Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Εξαιρετικός Π.Σαββίδης αν μετατρέπεται η Τουρκία σε δεύτερο Ιράν;


Μετατρέπεται η Τουρκία σε δεύτερο Ιράν;
Παντελής Σαββίδης
(Πηγη : http://www.pontos-news.gr/)
Η Τουρκία ως διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελεί για τη Δύση ένα διαρκές ζητούμενο, τώρα, όπως και τότε, επί σουλτάνων.
Ιστορικά η Δύση διαχειρίστηκε με επιτυχία τέσσερις παραμέτρους που μπορεί να αποτελούν και σήμερα τα κλειδιά για την προσέγγιση της Τουρκίας.
Η πρώτη ήταν η διάθεση ορισμένων σουλτάνων να στραφούν προς τη Δύση και να εκσυγχρονίσουν το στρατό και ορισμένες από τις κρατικές δομές. Η πλέον σαφής εκδήλωση ανάλογης διάθεσης επιδείχθηκε το 1837 και το 1856 κατά τις γνωστές μεταρρυθμίσεις, αλλά και αργότερα.
Η δεύτερη ήταν η οικονομική εξάρτηση της Αυτοκρατορίας από τη Δύση, άρα και η υπαγόρευση, ως ένα βαθμό, πολιτικής.
Η τρίτη ήταν οι παραδοσιακά εχθρικές σχέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Ρωσία.
Και η τέταρτη, η πολυεθνικότητα που συγκροτούσε την αυτοκρατορία και καθιστούσε ευάλωτη τη συνοχή της.
Ως ένα βαθμό, το ίδιο ισχύει και σήμερα. Εδώ και χρόνια η Τουρκία επιζητεί την ένταξή της στην Ευρώπη, αλλά τόσο η ίδια όσο και οι ευρωπαϊκές χώρες γνωρίζουν καλά ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Από αυτήν την πορεία προσπαθούν και οι δύο πλευρές να ωφεληθούν. Η Τουρκία οικονομικά, με την τελωνειακή ένωση και άλλα οφέλη που της προσέδωσαν οι διάφορες συμφωνίες που έχει κάνει, και η ΕΕ με την οικονομική και κάθε άλλης δυνατής μορφής εξάρτηση της Τουρκίας. Αυτή η λυκοφιλία που εδραιώθηκε επί κεμαλικών κυβερνήσεων συνεχίζεται και σήμερα, με τις ισλαμικές κυβερνήσεις του Ερντογάν
Η οικονομική και πολιτική, ως ένα βαθμό, εξάρτηση της Τουρκίας από τη Δύση δεν μπορεί να αναιρεθεί. Ο Ερντογάν απειλεί με το αντιδυτικό χαρτί αλλά γνωρίζει καλά πως δεν μπορεί να το υλοποιήσει. Η Δύση ανησυχεί μεν μη χάσει την Τουρκία, θα της αντιπαρατεθεί όμως δυναμικά σε περίπτωση που διαβεί τον Ρουβίκωνα.
Παρά τις αμετροεπείς δηλώσεις του, οι κινήσεις του Τούρκου προέδρου είναι προσεκτικά υπολογισμένες.
Ο Τούρκος πρόεδρος έχει αναγνώσει καλά τις Δυτικές αδυναμίες και τις εκμεταλλεύεται. Η Δύση αυτήν τη στιγμή στερείται μιας ικανής, συνεκτικής, αποφασιστικής και με σαφείς θέσεις ηγεσίας. Την κρίσιμη στιγμή, όμως, βρίσκει τον κοινό της τόπο. Η διακύβευση στη Μέση Ανατολή είναι μείζων και αυτό το γνωρίζουν καλά και ο Ερντογάν και οι Δυτικοί ηγέτες. Για τον Ερντογάν «παίζεται» η ενότητα του κράτους του. Για τη Δύση επαναδιαμορφώνονται οι νέες σφαίρες επιρροής.
Παρά τις δυσκολίες που συναντά και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, η τουρκική ισλαμική ελίτ διαχειρίζεται ικανοποιητικά τις υποθέσεις της. Έχει ανοίξει όλα τα μέτωπα και επιχειρεί να διαδραματίσει ένα πολιτικό, πολιτισμικό και οικονομικό παιχνίδι σε όλο τον κόσμο. Αυτή η υπερεπέκταση ίσως αποβεί  μοιραία. Ωστόσο η γειτονική χώρα, με τη διαχείριση των περιφερειακών και –ορισμένες φορές– παγκόσμιων υποθέσεών της, αποδεικνύει ότι είχε και τις δομές που χρειαζόταν και τα πρόσωπα που απαιτούνταν για να διεκδικήσει έναν περιφερειακό ρόλο.
Το ερώτημα κατά πόσον ο διεκδικούμενος αυτός ρόλος μπορεί να υλοποιηθεί, παραμένει μέχρι στιγμής ανοικτό. Πάντως οι Δυτικές πρωτεύουσες λαμβάνουν υπόψη και την παρουσία και τη δυναμική της Τουρκίας στην περιοχή. Εκείνο που δεν έχει γίνει σαφές είναι τι είδους Τουρκία θέλουν. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το ξέρουν. Οι Δυτικές πολιτικές αυλές χαρακτηρίζονται, στην καλύτερη περίπτωση, από μια μεταβατική φάση σε πρόσωπα και πολιτική διαχείριση. Στη χειρότερη από έναν παραλυτικό βυζαντινισμό, όπως στις ΗΠΑ.
Όλα αυτά είναι γνωστά στον Ερντογάν, ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει τρία μείζονος σημασίας ζητήματα.
Μια καλή θέση για τη χώρα του στη γεωπολιτική ανακατανομή της περιοχής – κάτι που προς το παρόν δεν φαίνεται να πετυχαίνει. Εξόντωση των πολιτικών και ιδεολογικών αντιπάλων του στο εσωτερικό. Και ιδεολογική επικυριαρχία στην αντιπαράθεσή του με τον κεμαλισμό.
Ο Ερντογάν έχει σαφές ισλαμικό όραμα. Βλέπει το εθνικό συμφέρον της Τουρκίας να περνά από την επιρροή της στις άλλες ισλαμικές-σουνιτικές χώρες της περιοχής και την προσωπική του ηγεμόνευση. Γι’ αυτό και η ρήξη του με το Ισραήλ, μια ρήξη που δύσκολα αποκαθίσταται όσο ο ίδιος κινεί τα ηνία, αλλά που αντιμετωπίζεται θετικά από τις ισλαμικές μεσανατολικές κοινωνίες. Ο ίδιος είναι Αδελφός Μουσουλμάνος και χρησιμοποιεί το ισλαμικό αυτό κίνημα για τις επιδιώξεις του. Βρίσκεται σε ρήξη με τον πρόεδρο Σίσι της Αιγύπτου και προσπαθεί να τον υπονομεύσει με κάθε τρόπο. Προσπαθεί, μέσω της Χαμάς, να ασκήσει επιρροή στη Γάζα και στον Λίβανο. Γνωρίζει πως το ζήτημα των ενεργειακών αποθεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου δεν μπορεί να λυθεί τελεσίδικα χωρίς ορισμένες προϋποθέσεις που έχουν να κάνουν με τους Λιβανέζους, τους Παλαιστίνιους και τη δράση των Αδελφών Μουσουλμάνων και του Ισλαμικού κράτους στην Αίγυπτο. Αναπτύσσει έντονη οικονομική και πολιτική δραστηριότητα και στα Βαλκάνια. Και ενώ όλοι καταγγέλλουν την πολιτική του συμπεριφορά, στο τέλος οι Δυτικές αναλύσεις καταλήγουν στο πόσο σημαντική χώρα για τη Δύση είναι η Τουρκία. Αυτή είναι μια σαφής εκδήλωση Δυτικής αδυναμίας, όπως φαίνεται στην αρχή, αλλά δεν είναι σίγουρο πως δεν υποκρύπτει άλλες πολιτικές επιδιώξεις. Όπως να θέλουν την Τουρκία παρούσα ως μια διαρκή αναθεωρητική δύναμη.
Το ζήτημα ισλαμική ή κεμαλική Τουρκία, ελάχιστα μπορεί να απασχολεί την Ελλάδα. Διότι στα θέματα που άπτονται των σχέσεων Αθηνών- Άγκυρας, οι κατά καιρούς δηλώσεις των κεμαλιστών είναι ίδιες, αν όχι χειρότερες των ισλαμιστών. Μια κεμαλική κυβέρνηση, μάλιστα, θα βρίσκεται πλησιέστερα στη Δύση και θα αντιμετωπίζεται θετικότερα. Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι ο Ερντογάν. Ο Ερντογάν ίσως αποτελεί την προσωρινή ανακωχή στη λύση του. Το πρόβλημα είναι η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας και πώς θα αντιμετωπιστεί. Το επικρατούν δόγμα της εξωτερικής πολιτικής «καλύτερα να μην κάνουμε τίποτε» δεν είναι σίγουρο ότι αποτελεί την καλύτερη λύση στο άμεσο μέλλον. Ακόμη και αν αποδίδει προς το παρόν, η χώρα πρέπει να εξετάσει σενάρια και να βρει λύσεις που θα της χρειαστούν στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Ο Ερντογάν αλλάζει  τις δομές και τον ιδεολογικοπολιτισμικό προσανατολισμό της χώρας προς όφελός του, και στη Δύση ανησυχούν μήπως την μετατρέψει σε ένα δεύτερο Ιράν.
Επιχειρεί έναν αποφασιστικό εξισλαμισμό του εκπαιδευτικού συστήματος αφαιρώντας τη διδασκαλία της εξέλιξης από τη διδακτέα ύλη της Μέσης Εκπαίδευσης. Μειώνει τις ώρες για τη φιλοσοφία και τις τέχνες και αυξάνει τις ώρες των θρησκευτικών μαθημάτων. Εισάγει την έννοια της τζιχάντ σε υποχρεωτικά σχολικά προγράμματα σπουδών. Τα τουρκικά εγχειρίδια θα διδάσκουν «τζιχάντ» ως «αξία» στα μαθήματα των μέσων σχολών του Ιμάμ Χατίπ (σχολεία που προσφέρουν ισλαμικό πρόγραμμα σπουδών στους μαθητές).
Από τότε που ο Ερντογάν και το κόμμα του ανήλθαν στην εξουσία, ο αριθμός των σχολείων του Ιμάμ Χατίπ έχει διογκωθεί από 500 σε 3.500, ενώ οι σπουδαστές αυξήθηκαν από 60.000 σε 1.500.000.
Μια τέτοιου είδους εκπαίδευση διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για μεγαλύτερη αστάθεια στην περιοχή, και ίσως με το χρόνο μετατρέψει την Τουρκία σε ένα δεύτερο Ιράν, φοβούνται στη Δύση. Μπορεί να το κάνει; Και πόσο επικίνδυνο είναι;