O μύθος και η αλήθεια της φορολόγησης των πλουσίων...
ΘΑΝΟΣ ΤΣΙΡΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Αν η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί από την κάλπη της 25ης Ιανουαρίου θελήσει να φορολογήσει περισσότερο τους «πλούσιους» για να καλύψει τις δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας, το βέβαιο είναι ότι θα πρέπειπρώτα να τους... βρει.
Είναι επίσης βέβαιο ότι τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων δεν πρόκειται να την βοηθήσουν.
Σε σύνολο περίπου έξι εκατομμυρίων φορολογικών δηλώσεων που υποβλήθηκαν το 2014, οικογενειακά εισοδήματα άνω των 100.000 ευρώ εμφανίστηκαν σε μόλις 38.000 περιπτώσεις ή στο... 0,6% του συνόλου.
Αν πάλι η όποια μελλοντική κυβέρνηση θελήσει να περιορίσει τα φορολογικά βάρη των οικονομικά ασθενέστερων –βάσει δήλωσης– νοικοκυριών, τότε θα πρέπει να είναι σε θέση να βρει ισοδύναμα δισεκατομμυρίων για την κάλυψη των δημοσίων εσόδων που θα χαθούν, τουλάχιστον μέχρι η φορολογική ελάφρυνση να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης και κατά συνέπεια των εσόδων από τους φόρους κατανάλωσης ή τη φορολογία των νομικών προσώπων. Και πάλι οι περυσινές δηλώσεις έδειξαν ότι οικογενειακό εισόδημα έως και 12.000 ευρώ τον χρόνο εμφανίζουν οι 57 στους 100 ή περίπου 3,4 εκατομμύρια νοικοκυριά. Με αφορολόγητο στις 12.000 ευρώ, οι 57 στους 100 δεν θα πληρώνουν ούτε ένα ευρώ φόρο, ενώ φορολογητέα ύλη περίπου 20 δισεκατομμυρίων ευρώ θα βρεθεί στο «απυρόβλητο». Το ποσό αυτό θα είναι ακόμη μεγαλύτερο αν το αφορολόγητο καλύψει όχι μόνον αυτούς που δηλώνουν εισοδήματα έως 12.000 ευρώ (έτσι λειτουργεί το αφορολόγητο σήμερα και καλύπτει μόνο μισθωτούς και συνταξιούχους που έχουν εισοδήματα έως περίπου 9.500 ευρώ), αλλά το σύνολο των περίπου έξι εκατομμυρίων φορολογουμένων (έτσι λειτουργούσε το αφορολόγητο μέχρι και το 2012).
Ενώ η φορολόγηση των φυσικών προσώπων μπαίνει και αυτή στην προεκλογική ατζέντα –ο πρωθυπουργός από τη μία έχει ομιλήσει για μείωση του ανώτατου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 42% που είναι σήμερα, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ενσωματώσει στο προεκλογικό του πρόγραμμα την επαναφορά του αφορολογήτου στα όρια των 12.000 ευρώ– ο νέος υπουργός Οικονομικών που θα κληθεί να κοστολογήσει και να υλοποιήσει τις όποιες παρεμβάσεις θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του τις επιπτώσεις της κρίσης στα φορολογητέα εισοδήματα:
• Εχει υποχωρήσει αισθητά –λόγω της ύφεσης– η «φορολογητέα ύλη». Το σύνολο των δηλωθέντων εισοδημάτων από όλες ανεξαρτήτως τις πηγές (μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις, ελεύθερα επαγγέλματα, τόκους καταθέσεων, ενοίκια, γεωργικά επαγγέλματα, αλλά και λοιπά εισοδήματα τα οποία είτε φορολογούνται αυτοτελώς, όπως τα μερίσματα, είτε απαλλάσσονται της φορολογίας) δεν ξεπερνάει πλέον τα 90 δισ. ευρώ με βάση τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων του 2014 (εισοδήματα 2013). Εκτιμάται δε ότι οι δηλώσεις του 2015 θα αποτυπώσουν ακόμη μεγαλύτερη πτώση τουλάχιστον για τα φυσικά πρόσωπα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2010, το αντίστοιχο ποσό προσέγγιζε τα 110 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι σε μία 3ετία χάθηκε φορολογητέα ύλη περίπου 20 δισ. ευρώ.
• Εχει επηρεαστεί σημαντικά η «πυραμίδα» των εισοδημάτων. Περισσότεροι έχουν συσσωρευθεί στη βάση όπου κατατάσσονται οι έχοντες τα λιγότερα. Λιγότεροι έχουν γίνει οι έχοντες τα λεγόμενα «μεσαία εισοδήματα», ενώ στην κορυφή της πυραμίδας όπου βρίσκονται οι πλουσιότεροι έχουν απομείνει ελάχιστοι. Ειδικότερα:
• Οι έχοντες οικογενειακό εισόδημα έως 12.000 ευρώ, ανεξαρτήτως πηγής, φτάνουν στα 3,1 εκατομμύρια, ενώ θα πρέπει να προστεθούν και περίπου 290.000 άτομα που δηλώνουν εισόδημα «μηδέν». Προ τριετίας, σε αυτά τα επίπεδα κατατάσσονταν όχι περισσότεροι από 2,8 εκατομμύρια φορολογούμενοι. Δηλαδή, στα κατώτερα στρώματα της εισοδηματικής πυραμίδας έχουν προστεθεί περίπου 600.000 πολίτες μόνο τα τελευταία τρία χρόνια.
• Αυτοί που δηλώνουν από 12.000 έως 20.000 ευρώ είναι περίπου 1,35 εκατ., περίπου 100.000 περισσότεροι σε σχέση με τα προ τριετίας επίπεδα.
• Εισόδημα από 20.000 έως 50.000 ευρώ δηλώνει μόλις ένα εκατομμύριο φορολογουμένων. Είναι τουλάχιστον κατά 350.000 λιγότεροι σε σχέση με τα προ τριετίας επίπεδα. Σε αυτό το εισοδηματικό κλιμάκιο εντοπίζονται και οι μεγαλύτερες εισοδηματικές απώλειες, οι οποίες ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ. Η «μεσαία τάξη» μοιράζεται πλέον περίπου 30 δισ. ευρώ από τουλάχιστον 40 δισ. ευρώ που ήταν το 2010.
• Στην εισοδηματική κατηγορία από τις 50.000 έως τις 100.000 ευρώ ανήκουν πλέον 140.000 φορολογούμενοι, με το αθροιστικό εισόδημά τους να ξεπερνάει οριακά τα 9 δισ. ευρώ. Πριν ξεκινήσουν τα Μνημόνια, ήταν περισσότεροι από 240.000 και το αθροιστικό εισόδημα υψηλότερο των 16 δισ. ευρώ.
• Οι «πλούσιοι» των φορολογικών δηλώσεων με το οικογενειακό εισόδημα άνω των 100.000 περιορίστηκαν σε 38.000, με μέσο δηλωθέν εισόδημα της τάξεως των 195.000 ευρώ.
Λίγοι με μεγάλη ακίνητη περιουσία
Μπορούν οι μεγαλοϊδιοκτήτες να σηκώσουν το βάρος ενός φόρου ακινήτων όπως ο ΕΝΦΙΑ, τον οποίο σήμερα υποχρεούνται να πληρώσουν 6,2 εκατ. ιδιοκτήτες οι οποίες και χρεώνονται με περίπου 3,3 δισ. ευρώ; Τα στοιχεία του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου δείχνουν πως όχι.
Ενδεχόμενη επιβολή φόρου κατοχής μόνο στη λεγόμενη «μεγάλη» ακίνητη περιουσία (για παράδειγμα άνω των 300.000 ευρώ ανά ιδιοκτήτη) θα περιόριζε τη «φορολογητέα ύλη» κάτω από τα 190 δισ. ευρώ (από συνολικά 630 δισ. ευρώ που είναι η συνολική αξία των ακινήτων σε όρους αντικειμενικών αξιών) και τον αριθμό αυτών που θα πλήρωναν σε λιγότερα από 350.000 άτομα (επί συνόλου 6,2 εκατ. πολιτών εκ των οποίων περίπου 400.000 έχουν μόνο αγροτεμάχια). Δηλαδή, το μοντέλο του ΦΑΠ που επιβλήθηκε και την περίοδο 1997-2013 αφήνει εκτός φόρου το 94% των ιδιοκτητών στην Ελλάδα. Οι «εκατομμυριούχοι» στην Ελλάδα (δηλαδή αυτοί που έχουν ακίνητα άνω του ενός εκατ. ευρώ) είναι 29.000 με αθροιστική περιουσία 45 δισ. ευρώ. Από αυτούς, 500 μεγαλοϊδιοκτήτες –κυρίως εφοπλιστές, αλλά και γνωστά ονόματα του επιχειρείν– μοιράζονται ακίνητα συνολικής αξίας 4,8 δισ. ευρώ. Οι πρώτοι στη σχετική λίστα εμφανίζονται με ακίνητα αξίας της τάξεως των 9 εκατ. ευρώ ο καθένας.
Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων δεν έχουν πολλά ή μεγάλης αξίας ακίνητα. Παρά το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης, προκύπτει ότι το 70% των ιδιοκτητών, δηλαδή 4 εκατομμύρια φορολογούμενοι σε πληθυσμό 5,8 εκατ., κατέχει δικαιώματα αξίας κάτω των 100.000 ευρώ. Υπάρχουν περίπου 670.000 πολίτες με... περιουσίες μικρότερες των 10.000 ευρώ και άλλοι τόσοι με ακίνητα η αξία των οποίων κυμαίνεται από 10.000 έως 20.000 ευρώ.
Οι εργαζόμενοι παίρνουν τελικά τις μισές αποδοχές
Αλλη μια ελληνική πρωτιά: Το 2013, οι κρατήσεις σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές για έναν εργαζόμενο με δύο παιδιά και άνεργη σύζυγο ήταν –ποσοστιαία– οι υψηλότερες μεταξύ όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Η έρευνα του Οργανισμού δείχνει ότι για ετήσιο μεικτό οικογενειακό εισόδημα ύψους 24.724 ευρώ (περίπου 1.766 ευρώ τον μήνα) οι κρατήσεις εκτοξεύθηκαν το 2013 στο 44,5%. Ετσι, ενώ ο συγκεκριμένος εργαζόμενος κόστισε στον εργοδότη του περίπου 31.513,95 ευρώ, ο φορολογούμενος έβαλε στην τσέπη του μόλις 17.490,22 ευρώ, δηλαδή 1.250 ευρώ καθαρά.
Πού πήγαν τα υπόλοιπα;
• 3.154,8 ευρώ ήταν, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο φόρος εισοδήματος,
• 4.079,56 ευρώ ήταν οι ασφαλιστικές εισφορές του εργαζομένου και
• 6.789,37 ευρώ ήταν οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη.
Ισως η έρευνα του ΟΟΣΑ για το 2015 να καταδείξει βελτίωση της κατάστασης και υποχώρηση της Ελλάδας στον πίνακα κατάταξης, λόγω της αποκλιμάκωσης των ασφαλιστικών εισφορών (τόσο του εργαζομένου όσο και του εργοδότη περίπου κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες) από τον Ιούλιο του 2014. Με βάση τα δεδομένα του 2013, όμως, δεν υπάρχει καμία χώρα στον ΟΟΣΑ που να επιβάλλει τέτοιες κρατήσεις όπως η Ελλάδα.
Ο Οργανισμός για να συγκρίνει τις 35 διαφορετικές χώρες-μέλη χρησιμοποιεί τον μέσο μισθό σε κάθε χώρα, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του κάθε νοικοκυριού.
Ετσι, τα μεγέθη είναι απολύτως συγκρίσιμα, καθώς πρακτικά λαμβάνονται υπόψη τα μισθολογικά δεδομένα της κάθε χώρας (άλλος ο μέσος μισθός και η αγοραστική δύναμη που εξασφαλίζει στην Ελλάδα και άλλος στη Γερμανία ή στο Λουξεμβούργο. Ο υψηλόμισθος της Ελλάδας μπορεί να είναι ο... πρωτοδιόριστος του Λουξεμβούργου).
Με βάση αυτές τις συνθήκες, η έρευνα του 2013 δείχνει τα εξής:
• Για το ζευγάρι με τα δύο παιδιά όπου εργάζεται ο ένας εκ των δύο γονιών, ο συντελεστής κρατήσεων στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 44,5%, με τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ να βρίσκεται στο 26,4%. Για τη σύγκριση ελήφθη υπόψη το 100% του μέσου εισοδήματος, που στην Ελλάδα είναι τα 24.724 ευρώ. Δεύτερη χώρα μετά την Ελλάδα είναι η Γαλλία με συντελεστή 41,6%, τρίτο το Βέλγιο με 41% και τέταρτη η Αυστρία με 38,4%. Μονοψήφιους συντελεστές εφαρμόζουν η Ελβετία (9,5%) και η Ιρλανδία (6,8%).
• Για την οικογένεια με δύο παιδιά όπου εργάζονται και οι δύο σύζυγοι, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Στην περίπτωση που ο σύζυγος έχει αποδοχές που κινούνται στον μέσο όρο της χώρας και η σύζυγος αποδοχές που φτάνουν στο 33% του μέσου όρου, η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη στον ΟΟΣΑ με συνολικό ποσοστό κρατήσεων 42%. Μας ξεπερνάει μόνο το Βέλγιο, με συντελεστή 42,3%.
Ο μέσος όρος για τις 35 χώρες-μέλη του Οργανισμού διαμορφώνεται στο 28,3%. Σε περίπτωση που οι αποδοχές της συζύγου είναι υψηλότερες φτάνοντας στο 66% του μέσου όρου, η Ελλάδα κατατάσσεται 4η πίσω από το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ιταλία. Και πάλι, βέβαια, οι κρατήσεις είναι 42,5%, με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ να διαμορφώνεται στο 31,2%.
• Ευνοϊκότερη είναι η κατάσταση για τους... εργένηδες. Αυτό εξηγείται εύκολα, καθώς από το 2013 η Ελλάδα δεν διαφοροποιεί φορολογικά ή ασφαλιστικά τον άγαμο από τον έγγαμο με παιδιά. Το αφορολόγητο είναι κοινό για όλους, ενώ το μόνο που υπάρχει είναι το επίδομα του ΟΓΑ για τους έχοντες πολύ χαμηλά εισοδήματα. Ετσι, για έναν εργένη με αποδοχές στον μέσο όρο της χώρας, οι κρατήσεις φτάνουν στο 41,6% με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ να είναι στο 35,9%. Η Ελλάδα κατατάσσεται 12η, ενώ πρώτο είναι το Βέλγιο με κρατήσεις 55%. Για τον εργένη με υψηλές αποδοχές, η Ελλάδα ανεβαίνει στην κλίμακα. Αυτός που εισπράττει το 167% του μέσου μισθού (αντιστοιχεί σε 34.202 ευρώ μεικτά ετησίως) επωμίζεται κρατήσεις της τάξεως του 49,2%, με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ να είναι 40,3%. Η Ελλάδα είναι 7η, με πρώτο πάλι το Βέλγιο και συντελεστή 60,9%.
Η ιδέα τού να φορολογηθούν περισσότερο οι έχοντες τα υψηλότερα εισοδήματα θα μας απομάκρυνε ακόμη περισσότερο από τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου. Εργαζόμενος με ετήσιες μεικτές αποδοχές 51.509 ευρώ κόστιζε το 2013 στον εργοδότη του 65.654 ευρώ και κατέληξε να παίρνει στην τσέπη του τα 30.785 ευρώ, δηλαδή λιγότερα από τα μισά. Ο συντελεστής κρατήσεων ήταν 53,11%, με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ να διαμορφώνεται στο 42%.