Κοιτάζοντας τον δικομματισμό στις ΗΠΑ και εδώ
Tου Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, σπεύδω να το πω εγώ για να σας προλάβω· διότι, διαβάζοντας τον τελευταίο καιρό θέματα σχετικά με την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών -με την πρόθεση να ξεχαστώ από τα δικά μας, το ομολογώ- βρίσκω συνεχώς τον εαυτό μου να επιχειρεί παραλληλισμούς με αυτά ακριβώς από τα οποία προσπαθώ να ξεφύγω: τα δικά μας.
Για όποιον ενδιαφέρεται για τα προβλήματα του δημοκρατικού συστήματος, είναι διαφωτιστική η εικόνα της εξέλιξης της αμερικανικής δημοκρατίας. Δεν φανταζόμουν ποτέ, φερ’ ειπείν, ότι οι ΗΠΑ χρειάσθηκαν σχεδόν έναν αιώνα έως ότου απαλλαγούν από τη μάστιγα των κομματικών διορισμών στο Δημόσιο, που έληξε χάρη στον δολοφονηθέντα, το 1881, πρόεδρο Τζέιμς Γκάρφιλντ (ο οποίος, εν παρόδω, είχε και αισθητή φυσιογνωμική ομοιότητα με τον γατούλη των καρτούν, κυρίως στα μάτια...) Αυτός -ο Γκάρφιλντ πρόεδρος, όχι ο Γκάρφιλντ γατούλης- έθεσε τις βάσεις για τον έλεγχο των διορισμών στο Δημόσιο από ανεξάρτητη αρχή και, οπωσδήποτε, έχει τη σημασία του το γεγονός ότι ακόμη και ο Μαρκ Τουέιν, ο πάντα ανελέητος επικριτής των πολιτικών, το αναγνώρισε.
Ούτε περίμενα να βρω στην ιστορία της μεγαλύτερης δημοκρατίας του κόσμου ένα σκάνδαλο χαριστικών συντάξεων, όπως αυτό με τις συντάξεις του Εμφυλίου, των οποίων η κατηγορία των δικαιούχων διαρκώς διευρυνόταν, ώσπου η σύνταξη του βετεράνου να χορηγείται ακόμη και σε όσους είχαν υπηρετήσει μόλις τρεις μήνες στα μετόπισθεν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, λίγο πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επί προεδρίας Θεοδώρου Ρούζβελτ οι δικαιούχοι ξεπερνούσαν -αν δεν με απατά η μνήμη μου- τις 100.000 άτομα.
Ομως, η παρουσία τέτοιου είδους στρεβλώσεων δεν είναι το ζήτημα, γιατί παρόμοιες υπάρχουν παντού και θα υπάρχουν για πάντα, όσο η ανθρώπινη φύση θα είναι αυτή που είναι. Εκείνο που έχει σημασία για εμένα -και μιλώ ως ένας κοινός βιβλιόφιλος που περιπλανάται σε ένα πεδίο αχανές, με μόνο εφόδιό του τα μειονεκτήματα, ίσως και τα πλεονεκτήματα, του ερασιτέχνη- είναι το ζήτημα των θεσμών: η ανεξαρτησία, η σταθερότητα και η ανθεκτικότητά τους. Οι θεσμοί μιας πολιτείας είναι εκείνο που εν τέλει ελέγχει και εξισορροπεί τις απεχθείς εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης στην κοινωνική πραγματικότητα. Αλλά και πάλι, η ανεξαρτησία και η σταθερότητα των θεσμών είναι θέμα παιδείας. Διότι ο πολιτικός βίος στις ΗΠΑ βασίστηκε σε ένα συγκεκριμένο υπόδειγμα δημόσιας συζήτησης, διά του οποίου οι άνθρωποι διευθετούσαν τα θέματα της κοινωνίας τους. Ηταν αυτό που οι πουριτανοί έφεραν μαζί τους στις αποικίες, ερχόμενοι από την πατρίδα του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού, τη Βρετανία. Ηταν ζήτημα παιδείας, με την ευρεία έννοια του όρου, ότι εξαπλώθηκε και ρίζωσε αυτός ο θεσμός, σε σημείο ώστε, π.χ., να είναι δυνατή η ομαλή αυτοδιοίκηση των Territories προτού αυτές ενταχθούν ως κανονικές πολιτείες στην Ενωση...
Ισως επειδή είναι Σαββατοκύριακο, όμως, παίρνω φόρα και παρασύρομαι, ενώ η αρχική μου πρόθεση ήταν να τολμήσω μερικές παρατηρήσεις, που προέκυψαν από τη σύγκριση του δικού μας δικομματικού συστήματος (αυτό δηλαδή που υπήρχε ώς το 2009) με το δικό τους. Θυμηθείτε για λίγο τι τράβηξε ο Ομπάμα με το Κογκρέσο το καλοκαίρι του 2010 για το έλλειμμα του προϋπολογισμού (αλλά και πώς κινδύνευσε η αμερικανική οικονομία εξαιτίας της αντιπαράθεσης) και αμέσως καταλαβαίνετε με ποιον τρόπο η ιδεολογική περιχαράκωση των δύο κομμάτων δυσχεραίνει τη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος στις ΗΠΑ και το οδηγεί σε αδιέξοδο. Δεν ήταν όμως πάντα τόσο σαφής η διαχωριστική γραμμή Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών. Υπήρχε μια οιονεί ιδεολογική και πολιτική ρευστότητα μεταξύ τους, η οποία μετά την εποχή του Νίξον εξέλιπε. Εκτοτε, έχουμε δύο κόμματα με τελείως διαφορετικές πολιτικές, που αντιμάχονται λυσσαλέα το ένα το άλλο, το καθένα τους οχυρωμένο στη δική του ατζέντα. Τα αποτελέσματα τα είδαμε στις δυσκολίες που είχαν και ο Κλίντον και ο Μπους και ο Ομπάμα, όποτε βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια πλειοψηφία στο Κογκρέσο που τους αμφισβητούσε τη δυνατότητα να κυβερνήσουν. Η κομματική περιχαράκωση, εν ολίγοις, εμποδίζει σήμερα τον συμβιβασμό των πολιτικών δυνάμεων.
Η δική μας περιπέτεια με τον δικομματισμό την περίοδο 1981 - 2009 είναι διαφορετική. Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ ξεκίνησαν το καθένα από εντελώς διαφορετικό σημείο του πολιτικού φάσματος και, βαθμιαία, συνέκλιναν στο ίδιο. Παρότι η οξύτητα διατηρήθηκε στο επίπεδο των εντυπώσεων, σταδιακά οι πολιτικές ουσιαστικά ταυτίστηκαν. Ακόμη και οι ρητορικές διαφορές, εδώ που τα λέμε, αμβλύνθηκαν, σε βαθμό ώστε να μην είναι διακριτός ο λόγος του κάθε κόμματος. Κατά πόσον, λ.χ., διαφέρουν σήμερα ο λόγος του νεοδημοκράτη Κιουτσούκη από εκείνον του πασόκου Φωτόπουλου; Η εξομοίωση των δύο κομμάτων ήταν το αποτέλεσμα του κοινού σκοπού τους: διεκδικούσαν τη διοίκηση του κράτους, διότι αυτό αντιλαμβάνονταν ως μόνο μέσον πολιτικής κυριαρχίας - έως ότου το ξετίναξαν και χρεοκοπήσαμε.
Η αποτυχία του δικομματισμού όπως τον γνωρίσαμε και ο σημερινός πολιτικός κατακερματισμός δεν σημαίνουν ότι δεν θα έχουμε ξανά στο μέλλον δικομματικό σύστημα - στο κάτω κάτω, σχεδόν τριάντα χρόνια αποδείξαμε ότι το σύστημα μας άρεσε και μας βόλεψε. Απλώς, οι δύο πόλοι του συστήματος θα διαμορφωθούν μελλοντικά επάνω σε διαφορετική πολιτική βάση. Αυτή ήδη διακρίνεται αδρά: είναι η διάκριση μνημονιακών και αντιμνημονιακών. Μπορώ να φαντασθώ το ΚΚΕ να συρρικνώνεται ως ιστορικός αναχρονισμός και τον ΣΥΡΙΖΑ να μεταλλάσσεται συν τω χρόνω σε έναν πόλο αριστερό και -αναπόφευκτα εφόσον παραμείνουμε στο ευρώ- περισσότερο ευρωπαϊκό. Ο άλλος πόλος του συστήματος, ο κεντροδεξιός, θα είναι μετεξέλιξη της Ν.Δ., αλλά μικρή σχέση θα έχει με τη σάπια Ν.Δ. του Καραμανλή Β΄ του Μικρού, τη λεγόμενη «γαλάζια πασοκαρία». Οσο για την κεντροαριστερά του παρελθόντος, θα διαμοιρασθεί. (Δεν συμβαίνει ήδη αυτό άλλωστε;) Λόγω των πολιτικών αναγκών στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί, η σημερινή Ν.Δ. του Σαμαρά είναι ήδη ένα διαφορετικό κόμμα από αυτό στο οποίο εξελέγη αρχηγός τον Νοέμβριο του 2009. Το έδειξε το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου, το είπε -με τον δικό του, πάντα προκλητικό, τρόπο- ο Θόδωρος Πάγκαλος τις προάλλες, όταν δήλωσε ότι «μόνη λύση σήμερα είναι ο Σαμαράς». Αυτή τη μετάλλαξη που υφίσταται το σύστημα εννοούσε και είχε δίκιο. (Υπό την απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, ότι το αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Σαμαράς, ώστε να υπερβεί τα όρια της Μεσσηνίας...)