Τα συνταγματικά της επόμενης μέρας
ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Το μεγάλο κεκτημένο της Μεταπολίτευσης του 1974 είναι ότι στην Ελλάδα, ύστερα από πολλές δεκαετίες ανωμαλίας και εκτροπών, δεν αμφισβητούνται οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού.
Η λαϊκή ετυμηγορία γίνεται επιτέλους σεβαστή, χωρίς να επεμβαίνουν στην πολιτική ζωή της χώρας εξωκοινοβουλευτικοί παράγοντες, όπως ήταν άλλοτε το στέμμα, ο στρατός και ο «συμμαχικός». Τα κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία και κανείς δεν διώκεται πλέον για τις απόψεις του, αλλά μόνον για αξιόποινες πράξεις. Ετσι, αν και πολλά θα μπορούσε κανείς να της καταμαρτυρήσει, η μεταπολιτευτική Ελλάδα υπήρξε και Δημοκρατία και κράτος δικαίου.
Παρ’ όλα αυτά, το 2010 η χώρα λίγο έλειψε να συντριβεί στα βράχια. Λόγω αδράνειας των ηγητόρων της και ανικανότητας να παρακολουθήσει τους ρυθμούς ενός κόσμου που άλλαζε με ραγδαίους ρυθμούς, γλίτωσε στο παρά πέντε την άτακτη χρεοκοπία. Και πλήρωσε τη σωτηρία της με την υπαγωγή της στα Μνημόνια. Η έκρηξη της βίας, την άνοιξη του 2011, θύμισε παλαιότερες εποχές, όταν οι Ελληνες δεν επιλύαμε τις διαφορές μας στην κάλπη, αλλά με άλλους τρόπους. Παρ’ όλα αυτά, το Σύνταγμα δεν παρασύρθηκε στη δίνη των γεγονότων. Ευτυχώς άντεξε.
Καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό ήταν οι εκλογές του 2012. Αν και διεξήχθησαν σε συνθήκες ιδιαίτερης οξύτητας και με ένα τεράστιο τμήμα συμπολιτών μας να έχουν πληγεί στον τρόπο ζωής τους και να υποφέρουν όσο ποτέ άλλοτε από τα χρόνια της Κατοχής, δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία στο παλαιό πολιτικό προσωπικό να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Το σπουδαιότερο είναι ότι, παρά τη ρευστότητά του, το αποτέλεσμα δεν αμφισβητήθηκε.
Μπροστά στην κάλπη της 25ης Ιανουαρίου, ανήκει στον καθένα μας να αξιολογήσει τον απολογισμό της τελευταίας κυβέρνησης και να ψηφίσει αναλόγως, σταθμίζοντας τις πιθανές επιπτώσεις των επιλογών του. Κανένας μας, εντούτοις, δεν έχει το δικαίωμα, εν ονόματι μιας άπιαστης ιδεολογικής ουτοπίας, να αμφισβητήσει τους θεμελιώδεις κανόνες της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, έτσι όπως τους κατοχυρώνει το Σύνταγμα.
Κάτι τέτοιο, πέρα από το ότι θα ξυπνούσε παλαιούς δαίμονες, τους οποίους όλοι, από το 1974, θεωρούσαμε εξοβελισμένους, θα κινδύνευε να αποκόψει οριστικά τη χώρα από τον ζωτικό χώρο της, δηλαδή την Ευρώπη. Οποιος, συνειδητά ή ασυνείδητα, επιχειρήσει κάτι τέτοιο, ας είναι βέβαιος ότι θα βρεθεί αντιμέτωπος όχι μόνο με την Ιστορία, αλλά και με τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
ΥΓ.: Η παρούσα σελίδα επιχειρεί να απαντήσει στα πρωτόγνωρα ερωτήματα που θέτει ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας, με εκκρεμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Αν ο ελληνικός λαός επιλέξει να δώσει σε ένα κόμμα αυτοδύναμη πλειοψηφία, τότε είναι προφανές ότι αρκετά από τα θιγόμενα ζητήματα δεν θα ανακύψουν.
Το καταστροφικό σενάριο των διπλών εκλογών
Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς διά μακρών γιατί η επανάληψη του σεναρίου των διπλών εκλογών θα είχε, υπό τις σημερινές περιστάσεις, καταστροφικές συνέπειες: ακόμη και αν οι δανειστές μας έδειχναν την επιβεβλημένη ανοχή, η παράταση για τουλάχιστον ένα μήνα της εκκρεμότητας μαζί τους θα προκαλούσε ένα ισχυρότατο αίσθημα ανασφάλειας, το οποίο πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να απορροφήσουν μια κυβέρνηση υποχρεωτικά υπηρεσιακή και το τραπεζικό σύστημα της χώρας. Αυτό τουλάχιστον διδάσκει το προηγούμενο του 2012, όταν, όπως είναι γνωστό, για τουλάχιστον 3 εβδομάδες τα ΑΤΜ λειτούργησαν μόνον χάρη στις ενέσεις ρευστού από τη Φρανκφούρτη, με αεροπλάνα ναυλωμένα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Δεν θα σταθώ, εντούτοις, σε αυτή την πιο «υλική» και άμεση συνέπεια των δεύτερων εκλογών, ούτε πολύ λιγότερο στο κόστος τους, που και αυτό σήμερα δεν είναι αμελητέο. Θα επιμείνω, αντίθετα, στην ακραία πόλωση που μοιραία θα οδηγήσει η προκήρυξή τους. Οι οξείες αντιπαραθέσεις της σύντομης προεκλογικής περιόδου που μόλις ζήσαμε θα ηχούν σαν απλές φιλοφρονήσεις μπροστά σε αυτά που θα ακολουθήσουν αν διαλυθεί η Βουλή της 25ης Ιανουαρίου. Πολύ φοβούμαι μάλιστα ότι στους κόλπους των δύο μεγάλων πρωταγωνιστών υπάρχουν μερικοί που ακονίζουν από τώρα τα μαχαίρια τους:
Για τους μεν, η επιδίωξη της ανέλεγκτης εξουσίας, την οποία τάχα μόνον η αυτοδυναμία εξασφαλίζει, θα προκαλέσει μια πλειοδοσία άμετρων υποσχέσεων, που είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορούν να τηρηθούν. Η βολονταριστική παράδοση της ελληνικής Αριστεράς και η εξίσου γνωστή από παλιά υποβάθμιση εκ μέρους της του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων δεν θα οδηγήσουν απλώς σε αμετροέπειες· θα δικαιολογήσουν και «επαναστατικούς» τόνους.
Οσο για τους δε, η φαντασίωση μιας «ρεβάνς», μέσω μιας συσπείρωσης ανάλογης του Ιουνίου του 2012, θα ξυπνήσει κάποια παλιά αντανακλαστικά, που θα περίμενε κανείς να έχουν ενταφιασθεί οριστικά και αμετάκλητα μετά το 1974. Πολύ περισσότερο αν ο ακραίος λόγος που μοιραία οι ίδιοι θα εκφέρουν συνδυασθεί με διακηρύξεις ευθέως αντίθετες προς το Σύνταγμα, όπως π.χ. το σύνθημα «δεν θα αφήσουμε τον Τσίπρα να βγάλει Πρόεδρο της Δημοκρατίας», που πρόσφατα ακούσθηκε.
Πέρα από την κατακόρυφη όξυνση, εντούτοις, η ομολογημένη αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας –έστω και περιορισμένης, έστω και για λίγο– θα σημάνει κάτι ακόμη χειρότερο: θα είναι η απτή απόδειξη ότι ακόμη και στα δύσκολα –τα πολύ δύσκολα– δεν μπορούμε να τα βρούμε. Οτι λειτουργούμε με τη λογική τού «όλα ή τίποτα» και ότι ο κομματικός πατριωτισμός είναι ισχυρότερος από κάθε άλλον. Θα επιβεβαιωθεί έτσι, ακόμη και υπό τις σημερινές τραγικές συνθήκες, το σταθερό χαρακτηριστικό της πολιτικής μας ιστορίας, που τόσες φορές στο παρελθόν μάς οδήγησε στα βράχια: το συγκρουσιακό στοιχείο, που θεωρεί τη συναίνεση αδυναμία και τον συμβιβασμό προδοσία. Λες και είναι δυνατόν τα προβλήματα που οφείλει να ξεπεράσει σήμερα η χώρα να μπορεί να τα αντιμετωπίσει ένα κόμμα του 35% (ή έστω του 37%) από μόνο του, επειδή συνέβη να έχει συγκεντρώσει 151 βουλευτές.
Παρασυρμένοι καθώς φαίνονται οι μεν από το λαμπερό δέλεαρ της αυτοδυναμίας, οι δε από τη φαντασίωση της μεγάλης ρεβάνς, πολύ αμφιβάλλω αν οι ηγέτες των δύο μεγάλων κομμάτων θα δείξουν την αναγκαία σύνεση από την προσεχή Δευτέρα. Διερωτώμαι, συνεπώς, μήπως θα πρέπει εμείς, με την ψήφο μας, να τους το επιβάλουμε.
ΝΚΑ
Παραλειπόμενα
• Διερευνητική εντολή: είναι άτυπη και μπορεί να δοθεί και τηλεφωνικά. Ετσι τουλάχιστον την έδωσε ο κ. Χρ. Σαρτζετάκης στον Ανδρέα Παπανδρέου, όταν αυτός νοσηλευόταν στο Γενικό Κρατικό, τον Ιούνιο του 1989.
• Το τριήμερο των διερευνητικών: κατά τη σχετική πρακτική (1989 και 2012) διαρκεί λιγότερο, δηλαδή 2 και όχι 3 πλήρεις ημέρες, κατ’ ανώτατο όριο. Εξάλλου, οι αρχηγοί δεν υποχρεούνται να το εξαντλήσουν.
• Αυτοπροσώπως: τόσο στη φάση των 3 διερευνητικών εντολών όσο και στην αμέσως επόμενη «4η φάση», οι αρχηγοί, αν υπάρχει ανυπέρβλητο κώλυμα, μπορούν να εκπροσωπηθούν στο Προεδρικό Μέγαρο από πρόσωπο της εμπιστοσύνης τους. Tην τελευταία φορά, ένας άλλος –τρόφιμος σήμερα του Κορυδαλλού–, ο κ. Ακης Τσοχατζόπουλος, εκπροσώπησε τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Ιούνιο του 1989.
• Τρίτο πρόσωπο: αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει 151 έδρες, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να διορίσει πρωθυπουργό ακόμη και τρίτο πρόσωπο, αν του το υποδείξουν ο αρχηγός του 1ου, του 2ου ή και του 3ου κόμματος. Αρκεί να υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι η κυβέρνηση που το πρόσωπο αυτό θα σχηματίσει θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα Βουλή.
• Πενθήμερα: μετά τις εκλογές, οι προθεσμίες για την ανάδειξη από τη νέα Βουλή του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι διαφορετικές. Πενθήμερο προβλέπεται μόνο για την 3η ψηφοφορία. Για την 1η δεν υπάρχει πρόβλεψη, ενώ για τη 2η το Σύνταγμα ορίζει «εντός πενθημέρου». Ετσι, αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος συναινετικά στην 1η ή τη 2η ψηφοφορία, το πρώτο κόμμα θα μπορεί να εκλέξει από μόνο του τον υποψήφιό του ήδη από τις 14 Φεβρουαρίου.
• Βουλή του Ιανουαρίου: η τελευταία φορά που Βουλή αναδείχθηκε Ιανουάριο ήταν το 1936 (26.1). Τότε, αν και αυτοανακηρύχθηκε αναθεωρητική, δεν μπόρεσε να δώσει λύση στα προβλήματα της χώρας. Αντίθετα, έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στον νεκροθάφτη της, δηλαδή τον Ιωάννη Μεταξά. Βέβαια, οι συγκυρίες διαφέρουν εντελώς. Να αρκεί άραγε αυτό για να μην επαναληφθεί η Ιστορία ως φάρσα;
• Πρώην ανώτατοι δικαστικοί: ο μεν πρώτος ζήτησε τον περασμένο Νοέμβριο να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο κ. Κώστας Καραμανλής, με 151 ψήφους. Διότι αυτό επιβάλλει τάχα η «ορθή τελολογική ερμηνεία» του Συντάγματος («Κ», 28.11.2014). Οσο για τον δεύτερο, υποστηρίζει ότι αν δεν σχηματισθεί κυβέρνηση ώς τις 6.2, ο κ. Παπούλιας θα πρέπει να διαλύσει τη νέα Βουλή αυθωρεί. Διαφορετικά, θα υπέχει ευθύνη για εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος («Κ», 13.1.2015). Κοινό χαρακτηριστικό τους; Πρόκειται για πρώην ανώτατους δικαστές που αποφάσισαν να παρέμβουν στην πολιτική επικαιρότητα με τον δικό τους τρόπο.
H νέα Βουλή πρέπει οπωσδήποτε να εκλέξει Πρόεδρο
Στο σημείωμα αυτό θα υποστηρίξω ότι ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει υποχρεωτικά να αναδειχθεί από τη Βουλή που θα εκλεγεί στις 25 Ιανουαρίου και όχι από τη μεθεπόμενη. Και ότι οι περί του αντιθέτου απόψεις που έχουν τελευταία διατυπωθεί, ότι δηλαδή η νέα Βουλή θα πρέπει να διαλυθεί αν έως τις 6 Φεβρουαρίου δεν σχηματισθεί βιώσιμη κυβέρνηση, αντιβαίνουν όχι απλώς προς το πνεύμα αλλά και προς το γράμμα του ισχύοντος Συντάγματος.
Ξεκινώ με αφετηρία τη σκέψη ότι η Βουλή που θα εκλεγεί σήμερα δεν θα προκύψει ύστερα από μια συνήθη διάλυση της προηγούμενης, αλλά επειδή η τελευταία δεν εξέλεξε Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον περασμένο Δεκέμβριο. Αυτό σημαίνει ότι η νέα Βουλή, πριν ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να εκλέξει κατά προτεραιότητα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δηλαδή να ασκήσει την αρμοδιότητα που το Σύνταγμα της αναθέτει. Το γράμμα της παραγράφου 4 του άρθρου 32 δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρερμηνείες:
«Η Bουλή που αναδεικνύεται από τις νέες εκλογές, αμέσως μόλις συγκροτηθεί σε σώμα, εκλέγει με ονομαστική ψηφοφορία Πρόεδρο της Δημοκρατίας […]».
Και τούτο, με 180 ψήφους στην πρώτη ψηφοφορία μετά τις εκλογές, με 151 στη δεύτερη και με τη σχετική πλειοψηφία στην τρίτη. Δηλαδή, αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος με ευρύτερη συναίνεση, το πρώτο κόμμα μπορεί να εκλέξει Πρόεδρο τον δικό του υποψήφιο, ακόμη και αν δεν διαθέτει αυτοδύναμη πλειοψηφία στη νέα Βουλή.
Η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η νέα Βουλή μπορεί να διαλυθεί χωρίς να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας αν, έως τις 6 Φεβρουαρίου, δεν έχει καταστεί δυνατός ο σχηματισμός κοινοβουλευτικά βιώσιμης κυβέρνησης, επικαλείται ένα άλλο άρθρο του Συντάγματος, το άρθρο 37. Αυτό διαλαμβάνει λεπτομερειακά τι συμβαίνει αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία. Σύμφωνα λοιπόν με την άποψη αυτή, αν έως τις 6 Φεβρουαρίου παρέλθουν οι 9 ημέρες των τριών διερευνητικών εντολών και οι 1-2 ημέρες της λεγόμενης «4ης φάσης» (δηλαδή της διαβούλευσης του Προέδρου της Δημοκρατίας με τους ηγέτες των κομμάτων που πέρασαν το όριο του 3% και εξέλεξαν βουλευτές στη νέα Βουλή), η τελευταία θα πρέπει, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 37, να διαλυθεί προτού συγκροτηθεί σε σώμα (στις 6 Φεβρουαρίου) και να προχωρήσουμε αμέσως σε νέες εκλογές.
Κατά τη γνώμη μου, η άποψη αυτή δεν ευσταθεί. Διότι παραβλέπει το μείζον, ότι δηλαδή η νέα Βουλή (και όχι η μεθεπόμενη) είναι κατά το Σύνταγμα η μόνη αρμόδια για την εκλογή του νέου Προέδρου. Παραβλέπει, με άλλα λόγια, ότι οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 37 δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, αλλά υπό το φως του εφαρμοστέου εν προκειμένω άρθρου 32 για την εκλογή Προέδρου, που είναι η lex specialis. Η ίδια άποψη αγνοεί επίσης ότι, σε αντίθεση με το τριήμερο που θέτει για τις διερευνητικές εντολές, το άρθρο 37 δεν προβλέπει ανώτατη διάρκεια για τη λεγόμενη 4η φάση (η οποία, σημειωτέον, στο παρελθόν, διήρκεσε ακόμη και 5 ημέρες) και το ότι η πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή του νέου Προέδρου μπορεί να διεξαχθεί στις 7 Φεβρουαρίου κιόλας, δηλαδή την επαύριο της συγκρότησης της νέας Βουλής σε σώμα. Αυτό, όπως ακριβώς συνέβη τον Μάιο του 2012, μπορεί να γίνει και σε μία και μόνο ημέρα. Παραβλέπει, τέλος, ότι το διάταγμα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης νέων εκλογών δεν είναι απαραίτητο να εκδοθεί την ίδια ημέρα με τον διορισμό υπηρεσιακού πρωθυπουργού· μπορεί, όπως συνέβη και τον Μάιο του 2012, να εκδοθεί και 1-2 ημέρες αργότερα.
Αν σε αυτά προσθέσει κανείς ότι, σύμφωνα με το γράμμα του Συντάγματος, εάν δεν εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας στις 7 Φεβρουαρίου, η δεύτερη ψηφοφορία μπορεί να διεξαχθεί από την επόμενη κιόλας ημέρα, δηλαδή στις 8 Φεβρουαρίου (η σχετική συνταγματική διάταξη προβλέπει «εντός πενθημέρου»), και ότι τρίτη ψηφοφορία μπορεί να διεξαχθεί «μετά πενθήμερον» από τότε (δηλαδή στις 14 Φεβρουαρίου), θα αντιληφθεί ότι η εδώ αντικρουόμενη άποψη δεν είναι απλώς εσφαλμένη· υποστηρίζει μια κραυγαλέα καταστρατήγηση του Συντάγματος.
Σε κάθε περίπτωση, το Σύνταγμα δεν είναι Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Οι διατάξεις του θα πρέπει να ερμηνεύονται με την ευρύτητα εκείνη που επιβάλλει ο σκοπός τους. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αναγνωρισθεί στον κ. Κάρολο Παπούλια η άνεση να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τις κρίσιμες διατάξεις όπως ο ίδιος κρίνει, χωρίς προσκόλληση σε ανούσιους τύπους και, το κυριότερο, σε ανομολόγητες κομματικές σκοπιμότητες.
ΝΚΑ
* Ο κ. Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.