Ο πόλεμος του πετρελαίου μεταφέρεται στη θάλασσα
By Michael T. Klare and Κούτσης Θανάσης (μετάφραση)
(Πηγή : http://monde-diplomatique.gr/)
Εντάσεις στην Άπω Ανατολή, στην Καραϊβική, στη Μεσόγειο. Η αφορμή κοινή: τα υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Με έναν πλανήτη όλο και πιο διψασμένο για ενέργεια, οι ανταγωνισμοί μεταξύ κρατών αναζωπυρώνονται σε μακρινές θαλάσσιες εκτάσεις και οι συμφωνίες για το Δίκαιο της θάλασσας δεν επαρκούν για τη διευθέτηση των αντιδικιών.
Στις αρχές του Μαΐου 2014, η εγκατάσταση της πλατφόρμας άντλησης πετρελαίου HYSY-981 στα αμφισβητούμενα ύδατα της Νότιας Σινικής Θάλασσας πυροδότησε πολλές εικασίες σχετικά με τα κινεζικά κίνητρα. Στα μάτια αρκετών δυτικών παρατηρητών, με αυτόν τον τρόπο το Πεκίνο επεδίωκε να καταδείξει ότι είναι σε θέση να επιβάλει τον έλεγχό του και να αποτρέψει τις άλλες χώρες που εποφθαλμιούν τη συγκεκριμένη θαλάσσια έκταση, μεταξύ άλλων το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες, από την υποστήριξη των διεκδικήσεών τους. Κάτι τέτοιο εγγράφεται «στο πλαίσιο μιας σειράς ενεργειών εκ μέρους της Κίνας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, με στόχο την επιβεβαίωση της κυριαρχίας της σε ορισμένα αμφισβητούμενα σημεία [της Νότιας Σινικής Θάλασσας]», σύμφωνα με την Έρικα Ντάουνς, εμπειρογνώμονα με αντικείμενο την Κίνα στο Brookings Institution της Ουάσιγκτον. Ειδικότερα, διευκρινίζει, μιλάμε για την ανάληψη του ελέγχου στον ύφαλο του Σκάρμπορο (μια κατοικημένη λωρίδα γης, διεκδικούμενη από την Κίνα και τις Φιλιππίνες) και για τις επανειλημμένες παρενοχλήσεις βιετναμικών σκαφών παρακολούθησης.
Για άλλους ειδικούς, οι συγκεκριμένες ενέργειες αποτελούν τη νόμιμη έκφραση της ανάδυσης της Κίνας ως μείζονος περιφερειακής δύναμης. Υπογραμμίζουν ότι, ενώ μέχρι στιγμής δεν ήταν σε θέση να προστατεύσει τη θαλάσσια επικράτειά της, είναι πλέον αρκετά δυνατή για να το κάνει. Ωστόσο, παρ’ όλο που εθνικιστικά και γεωπολιτικά κίνητρα αναμφίβολα έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην απόφαση για την εγκατάσταση της HYSY-981, δεν θα πρέπει να υποτιμούμε το πλεονέκτημα που η πλατφόρμα προσφέρει στην έρευνα για πολύτιμα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Οι κινεζικές ανάγκες αυξάνονται και οι αρχές της χώρας απεχθάνονται την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση από αναξιόπιστους προμηθευτές στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Επιδιώκουν την προμήθεια ενός μεγαλύτερου μέρους της απαιτούμενης ενέργειας από εσωτερικές πηγές, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου στις ζώνες της Ανατολικής και της Νότιας Σινικής Θάλασσας, που αναμένεται να βρεθούν υπό τον έλεγχό τους. Ελπίζουν μάλιστα να μονοπωλήσουν την εκμετάλλευσή τους.
Πεκίνο και Ταϊβάν στην ίδια γραμμή
Μέχρι στιγμής, σε αυτά τα βαθέα ύδατα έχουν γίνει μόνο περιορισμένες δοκιμές εξόρυξης και έτσι παραμένει άγνωστη η πραγματική έκταση των αποθεμάτων τους σε υδρογονάνθρακες. Η Υπηρεσία Πληροφοριών για την Ενέργεια (EIA, Energy Information Administration), η οποία υπάγεται στο αμερικανικό υπουργείο Ενέργειας, εκτιμά ότι η Ανατολική Σινική Θάλασσα κρύβει μέσα της εξήντα έως εκατό εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και είκοσι οκτώ έως πενήντα έξι δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου (1). Οι Κινέζοι εμπειρογνώμονες υπολογίζουν σημαντικά μεγαλύτερες ποσότητες.
Η Κίνα έχει κάνει σημαντικές επενδύσεις στην ανάπτυξη τεχνολογιών εξόρυξης πετρελαίου από βαθέα ύδατα. Επιζητώντας να μειώσει την εξάρτησή της από τις ξένες τεχνικές, η China National Offshore Oil Corporation (Κινεζική Εθνική Εταιρεία Υπεράκτιου Πετρελαίου) δαπάνησε 6 δισεκατομμύρια γιουάν (πάνω από 830 εκατομμύρια ευρώ) για την κατασκευή της HYSY-981, της πρώτης ημι-υποβρύχιας πλατφόρμας της χώρας. Εφοδιασμένη με μια εξέδρα μεγέθους γηπέδου ποδοσφαίρου και με έναν πύργο γεώτρησης με ύψος σαρανταώροφου κτηρίου, μπορεί να λειτουργήσει σε βάθος τριών χιλιομέτρων κάτω από την επιφάνεια του νερού και δώδεκα χιλιομέτρων κάτω από τον πυθμένα του βυθού (2). Η Κίνα ισχυρίζεται ότι η Νότια Σινική Θάλασσα ανήκει κατά 90% στα δικά της χωρικά ύδατα, παραπέμποντας σε έναν χάρτη αρχικά δημοσιευμένο το 1947 από την εθνικιστική κυβέρνηση ‒επονομαζόμενο «διάγραμμα των εννέα σημείων», καθώς μια σειρά εννέα σημείων περικλείει τη ζώνη. Τέσσερα άλλα κράτη –το Μπρουνέι, η Μαλαισία, το Βιετνάμ και οι Φιλιππίνες‒ διεκδικούν Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) στην περιοχή. Η Ταϊβάν, που παραπέμπει στον ίδιο χάρτη με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, διεκδικεί ολόκληρη την έκταση (3).
Στην Ανατολική Σινική Θάλασσα, το Πεκίνο εκτιμά ότι η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα της Κίνας εκτείνεται προς ανατολάς έως το ρήγμα της Οκινάουα, όχι μακριά από τα νησιά που βρίσκονται στα ανοιχτά της Ιαπωνίας. Η Ιαπωνία διεκδικεί μια ΑΟΖ που εκτείνεται έως τη γραμμή που ορίζεται από το μέσο της απόστασης μεταξύ των δύο χωρών. Μέχρι πρόσφατα, τα δύο μέρη υπάκουαν σε μια σιωπηρή συμφωνία, σύμφωνα με την οποία δεν γίνονταν έρευνες πέρα από τη συγκεκριμένη γραμμή. Όμως οι κινεζικές εταιρείες προχωρούν σε γεωτρήσεις σε μια ζώνη ακριβώς στα δυτικά της ενδιάμεσης γραμμής και εκμεταλλεύονται ένα κοίτασμα φυσικού αερίου που εκτείνεται έως την περιοχή που διεκδικείται από την Ιαπωνία.
Ο ενεργειακός αυτός ανταγωνισμός αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη εξάρτηση του κόσμου από τα θαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου σε σχέση με τα χερσαία αποθέματα. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΔΥΕ/IEA, International Energy Agency), η παραγωγή αργού πετρελαίου από υπάρχοντα κοιτάσματα, ευρισκόμενα κατά κύριο λόγο στο έδαφος ή σε παράκτια ύδατα μικρού βάθους, θα μειωθεί κατά δύο τρίτα μεταξύ του 2011 και του 2035. Η απώλεια αυτή, σύμφωνα με τη ΔΥΕ, μπορεί να αντισταθμιστεί, μόνο όμως αν αντικατασταθούν οι σημερινές πετρελαιοπηγές από καινούργια κοιτάσματα: στην Αρκτική, στα βαθέα ύδατα των ωκεανών και στους σχιστολιθικούς σχηματισμούς της Βόρειας Αμερικής (4). Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση σχετικά με την εξόρυξη μέσω υδραυλικής ρωγμάτωσης (fracking) του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που περιέχονται στα σχιστολιθικά πετρώματα των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, πολύ σημαντικότερες προσπάθειες έχουν αφιερωθεί στην ανάπτυξη της εκμετάλλευσης των θαλάσσιων πόρων. Σύμφωνα με τους αναλυτές της IHS Cambridge Energy Research Associates, διακεκριμένης εταιρείας συμβούλων, τα καινούργια πετρελαϊκά αποθέματα που ανακαλύφθηκαν σε βαθέα ύδατα (πέραν του βάθους των τετρακοσίων μέτρων) ισοδυναμούν με το σύνολο των επίγειων αποθεμάτων που ήρθαν στο φως μεταξύ του 2005 και του 2009, με την εξαίρεση εκείνων της Βόρειας Αμερικής. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα αποθέματα που βρέθηκαν σε πολύ βαθέα ύδατα (πέραν του βάθους των χιλίων πεντακοσίων μέτρων) αντιπροσωπεύουν σχεδόν το μισό των νέων ευρημάτων του 2010 (5).
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι προς εκμετάλλευση πετρελαιοπηγές θα βρεθούν σε ύδατα που ανήκουν στην ΑΟΖ ενός κράτους, η οποία μπορεί να επεκταθεί έως διακόσια ναυτικά μίλια (τριακόσια εβδομήντα χιλιόμετρα) από τις ακτές του. Αυτό θα οδηγήσει στην αποφυγή προστριβών όπως εκείνων στην Ανατολική και τη Νότια Σινική Θάλασσα. Η Βραζιλία, λόγου χάρη, ανακάλυψε πολλά σημαντικά κοιτάσματα στη λεκάνη του Σάντος, στον Νότιο Ατλαντικό, σε απόσταση περίπου εκατόν ογδόντα χιλιομέτρων ανατολικά του Ρίο ντε Τζανέιρο. Όμως, στις πιο πολλά υποσχόμενες θαλάσσιες εκτάσεις, κανένα κράτος δεν έχει δημιουργήσει ΑΟΖ και οι προσπάθειες για γεώτρηση γίνονται αντικείμενο αντιπαραθέσεων.
Οι αντιδικίες σε γενικές γραμμές προκύπτουν σε ημίκλειστες θάλασσες, όπως η Κασπία, η Καραϊβική και η Μεσόγειος. Ο καθορισμός των θαλάσσιων συνόρων μπορεί να γίνει τρομερά δύσκολος λόγω της ακανόνιστης ακτογραμμής και της παρουσίας μεγάλου αριθμού νησιών, εκ των οποίων κάποια βλέπουν τα όρια της επικράτειάς τους να αμφισβητούνται. Επιπλέον, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, που χρονολογείται από το 1982, περιέχει πληθώρα διατάξεων, οι οποίες υπόκεινται σε ποικίλες ερμηνείες. Από τη στιγμή που ένα κράτος θα επικαλεστεί μία από αυτές τις ρήτρες ώστε να διεκδικήσει μία ΑΟΖ που βρίσκεται σε απόσταση διακοσίων ναυτικών μιλίων από τις ακτές του (όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ιαπωνίας στην Ανατολική Σινική Θάλασσα), ένα άλλο κράτος θα επικαλεστεί μια διαφορετική διάταξη, η οποία του επιτρέπει να ασκεί έλεγχο στην υφαλοκρηπίδα του, ακόμη και αν αυτή εκτείνεται εντός της ΑΟΖ του γείτονά του (όπως κάνει η Κίνα). Μολονότι τα Ηνωμένα Έθνη δημιούργησαν ένα ειδικό δικαστήριο για να εκδίδει αποφάσεις σχετικά με τις διαφωνίες ‒το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας‒ πολλά κράτη διστάζουν να αναγνωρίσουν τη δικαιοδοσία του και έτσι αυτές οι αντιδικίες παραμένουν εκκρεμείς. Ορισμένα κράτη μάλιστα έχουν υιοθετήσει ανελαστικές θέσεις, απειλώντας να καταφύγουν στη χρήση στρατιωτικής ισχύος προκειμένου να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους όσα θεωρούν κεφαλαιώδη εθνικά συμφέροντα.
Οι κίνδυνοι είναι προφανείς, όπως βλέπουμε στην περίπτωση των υδάτων του Νότιου Ατλαντικού που περιβάλλουν τις Μαλβίνες Νήσους (Φόλκλαντ για τους Βρετανούς), διεκδικούμενες από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αργεντινή. Οι δύο χώρες ενεπλάκησαν το 1982 σε έναν σύντομο, πλην όμως αιματηρό, πόλεμο για τον έλεγχο του αρχιπελάγους, έναν πόλεμο κατά τον οποίο ο εθνικισμός και η πυγμή των εμπλεκόμενων πολιτικών ηγετών ‒της Μάργκαρετ Θάτσερ στο Λονδίνο και της τότε στρατιωτικής χούντας στο Μπουένος Άιρες‒ διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο. Στη συνέχεια, τα δύο στρατόπεδα προχώρησαν σε ειρηνευτικές συμφωνίες, χωρίς να επιλυθεί το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας στα νησιά. Όμως, η ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στον πυθμένα των Μαλβίνων αναζωπύρωσε τις εντάσεις. Το Λονδίνο ανακήρυξε μια ΑΟΖ τριακοσίων είκοσι δύο χιλιομέτρων γύρω από τα νησιά και εξουσιοδότησε εταιρείες με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο να ξεκινήσουν έρευνες στο πεδίο. Από την πλευρά της, η Αργεντινή υποστηρίζει ότι η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα της εκτείνεται έως τις Μαλβίνες και ότι οι εταιρείες αυτές επιδίδονται σε παράνομες γεωτρήσεις επί αργεντινού εδάφους. Ως ένδειξη διαμαρτυρίας, απαγόρευσε στα βρετανικά σκάφη που ασχολούνται με πετρελαϊκές εργασίες στη θάλασσα να προσεγγίζουν τα λιμάνια της και απείλησε με επιβολή επιπλέον αντιποίνων. Αντιδρώντας, το Λονδίνο ενίσχυσε τα αεροπορικά και ναυτικά αποσπάσματα που διατηρεί στο αρχιπέλαγος.
Από κοινού ανάπτυξη των αμφισβητούμενων ζωνών
Μια ακόμη πιο επικίνδυνη κατάσταση επικρατεί στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου το Ισραήλ, ο Λίβανος, η Συρία, η Κύπρος, το τουρκικό ψευδοκράτος της Βόρειας Κύπρου, καθώς και οι παλαιστινιακές αρχές της Γάζας διεκδικούν μερικά πολύ υποσχόμενα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Σύμφωνα με το Γραφείο Γεωλογικών Μελετών των Ηνωμένων Πολιτειών (United States Geological Survey), η ανατολική λεκάνη της Μεσογείου περικλείει αποθέματα φυσικού αερίου που εκτιμώνται σε τρεις χιλιάδες τετρακόσια δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, δηλαδή περίπου όσα και τα διαπιστωμένα αποθέματα του Ιράκ (6).
Επί του παρόντος, το Ισραήλ είναι το μόνο παράκτιο κράτος που εκμεταλλεύεται συστηματικά τα αποθέματα αυτά. Η παραγωγή ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2013 στο κοίτασμα φυσικού αερίου του Ταμάρ και το Τελ-Αβίβ προτίθεται να εκμεταλλευτεί το κατά πολύ μεγαλύτερο κοίτασμα Λεβιάθαν. Το σχέδιο προκάλεσε κατακραυγή στον Λίβανο, που διεκδικεί μέρος των υδάτων αυτών. Στο μεταξύ, η Κύπρος παραχώρησε άδειες στην αμερικανική επιχείρηση Noble Energy, στη γαλλική Total και στην ιταλική Eni προκειμένου να εγκαταστήσουν σταθμούς εξόρυξης στη θαλάσσια επικράτειά της και σχεδιάζει να ξεκινήσει την παραγωγή μέσα στα επόμενα χρόνια. Η Τουρκία, υποστηρίζοντας τους Τουρκοκύπριους, καταδίκασε έντονα αυτές τις αποφάσεις.
Παρόμοιες διενέξεις έχουν ξεσπάσει και σε άλλες πλούσιες σε πόρους θαλάσσιες εκτάσεις, όπως η Κασπία Θάλασσα (όπου το Ιράν μοιράζεται μια αμφισβητούμενη θαλάσσια μεθόριο με το Αζερμπαϊτζάν και το Τουρκμενιστάν) και τα ύδατα που βρίσκονται στα βορειανατολικά των νοτιοαμερικανικών ακτών (όπου η Γουϊάνα και η Βενεζουέλα διεκδικούν την ίδια ζώνη πιθανής εξόρυξης). Σε όλες αυτές τις φιλονικίες, ένας οξυμένος εθνικισμός συναντιέται με μια ακόρεστη δίψα για ενεργειακούς πόρους, για να καταλήξει σε μια πεισματάρικη θέληση για επικράτηση.
Αντί να θεωρήσουν τις αντιδικίες ως συστημικό πρόβλημα, το οποίο απαιτεί ειδική στρατηγική για την επίλυσή του, οι μεγάλες δυνάμεις έδειξαν ότι έχουν την τάση να παίρνουν το μέρος των εκάστοτε συμμάχων τους. Έτσι, ενώ διατείνεται ότι διατηρεί την ουδετερότητά της σχετικά με το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας των νήσων Σενκάκου/Ντιαογιού στην Ανατολική Σινική Θάλασσα, η αμερικανική κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα δήλωσε επανειλημμένως ότι υποστηρίζει την Ιαπωνία, η οποία έχει τα νησιά υπό τη διακυβέρνησή της, και ότι δεσμεύεται να προσφέρει τη βοήθειά της σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης. Το Πεκίνο κατήγγειλε τη θέση αυτή ως απαράδεκτη προσβολή. Κάνει ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια να πειστούν τα αντιτιθέμενα μέρη να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ώστε να βρουν μια συμβιβαστική λύση και έτσι να αποφύγουν την επιδείνωση της κατάστασης. Προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος, επιβάλλεται να ληφθούν διάφορες πρωτοβουλίες: μια πιο ακριβής διασάφηση των δικαιωμάτων που έχουν τα παράκτια κράτη στις ΑΟΖ της ανοιχτής θάλασσας· ο περιορισμός των ασαφειών που ανακύπτουν από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας· μια συντονισμένη διεθνής προσπάθεια για τη δημιουργία ουδέτερων αρχών, στους κόλπους των οποίων οι αντιδικίες θα μπορούσαν να οδηγούνται σε επίλυση μετά από ειρηνικές διαπραγματεύσεις.
Αναμένοντας την εφαρμογή τέτοιων μέτρων, τα εμπλεκόμενα σε αντιπαλότητες μέρη θα πρέπει να εξετάσουν την από κοινού ανάπτυξη των αμφισβητούμενων εκτάσεων, μια στρατηγική που υιοθετήθηκε από τη Μαλαισία και την Ταϊλάνδη στον κόλπο της Ταϊλάνδης, καθώς και από τη Νιγηρία και το Σάο-Τομέ-και-Πρίνσιπε στον κόλπο της Γουινέας. Αν δεν γίνουν προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, οι θαλάσσιες αντιδικίες που πυροδοτούνται από το ζήτημα των ενεργειακών πόρων θα μπορούσαν να συνταράξουν τον 21ο αιώνα, όπως έκαναν οι χερσαίες συνοριακές διενέξεις κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων.
1. «China», Energy Information Administration, 4 Φεβρουαρίου 2014, www.eia.gov
2. «China begins deep-water drilling in South China Sea», Xinhua, 9 Μαΐου 2012, http://newq.xinhuanet.com
3. Βλ. ιδίως Ronald O’Rourke, «Maritime territorial and exclusive economic zone (EEZ) disputes involving 4. China: Issues for Congress», Congressional Research Service, Washington, DC, 24 Δεκεμβρίου 2014.
5. International Energy Agency, «World Energy Outlook 2012», Παρίσι, 2012.
6. US Geological Survey (USGS), «Natural gas potential assessed in Eastern Mediterranean», USGS Newsroom, Washington, DC, 8 Απριλίου 2010.