Ο κύκλος της καταστροφής και της αναγέννησης
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Αρχές της άνοιξης, αλλά η ζέστη ήταν σχεδόν καλοκαιρινή. Εγώ φορούσα σακάκι βαρύ για τη θερμοκρασία του τόπου (γραβάτα οπωσδήποτε...) και ένιωθα το μέτωπό μου υγρό από τον ιδρώτα.
Είχα μόλις περάσει τον έλεγχο των αποσκευών στο αεροδρόμιο της Λεμεσού και έψαχνα με το βλέμμα το όνομά μου στις ταμπέλες που κρατούσαν υψωμένες όσοι ταξιτζήδες περίμεναν επιβάτες της πτήσης από Αθήνα. Με είχε κατακυριεύσει το άγχος. Αν ο ταξιτζής, που υποτίθεται ότι θα με περίμενε, δεν με περίμενε, όλο το πρόγραμμά μου με τα ραντεβού της ημέρας θα έπεφτε έξω ― κάτι το οποίο, όσοι τουλάχιστον από εσάς, αγαπητοί αναγνώστες, είστε φύσει «προτεσταντικής» ψυχοσύνθεσης, αντιλαμβάνεσθε ότι θα ήταν μια αληθινή τραγωδία απροσμέτρητων διαστάσεων.
Τα λέω αυτά, παρότι καταλαβαίνω καλά ότι δεν καίγεστε καθόλου να τα γνωρίζετε, διότι στο έντονο άγχος μου πρέπει να οφείλεται η παράλογη αντίδρασή μου -την οποία ευτυχώς κράτησα για τον εαυτό μου- μόλις είδα την όψη του ταξιτζή με την ταμπέλα που έγραφε το όνομά μου. Το άγχος μου έγινε άγριος θυμός, λες και έφταιγε ο άνθρωπος που ήταν κακάσχημος, χοντροκομμένος και τριχωτός σαν πίθηκος. «Τώρα μάλιστα! Διάλογοι με τον pithecanthropus erectus», είπα μέσα μου, προεξοφλώντας ότι η διαδρομή μέχρι τη Λευκωσία θα ήταν από πλευράς μου μια γενναία, πλην κουραστική και άκαρπη, προσπάθεια να συλλάβω τα στοιχειώδη της γλώσσας των μουγκρητών.
Πόσο άδικο είχα, όμως. Το ένα μετά το άλλο διέψευσαν τελείως την επιπόλαιη εντύπωσή μου της αρχής. Το αυτοκίνητο, μια Μερσεντές από εκείνες που τότε ακόμη δεν κυκλοφορούσαν στην Αθήνα ως ταξί, ήταν πεντακάθαρο και ο οδηγός του ένας επαγγελματίας επιπέδου το οποίο ούτε καν τολμούσαμε να ονειρευτούμε τότε στην Αθήνα. Ευγενής χωρίς ίχνος δουλικότητας, ολιγόλογος και ακριβής στις διατυπώσεις, αξιοπρεπέστατος στη συμπεριφορά προς τον πελάτη (παρά το χαβανέζικο πουκάμισο και τη βερμούδα ― αυτά ξέχασα να τα πω παραπάνω...).
Παρακινούμενος από το αίσθημα ενοχής που με έπνιγε, άνοιξα κουβέντα με τον οδηγό και σύντομα βρεθήκαμε να λέμε ο ένας στον άλλο την ιστορία της ζωής του ― μένοντας, βέβαια, πάντα στον πληθυντικό. Αυτός ο άνθρωπος είχε επιβιώσει δύο καταστροφών. Ηταν πρόσφυγας του 1974· είχαν αφήσει όλη την περιουσία τους πίσω. Με πολλή δουλειά, έστησαν μια οικογενειακή επιχείρηση, ένα ξενοδοχείο, και πήγαιναν καλά. Ομως το πήρε η τράπεζα, όταν η τουριστική αγορά της Κύπρου κατέρρευσε, εξαιτίας μιας κρίσης στο Μεσανατολικό. Με το ταξί είχε καταφέρει να ξεχρεώσει και ήλπιζε ότι θα επέστρεφε στα ξενοδοχειακά, διότι οι δουλειές πήγαιναν περίφημα ― παραδέχθηκε κιόλας ότι κέρδιζε πολλά μεταφέροντας στα ραντεβού τους «κορίτσια» από την Αν. Ευρώπη, που τότε είχαν αρχίσει να κατακλύζουν τη νυχτερινή ζωή της Κύπρου. Σε ένα σημείο της διαδρομής, μου έδειξε ένα χαμηλό ύψωμα στο βάθος: «Αυτή είναι η πράσινη γραμμή. Αν πάτε εκεί, μπορείτε να δείτε στην άλλη πλευρά το σπίτι μου στα Κατεχόμενα». Το είπε στεγνά, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού, όπως θα περίμενε ίσως ένας Ελλαδίτης.
Από το γεγονός που περιγράφω πέρασαν δεκαπέντε χρόνια. Το ανακάλεσαν στη μνήμη μου οι συζητήσεις που κάνω τούτες τις ημέρες με φίλους από την Κύπρο, για να καταλάβω πώς αντιμετωπίζει η κοινωνία την τωρινή καταστροφή που τους βρήκε. Από αυτά που μου λένε, αποκομίζω την εντύπωση ότι οι Κύπριοι θα φθάσουν -αν δεν έχουν κιόλας φθάσει- πολύ πιο γρήγορα από εμάς στο πέμπτο στάδιο του πένθους, την αποδοχή. Αυτό θα οφείλεται, εν πολλοίς, στο ότι η καταστροφή του 1974 είναι ακόμη σχετικά πρόσφατη, είναι κομμάτι της ζώσας μνήμης, είναι οι πρώτες αναμνήσεις των σημερινών σαραντάρηδων. Ο κύκλος της καταστροφής και της αναγέννησης, της πτώσης και της ανόρθωσης, είναι βίωμα της γενιάς που σήμερα κρατεί τα ηνία.
Αντιθέτως, εδώ, ο συβαριτισμός εθεωρείτο κεκτημένο και δημοκρατική κατάκτηση. Μια πολύ αξιόλογη βουλευτίνα του ΠΑΣΟΚ (η οποία, δυστυχώς, δεν επανεξελέγη στις τελευταίες εκλογές) μου αφηγείτο τι δοκιμασία, για τα νεύρα και την αξιοπρέπειά της, ήταν να προσπαθεί να εξηγήσει την κρίση στους ψηφοφόρους της, σε μια αγροτική περιοχή της βόρειας Ελλάδας. Νέοι, ώριμοι και μεσόκοποι την απέπεμπαν με τη συνήθη σκαιότητα του δήθεν αγανακτισμένου -στην πραγματικότητα, κακομαθημένου- και έβρισκε ανταπόκριση μόνον στους άνω των εβδομήντα ετών, σε εκείνους δηλαδή που είχαν μνήμες της καθημαγμένης από τον Β΄ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο Ελλάδας.
Γνωρίζω και κάποιους οι οποίοι προσφεύγουν, για παρηγοριά, στην πείρα της γενιάς που γνώρισε αληθινές καταστροφές. Οπως, λ.χ., ένας φίλος δικηγόρος, διακεκριμένος και με μακρά οικογενειακή παράδοση στο επάγγελμα. Στις πιο δύσκολες στιγμές της κρίσης, τότε που η χώρα μας ισορροπούσε τρικλίζοντας μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, τηλεφωνούσε στον ηλικιωμένο πατέρα του και τον ρωτούσε αν ήταν έτσι η κατάσταση και στην Κατοχή. Ηξερε ότι το ερώτημα ήταν ανόητο, ήξερε και την οργισμένη απάντηση που ήταν πάντα η ίδια: «Μη μου λες βλακείες!». Το έκανε, όμως, επειδή αυτός ήταν ο σίγουρος τρόπος για να συνέρχεται, κάθε φορά που τον λύγιζε η απελπισία.
Για να επανέλθω όμως στην Κύπρο, βεβαίως και θα υπάρξουν εμπόδια στην ανάταξη της κατάστασης. Στις τάξεις του ΑΚΕΛ ήδη εκδηλώνεται μια «συριζαίικη» άρνηση της πραγματικότητας, με κορώνες αντιευρωπαϊκής ρητορείας, κάποιες φορές ακόμη και με πέτρες κατά του Κοινοβουλίου. Δεν έχει βάθος όμως η στάση αυτή, γιατί ο Χριστόφιας ήταν στην εξουσία μέχρι χθες, δεν μεσολάβησαν δύο χρόνια «Γιωργάκη», ώστε να έχει αποστασιοποιηθεί επαρκώς. Για τον λόγο αυτό είναι που το ΑΚΕΛ έχει υιοθετήσει γραμμή εξίσου παρανοϊκή με αυτή του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα: έξω η τρόικα, μέσα το ευρώ. Αυτά είναι γελοία πράγματα και στην Κύπρο δεν θα επικρατήσουν. Η μνήμη των πολιτών στις σύγχρονες κοινωνίες δυτικού τύπου είναι ρηχή· όχι για όλα όμως. Οχι για μια πραγματική καταστροφή που συνέβη πριν από τριάντα εννέα χρόνια...