την εξέταση των ακροδεξιών λαϊκιστών, οι οποίοι πιστεύουν ότι οι μειονοτικές ομάδες είναι παραχαϊδεμένες και απολαμβάνουν υπερβολικά προνόμια, εκτρέποντας πολυπόθητους πόρους από την σιωπηλή, πάσχουσα πλειοψηφία: Οι ισχυρισμοί, τις περισσότερες φορές, είναι απλά αναληθείς. Στην Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, για παράδειγμα, υποτιθέμενες προνομιούχες εθνοτικές μειονότητες υστερούν έναντι της πλειοψηφίας όσον αφορά το εισόδημα, το προσδόκιμο ζωής και ένα πλήθος άλλων κοινωνικών δεικτών, σε μεγάλο βαθμό επειδή, όπως έχουν δείξει επανειλημμένως οι κοινωνιολογικές μελέτες, αντιμετωπίζουν σοβαρές διακρίσεις στην εκπαίδευση, στην εργασία και στην αγορά στέγης. Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την αναντιστοιχία μεταξύ ρητορικής και πραγματικότητας, αν οι λαϊκιστές κερδίσουν μεγαλύτερη δύναμη, είναι πιθανό να οξύνουν τις υφιστάμενες αδικίες και ανισότητες, δίνοντας περισσότερα στην δυσαρεστημένη πλειοψηφία και παίρνοντας από τις μειονότητες που έχουν ήδη λιγότερα από όσα τους αξίζουν, τόσο στο υλικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο.
Οι περισσότεροι δεξιοί λαϊκιστές εμπίπτουν σε μια από τις τέσσερις βασικές κατηγορίες. Ίσως οι πιο συνήθεις από αυτούς είναι οι εθνικοί σωβινιστές, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι πολιτικές ελίτ δεν είναι αρκετά υπερήφανες για την χώρα τους, απολογούνται πάρα πολύ εύκολα για τις αμαρτίες τού παρελθόντος τού έθνους, και με πολύ ενθουσιασμό δοξολογούν τις θρησκευτικές ή εθνοτικές μειονότητες.
Στην Ευρώπη, ο εθνικός σωβινισμός έχει τροφοδοτήσει μια σειρά από λαϊκιστικά κόμματα, όπως το αυστριακό Κόμμα τής Ελευθερίας, το Jobbik της Ουγγαρίας, και την Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα. Ακόμη και στην Γερμανία, όπου ο έντονος εθνικισμός έχει από καιρό απαξιωθεί λόγω του ναζιστικού παρελθόντος τής χώρας, ο Thilo Sarrazin, πρώην μέλος τού διοικητικού συμβουλίου τής Bundesbank ο οποίος έγινε λαϊκιστικός απολογητής, έχει κερδίσει ένα πιστό κοινό με την επίκληση εθνικών σοβινιστικών θεμάτων. Το 2010, ο Sarrazin δημοσίευσε ένα αχαλίνωτο μπεστ σέλερ στο οποίο υποστήριξε ότι οι Τούρκοι μετανάστες στην Γερμανία ήταν απλά λιγότερο ευφυείς από τους εθνοτικούς Γερμανούς, εν μέρει λόγω ενδογαμίας. «Ολόκληρες φατρίες έχουν μακρά παράδοση αιμομιξίας, και αντίστοιχα πολλές αναπηρίες», έγραψε ο Sarrazin. «Αλλά αυτό το θέμα αντιμετωπίστηκε με νεκρική σιγή. Διαφορετικά, μερικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν την ιδέα ότι οι γενετικοί παράγοντες εξηγούν το γιατί τμήματα του τουρκικού πληθυσμού αποτυγχάνουν στα γερμανικά σχολεία».
Μια ελαφρώς διαφορετική πτυχή τής δεξιάς σκέψης, καλύτερα κατονομασμένη ως «λαϊκιστική παραδοσιοκρατία», τονίζει την διατήρηση των παραδοσιακών τρόπων ζωής που οι περισσότεροι πολίτες δήθεν ευνοούν. Παρά το γεγονός ότι πολλοί παραδοσιακοί εμφανίζουν επίσης εθνικιστικές ή ξενοφοβικές τάσεις, οι κυριότερες αποκλεισμένες υπο-ομάδες τις οποίες φοβούνται είναι μέσα στο ίδιο το έθνος: Διανοούμενοι, εστέτ, ομοφυλόφιλοι, και οποιοσδήποτε άλλος πολύ ελιτιστής για να συμμετάσχει στις απλοϊκές, αγαθές επιδιώξεις των απλών ανθρώπων. Πρόσφατα, η λαϊκιστική παραδοσιοκρατία έχει απολαύσει μια εκπληκτική αναβίωση στην Δυτική Ευρώπη, αγκαλιάστηκε από τα πολιτικά κόμματα, όπως το Κόμμα των Φιλανδών - το οποίο προωθεί μια ειδικά χριστιανική «φινλανδική ταυτότητα» - καθώς και από τις τοπικές οργανώσεις που έφεραν εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους τής Γαλλίας για να διαμαρτυρηθούν για τον γάμο ατόμων τού ιδίου φύλου.

Η παραδοσιοκρατία αυτού του είδους είναι, φυσικά, γνωστή στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου από καιρό αντιπροσώπευε τον πολιτικό πυρήνα τής θρησκευτικής δεξιάς - και, σε κάποιο βαθμό, έχει φθάσει να καθοδηγήσει το κίνημα Tea Party. Αλλά το Tea Party είναι καλύτερα κατανοητό ως ένα παράδειγμα ενός τρίτου άξονα του λαϊκισμού: Τον αντι-κρατικισμό. Οι περισσότεροι λαϊκιστές θρηνούν ότι το κράτος έχει παραπλανηθεί από ένα φαντασμένο κατεστημένο, ομοκρέβατο με τους μετανάστες, τις μειονότητες, τους άθεους, και τους διανοούμενους. Αλλά, επίσης, πιστεύουν ότι η κυβέρνηση έχει έναν σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει στην παροχή ευημερίας στους πολίτες τής χώρας. Οι αντι-κρατικιστές λαϊκιστές, από την άλλη πλευρά, βλέπουν το ίδιο το κράτος ως την μεγαλύτερη απειλή για την ελευθερία τους και τον τρόπο ζωής τους, και θέλουν να είναι όσο το δυνατόν απαλλαγμένοι από την διαφθείρουσα επιρροή του. Όπως είπε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Paul Rand, επικαλούμενος τον Ronald Reagan, σε μια απάντησή του στην ομιλία τού Ομπάμα «για την Κατάσταση του Έθνους» το 2013, που υποστηρίχθηκε από ομάδες τού Tea Party, «η κυβέρνηση δεν είναι η απάντηση στο πρόβλημα. Η κυβέρνηση είναι το πρόβλημα».
Στην Ευρώπη, ο αντι-κρατικισμός παίρνει την μορφή τού ευρωσκεπτικισμού, της πεποίθησης ότι η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη των «ευρωκρατών» που εδρεύουν στις Βρυξέλλες απειλεί τις ελευθερίες των απλών ανθρώπων στα κράτη-μέλη τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως δήλωσε στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κατά την διάρκεια μιας ομιλίας του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο Nigel Farage, ο ηγέτης τού Κόμματος Ανεξαρτησίας τού Ηνωμένου Βασιλείου: «Δεν έχω καμία αμφιβολία για την πρόθεσή σας να είστε ο αθόρυβος δολοφόνος τής ευρωπαϊκής δημοκρατίας και των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών». Η Le Pen έχει καταφερθεί εναντίον τής ΕΕ χαρακτηρίζοντάς την ως «Ευρωπαϊκή Σοβιετική Ένωση» και έχει ορκιστεί να την αποτρέψει «από το να αρπάξει τα πάντα με τα νύχια της και να επεκτείνει τα πλοκάμια της».
Ένα τέταρτο και τελευταίο είδος δεξιών λαϊκιστών έχει έξυπνα αποστασιοποιηθεί από τον εθνικισμό, την παραδοσιοκρατία, και τον αντι-κρατικισμό θεωρώντας τα μέλη του ως υπερασπιστές των φιλελεύθερων αξιών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κινδυνολογική προπαγάνδα για «υφέρπουσα σαρία» - μια κρυφή εκστρατεία που φέρεται να προσπαθεί να επιβάλει τον ισλαμικό νόμο στις Ηνωμένες Πολιτείες - συνήθως προέρχεται από τους συντηρητικούς που τοποθετούν τους εαυτούς τους ως υπερασπιστές των χριστιανικών αξιών. Αντίθετα, το είδος τής ισλαμοφοβίας που έχει κερδίσει έδαφος σε πολλά μέρη τής Ευρώπης ενδύει παρόμοιες προκαταλήψεις με τον μανδύα τής υπεράσπισης του φιλελευθερισμού. Αυτός ο άξονας λαϊκισμού προειδοποιεί ότι οι μουσουλμάνοι μετανάστες και οι πολιτικές ελίτ που τους «ικανοποιούν», απειλούν την ελευθερία των άλλων πολιτών να ζουν όπως εκείνοι θέλουν. Όπως είπε ο Fortuyn, ο ανοιχτά gay Ολλανδός πολιτικός που ήταν ένας πρώιμος εκπρόσωπος της φιλελεύθερης ισλαμοφοβίας, «θεωρώ [το Ισλάμ] μια καθυστερημένη κουλτούρα. Έχω ταξιδέψει πολύ στον κόσμο. Και όπου κυβερνά το Ισλάμ, είναι απλά φοβερό. … Λοιπόν, κοιτάξτε την Ολλανδία. Σε ποια χώρα θα μπορούσε ένας πολιτικός ηγέτης ενός τέτοιου μεγάλου κινήματος όπως το δικό μου, να είναι ανοιχτά ομοφυλόφιλος;».
Εμπνευσμένοι από αυτήν την επιθετική γραμμή, οι φιλελεύθεροι ισλαμόφοβοι έχουν δρέψει καρπούς σε όλη την Γαλλία, την Γερμανία, τις σκανδιναβικές χώρες - και ακόμη και στο Κεμπέκ - κατά την τελευταία δεκαετία. Όσο και αν μπορεί να είναι ανειλικρινείς οι επικλήσεις αυτών των ισλαμόφοβων στον φιλελευθερισμό, η ικανότητά τους να ενδύουν τις προκαταλήψεις τους με αξιοσέβαστη - ακόμα και ευγενική - γλώσσα ανεκτικότητας κάνει αυτή την ομάδα την πιο επικίνδυνη από τα σημερινά λαϊκιστικά κινήματα.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΝΟΙΑ
Σε αντίθεση με τη Νέα Αριστερά, της οποίας οι επικρίσεις αντι-κουλτούρας διαμόρφωσαν τον λαϊκισμό τής δεκαετίας τού 1960 και του 1970, οι αριστεροί λαϊκιστές απολαμβάνουν σήμερα μια αναβίωση στις δυτικές δημοκρατίες που είναι επικεντρωμένες στα οικονομικά θέματα. Σε αντίθεση με πολλούς από τους ομολόγους τους στην δεξιά, των οποίων οι πλατφόρμες βασίζονται σε διογκωμένες ή εφευρεθείσες απειλές, έχουν την τάση να επικεντρώνονται σε πολύ πραγματικά προβλήματα: Την διακυβέρνηση και την εταιρική διαφθορά, την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα, την μείωση της κοινωνικής κινητικότητας, και την στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου. Η πιο ορατή ενσάρκωση αυτής της σκέψης ήταν το κίνημα Occupy Wall Street, το οποίο συσπειρώθηκε γύρω από το «99 τοις εκατό» των ανθρώπων που αγωνίζονται κάτω από την φτέρνα των υπερπλούσιων του «ένα τοις εκατό». Μια παρόμοια μορφή οικονομικού λαϊκισμού ζωντανεύει κόμματα διαμαρτυρίας στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και του ιταλικού κινήματος των Πέντε Αστέρων, τα οποία έχουν υπερασπιστεί λυσσαλέα το παραδοσιακό κράτος πρόνοιας και απέρριψαν τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Αθήνα και την Ρώμη - συχνά κατ’ εντολή των Βρυξελλών ή του Βερολίνου - στον απόηχο της κρίσης τού ευρώ.
Αυτοί οι οικονομικοί λαϊκιστές έχουν δίκιο να επισημαίνουν ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες απέχουν από το να είναι άψογες. Αφημένη στην τύχη της, η καπιταλιστική δημοκρατία έχει την τάση να δίνει μεγαλύτερη εξουσία στα χέρια των ήδη ισχυρών, και περισσότερο πλούτο στα χέρια των ήδη πλουσίων. Για να αντισταθμίσουν αυτήν την σταδιακή διάβρωση της οικονομικής και πολιτικής δικαιοσύνης, οι δημοκρατίες χρειάζονται περιστασιακές εκρήξεις τής λαϊκής οργής. Υπό αυτή την έννοια, ο αριστερός λαϊκισμός μπορεί να είναι μια σημαντική διορθωτική δύναμη στους ιδιοτελείς πειρασμούς στους οποίους είναι πιθανό να υποκύψει οποιαδήποτε ελίτ με την πάροδο του χρόνου.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι τα προβλήματα τα οποία τους συνεγείρουν είναι γνήσια, οι αριστεροί λαϊκιστές, όπως οι δεξιόστροφες ομάδες, διασχίζουν την φαντασία, όταν πρόκειται για λύσεις - κυρίως γιατί υποτιμούν το πόσο βαθιές είναι οι ρίζες τής σύγχρονης οικονομικής δυσπραγίας. Κατηγορούν τις παγιωμένες ελίτ για την εκτεταμένη φτώχεια και προωθούν τον μύθο ότι ο αγώνας για την οικονομική δικαιοσύνη μπορεί να κερδηθεί απλά με την αντίσταση στις μεγάλες τράπεζες (στις Ηνωμένες Πολιτείες), ή με την αντίσταση στο Βερολίνο (στην Ευρώπη), ή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (και στις δυο περιοχές). Απλώς εάν οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν την δυνατότητα να προχωρήσουν στην έντιμη αναδιανομή τού πλούτου και την επέκταση των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας, λένε, τα οικονομικά των απλών πολιτών θα βελτιωθούν γρήγορα.
Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι πολλά από τα προβλήματα που επισημαίνουν οι αριστεροί λαϊκιστές έχουν προκύψει από μεγάλης κλίμακας δυνάμεις, όπως είναι η τεχνολογική καινοτομία, οι δημογραφικές αλλαγές και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Η άνοδος των ψηφιακών τεχνολογιών και το ολοένα και καλύτερα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό στην Αφρική, την Ασία και την Λατινική Αμερική, για παράδειγμα, έχουν μειώσει την παγκόσμια ζήτηση για βορειοαμερικανική και δυτικοευρωπαϊκή εργασία. Ομοίως, τα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα βρίσκονται υπό πίεση όχι μόνο επειδή οι πολιτικοί δεν έχουν την θέληση να τα χρηματοδοτήσουν, αλλά επίσης επειδή οι δυτικές κοινωνίες γηράσκουν ραγδαία: Το 1960, ο πληθυσμός τής Ιταλίας είχε μέση ηλικία 31,2. Το 2020, προβλέπεται να είναι 46,2.
Οι οικονομικοί λαϊκιστές λανθασμένα πιστεύουν ότι η ταπείνωση των εδραιωμένων συμφερόντων θα ήταν αρκετή για μια επιστροφή στις χρυσές ημέρες τού πρόσφατου παρελθόντος. Αλλά η διάσωση των γενναιόδωρων κρατών πρόνοιας της Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης θα απαιτήσει μια νέα προσέγγιση, όχι μια επίμονη υπεράσπιση του μη βιώσιμου στάτους κβο. Αρνούμενοι αυτήν την μπερδεμένη πραγματικότητα, οι αριστεροί λαϊκιστές είναι εξίσου λάθος όσο και οι δεξιοί ομόλογοί τους.
ΠΑΘΟΣ ΧΩΡΙΣ ΥΠΟΘΑΛΨΗ
Κατά την διάρκεια της μακράς ιστορίας τους, οι δημοκρατίες έχουν έρθει σε αντίθεση με μεγάλα τμήματα των δικών τους πολιτών, νοσταλγών τής μοναρχίας, της φεουδαρχίας ή ακόμα και της απολυταρχικής διακυβέρνησης. Οι δημοκρατικές χώρες υπήρξαν βαθιά διαιρεμένες κατά μήκος εθνοτικών, θρησκευτικών και γλωσσικών γραμμών. Έχουν σπαραχθεί για την μεταρρύθμιση της γης, κυριαρχήθηκαν από λαϊκιστές και δημαγωγούς, και πήγαν σε εμφύλιο πόλεμο. Και όμως, όταν οι περισσότεροι Δυτικοί ακούν την λέξη «δημοκρατία» σήμερα, αυτό που σκιαγραφούν είναι ένα πολιτικό κλίμα σεβασμού, προβλεπόμενο, και λίγο συντηρητικό - ένα σύστημα στο οποίο ένας μικρός αριθμός μακροχρόνιων πολιτικών κομμάτων εναλλάσσονται στην κυβέρνηση σε μια κάπως τακτική βάση, με αποτέλεσμα λογικά μετριοπαθείς αλλαγές στην δημόσια πολιτική.
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν, φυσικά, οδυνηρή επίγνωση ότι η πολιτική των σημερινών δημοκρατιών δεν δείχνει πλέον πολύ σαν κάτι τέτοιο˙ Είναι πιο κατακερματισμένες, χαοτικές, απρόβλεπτες από όσο ήταν τόσο πρόσφατα όσο τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Αλλά η χρονική περίοδος κατά την οποία οι περισσότερες δυτικές δημοκρατίες ήταν ουσιαστικά σταθερές είναι εξαιρετικά σύντομη. Πράγματι, κάποιες δημοκρατίες, όπως η Ιταλία, ήταν πάντα δυσλειτουργικές. Σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και ήρεμες περίοδοι χαρακτηρίστηκαν από στιγμές τρέλας, όπως το κυνήγι των μαγισσών τής εποχής McCarthy ή η κραυγαλέα περιφρόνηση του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον προς τους κανόνες τού δημοκρατικού παιχνιδιού.
Για όσους επιθυμούν να εγκαινιαστεί μια νέα περίοδος σχετικής δημοκρατικής σταθερότητας, η πρόκληση θα είναι να αξιοποιηθεί το πάθος των λαϊκιστών στον στόχο τής αναζωογόνησης της διακυβέρνησης, αλλά χωρίς να βοηθηθούν να ανάψουν τις φλόγες της αντιδημοκρατικής εξέγερσης. Στον τομέα τής οικονομικής πολιτικής, αυτό σημαίνει την αντιμετώπιση της μείωσης του βιοτικού επιπέδου των γενεών που έχει παράσχει στους λαϊκιστές τέτοιο γόνιμο έδαφος. Οι ηγέτες των εύπορων δημοκρατιών πρέπει να δεσμευτούν σε δύο στόχους, που συχνά θεωρούνται αντιθετικοί: Την αναδιανομή τού πλούτου και τον οικονομικό εκσυγχρονισμό. Μόνο η αποφασιστική πολιτική δράση, που περιλαμβάνει μια πιο σοβαρή προσπάθεια να φορολογηθεί ο πλούτος, μπορεί να εξασφαλίσει ότι η μελλοντική οικονομική ανάπτυξη θα ωφελήσει τα κατώτερα και μεσαία στρώματα όσο και τους πλούσιους. Αλλά πρώτα, οι κυβερνήσεις πρέπει να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη. Ειδικά στη νότια και δυτική Ευρώπη, οι πολιτικοί θα πρέπει να λάβουν σοβαρά αντιλαϊκά μέτρα, όπως η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης και η χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας. Αυτός ο συνδυασμός μεταρρύθμισης και αναδιανομής, δεν θα είναι εύκολο να πάει μακριά. Αλλά μια νέα γενιά φιλόδοξων πολιτικών, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού τής Ιταλίας, Matteo Renzi, αρχίζει να κερδίζει υποστήριξη για επώδυνες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, με το να δίνει φωνή στις λαϊκιστικές απογοητεύσεις και συσπειρώνοντας ψηφοφόρους γύρω από τον στόχο τής αναδιανομής.
Ένα ακόμη πιο δύσκολο έργο για τους καθιερωμένους πολιτικούς θα είναι να αναγνωρίσουν και να ανταποκριθούν στην ευρέως διαδεδομένη αίσθηση της κρίσης σχετικά με την εθνική ταυτότητα, χωρίς να υποθάλπουν ξενοφοβικό λαϊκισμό ή να διαλύσουν τους πολύ αναγκαίους διεθνείς θεσμούς. Η καλύτερη στρατηγική είναι να προσελκύσουν τα εθνικιστικά αισθήματα, αλλά να απορρίψουν κάθε πρόταση ότι οι μειονότητες είναι κάτι λιγότερο από πλήρη μέλη των εθνών. Αυτό μάλλον δεν θα αποδειχθεί πάρα πολύ δύσκολο στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν μια σχετικά ισχυρή παράδοση στον μη εθνοτικό εθνικισμό. Αλλά τα κυρίαρχα κόμματα στην Ευρώπη θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσκολίες, δεδομένου ότι οι εθνοτικές αντιλήψεις περί έθνους είναι πιο βαθιά ριζωμένες εκεί από όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πράγματι, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα μπορούσαν να θεωρούν ότι είναι αδύνατο να διευθετήσουν τέτοιου είδους συναισθήματα χωρίς να εγκαταλείψουν το φιλελεύθερο όραμα μιας πολυεθνικής κοινωνίας - μια θεραπεία για τον λαϊκισμό που θα είναι χειρότερη από την ίδια την ασθένεια.
Αντίθετα, τα κατεστημένα κόμματα της Ευρώπης θα μπορούσαν να κάνουν κάποια εύκολα βήματα για να καθησυχάσουν τους λαϊκίστικους φόβους σχετικά με την ΕΕ. Ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα θα ήταν να παραιτηθούν από την μακροχρόνια δέσμευσή τους για μια «διαρκώς στενότερη ένωση», μια φιλοδοξία που καθιστά πολύ εύκολο στους λαϊκιστές να ισχυρίζονται ότι οι γραφειοκράτες τής ΕΕ δεν θα ησυχάσουν μέχρι να διαλυθούν τα έθνη-κράτη τής Ευρώπης. Υποσχόμενα ένα συγκεκριμένο καταληκτικό σημείο για την διαδικασία τής ολοκλήρωσης, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα μπορούσαν να προστατέψουν τον εαυτό τους από την κατηγορία ότι είναι αδύναμοι σχετικά με την εθνική κυριαρχία ενώ θα προστατεύουν παράλληλα τα κύρια επιτεύγματα της ΕΕ, όπως είναι η ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών και των ανθρώπων.
Το εάν αυτές οι προτάσεις θα αρκέσουν για να σταματήσει η πρόοδος των λαϊκιστών απέχει, βέβαια, από το να είναι βέβαιο. Η εξαιρετική σταθερότητα της μεταπολεμικής δημοκρατίας στηριζόταν σε εξαιρετικές οικονομικές και δημογραφικές τάσεις που έχουν τώρα πάρει την πορεία τους. Η αποκατάσταση αυτού του είδους τής σταθερότητας θα είναι μια ανηφορική μάχη. Ακόμα κι αν οι καθιερωμένοι πολιτικοί κάνουν τα πάντα σωστά μέσα στις επόμενες δεκαετίες, η απειλή που θέτει ο λαϊκισμός είναι εδώ για να μείνει για το προβλέψιμο μέλλον.


* Ο YASCHA MOUNK είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Stranger in My Own Country: A Jewish Family in Modern Germany [1]. Είναι υποψήφιος δόκτωρ στο Τμήμα Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Harvard και συνεργάτης στο New America Foundation.


(Στην φωτογραφία : Διαδηλωτής έξω από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 11 Απριλίου 2013. REUTERS/Francois Lenoir)


Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141733/yascha-mounk/pitchfork-pol...

Σύνδεσμοι:
[1] http://www.amazon.com/Stranger-My-Own-Country-Germany/dp/0374157537/ref=... in my own country