Οι συνέπειες της πτώχευσης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής
Τι και πώς μπορεί να περισωθεί
Cengiz Aktar
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Πριν από μερικά χρόνια η Τουρκία φαινόταν ακόμη σαν να είχε μια αποστολή στην περιοχή. Το τέλος του συστήματος της Γιάλτας, η ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου, η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δυσκολίες της Δύσης να συνυπάρχει με το Ισλάμ, η αραβική αφύπνιση, η ψυχρότητα της ΕΕ, όλα αυτά τα γεγονότα και οι εξελίξεις άνοιγαν προοπτικές μπροστά της.
Την προωθούσαν και αυτο-προωθείτο στο προσκήνιο ως ένα πιθανό «μοντέλο» για την περιοχή. Λόγω του μεγέθους της και της γεωγραφικής της θέσης, αλλά και λόγω των ιστορικών δεσμών της προσκλήθηκε να διαδραματίσει έναν ρόλο. Υποστηριζόμενη σθεναρά από την σχέση της με την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν σε θέση αρχικά να παίξει αυτόν τον ρόλο πράγματι. Ως ανερχόμενο αστέρι, είχε περιγραφεί ως μια μουσουλμανική δημοκρατία, και, επιτέλους, ένα μοντέλο για «τον μουσουλμανικό κόσμο στην ουρά του πολιτισμού». Με αυτή την ευκολία, η κυβέρνηση των ισλαμιστών κατέληξε να αποκτήσει υπερβολική αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητές της και άρχισε να δουλεύει μια ρητορική ανεξαρτησίας έναντι των συμμαχιών της και των Δυτικών δεσμών της.
Από το 2005, αμέσως μετά την λήψη μιας σταθερής απόφασης για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας πήρε μια νέα κατεύθυνση. Η ακολουθία του περιγράμματος της Δυτικής εξωτερικής πολιτικής, οι ΗΠΑ επικεφαλής και η ακλόνητη υποταγή της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, τελείωσαν έτσι ηχηρά.
Εμπνευσμένη από τον σύμβουλο του τότε πρωθυπουργού Recep Tayyip Erdoğan, τον πανεπιστημιακό Ahmet Davutoğlu, που εν τω μεταξύ έγινε υπουργός Εξωτερικών και αργότερα πρωθυπουργός, η νέα τουρκική εξωτερική πολιτική έχει κάνει να χυθεί πολύ μελάνι στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Μέση Ανατολή. Οι εκτιμήσεις ωστόσο, συχνά πήγαιναν από το ένα άκρο στο άλλο και ήταν χρωματισμένες με μανιχαϊσμό. Από τη μια πλευρά, ο κόσμος είχε κουφαθεί από τις επευφημίες σε συνδυασμό με κουραστικούς χαρακτηρισμούς όπως «ο Τούρκος Κίσινγκερ» για τον Davutoğlu, από την άλλη, εξαπλωνόταν ένας βαθύς σκεπτικισμός σχετικά με την δυνατότητα μεγάλων διεργασιών όπως ο νεο-οθωμανισμός ή η επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στον αραβικό κόσμο, να επανεισαγάγουν την κοσμικότητα στο δόγμα τους.
Σήμερα, αυτή η νέα εξωτερική πολιτική έχει πτωχεύσει εντελώς, με κάθε τρόπο. Σε τέτοιο βαθμό που κάποιος αναρωτιέται αν πραγματικά υπήρχε «πιλότος στο αεροπλάνο». Τόσες ήταν οι ανατροπές, οι αντιφάσεις, οι απειλές, οι ύβρεις και οι παραλογισμοί που ναταγράφηκαν εν αφθονία. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να εντοπίσουμε τα μέσα και τους τρόπους της αποτυχημένης πολιτικής για να τοποθετηθεί η Τουρκία στον διεθνή χάρτη και να κατανοηθούν οι αρνητικές δυναμικές που η αποτυχία θα ήταν σε θέση να την οδηγήσει στην περιοχή γενικότερα.
ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΚΥΟΦΟΡΕΙΤΟ
Η Τουρκία, χωρίς να έχει ειδικευθεί σε αυτό, ήταν ένας δορυφόρος της Δύσης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν μέρος του λεγόμενου «ελεύθερου» κόσμου και αγκυρωμένη στρατηγικά, οικονομικά, πολιτικά και πνευματικά με την Δύση. Ήταν συνδεδεμένη άμεσα ή έμμεσα με όλα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα της μεταπολεμικής περιόδου: Το Συμβούλιο της Ευρώπης (1949), το ΝΑΤΟ (1952), την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (1963) όπως και με τον ΟΟΣΑ και την Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές οι συμμαχίες και οι συνδέσεις παραμένουν. Ωστόσο, νέες σχέσεις προκύπτουν κυρίως από τα τέλη του 2004, όταν η κυβέρνηση των ισλαμιστών καταφέρνει να πάρει μια ημερομηνία για να ξεκινήσει το τελικό στάδιο της διαδικασίας ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην πραγματικότητα, ένα σημαντικό περιστατικό σημάδεψε την αρχή της νέας πολιτικής. Τον Μάρτιο του 2003, όταν η κυβέρνηση Μπους ζήτησε από την Άγκυρα να επιτρέψει την διέλευση των στρατευμάτων από το τουρκικό έδαφος για να φθάσουν στο βόρειο Ιράκ, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ερντογάν συμφώνησε. Προς έκπληξη του τελευταίου και προς απογοήτευση του κεμαλικού κατεστημένου και της κυβέρνησης των ΗΠΑ, αλλά προς μεγάλη χαρά του αραβικού κόσμου, το κοινοβούλιο απέρριψε την κυβερνητική κίνηση. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε σήμερα ότι η αντίδραση του αραβικού κόσμου που αντηχείτο από τις εφημερίδες, ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για την κυβέρνηση του Ερντογάν να ορμήσει στην Μέση Ανατολή.
Στην συνέχεια, η νέα εξωτερική πολιτική αναπτύθηκε στην πραγματικότητα από το 2005 με ένα κόλπο, προηγουμένως αδιανόητο: Την ημι-επίσημη επίσκεψη στην Άγκυρα του εξόριστου στην Δαμασκό ηγέτη της Χαμάς, Khaled Mashal, ένα από τα μαύρα πρόβατα του Ισραήλ. Όπως έδειξε η αμηχανία που προκλήθηκε από αυτή την επίσκεψη και τις πολλές εξηγήσεις που δόθηκαν με αυτήν την ευκαιρία στους συμμάχους της Τουρκίας, η νέα εποχή φέρνει αναπόφευκτα το βάρος της προηγούμενης περιόδου, η οποία διήρκεσε όχι λιγότερο από μισό αιώνα, από το 1945 έως το 2005. Τα λάθη που συνέχισαν να συσσωρεύονται κατά την διάρκεια της εν εξελίξει περιόδου, σε συνδυασμό με τις παλιές πεποιθήσεις έχουν διασφαλίσει ότι η νέα πολιτική κυοφορήθηκε με προφανή έλλειψη σαφήνειας, με εναλλαγές δισταγμών και με λάθη.
ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΘΕΛΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΔΟΞΗ
Η νέα εξωτερική πολιτική ήταν ανοιχτά θεληματική (βολονταριστική) όπως δείχνουν οι αποφάσεις για κατάργηση των θεωρήσεων βίζα με πολλές χώρες, ιδιαίτερα στην περιοχή (Συρία, Ιορδανία, Λίβανος), αν και ήταν συχνά απρόσεκτες για τις επιπτώσεις τους σχετικά με την παράνομη μετανάστευση. Ομοίως, το ολόπλευρο άνοιγμα πρεσβειών σε μακρινές χώρες (Αγκόλα, Κολομβία, Μαδαγασκάρη, Τσαντ)˙ η πρόκληση που απευθύνθηκε για πρώτη φορά στην Κίνα για αντίποινα των Ουιγούρων στην Sinkiang παρά την αμετακίνηταη πολιτική του Πεκίνου˙ η αυξημένη και ορατή παρουσία σε διεθνείς οργανισμούς (Γενική Γραμματεία του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας, έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ την περίοδο 2009-2010, αποτυχημένη νέα υποψηφιότητα για την περίοδο 2015-2016, προεδρία της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης ) και η συμμετοχή σε ειρηνευτικές δυνάμεις ή δυνάμεις διατήρησης της ειρήνης σε επιχειρήσεις των Ηνωμένων Εθνών και του ΝΑΤΟ ... αντικατοπτρίζουν τις περιφερειακές και διεθνείς φιλοδοξίες της πολιτικής αυτής.
Ο βολονταρισμός και η απληστία συνδυάζονται υπέροχα στις αμέτρητες [τουρκικές] προσπάθειες διαμεσολάβησης μεταξύ του Ισραήλ και της Συρίας, των φατριών στον Λίβανο, των δύο παλαιστινιακών παρατάξεων, των σουνιτικών φατριών στο Ιράκ, των τριών κομμάτων της Βοσνίας, μεταξύ του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών, αν και καμιά (με την πιθανή εξαίρεση εκείνη των σουνιτικών φατριών στο Ιράκ που η τουρκική μεσολάβηση ήταν σε θέση να πείσει για την αντιμετώπιση της αλ Κάιντα αντί για την επίθεση στις κατοχικές δυνάμεις των ΗΠΑ) δεν έχει δώσει κανένα απτό αποτέλεσμα.
ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΑΔΕΞΙΑ
Παρά τις φιλοδοξίες της και τον βολονταρισμό της, η εν λόγω πολιτική υποφέρει από πολλά λάθη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της υπερευαισθησίας έναντι της τραγωδίας των Παλαιστινίων της Γάζας, που κατέληξε να οδηγήσει σε μια συστηματική ολίσθηση προς μια αντι-ισραηλινή στάση σε συνδυασμό με αντισημιτισμό, κάτι που έχει υπονομεύσει για παράδειγμα την απόπειρα διαμεσολάβησης μεταξύ του Ισραήλ και της Συρίας, καθώς και την αναζήτηση ενός μεσολαβητικού ρόλου μεταξύ της Χαμάς και της αλ-Φατάχ.
Πολλά περιστατικά έχουν συσσωρευτεί όλα αυτά τα χρόνια για να απεικονίσουν την αδεξιότητα. Ιδού, λοιπόν, μερικά παραδείγματα:
-Οι επίσημες αντιδράσεις του Τούρκου πρέσβη με τους συναδέλφους του από τις μουσουλμανικές χώρες μετά την δημοσίευση το 2005 των γελοιογραφιών του Προφήτη Μωάμεθ στην Δανία.Η συμμετοχή της Τουρκίας σε μια τέτοια συλλογική δράση ήταν μια πρωτιά στην τουρκική διπλωματία.
-Η ημι-επίσημη επίσκεψη το 2006 του ηγέτη Χάλεντ Μασάλ, που έχει ήδη αναφερθεί.
-Η αρνητική θέση που ανακοινώθηκε κατά την διάρκεια επίσκεψης του πρωθυπουργού Ερντογάν στο Νταρφούρ το 2006 σχετικά με τα εγκλήματα γενοκτονίας και οι στενοί δεσμοί του με τον Σουδανό πρόεδρο Ομάρ αλ-Μπασίρ, persona non grata σε όλο τον κόσμο, κατηγορηθέντα για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
-Η ανεπιθύμητη από την γερμανική πολιτική τάξη ρητορική του πρωθυπουργού σε δημόσια συνεδρίαση στην Κολωνία το 2008, με συμπολίτες του από διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπου αναφέρει ότι «η αφομοίωση αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».
-Η φιλονικία του Ερντογάν στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός το 2009 με τον Ισραηλινό πρόεδρο, Σιμόν Πέρες, για την ισραηλινή στρατιωτική επιχείρηση στην Γάζα.
-Η αντίθεση στην εκλογή του πρωθυπουργού της Δανίας Rasmussen στην θέση του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ το 2009, για θέσεις της δανικής κυβέρνησης που θεωρήθηκαν βλάσφημες κατά την διάρκεια της κρίσης των σκίτσων˙ τελικά η τουρκική κυβέρνηση αποδέχθηκε τον διορισμό.
-Μια ισχυρή φιλία με τον Ιρανό πρώην πρόεδρο Μαχμούντ Αχμεντινετζάντ και μια διφορούμενη θέση για το στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ενώ το κίνημα διαμαρτυρίας «Πράσινο Κίνημα» αγνοήθηκε τελείως˙ για να επιστεγάσει αυτή την πολιτική, η Τουρκία ψήφισε κατά των κυρώσεων που προτάθηκαν το 2010 από τους P5+1 στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να αναδιπλωθεί αργότερα.
-Ένας απαρχαιωμένος ανταγωνισμός με το Ιράν στην περιοχή και ιδιαίτερα στην Συρία, που κάνει τεταμένες τις διμερείς σχέσεις.
-Το σοβαρό περιστατικό του «Μαβί Μαρμαρά», όπου Ισραηλινοί κομάντος επιτέθηκαν στο ομώνυμο ανθρωπιστικό πλοίο, το οποίο έφερνε βοήθεια προς την υπό εμπάργκο Γάζα, σκοτώνοντας εννέα ανθρώπους. Η τουρκική κυβέρνηση αψηφώντας κάθε κανόνα για τη σχέση μεταξύ κυβερνήσεων και μη κυβερνητικών οργανώσεων, συμμετείχε μέχρι του σημείου να χειραγωγηθεί από τις ΜΚΟ που είχαν οργανώσει την επιχείρηση βοήθειας. Αυτή η αδεξιότητα έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ηθική ανωτερότητα που, σε άλλη περίπτωση, θα προέκυπτε από την ισραηλινή θανατηφόρα επίθεση σε διεθνή ύδατα.
-Χωρίς να σκεφτεί ούτε για μια στιγμή τις συνέπειες του να αγνοήσει το Κάιρο, όταν προσπαθεί να έχει επιρροή στην Μέση Ανατολή, η Άγκυρα είχε μια πρόχειρη αντίδραση στο πραξικόπημα του στρατηγού Σίσι το 2013 στην Αίγυπτο, ωθώντας το Κάιρο να μποϊκοτάρει την Άγκυρα, την οποία κατηγόρησε ότι είχε επιρροή στο καθεστώς του ανατραπέντος προέδρου Morsi.
-Η φιλο-σουνιτική στάση που επιδείχθηκε στο Ιράκ και που κατέληξε να προκαλεί την οργή της Βαγδάτης.
-Η επιθυμία να διαφοροποιήσει τις αγορές όπλων ερχόμενη σε επαφή με τους Κινέζους και τους Ρώσους (προ-συμφωνία αγοράς των SS-400), των οποίων τα όπλα είναι ασύμβατα με εκείνα του ΝΑΤΟ, χωρίς το οποίο η Τουρκία δεν έχει επαρκή άμυνα.
-Τον Νοέμβριο του 2015 η Άγκυρα καταρρίπτει ένα ρωσικό μαχητικό στα σύνορά της με την Συρία. Όλες οι σχέσεις με την Μόσχα «παγώνουν» σε βάρος της Τουρκίας είτε πρόκειται για την οικονομία είτε για την διπλωματία.
ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΕΝΟΧΛΟΥΣΕ ΤΗΝ ΔΥΣΗ
Με την αυξανόμενη επιρροή του Νταβούτογλου, πολλοί ήταν εκείνοι στην Τουρκία οι οποίοι σκέπτονταν ότι η δράση και οι τυχαίες επιτυχίες της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή θα ήταν σε θέση να ενεργήσουν θετικά για την διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθιστώντας την σχεδόν απαραίτητη για τους Ευρωπαίους. Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που έχει συμβεί, στο μέτρο που η δράση μπερδεύτηκε για να προσδώσει μια συγκεχυμένη εικόνα, μια σαφή τάση σουνιτών αν όχι σαλαφιτών, και μια στρατηγική απεμπλοκή έναντι των παλαιών συμμάχων.
Οι Ευρωπαίοι έχουν παλέψει για να κατανοήσουν ή να αφομοιώσουν τις τάσεις «ανεξαρτησίας» της Άγκυρας που στρεφόταν όλο και περισσότερο εναντίον τους. Δεν μετριούνται πλέον οι αιχμές ή οι γκροτέσκες κατηγορίες που εκτοξεύθηκαν προς τους Δυτικούς ηγέτες από τον πρόεδρο Ερντογάν και άλλους πολιτικούς ηγέτες στα μέσα ενημέρωσης, αγνοώντας επιδεικτικά την διαδικασία προσχώρησης στην Ένωση. Στην πραγματικότητα, όσο η πολιτική κατάσταση υποβαθμιζόταν στο εσωτερικό, τόσο περισσότερο η Άγκυρα γινόταν οξύθυμη έναντι των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η αντι-Δυτική στάση συχνά αντισταθμίζεται από μια τριτοκοσμική και ισλαμιστική κλίση σε συνδυασμό με ένα ρεβανσιστικό κλείσιμο του ματιού προς τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης που έχει ως επικεφαλής την Κίνα και την Ρωσία, μια οργάνωση ριζικά… αντι-ισλαμική! Ως αντίδραση, οι ελάχιστα κρυμμένες κατηγορίες των ευρωπαϊκών διοικήσεων για την έλλειψη συνεργασίας της Άγκυρας στο θέμα του τζιχαντισμού ευρωπαϊκής προέλευσης (μιλούσαν μέχρι πρόσφατα για έναν «τζιχαντιστικό αυτοκινητόδρομο» που διασχίζει την Τουρκία) έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην θεσμική μνήμη των ευρωπαϊκών διοικήσεων.
Στις ΗΠΑ το ισχυρό νεοσυντηρητικό λόμπι κοντά στο Ισραήλ και πολλές τάσεις στο εσωτερικό του εβραϊκού λόμπι επικεντρώθηκαν στον ισλαμιστικό και φιλο-αραβικό χαρακτήρα της κυβερνητικής δράσης και έπειτα της διοίκησης Ερντογάν που υποκρίνεται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, και επικρίνουν την Άγκυρα στην Ουάσιγκτον. Η αντίθεση της τουρκικής κυβέρνησης στο ψήφισμα σχετικά με τις κυρώσεις κατά του Ιράν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ λίγες μέρες μετά την επίθεση στο πλοίο Mavi Marmara και ιδιαίτερα οι υποψίες εναντίον της Άγκυρας ότι διατηρεί «φιλικές» σχέσεις με όλες τις ομάδες τζιχαντιστών, συμπεριλαμβανομένου του ISIL στο Ιράκ και την Συρία έχουν προσθέσει σε αυτή την δυσπιστία πέραν του Ατλαντικού. Τούτου λεχθέντος, με δεδομένη την χαοτική κατάσταση στην Μέση Ανατολή, η κυβέρνηση Ομπάμα κάθε φορά αποφάσιζε να αγνοεί την τουρική αδεξιότητα ώστε να διατηρήσει μια «ενδιαφέρουσα» και ad hoc σχέση με την Άγκυρα, δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στην απρόσκοπτη χρήση της στρατιωτικής βάσης του Ιντσιρλίκ και εκείνης του Kurecik, που είναι ζωτικές για τις αντι-ISIL αεροπορικές δραστηριότητες μέχρι να τελειώσει η κατασκευή εναλλακτικών αεροδρομίων στην περιοχή. Η διοίκηση Trump δίνει την εντύπωση ότι θα συνεχίσει αυτή την επιφυλακτική γραμμή. Ωστόσο, αυτή η καλοσύνη δεν ήταν η περίπτωση των Ευρωπαίων που έχουν εγκαταλείψει εντελώς την υποψηφιότητα της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να επικεντρώσουν την βραχυπρόθεσμη στόχευσή τους στην συμφωνία για τους πρόσφυγες της 18ης Μαρτίου 2016, και μακροπρόθεσμα στην στρατηγική ανάγκη να διατηρηθεί η Τουρκία στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας απέναντι στην πολύ πραγματική απειλή της ρωσικής επιρροής στις περιοχές της Ανατολής.
ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΜΕΣΑ ΑΝΑΛΟΓΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΔΟΞΙΩΝ ΤΗΣ
Από το 1923 ως το 2005, η Τουρκία ήταν πρακτικά και θεωρητικά αποσυνδεμένη από χώρες και περιοχές που προσπαθεί τώρα να συνδεθεί. Η θεσμική μνήμη, απαραίτητη για την καλή εκτέλεση φιλόδοξων σχεδίων με σημαντικό αριθμό χωρών, δεν υπάρχει ούτε στην επίσημη διπλωματία, ούτε σε ομάδες προβληματισμού που επικεντρώνονται στην εξωτερική πολιτική, ούτε, και αυτό είναι το πιο δραματικό, στον ακαδημαϊκό κόσμο. Η Τουρκία κυριολεκτικά ανακαλύπτει αυτές τις χώρες παρότι συχνά είναι γειτονικές. Στο Υπουργείο Εξωτερικών, ούτε ο αριθμός ούτε οι ικανότητες των διπλωματών ήταν επαρκείς για την διαχείριση των πρωτοβουλιών, των προγραμμάτων, των διαμεσολαβήσεων και των διαπραγματεύσεων και των διπλωματικών ενεργειών που απαιτούνται από το άνοιγμα νέων πρεσβειών. Με συνολικά περίπου 1.200 διπλωμάτες για τα πάντα, με σχεδόν καμία γνώση των γλωσσών και των εθίμων της περιοχής και των γειτόνων, η τουρκική διπλωματική υπηρεσία δεν διέθετε ποτέ μέσα ανάλογα των φιλοδοξιών της.
Εξ άλλου, η αδυναμία να λύσει τα δικά της προβλήματα ενώ προσπαθούσε να λύσει αυτά των άλλων, απαξίωσε σημαντικά τη νέα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Ακόμη χειρότερα, ήταν ένα εμπόδιο για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του παράδοξου είναι η συριακή πολιτική της Τουρκίας. Σε δύο βασικά ζητήματα που προκύπτουν άμεσα από εσωτερικές πολιτικές επιλογές, δηλαδή στην σουνιτική μονομανία και στην αντι-κουρδική εθνικιστική στάση, η συριακή πολιτική της Τουρκίας έχει αποσυντεθεί. Σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια της ανθρώπινης και της πνευματικής ικανότητάς της να εισέλθει στην Μέση Ανατολή, η συριακή πολιτική της Τουρκίας δεν ήταν ποτέ σε θέση να αγκαλιάσει όλες τις συριακές ομάδες. Παρέμεινε περιορισμένη στον συριακό και ιρακινό σουνιτισμό, ευχαριστώντας εξολοκλήρου τους σαλαφιστές. Όσο για τους Κούρδους της Συρίας, που συνδέονται στενά με τους Κούρδους της Τουρκίας και διεκδικούν μια αυτόνομη ζώνη στο βόρειο τμήμα της Συρίας, την γειτονική προς την Τουρκία Rojava, η νέα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ποτέ δεν κατάφερε να τους τοποθετήσει αλλού εκτός από την στενή κατηγορία των εχθρών του τουρκικού έθνους, όπως και όλους τους Κούρδους του Ιράκ παλαιότερα! Σε τελική ανάλυση, μια Τουρκία ανίκανη να δημιουργήσει ένα πραγματικό κοσμικό σύστημα στο εσωτερικό, ούτε να λύσει την δική της κουρδική διένεξη, θα εξακολουθήσει να είναι παράλυτη στην δράση της στην Συρία και την Μέση Ανατολή.
ΚΑΙ ΤΩΡΑ…
Κατά την διάρκεια των 14 ετών της στην εξουσία, η ισλαμιστική κυβέρνηση του ΑΚΡ κατέληξε να μετατραπεί σε ένα απολυταρχικό καθεστώς υπό την αιγίδα του ισχυρού της χώρας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η εξωτερική πολιτική του με την σειρά της, αφότου κυριολεκτικά αποσυντέθηκε έχει μετατραπεί σε μια μαύρη ασύνδετη σειρά που πηγαίνει προς όλες τις κατευθύνσεις. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου, η τάση αυτή φαίνεται να είναι εδώ για να μείνει για όσο διάστημα το καθεστώς παραμένει στην θέση του, είτε επιβραβευθεί με ένα «ναι» είτε αποδυναμωθεί από ένα «όχι». Διότι, τελικά, η αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής είναι συνυφασμένη με την γενική αποτυχία που ακόμα απέχει για να τελειώσει.
Στην Συρία, η Άγκυρα που έρχεται να εμπλακεί στρατιωτικά για να χαράξει έναν σουνιτικό και αραβικό θύλακα στα βόρεια της χώρας, η γραμμή της τώρα είναι να βοηθήσει τις τζιχαντιστικές ομάδες εναντίον των Κούρδων στην Συρία, χωρίς να είναι σε θέση να ελέγχει αυτές τις ομάδες λόγω έλλειψης πληροφοριών και τεχνογνωσίας. Η παρουσία της Άγκυρας είναι ανεκτή από την Μόσχα και την Ουάσιγκτον οι οποίες, προς το παρόν, την αφήνουν να ενεργεί. Ο θύλακας στην Ιντλίμπ, κολλημένος στην τουρκική επαρχία της Αντιόχειας, εξακολουθεί να αποτελεί πηγή αυξανόμενης ανησυχίας δεδομένου ότι οι τζιχαντιστές όλων των ειδών συνεχίζουν να συσσωρεύονται με μια μόνο έξοδο στην Τουρκία. Μακροπρόθεσμα, η αντι-κουρδική εμμονή της Άγκυρας δεν έχει καμία δουλειά με την πραγματικότητα, με τους Κούρδους της Συρίας να είναι η μόνη δύναμη επί του εδάφους σε θέση να καθαρίσουν το έδαφος του ISIL. Οι αποκεντρωτικές τάσεις των Κούρδων ηγετών παρουσιάζουν επίσης μια αξιόπιστη πολιτική προοπτική για την μελλοντική πολιτική αρχιτεκτονική στην Συρία, μειώνοντας την εμμονή της Άγκυρας σε μια μάχη οπισθοφυλακής. Στο Ιράκ, ο ακτιβισμός της Άγκυρας σκόνταψε απέναντι στην αδιαλλαξία της Βαγδάτης και οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις χρειάστηκε να απεμπλακούν από την Bashika κοντά στην Μοσούλη, για το φόβο ότι θα δηλητηριάσουν τις οικονομικές σχέσεις με την Βαγδάτη.
Με την Ρωσία, η Άγκυρα ξαφνικά αποφάσισε το καλοκαίρι να επανορθώσει και να προσχωρήσει στις απαιτήσεις της Μόσχας για συγνώμη και ενδεχομένως να αντισταθμίσει τις συνέπειες της κατάρριψης του μαχητικού αεροσκάφους. Αυτή η σχέση τακτικής, που δεν ταιριάζει με καμιά ιστορική προοπτική, έχει ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Σημειώστε ότι η Μόσχα και η Άγκυρα, και παλαιότερα η Κωνσταντινούπολη, δεν έχουν συνεργαστεί σε κανένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής από την εποχή του Πέτρου του Μεγάλου. Τούτου λεχθέντος, είναι σαφές ότι η Μόσχα έχει τώρα όλα τα χαρτιά στα χέρια της και χρησιμοποιεί τα αντι-Δυτικά συναισθήματα στην Άγκυρα για να τοποθετηθεί στην Τουρκία έναντι του -και ενάντια στο- ΝΑΤΟ.
Η Άγκυρα, σχετικά με το Ισραήλ, εγκατέλειψε την πολεμοχαρή και αντισημιτική ρητορική της για να επιδιώξει μια μεσαία γραμμή μετά την ένταση του Mavi Marmara. Επιτεύχθηκε συμφωνία το καλοκαίρι με την κυβέρνηση Νετανιάχου στην οποία, παρά τα φαινόμενα, η Άγκυρα συγκατένευσε. Αυτή είναι μια συμφωνία δύο απομονωμένων καθεστώτων στην Μέση Ανατολή και όχι μια ειρήνη μεταξύ γενναίων. Οι σχέσεις ομαλοποιήθηκαν, αλλά εξακολουθούν να απέχουν πολύ από την περίοδο πριν από την επίθεση στο Mavi Marmara.
Διπλωματικά μιλώντας, η Άγκυρα δίνει την εντύπωση ότι επιδιώκει να απαλλαγεί από την καταστροφική εμπλοκή της στην Μέση Ανατολή και ιδιαίτερα στην Συρία, κυρίως για να ξεφύγει από πιθανές διώξεις σε διεθνές επίπεδο. Εξ ου και οι «μήνες του μέλιτος» με όλον τον κόσμο ανεξαρτήτως του τι είναι ο καθένας, και τα θερμά μηνύματα συμφιλίωσης με όλους.
Παραμένουν οι σύμμαχοι της Δύσης! Εκμεταλλευόμενο το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, το καθεστώς προσπαθεί να τους πείσει για την ουσία των πολιτικών του επιλογών τόσο στο εξωτερικό όσο και στην ίδια την χώρα, που μαστίζεται από την εποχή του αποτυχημένου πραξικοπήματος από μια καταστολή άνευ προηγουμένου μετά το 1923. Όντως, αγωνίζεται σκληρά να πείσει, και τελείως αντίθετα από αυτό, οι σχέσεις -είτε διμερείς είτε πολυμερείς- συνεχίζουν να επιδεινώνονται, ειδικά με τους Ευρωπαίους.
Στο πολυμερές επίπεδο, οι σχέσεις με τους τρεις βασικούς θεσμούς της μεταπολεμικής περιόδου, το Συμβούλιο της Ευρώπης, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι στο χαμηότερο σημείο τους. Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης πιθανότατα θα υποβαθμίσει την Τουρκία στην κατάταξη των χωρών στο πλαίσιο της διαδικασίας παρακολούθησης, λόγω της παραβίασης των θεμελιωδών αρχών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης συστηματικά επικρίνει την Τουρκία, ιδίως όσον αφορά ισχυρισμούς για βασανιστήρια μετά τις μαζικές εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν το αποτυχημένο πραξικόπημα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκφράζει την ανησυχία ότι θα δει τις δραστηριότητές του να παραλύουν μετά τις μαζικές καταθέσεις ξεχωριστών αγωγών από πολίτες της Τουρκίας. Η Επιτροπή της Βενετίας απέρριψε τελικά στην τελευταία έκθεσή της την συμβατότητα της διενέργειας δημοψηφίσματος που πραγματοποιείται κατά την διάρκεια κατάστασης έκτακτης ανάγκης και κρίνει τις διατάξεις της συνταγματικής τροποποίησης ως αντιδημοκρατικές.
Οι σχέσεις με την ΕΕ τώρα έχουν μειωθεί στην συμφωνία για τους πρόσφυγες και στην επιτακτική ανάγκη να διατηρηθεί η Τουρκία στα πλαίσια του ΝΑΤΟ αποφεύγοντας να εισέλθει στην σφαίρα επιρροής της Ρωσίας. Από εκεί και πέρα, τίποτα δεν υπάρχει μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ είτε πρόκειται για την απαλλαγή της βίζας Σένγκεν για τους Τούρκους υπηκόους, είτε για την αναθεώρηση της τελωνειακής ένωσης, είτε για την προενταξιακή βοήθεια και την πορεία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Σήμερα υπάρχει μια αυξανόμενη αντίθεση στην ένταξη της Τουρκίας που εκφράζεται ανοιχτά από ανώτατους αξιωματούχους των χωρών-μελών, συμπεριλαμβανομένων της Αυστρίας και του Βελγίου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκφράστηκε υπέρ ενός «παγώματος» των διαπραγματεύσεων τον Νοέμβριο. Είναι προφανές ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον σύμφωνη με τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης, που αποτελούν επί μεγάλο χρονικό διάστημα προϋπόθεση των διαπραγματεύσεων. Σημειώστε, επίσης, ότι οι συνεχείς αναφορές για την επιστροφή της θανατικής ποινής και η έκθεση της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με τη μη συμμόρφωση του δημοψηφίσματος με τις ευρωπαϊκές αρχές, επιδεινώνουν την υποψηφιότητα της Τουρκίας.
Σε διμερές επίπεδο, εκτός από τους αδιάκοπους πολέμους δια συνθημάτων και προσβολών εκ μέρους των Τούρκων κυβερνώντων, οι διμερείς σχέσεις με πολλές χώρες της ΕΕ βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα. Η Γερμανία, η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Ελλάδα, η Ολλανδία, η καθεμιά για διαφορετικούς λόγους, αλλά πάντα σε έναν απειλητικό τόνο, αντιμετωπίζουν προβληματικές σχέσεις με την Άγκυρα, κάτι που απέχει από την τακτοποίηση των συνολικών σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και της Δύσης. Σε αυτό, η Τουρκία του Ερντογάν είναι απο-Δυτικοποιημένη από όλες τις απόψεις, ενώ είναι ανίκανη να υποκαταστήσει με μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση αυτή την σημαίνουσα τάση, την Δυτικοποίηση, που ήταν χαρακτηριστικό της περιοχής της από τις αρχές του 19ου αιώνα.
* Ο CENGIZ AKTAR είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών.
(Ο πρόεδρος της Τουρκίας Tayyip Erdogan στις 20 Μαΐου 2014. REUTERS / Umit Bektas)
Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.