Η άνοδος και η πτώση του Μακάρθι
Ταύτισε το όνομά του με απηνείς διώξεις για την υποτιθέμενη κομμουνιστική διείσδυση στην αμερικανική διοίκηση
Του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Στις 9 Φεβρουαρίου 1950 ο μέχρι τότε άσημος Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι σε μια χαμηλού προφίλ ομιλία του σε ομάδα γυναικών του κόμματός του στο Ουίλινγκ της Δυτικής Βιρτζίνια ισχυρίσθηκε ότι είχε «μια λίστα 205» στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ που ανήκαν στο κομμουνιστικό κόμμα των ΗΠΑ,
«μια λίστα ονομάτων που ήταν γνωστά στον υπουργό Εξωτερικών και που παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν να εργάζονται και να διαμορφώνουν πολιτική στο υπουργείο Εξωτερικών».
Ο ισχυρισμός αυτός, τον οποίον ο Μακάρθι επανέλαβε τις επόμενες ημέρες, πήρε μεγάλη δημοσιότητα στα ΜΜΕ και σύντομα τον έκανε διάσημο. Οταν ωστόσο άλλοι πολιτικοί καθώς και δημοσιογράφοι πίεζαν τον Μακάρθι να αποκαλύψει τα ονόματα, εκείνος ουσιαστικά άλλαζε θέμα εξαπολύοντας νέες καταγγελίες. Στην πραγματικότητα δεν είχε ονόματα, καθώς ο ισχυρισμός του βασιζόταν σε μια δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζέιμς Μπερνς το 1946 -τέσσερα χρόνια νωρίτερα!- ότι από 284 υπαλλήλους του υπουργείου Εξωτερικών με ύποπτα στοιχεία είχαν κριθεί υπεράνω υποψίας οι 79. Αυτό άφηνε 205, για τους οποίους ο Μακάρθι δεν είχε ιδέα αν είχαν και αυτοί κριθεί υπεράνω υποψίας στη συνέχεια.
Λίγο αργότερα ο Μακάρθι ισχυρίσθηκε ότι υπήρχαν 57 κομμουνιστές στο υπουργείο Εξωτερικών. Πάλι ο αριθμός βασιζόταν σε παλιές πληροφορίες. Το 1948 η επιτροπή αντι-αμερικανικών δραστηριοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων (Κάτω Σώμα του Κογκρέσου) είχε συμπεράνει, με βάση τις μαρτυρίες ενός πρώην πράκτορα του FBI, ότι παρέμεναν στο υπουργείο Εξωτερικών 57 από 108 υπαλλήλους, που αποτελούσαν ρίσκο ασφάλειας.
Θεωρίες συνωμοσίας και πόλεμος λάσπης
Πολιτικοί που είχαν ασχοληθεί πολύ νωρίτερα από τον Μακάρθι με το ζήτημα της διείσδυσης της σοβιετικής κατασκοπείας στις υπηρεσίες των ΗΠΑ -φαινόμενο εκτεταμένο στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940- και με την υποτιθέμενη διείσδυση μελών του κομμουνιστικού κόμματος των ΗΠΑ γνώριζαν ότι οι καταγγελίες του Μακάρθι στερούνταν σοβαρότητας. Το ευρύτερο κοινό όμως εντυπωσιάστηκε από τους αστήρικτους ισχυρισμούς του, που προκάλεσαν αυξανόμενη μαζική υστερία.
Ο λόγος ήταν ότι το 1949 έλαβαν χώρα δύο διεθνείς εξελίξεις, που προκάλεσαν έντονες φοβίες στην αμερικανική κοινωνία. Η πρώτη ήταν η επιτυχημένη σοβιετική δοκιμή ατομικής βόμβας το καλοκαίρι του 1949, που αύξησε απότομα τις παραστάσεις εξωτερικής απειλής. Η δεύτερη ήταν η νίκη του Μάο Τσετούνγκ στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο και η προκήρυξη της σύστασης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας την 1η Οκτωβρίου 1949, με την οποία η πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο πέρασε στο κομμουνιστικό στρατόπεδο.
Φοβική κοινή γνώμη
Καθώς η αμερικανική κοινωνία τότε δεν είχε σημαντικές παραδόσεις εμπλοκής των ΗΠΑ στις παγκόσμιες υποθέσεις, αντέδρασε στις αρνητικές αυτές εξελίξεις φοβικά προσφεύγοντας σε θεωρίες συνωμοσίας. Σε αυτές τις φοβίες βασιζόταν ο Μακάρθι, που το 1951 δήλωνε ότι η «παρακμή της ισχύος μας από το 1945 στο 1951» ήταν «το προϊόν μιας μεγάλης συνωμοσίας, μιας συνωμοσίας τόσο τεράστιας ώστε να επισκιάζει κάθε προηγούμενο τέτοιο εγχείρημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ποιοι είναι οι υψηλότεροι κύκλοι της συνωμοσίας αυτής; Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. ... Ο πρόεδρος [Τρούμαν]; Είναι αιχμάλωτός τους».
«Θέλετε ονόματα;» ρώτησε ο Μακάρθι σε μια άλλη συγκυρία. «Θα σας δώσω ένα όνομα: Τζον Σέρβις». Ο Αμερικανός αυτός διπλωμάτης είχε την ατυχία να υπηρετήσει στην Κίνα κατά τη δεκαετία του 1940 και να προβλέψει -ορθά- την τελική επικράτηση του Μάο στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο του 1947-1949. Ως εκ τούτου χρεώθηκε τη νίκη του Μάο, παρόλο που δεν είχε καμία σχέση ούτε με το κομμουνιστικό κόμμα ούτε με τη σοβιετική κατασκοπεία. Πέρα από τα περιστασιακά ονόματα πάντως -που ουδέποτε ήταν πραγματικοί Σοβιετικοί πράκτορες, καθώς δεν αποκάλυψε ούτε μία πραγματική περίπτωση- ο Μακάρθι μιλούσε πιο αόριστα για συνωμοσία σε υψηλούς κύκλους του αμερικανικού κράτους. Χρειαζόταν κάθε τόσο να ρίχνει λάσπη σε συγκεκριμένα πρόσωπα, για να συντηρεί το κλίμα φοβίας έναντι μιας αόριστης υποτιθέμενης γενικότερης συνωμοσίας.
Εδώ τίθεται το ερώτημα, πώς σε μια χώρα με μακρές παραδόσεις στη δημοκρατία, στο κράτος δικαίου και στα ατομικά δικαιώματα (εξαιρώντας τότε τους μαύρους του Νότου των ΗΠΑ) δεν υπήρξε αποτελεσματικότερη αντίδραση στην ασύστολη λασπολογία του Μακάρθι για τέσσερα χρόνια.
Οι αρχικές προσπάθειες του πολιτικού κατεστημένου να αποκρούσει τις αστήρικτες καταγγελίες του Μακάρθι απέτυχαν, επειδή η φοβική κοινή γνώμη πειθόταν από τις θεωρίες συνωμοσίας του. Η δημοκρατική πλειοψηφία της Γερουσίας προχώρησε κατά το 1950 στη σύσταση της επιτροπής Τάιντινγκς, που εξέτασε τους ισχυρισμούς του Μακάρθι και τους θεώρησε αβάσιμους. O Μακάρθι χαρακτήρισε το πόρισμα της επιτροπής ως «πράσινο φως για την κόκκινη πέμπτη φάλαγγα στις ΗΠΑ» και ως «σήμα προς τους προδοτικούς κομμουνιστές και τους συνοδοιπόρους τους στην κυβέρνησή μας, ότι δεν χρειάζεται να φοβούνται την αποκάλυψή τους». Δυστυχώς στο κλίμα φοβίας στην αμερικανική κοινωνία η ρητορική του είχε απήχηση.
Τον Ιούνιο του 1950 επτά μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές γύρω από τη Μάργκαρετ Τσέις Σμιθ, τη μόνη γυναίκα τότε στη Γερουσία, εξέδωσαν «διακήρυξη συνειδήσεως» που απέκρουε τον Μακαρθισμό. Παρά την έκδηλη αποδοκιμασία των περισσότερων συναδέλφων του, ο Μακάρθι συνέχισε την εκστρατεία λασπολογίας ακάθεκτος. Η ισχύς του ενισχύθηκε από την ήττα του μέχρι τότε ισχυρού γερουσιαστή Τάιντινγκς στις ενδιάμεσες εκλογές του 1950, που αποδόθηκε στη σύγκρουσή του με τον Μακάρθι. Το παράδειγμα του Τάιντινγκς απέτρεψε άλλους πολιτικούς από την ανοικτή σύγκρουση με τον Μακάρθι μέχρι το 1954.
Ο κατήγορος αυτοκαταστράφηκε σε ζωντανή μετάδοση
Ο Μακάρθι συνέχισε το «κυνήγι των μαγισσών» ακόμα και μετά τη νίκη του Ρεπουμπλικανού Αϊζενχάουερ στις προεδρικές εκλογές του 1952. Ετσι ήρθε σε ρήξη με τον Αϊζενχάουερ, όταν στις αρχές του 1954 επικεντρώθηκε στην υποτιθέμενη κομμουνιστική διείσδυση στον αμερικανικό στρατό, έναν από τους συντηρητικότερους θεσμούς των ΗΠΑ που είχε ιδιαίτερη συναισθηματική σημασία για τον πρώην στρατηγό Αϊζενχάουερ. Η οργισμένη αντίδραση του προέδρου στους ελιγμούς του Μακάρθι κατά την άνοιξη του 1954 ήταν να αντισταθεί στην κλήτευση υπαλλήλων και απόρρητων εγγράφων ολόκληρης της εκτελεστικής εξουσίας από τις επιτροπές του Κογκρέσου. Η εξαιρετικά δραστική και μάλλον αντισυνταγματική αυτή στάση αφαίρεσε από τον Μακάρθι τη δυνατότητα να ψάχνει στα αρχεία της εκτελεστικής εξουσίας για στοιχεία αμαύρωσης και διασυρμού στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και της ομοσπονδιακής δημόσιας διοίκησης.
Η μοιραία εκπομπή
Στριμωγμένος ο Μακάρθι αυτοκαταστράφηκε, όταν σε τηλεοπτικά αναμεταδιδόμενη ακροαματική διαδικασία στη Γερουσία επιχείρησε να αμαυρώσει τον ειδικό συνήγορο του στρατού Τζόσεφ Ουέλτς με το επιχείρημα ότι στο δικηγορικό γραφείο του υπηρετούσε νεαρός δικηγόρος, που κάποτε υπήρξε μέλος αριστερής δικηγορικής ένωσης. Ο Ουέλτς δεν αρνήθηκε την «κατηγορία» και υπεράσπισε τον νεαρό συνάδελφό του παρακαλώντας τον Μακάρθι να μη συνεχίσει να τον καταστρέφει μέσω του δημόσιου διασυρμού του. Η τηλεοπτική εικόνα του αδίστακτου Μακάρθι να επιμένει στον διασυρμό ενός νεαρού δικηγόρου και του Ουέλτς να συνεχίζει να τον υπερασπίζεται («Let us not assassinate this lad further, senator. You have done enough. Have you no sense of decency, sir, at long last? Have you left no sense of decency?») αποτέλεσε τον καταλύτη για την πτώση του Μακάρθι. Για μερικά σκοτεινά χρόνια κανένας πολιτικός δεν τόλμησε να αναμετρηθεί μετωπικά με την ασύστολη λασπολογία του. Το 1954 ωστόσο πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο συντηρητικός Αϊζενχάουερ, που είχε εκδηλώσει την αποδοκιμασία του για τις μεθόδους του Μακαρθισμού. Ως εκ τούτου όταν ένας δικηγόρος βρήκε το θάρρος να αποκρούσει τη λασπολογία του Μακάρθι, το γενικό πολιτικό κλίμα ήταν ώριμο για την κατάρρευση της επιρροής του στα μεγάλα τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας, που τον υποστήριζαν μέχρι τότε.
Persona non grata
Η πτώση του Μακάρθι ήταν εξίσου μετεωρική με την άνοδό του. Με το πέρασμα της δικομματικής ψήφου επίπληξής του με 67 έναντι 22 στη Γερουσία τον Δεκέμβριο του 1954, ο Μακάρθι έγινε persona non grata για το πολιτικό κατεστημένο. Ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ τον διέγραψε από τις λίστες των προσκεκλημένων του Λευκού Οίκου. Οταν στον προεκλογικό αγώνα του 1956 ο αντιπρόεδρος Νίξον βρέθηκε στο Ουισκόνσιν, την πολιτεία του Μακάρθι, και ο Μακάρθι κάθισε δίπλα του, ένας σύμβουλος του Νίξον του ζήτησε να σηκωθεί και να φύγει. Λίγο αργότερα ένας σύμβουλος του Δημοκρατικού ηγέτη στη Γερουσία Λίντον Τζόνσον τον συνάντησε τυχαία στους δρόμους της Ουάσιγκτον και δυσκολεύθηκε να τον αναγνωρίσει: «Αξύριστος, σαν να χρειαζόταν να κάνει μπάνιο, πρησμένος από το ποτό, σχεδόν ασυνάρτητος». Ο Μακάρθι ήταν ακόμα γερουσιαστής όταν πέθανε ξεχασμένος το 1957 σε ηλικία 48 χρόνων από οξύ αλκοολισμό (συκώτι), αφήνοντας ως «κληρονομιά» του στο αγγλικό και στο παγκόσμιο λεξιλόγιο τον όρο «Μακαρθισμός».
* Ο κ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.