Το τουρκικό αδιέξοδο στη Συρία
Του Ιωαννη Ν. Γρηγοριαδη
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_11/10/2012_498285
Η τουρκική διπλωματία συχνά αντιμετωπίζεται με δέος στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Ολες οι υποτιθέμενες αδυναμίες της ελληνικής διπλωματίας προβάλλονται ως πλεονεκτήματα της «άλλης πλευράς».
«Απουσία στρατηγικού σχεδιασμού», «προχειρότητα» και «αποσπασματικές ενέργειες» αντιπαρατίθενται στην «αυτοκρατορικού τύπου» «υψηλή στρατηγική» της Τουρκίας, η οποία παραμένει «υπερκομματική», «οξυδερκής», «συνεπής» και «ιστορικώς επιτυχής». Στο πρόσφατο παρελθόν, ο Τούρκος υπουργός Eξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου είχε αποτελέσει την επιτομή αυτών των χαρακτηριστικών για πολλούς. Ενδιαφέρον, βεβαίως, είναι ότι αντίστοιχη αντίληψη για την ελληνική διπλωματία απαντά και στην τουρκική κοινή γνώμη. Συνήθης είναι η αναφορά στην «πανουργία» και τη «μαεστρία» της ελληνικής διπλωματίας, η οποία κατορθώνει να «περιθωριοποιεί» την Τουρκία και να την παρουσιάζει ως «θύτη» αντί για «θύμα».
Πέραν όμως των εκατέρωθεν στερεοτύπων, η κρίση στη Συρία αποτελεί ίσως την πιο κραυγαλέα περίπτωση αποτυχίας του τουρκικού στρατηγικού διπλωματικού σχεδιασμού. Αυτή η αποτυχία λαμβάνει χώρα ακριβώς τη στιγμή που η τουρκική διπλωματία είχε urbi et orbi διακηρύξει την πεποίθησή της ότι γνωρίζει τη Μέση Ανατολή καλύτερα από κάθε άλλον, καθώς και την πρόθεσή της να διεκδικήσει μείζονα ρόλο στον προσδιορισμό της περιφερειακής αλλά και παγκόσμιας τάξεως πραγμάτων.
Σειρά εσφαλμένων εκτιμήσεων έφεραν την τουρκική διπλωματία σε δεινή θέση. Πρώτον, η τουρκική πολιτική ηγεσία εσφαλμένως θεώρησε ότι διέθετε επιρροή στο καθεστώς Ασαντ ικανή, ώστε ο τελευταίος να πεισθεί να εγκαταλείψει τις βίαιες μεθόδους καταστολής της εξεγέρσεως και να προωθήσει πρόγραμμα πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Οταν έγινε σαφές ότι το καθεστώς Ασαντ χρησιμοποιούσε τις συνομιλίες με την Τουρκία για να κερδίσει χρόνο και ότι δεν είχε πρόθεση συμβιβασμού, η Τουρκία συνετάχθη αναφανδόν με τους αντικαθεστωτικούς και ξεκίνησε να τους παρέχει κάθε είδους διοικητική υποστήριξη. Θεμέλιο της αλλαγής στάσεως ήταν η εσφαλμένη εκτίμηση ότι το καθεστώς Ασαντ θα κατέρρεε υπό το βάρος της λαϊκής κατακραυγής εντός ημερών ή εβδομάδων. Αντιθέτως, η κίνηση αυτή απεδείχθη «θείο δώρο» προς το καθεστώς Ασαντ, το οποίο από την αρχή της εξεγέρσεως προσπαθούσε να μετατρέψει τον χαρακτήρα της συγκρούσεως από πολιτικό σε εθνοτικό ή θρησκευτικό, ώστε να συσπειρώσει στις τάξεις του το περίπου 30% του συριακού πληθυσμού που δεν είναι σουνίτες μουσουλμάνοι. Η χρήση τουρκικού εδάφους από τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις των εξεγερμένων μετέτρεψε την Τουρκία σε de facto μέρος της συγκρούσεως. Η κατάρριψη του τουρκικού αεροσκάφους τον Ιούνιο συνοδεύτηκε από επανειλημμένους πυροβολισμούς και πτώσεις βλημάτων εντός του τουρκικού εδάφους, με αποκορύφωμα το θανατηφόρο περιστατικό της προηγούμενης εβδομάδος. Τα στρατιωτικά αντίποινα της Τουρκίας και η εξουσιοδότηση της τουρκικής Bουλής προς την κυβέρνηση για πιθανή διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων εντός συριακού εδάφους υπήρξαν μέτρα αναγκαία για την αποτροπή εδραιώσεως μιας εικόνας αδυναμίας, η οποία θα είχε ολέθριες συνέπειες για τη δημοτικότητα του πρωθυπουργού Ερντογάν. Ωστόσο, δεν μετέβαλαν κάτι επί της ουσίας. Παρά τη σαφή υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ αναφορικά με το περιστατικό της προηγούμενης εβδομάδος, η ιδέα δημιουργίας «ζωνών ασφαλείας» εντός του συριακού εδάφους δεν βρίσκει υποστήριξη στη Δύση. Πιθανή μονομερής τουρκική κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση κινδυνεύει να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, με πρώτο θύμα την ίδια την Τουρκία.
Οι παραπάνω χειρισμοί όχι μόνον δεν είναι άξιοι θαυμασμού, αλλά μάλλον αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγήν. Εχοντας ο ίδιος ανεβάσει τον πήχυ των προσδοκιών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ο κ. Νταβούτογλου καλείται να ανατρέψει το τουρκικό αδιέξοδο στην κρίση της Συρίας, καθώς και να αντιμετωπίσει τη διαρκώς αυξανόμενη δυσπιστία για τις ικανότητές του εκτός αλλά και εντός του κυβερνώντος κόμματος. Αυτό, όμως, θα προϋπέθετε την έστω έμμεση αναγνώριση των προηγουμένων λαθών και η αυτοκριτική σπανίζει στον τουρκικό δημόσιο λόγο.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Του Ιωαννη Ν. Γρηγοριαδη
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_11/10/2012_498285
Η τουρκική διπλωματία συχνά αντιμετωπίζεται με δέος στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Ολες οι υποτιθέμενες αδυναμίες της ελληνικής διπλωματίας προβάλλονται ως πλεονεκτήματα της «άλλης πλευράς».
«Απουσία στρατηγικού σχεδιασμού», «προχειρότητα» και «αποσπασματικές ενέργειες» αντιπαρατίθενται στην «αυτοκρατορικού τύπου» «υψηλή στρατηγική» της Τουρκίας, η οποία παραμένει «υπερκομματική», «οξυδερκής», «συνεπής» και «ιστορικώς επιτυχής». Στο πρόσφατο παρελθόν, ο Τούρκος υπουργός Eξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου είχε αποτελέσει την επιτομή αυτών των χαρακτηριστικών για πολλούς. Ενδιαφέρον, βεβαίως, είναι ότι αντίστοιχη αντίληψη για την ελληνική διπλωματία απαντά και στην τουρκική κοινή γνώμη. Συνήθης είναι η αναφορά στην «πανουργία» και τη «μαεστρία» της ελληνικής διπλωματίας, η οποία κατορθώνει να «περιθωριοποιεί» την Τουρκία και να την παρουσιάζει ως «θύτη» αντί για «θύμα».
Πέραν όμως των εκατέρωθεν στερεοτύπων, η κρίση στη Συρία αποτελεί ίσως την πιο κραυγαλέα περίπτωση αποτυχίας του τουρκικού στρατηγικού διπλωματικού σχεδιασμού. Αυτή η αποτυχία λαμβάνει χώρα ακριβώς τη στιγμή που η τουρκική διπλωματία είχε urbi et orbi διακηρύξει την πεποίθησή της ότι γνωρίζει τη Μέση Ανατολή καλύτερα από κάθε άλλον, καθώς και την πρόθεσή της να διεκδικήσει μείζονα ρόλο στον προσδιορισμό της περιφερειακής αλλά και παγκόσμιας τάξεως πραγμάτων.
Σειρά εσφαλμένων εκτιμήσεων έφεραν την τουρκική διπλωματία σε δεινή θέση. Πρώτον, η τουρκική πολιτική ηγεσία εσφαλμένως θεώρησε ότι διέθετε επιρροή στο καθεστώς Ασαντ ικανή, ώστε ο τελευταίος να πεισθεί να εγκαταλείψει τις βίαιες μεθόδους καταστολής της εξεγέρσεως και να προωθήσει πρόγραμμα πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Οταν έγινε σαφές ότι το καθεστώς Ασαντ χρησιμοποιούσε τις συνομιλίες με την Τουρκία για να κερδίσει χρόνο και ότι δεν είχε πρόθεση συμβιβασμού, η Τουρκία συνετάχθη αναφανδόν με τους αντικαθεστωτικούς και ξεκίνησε να τους παρέχει κάθε είδους διοικητική υποστήριξη. Θεμέλιο της αλλαγής στάσεως ήταν η εσφαλμένη εκτίμηση ότι το καθεστώς Ασαντ θα κατέρρεε υπό το βάρος της λαϊκής κατακραυγής εντός ημερών ή εβδομάδων. Αντιθέτως, η κίνηση αυτή απεδείχθη «θείο δώρο» προς το καθεστώς Ασαντ, το οποίο από την αρχή της εξεγέρσεως προσπαθούσε να μετατρέψει τον χαρακτήρα της συγκρούσεως από πολιτικό σε εθνοτικό ή θρησκευτικό, ώστε να συσπειρώσει στις τάξεις του το περίπου 30% του συριακού πληθυσμού που δεν είναι σουνίτες μουσουλμάνοι. Η χρήση τουρκικού εδάφους από τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις των εξεγερμένων μετέτρεψε την Τουρκία σε de facto μέρος της συγκρούσεως. Η κατάρριψη του τουρκικού αεροσκάφους τον Ιούνιο συνοδεύτηκε από επανειλημμένους πυροβολισμούς και πτώσεις βλημάτων εντός του τουρκικού εδάφους, με αποκορύφωμα το θανατηφόρο περιστατικό της προηγούμενης εβδομάδος. Τα στρατιωτικά αντίποινα της Τουρκίας και η εξουσιοδότηση της τουρκικής Bουλής προς την κυβέρνηση για πιθανή διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων εντός συριακού εδάφους υπήρξαν μέτρα αναγκαία για την αποτροπή εδραιώσεως μιας εικόνας αδυναμίας, η οποία θα είχε ολέθριες συνέπειες για τη δημοτικότητα του πρωθυπουργού Ερντογάν. Ωστόσο, δεν μετέβαλαν κάτι επί της ουσίας. Παρά τη σαφή υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ αναφορικά με το περιστατικό της προηγούμενης εβδομάδος, η ιδέα δημιουργίας «ζωνών ασφαλείας» εντός του συριακού εδάφους δεν βρίσκει υποστήριξη στη Δύση. Πιθανή μονομερής τουρκική κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση κινδυνεύει να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, με πρώτο θύμα την ίδια την Τουρκία.
Οι παραπάνω χειρισμοί όχι μόνον δεν είναι άξιοι θαυμασμού, αλλά μάλλον αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγήν. Εχοντας ο ίδιος ανεβάσει τον πήχυ των προσδοκιών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ο κ. Νταβούτογλου καλείται να ανατρέψει το τουρκικό αδιέξοδο στην κρίση της Συρίας, καθώς και να αντιμετωπίσει τη διαρκώς αυξανόμενη δυσπιστία για τις ικανότητές του εκτός αλλά και εντός του κυβερνώντος κόμματος. Αυτό, όμως, θα προϋπέθετε την έστω έμμεση αναγνώριση των προηγουμένων λαθών και η αυτοκριτική σπανίζει στον τουρκικό δημόσιο λόγο.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.