Λονδίνο ή πώς το πρόβλημα του χώρου οδήγησε στο Brexit
Αυτή η ανάπτυξη είναι νοσηρή και κρύβει μια καταθλιπτική πραγματικότητα
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
(Πηγή : http://www.athensvoice.gr/)
Όποιος θυμάται τη δεκαετία του 1980, θυμάται τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές μεγαλουπόλεις σε κρίση: μερικές συνοικίες χαρακτηρίζονταν ακόμα «γκέτο», άλλες έμοιαζαν βομβαρδισμένες· η εγκληματικότητα είχε φτάσει στην κορύφωσή της.
Από τότε άλλαξαν πολλά, σχεδόν όλα: οι δημοτικές αρχές επενέβησαν δραστικά στον σχεδιασμό και στη λειτουργία των πόλεων· έγιναν εκτεταμένες αναπλάσεις· η πολιτική του άστεως ανεδείχθη σε κεντρικό ζήτημα της διοίκησης. Σήμερα, στις ανεπτυγμένες χώρες, δεν υπάρχουν πια ερημωμένες και ξεχαρβαλωμένες πόλεις: ακόμα και όσες ζημιώθηκαν από τη μετάλλαξη της οικονομίας-όταν η παραδοσιακή βιομηχανία υποχώρησε μπροστά στην ψηφιακή επανάσταση-έχουν προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες. Τα προβλήματα είναι διαφορετικής φύσεως.
Ίσως το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα μεταμόρφωσης είναι η Νέα Υόρκη, όπου, μέσω της στροφής της πολιτικής και της οικονομικής συγκυρίας, το glamour αντικατέστησε την παλιά, προβληματική, αλλά άκρως ενδιαφέρουσα νεοϋρκέζικη τραχύτητα: η ταξική και πολιτιστική ποικιλία, η αυθεντικότητα της πόλης, ήταν μοναδική. Σήμερα η Νέα Υόρκη είναι σε πολλά κεντρικά σημεία ένα είδος Ντίσνεϋλαντ και σε όλα τα σημεία η επικράτεια των δισεκατομμυριούχων: το Μανχάτταν συγκεντρώνει τους πλουσίους και τους υπηρέτες τους-όσους τούς βάφουν τα νύχια, τους κάνουν μασάζ και τρέχουν πέρα-δώθε κάνοντας θελήματα. Ακολουθούν με μικρή διαφορά το Μπρούκλυν, το Μπρονξ, το Κουίνς και το Στάτεν Άιλαντ. Όχι μόνον ο «μέσος» Νεοϋορκέζος δεν μπορεί να αποκτήσει ιδιόκτητη στέγη στη γενέθλια πόλη του (αν δεν καταχρεωθεί), δεν μπορεί ούτε καν να ενοικιάσει. Από την άλλη πλευρά, όποιος στάθηκε τυχερός και έγινε ιδιοκτήτης μέχρι τη δεκαετία του 1980 είναι ξαφνικά εκατομμυριούχος. Πολλοί τέτοιοι ιδιοκτήτες ζουν από την εκμετάλλευση αυτού του ακινήτου-δεν κάνουν τίποτα, έχουν απλώς ένα σπίτι.
Ο χώρος λείπει σε επιτυχημένες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη: η σπανιότητά του τον καθιστά γελοιωδέστατα ακριβό-και καθώς υπάρχει ένα ψυχολογικό και πρακτικό όριο στην απόσταση του τόπου εργασίας από την κατοικία, οι αυτόχθονες που εργάζονται στη Νέα Υόρκη, αν και έχουν εκδιωχθεί ως κάτοικοι, δεν μπορούν να κατοικούν σε ακτίνα μεγαλύτερη των 50 χιλιομέτρων. Είναι υποχρεωμένοι να φύγουν από την πολιτεία. Έτσι, το μαγικό χέρι της αγοράς ρυθμίζει την πυκνότητα του πληθυσμού, αλλά δεν ρυθμίζει τη σύνθεσή του.
Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα που ήταν καλύτερο στη δεκαετία του 1980 απ’ ό,τι είναι σήμερα-ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις που έχουμε αγαπήσει. Υπάρχει ωστόσο ένα πλανητικό πρόβλημα: η σχέση-η αναλογία-του πληθυσμού, του χώρου και των πόρων. Ένα πρόβλημα που επιδεινώνεται και γύρω από το οποίο είτε επικρατεί σιωπή, είτε ακούγονται καθησυχαστικά ψέματα. Με την ευκαιρία του Brexit, το οποίο αποδίδω, μεταξύ άλλων, στην αγανάκτηση των Βρετανών για τη δημογραφική αντικατάσταση και για τον συνωστισμό που υφίστανται στην ίδια τους τη χώρα, κάνω μερικές σκέψεις για το σημερινό Λονδίνο όπου η πολιτική της γης, του ελέγχου του πληθυσμού και της στέγασης έχουν παρόμοια αποτελέσματα με εκείνα στη Νέα Υόρκη.
Το 1980, η νότια όχθη του Τάμεση ήταν λαϊκές συνοικίες χωρίς γρανιτένιους όγκους και επιτηδευμένες γκαλερί σύγχρονης τέχνης: οι Βρετανοί δεν τα καταφέρνουν στις πολεοδομικές αναπλάσεις, μολονότι έχουν μακρά παράδοση πολεοδομικών ουτοπιών (ίσως και εξαιτίας αυτής.) Σήμερα, δεν υπάρχουν «λαϊκές» συνοικίες, αν και το ταξικό χάσμα παραμένει φυσικά ιλιγγιώδες. Όλες οι συνοικίες του Μείζονος Λονδίνου είναι ακριβές· πράγματι, η υπερβολική πυκνότητα νικάμπ και μπούρκας μειώνει λίγο την τιμή του τετραγωνικού μέτρου. Στη βόρεια όχθη, ιδιαίτερα στο Γουεστ Εντ, οι δισεκατομμυριούχοι αγοράζουν πολυτελή κτήρια και διαμερίσματα τα οποία δεν κατοικούν. Τα βράδια, πολλοί δρόμοι στο κέντρο του Λονδίνου-λόγου χάρη γύρω από το Κένζινγκτον-είναι σκοτεινοί: οι Ρώσοι και οι Άραβες ιδιοκτήτες ζουν στη Ρωσία και στις χώρες του Κόλπου· έρχονται στο Λονδίνο μόνο για να κάνουν ψώνια και για να χαζέψουν τις παράξενες αγγλικές συνήθειες-όπως στον Μεσαίωνα οι χωρικοί χάζευαν τον βασιλιά που έτρωγε ψητό κύκνο.
Το Λονδίνο είναι μια συμπυκνωμένη εικόνα του τι συμβαίνει στις μεγαλουπόλεις: παντού βλέπεις γερανούς λες και η πόλη χτίζεται και δεν λέει να τελειώσει· υψώνονται, με χρήματα κινεζικών επιχειρήσεων, ουρανοξύστες χωρίς ιδιαίτερη αρχιτεκτονική έμπνευση (κι απ' ό,τι αποδείχτηκε προσφάτως με επικίνδυνη προχειρότητα) και συγκροτήματα γραφείων· το χώμα είναι γεμάτο τρύπες. Αυτή η ανάπτυξη είναι νοσηρή και κρύβει μια καταθλιπτική πραγματικότητα: στενεύει ο χώρος για τον κάθε κάτοικο· ο άνθρωπος χωρίς οικογένεια είναι πλέον ευτυχής αν βολευτεί σε δεκαπέντε τετραγωνικά-κάνει υπομονή όταν κυκλοφορούν αρουραίοι στα σκαλιά κι όταν δεν απαντάει ποτέ κανείς στο τηλέφωνο στο γραφείο διαχείρισης της πολυκατοικίας. Όσο για τους μεσίτες έχουν εξελιχθεί σε κοινωνικά παράσιτα: μπορούν να πουλήσουν υπόγειο κελάρι για ρετιρέ. Θέσεις εργασίας υπάρχουν, όμως οι μισθοί δεν επιτρέπουν να ζει ο κάθε εργαζόμενος μόνος του: οι φοιτητικές συγκατοικήσεις συνεχίζονται στην ενήλικη ζωή.
Στο Λονδίνο οι απαιτήσεις των πολλών έχουν συρρικνωθεί, ενώ εκείνες των λίγων έχουν αυξηθεί και προϋποθέτουν όλο και περισσότερο χώρο. Στα διαμερίσματα των δισεκατομμυριούχων Καταριανών στην Μπελγκρέιβια χρειάζεται χώρος για το γυμναστήριο και για το σπα και για τον πίνακα του Πικάσο και για τη βιβλιοθήκη με τα βιβλία διακόσμησης θαλαμηγών. Και για τα ψώνια από το Χάρροντς, επίσης καταριανής ιδιοκτησίας, όπου οι τιμές είναι τόσο εξωφρενικές ώστε οι κανονικοί άνθρωποι επισκέπτονται το πολυκατάστημα όπως ένα μουσείο. Αλλά, για παράδειγμα, η σύζυγος του Μπασάρ Αλ Άσαντ, αγόρασε, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στη Συρίας, βάζο αιγυπτιακής τεχνοτροπίας (το φαντάζομαι ανελέητα κιτς), αξίας 2.650 λιρών. Το ποσό δεν με εντυπωσιάζει: έχω δει ρακέτες Σανέλ για σκουός-μα, τι είδους άνθρωποι χρησιμοποιούν ρακέτα designer για να πετάνε ένα μπαλάκι στον τοίχο;-στην τιμή των 1.400 λιρών. Υπάρχουν επίσης Σανέλ ποδηλατάκια για παιδιά (να πώς δημιουργούνται οι ναρκισσιστικές γενιές) και Σανέλ μπούρκες που ίσως είναι μαϊμούδες. Τις έχω δει πάντως. Οι γουαχαμπιστές έχουν λεφτά και αγοράζουν ό,τι προσφέρεται για πώληση.
Αν διασχίσει κανείς το Σόχο, που μέχρι προσφάτως, ήταν τόπος περιπετειώδης και γεμάτος μυστικά, αναρωτιέται πού πήγε το Λονδίνο: η συνοικία έχει παραδοθεί στον μαζικό τουρισμό και στις ιδιωτικές λέσχες. Με το Brexit, νομίζω πως τα καμπαρέ θα χάσουν και τις γυμνές χορεύτριες-υποψιάζομαι ότι δεν είναι Αγγλίδες.
Το Brexit είχε στόχο να διώξει από την Αγγλία όποιον περισσεύει, όποιον εκμεταλλεύεται το σύστημα κι όποιον δεν αποδέχεται τις βρετανικές αξίες-αλλά οι ψηφοφόροι έκαναν λάθος και ενδέχεται να διώξουν τελικά τους καλύτερους. Στην πραγματικότητα, το Λονδίνο, με τα δονούμενα πλήθη και το στρίμωγμα, ψήφισε εναντίον του Brexit. Ίσως επειδή οι κάτοικοι του Λονδίνου καταλαβαίνουν ότι το Brexit δεν θα κρατήσει σε απόσταση τους Σομαλούς· θα κρατήσει μακριά τους Ευρωπαίους. Ίσως επειδή oι μισοί δεν είναι «εντελώς» Βρετανοί-οι «εντελώς» Βρετανοί εγκαταλείπουν το Λονδίνο για το Ντάουντον Άμπεϋ. Νομίζω ότι η γκλαμουροποίηση της Νέας Υόρκης (που άρχισε στη δεκαετία του 1980 με τον Trump Tower και τα ροδακινί μάρμαρα) και η παραδοπιστία του Λονδίνου είναι φαινόμενα που συνδέονται με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ: πρόκειται για αναίσχυντη πλουτοκρατία μαζί με την αισθητική του χολιγουντιανού υπερήρωα που, αν και ηλίθιος, υπόσχεται ότι θα μας σώσει.