Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

Ιστορικό άρθρο για τον αγώνα της ΕΟΚΑ, 1955-1959


Ο αγώνας της ΕΟΚΑ, 1955-1959
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΥΟΣ
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε την έναρξη πιέσεων σε περιοχές της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για τερματισμό της αποικιακής κυριαρχίας της.
Ωστόσο, το Λονδίνο δεν ήταν πρόθυμο να συναινέσει σε οποιαδήποτε εξέλιξη θα επηρέαζε τα στρατηγικά και αμυντικά συμφέροντά του, ιδίως στη Μέση Ανατολή, μία κριτικής σημασίας περιοχή για τη διατήρηση της βρετανικής ισχύος. Κεντρικό σημείο στους βρετανικούς σχεδιασμούς αποτελούσε η Κύπρος ως στρατιωτικό στήριγμα για τη βρετανική αεροπορική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή ή ως κατασκοπευτική βάση για την υποκλοπή πληροφοριών στο υπογάστριο του σοβιετικού μπλοκ. Η εν λόγω πολιτική ερχόταν σε αντίθεση με το μακροχρόνιο αίτημα που εξέφραζε η πλειοψηφία των Ελλήνων της Κύπρου ήδη από το 1878 για τερματισμό του αποικιακού καθεστώτος και ένωση του νησιού με την Ελλάδα (Ενωση).
Η βρετανική άρνηση έγινε πρόδηλη κατά τη διάρκεια πολιτικών εξελίξεων στο εσωτερικό της Κύπρου για την προβολή του ενωτικού αιτήματος (Ενωτικό δημοψήφισμα το 1950), διπλωματικών ενεργειών για επίλυση του ζητήματος σε διμερές επίπεδο με την Ελλάδα (επεισόδιο Eden - Παπάγου το 1953), καθώς και συζητήσεων σε διεθνές επίπεδο στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στο πλαίσιο της πολιτικής της διεθνοποίησης του Κυπριακού Ζητήματος το 1954. Συνεπακόλουθα, στους κόλπους της ελληνοκυπριακής πλευράς άρχισε να κερδίζει έδαφος η προσφυγή σε πιο δυναμικές επιλογές και ιδιαίτερα η ιδέα για τη διεξαγωγή ενόπλου αγώνα στην Κύπρο.
Η μετουσίωση της ιδέας για μία ένοπλη οργάνωση υπό τη μορφή της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) άρχισε να επιτελείται στη μεταπολεμική Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 1950. Κυρίαρχο ρόλο στις διεργασίες είχε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, συντηρώντας τον μακραίωνο πρωταγωνιστικό ρόλο της Εκκλησίας της Κύπρου στα πολιτικά πράγματα του νησιού. Για την ηγεσία του ένοπλου κινήματος εξασφαλίστηκαν οι υπηρεσίες του αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Γρίβα, ενός απόστρατου αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού, κυπριακής καταγωγής με υψηλού επιπέδου θεωρητικές και πρακτικές ικανότητες στη διεξαγωγή ανορθόδοξου πολέμου. Ο Γρίβας μετέβη στην Κύπρο (Νοέμβριος 1954) για να επιβλέψει αυτοπροσώπως τις προετοιμασίες για τον ένοπλο αγώνα. Εκεί υιοθέτησε το πολεμικό ψευδώνυμο Διγενής.
Ενοπλες επιχειρήσεις και πολιτικοί ελιγμοί κατά των Βρετανών
Το επιχειρησιακό πρόγραμμα της ΕΟΚΑ ήταν συνδυασμός ανορθόδοξου πολέμου (από δολιοφθορείς και αντάρτες) με πολιτικές κινητοποιήσεις, παθητική αντίσταση και εθελούσια μη συνεργασία των Ελληνοκυπρίων με το βρετανικό αποικιακό καθεστώς. Επίσης, η κήρυξη «εκεχειριών» –τόσο επίσημων όσο και ανεπίσημων– επέτρεπε την ανάπτυξη πολιτικών πρωτοβουλιών. Η συμπερίληψη τόσων διαφορετικών μεθόδων στις επιλογές της οργάνωσης γινόταν σταδιακά και σε συνάρτηση με τις διακυμάνσεις της πορείας των γεγονότων. Απώτερος στόχος της ΕΟΚΑ ήταν να δημιουργήσει τέτοιο πολιτικό κόστος στη βρετανική πλευρά ώστε να την εξαναγκάσει να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις. Με αυτόν τον τρόπο θα παρείχε στην ελληνική πλευρά την ευκαιρία για την προώθηση διπλωματικών ενεργειών για τελική διευθέτηση του Κυπριακού Ζητήματος.
Οι ένοπλες επιχειρήσεις του ενωτικού κινήματος άρχισαν την 1η Απριλίου 1955. Σε αρχικό στάδιο κτυπήθηκαν μη επανδρωμένοι στόχοι, ενώ πιο σοβαρή εξέλιξη ήταν η προσπάθεια των μαχητών της ΕΟΚΑ να εξουδετερώσουν την Αστυνομία το καλοκαίρι του 1955. Η Βρετανία αντέδρασε δίνοντας προβάδισμα σε πολιτικούς χειρισμούς όπως η διοργάνωση τριμερούς διάσκεψης στο Λονδίνο μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Βρετανίας. Η εισαγωγή της Αγκυρας ως παράγοντα με άποψη για το συνταγματικό μέλλον της Κύπρου περιέπλεξε τα πράγματα: έφερε σε τροχιά σύγκρουσης την Ελλάδα με την Τουρκία, ενώ συνεισέφερε στην ενδυνάμωση της στάσης της τουρκοκυπριακής μειονότητας κατά της Ενωσης και υπέρ της διατήρησης της βρετανικής κυριαρχίας.
Η συνέχιση των επιθέσεων εκ μέρους της ΕΟΚΑ οδήγησε στην εφαρμογή πολύ αυστηρότερων μέτρων εκ μέρους της Βρετανίας, ιδίως στο επίπεδο της αστυνόμευσης, με την υποστήριξη στρατιωτικών μονάδων. Επίσης, στον διορισμό ενός διακεκριμένου στρατιωτικού στη θέση του Βρετανού κυβερνήτη της Κύπρου, του Στρατάρχη Sir John Harding. Ταυτόχρονα, σήμανε την έναρξη μιας σειράς επτά συναντήσεων του νέου κυβερνήτη με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για να συζητήσουν το μελλοντικό καθεστώς της αποικίας.
Οι διαπραγματεύσεις Μακαρίου - Harding πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 1955 - Φεβρουαρίου 1956. Δεν επετεύχθη εντούτοις οποιαδήποτε συμφωνία. Οι Βρετανοί προχώρησαν στον εκτοπισμό του Μακαρίου από την Κύπρο τον Μάρτιο του 1956. Από αυτό το σημείο ξεκίνησε ένας αγώνας επικράτησης μεταξύ των αποικιακών δυνάμεων καταστολής και της ΕΟΚΑ. Η εφαρμογή της θανατικής ποινής (κατά την περίοδο μεταξύ 1956-1957 απαγχονίστηκαν εννέα μέλη της ΕΟΚΑ), καθώς και η εισαγωγή σκληρότερων αντεπαναστατικών μεθόδων αύξησε την απόσταση μεταξύ της αποικιακής διοίκησης και του ελληνοκυπριακού πληθυσμού.
Η άνοδος του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία της Ελλάδος και η ανάληψη του υπουργείου Εξωτερικών από τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα επέφερε πρωτοκαθεδρία στην Αθήνα σχετικά με τον χειρισμό του Κυπριακού εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων. Ταυτόχρονα διασφάλισε τον εφοδιασμό της ΕΟΚΑ με στρατιωτικό υλικό ώστε να απομακρυνθεί το ενδεχόμενο ήττας. Τον Νοέμβριο του 1956 υποβλήθηκε από το Λονδίνο μία νέα συνταγματική φόρμουλα για επίλυση της αντιπαράθεσης, βασισμένη στις προτάσεις του διακεκριμένου συνταγματολόγου λόρδου Radcliffe. Αφορούσε την εφαρμογή περιορισμένης αυτοκυβέρνησης, ωστόσο δεν γινόταν αναφορά στην αρχή της αυτοδιάθεσης (εναλλακτική τακτική της Ελλάδας και των Ελληνοκυπρίων για επίτευξη της Ενωσης). Η αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας ως έρεισμα της Βρετανίας μετά την κρίση του Σουέζ οδήγησε στη δήλωση του Βρετανού υπουργού Αποικιών, Alan Lennox-Boyd, ένα μήνα αργότερα περί ξεχωριστού δικαιώματος των Τουρκοκυπρίων για αυτοδιάθεση και επέτρεψε στη μειονότητα (και την Αγκυρα) να προβάλλει πιο δυναμικά την επιθυμία για διχοτόμηση της Κύπρου.
«Εκεχειρία»
Η προσπάθεια της ΕΟΚΑ να υποσκάψει τα θεμέλια της βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο δυσχεράνθηκε από τις απώλειές της στο στρατιωτικό πεδίο. Η οργάνωση υποχρεώθηκε στην κήρυξη προσωρινής αναστολής επιχειρήσεων για αναδιοργάνωση και ανάπτυξη πρωτοβουλιών σε διπλωματικό επίπεδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το Λονδίνο να επιτρέψει την απελευθέρωση του Μακαρίου από την εξορία και τη μετάβασή του στην Αθήνα. Η «εκεχειρία» του 1957 διήρκεσε αρκετούς μήνες και ωφέλησε την ελληνική κυβέρνηση στη δημιουργία διεθνούς κλίματος κατά της επιλογής της διχοτόμησης. Στα τέλη του έτους, η Βρετανία αποφάσισε να αντικαταστήσει τον Sir John Harding με έναν διπλωμάτη καριέρας, τον Sir Hugh Foot.
Τερματισμός των συγκρούσεων και διπλωματική λύση
Η ΕΟΚΑ συνέχισε την επαναστατική της δράση, ωστόσο το 1958 αποτέλεσε ένα επικίνδυνο στάδιο για την ύπαρξη του κινήματος. Η ΕΟΚΑ βρέθηκε κάτω από πολύ έντονη πίεση από διαφορετικούς αντιπάλους: τη Βρετανία, τους Τουρκοκύπριους και την ηγεσία της ελληνοκυπριακής αριστεράς (το κομμουνιστικό κόμμα της Κύπρου, το ΑΚΕΛ, είχε εκφράσει έντονη αντίθεση στις δραστηριότητες της ΕΟΚΑ ήδη από την έναρξη του Κυπριακού Αγώνα). Ιδίως το καλοκαίρι του 1958, μέλη της τουρκοκυπριακής κοινότητας προσπάθησαν μέσω βίαιων επιθέσεων εναντίον Ελληνοκυπρίων αμάχων και των περιουσιών τους να πετύχουν μία de facto διχοτόμηση (taxim offensive), χωρίς ωστόσο να είναι αποτελεσματικοί στον στόχο τους. Επιπρόσθετα, το ένοπλο ενωτικό κίνημα της Κύπρου βρέθηκε μπροστά στο φάσμα της διχοτόμησης του νησιού σε διοικητικό επίπεδο: τον Οκτώβριο του 1958 άρχισε να εφαρμόζεται το σχέδιο του πρωθυπουργού της Βρετανίας Harold Macmillan (Σχέδιο Macmillan). Η εν λόγω βρετανική προσφορά είχε πραγματοποιηθεί ώστε να υποχρεώσει την Ελλάδα και τους Ελληνοκυπρίους να επιλέξουν συνέχιση της βρετανικής κυριαρχίας ή διχοτόμηση έπειτα από επτά χρόνια (στο ίδιο το σχέδιο δεν χρησιμοποιήθηκε ο όρος διχοτόμηση, εντούτοις η ελληνική πλευρά εντόπισε μία διχοτομική δυναμική). Η Τουρκία αποδέχθηκε την πρόταση υποχρεώνοντας τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και την Αθήνα να στραφούν προς μία λύση ανεξαρτησίας.
Ανεξάρτητο κράτος
Το έντονο συγκρουσιακό περιβάλλον που υπήρχε στην Κύπρο κατά τους τελευταίους μήνες του 1958 μεταστράφηκε σε διεθνές επίπεδο με την προσέγγιση Ελλάδας-Τουρκίας στη Ζυρίχη (5-11 Φεβρουαρίου 1959) και τη συμφωνία μεταξύ τους σχετικά με το μέλλον του νησιού στη βάση μιας ανεξάρτητης Κύπρου. Η συγκεκριμένη εξέλιξη αποστέρησε από τη Βρετανία τον «διαιτητικό» ρόλο που της επέτρεπε να διατηρεί στην κατοχή της την αποικία λόγω των συνεχών αδιεξόδων που εμφανίζονταν τα προηγούμενα χρόνια. Συνεπακόλουθα, τα τρία συμβαλλόμενα μέρη, καθώς και οι δύο μεγαλύτερες εθνικές ομάδες του νησιού (Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι) κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό, τη Συμφωνία του Λονδίνου (17-19 Φεβρουαρίου 1959), αποτέλεσμα του οποίου δεν ήταν η Ενωση ή η διχοτόμηση, αλλά η επίσημη ανακήρυξη τον Αύγουστο του 1960 ενός ανεξάρτητου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας.

* Ο δρ Ανδρέας Κάρυος ανήκει στο Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό Ιστορίας, Προγράμματα «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό» και «Αστυνομικές Σπουδές», στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.