Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Εύστοχο άρθρο για Κυπριακό και Σκοπιανό – Τραγωδίες παράλληλες


Κυπριακό και Σκοπιανό – Τραγωδίες παράλληλες
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΡΥΜΙΩΤΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Τ​​ο πρόβλημα με την ονομασία του κράτους που εμείς θέλουμε να ονομάζουμε ΠΓΔΜ δεν έφυγε ποτέ από την επικαιρότητα. Από το 1991 με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, όταν δημιουργήθηκε το κρατίδιο, η ονομασία έγινε αφορμή για έναν νέο διχασμό.
Από τη μια πλευρά έχουμε αυτούς που θέλουν να βρεθεί κάποια λύση που να ικανοποιεί και τα δύο μέρη και από την άλλη έχουμε τους «ανένδοτους πατριώτες» που δεν θέλουν με κανένα τρόπο να υπάρχει η λέξη Μακεδονία στην ονομασία του κρατιδίου. Πρόσφατα, είχαμε άλλη μια έκρηξη πατριωτισμού για το ατόπημα ενός υπουργού να αποκαλέσει το κρατίδιο με το απαγορευμένο όνομά του.
Κάθε φορά που γίνεται αυτή συζήτηση μου έρχεται στο μυαλό το Κυπριακό, γιατί, όπως θα διαπιστώσετε, υπάρχουν ορισμένες πολύ χαρακτηριστικές συμπτώσεις και στις δύο ιστορίες. Για το Κυπριακό ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας έγραψε ένα δίτομο βιβλίο με τίτλο «Ιστορία χαμένων ευκαιριών» όπου περιγράφει την προσωπική του εμπειρία στον χειρισμό του Κυπριακού, ως υπουργός Εξωτερικών. Είναι πραγματικά ασύλληπτο τι ΔΕΝ μάθαμε από την εμπειρία που αποκτήσαμε στον χειρισμό του Κυπριακού. Η παροιμία «κάθε πέρυσι και καλύτερα» βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της. Θα προσπαθήσω να σας δώσω μια σύντομη ανασκόπηση, επισημαίνοντας ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές στιγμές της Ιστορίας μας, οι οποίες δεν είναι πολύ γνωστές.
Οι Αγγλοι «αγόρασαν» την Κύπρο από τους Τούρκους το 1878. Από τότε αναζωπυρώθηκαν οι ελπίδες των Κυπρίων για Ενωση με την Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1903, οι Ελληνοκύπριοι που ήταν μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου ψήφισαν υπέρ της Ενωσης με την Ελλάδα, ενώ οι Τουρκοκύπριοι απείχαν από την ψηφοφορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στις 9 Οκτωβρίου 1907, ο αναπληρωτής υπουργός Αποικιών, Sir Winston Churchill, επισκέφθηκε την Αμμόχωστο, όπου βρέθηκε μπροστά σε ένα τεράστιο πλήθος ειρηνικών διαδηλωτών με συνθήματα υπέρ της Ελλάδος και της Ενωσης.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1912, στην πρώτη επίσκεψη του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Λονδίνο, συζητήθηκε με τον Lloyd George (υπουργό Οικονομικών) και τον Sir Winston Churchill (Πρώτο Λόρδο του Ναυαρχείου) η παραχώρηση της Κύπρου με αντάλλαγμα μία ναυτική βάση στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Ο Churchill ήταν ένθερμος υποστηρικτής της πρότασης αυτής και οι συνομιλίες έγιναν σε πολύ θετικό κλίμα, αλλά δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκαν.
Στις 16 Οκτωβρίου 1915 (ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει), ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Sir Edward Grey, με τηλεγράφημά του προς τον πρωθυπουργό της Ελλάδος Αλέξανδρο Ζαΐμη και τον κυβερνήτη της Κύπρου Sir John Clawson, τους πληροφορούσε ότι η Μεγάλη Βρετανία είναι έτοιμη να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, με την προϋπόθεση η Ελλάδα να εγκαταλείψει την ουδέτερη στάση της και να συμμαχήσει μαζί τους. Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση, γιατί ο γερμανικής καταγωγής Βασιλεύς της Ελλάδος δεν ήθελε να πολεμήσει ενάντια στους Γερμανούς. Οπως είναι ευνόητο στην Κύπρο επικράτησε μεγάλη απογοήτευση στους Ελληνοκυπρίους και ανακούφιση στους Τουρκοκυπρίους. Αυτή ήταν ίσως η κρισιμότερη στιγμή στην ιστορία του Κυπριακού. Οταν αργότερα (1917) η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο, η ευκαιρία είχε χαθεί. Δυστυχώς, ο διχασμός της εποχής εκείνης, μεταξύ Βασιλικών και Βενιζελικών, υπήρξε η αιτία που δεν έγινε αποδεκτή η πρόταση αυτή. Και από την ημερομηνία αυτή αρχίζει η «Ιστορία των χαμένων ευκαιριών», ο παραγκωνισμός της διπλωματίας και ουσιαστικά να μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Κύπρου.
Τον Οκτώβριο του 1931, έγιναν αιματηρές ταραχές στην Κύπρο με αποτέλεσμα να γίνουν σκληρότεροι οι Αγγλοι. Στον πόλεμο που ακολούθησε, οι Κύπριοι πολέμησαν στο πλευρό των Αγγλων και κάπως εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις. Στο Δημοψήφισμα του 1950, το 95,7% υποστήριξε την Ενωση με την Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι 800 Τουρκοκύπριοι ψήφισαν υπέρ της Ενωσης. Από εδώ ξεκινάει νέος κύκλος χαμένων ευκαιριών. Οι Αγγλοι πρότειναν διάφορα σχέδια, τα οποία περιλάμβαναν μια μεταβατική περίοδο συνήθως 5 ετών και στη συνέχεια πλήρη «αυτοδιάθεση», δηλαδή την πολυπόθητη Ενωση. Οι «ανένδοτοι» δεν ήταν διατεθειμένοι να δεχθούν κανένα από τα προτεινόμενα σχέδια. Ηθελαν και επέβαλαν το μαξιμαλιστικό αίτημα για «άμεση Ενωση». Κύριος εκφραστής των ανένδοτων ήταν ο Μητροπολίτης Κυρήνειας Κυπριανός συνεπικουρούμενος από τον εκδότη της εφημερίδας «Πατρίς», Πολύκαρπο Ιωαννίδη.
Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ξεκίνησε ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ την 1η Απριλίου 1955, κατά τη διάρκεια του οποίου και πάλι απορρίψαμε μια σειρά από προτάσεις οι οποίες δεν ικανοποιούσαν απολύτως, αλλά ήταν πολύ κοντά στα επιδιωκόμενα. Ισως η μεγαλύτερη ευκαιρία μετά το 1915 να χάθηκε τον Ιανουάριο του 1956, όταν ύστερα από έντονες διπλωματικές ενέργειες διαμορφώθηκε ένα σχέδιο, που ονομάστηκε «Σχέδιο Harding», το οποίο ήταν πολύ κοντά στα επιδιωκόμενα. Η κυπριακή πλευρά εξέθεσε τις θέσεις της και τα δύο κείμενα δόθηκαν στη δημοσιότητα. Οι γνωστοί ανένδοτοι, συμπεριλαμβανομένου και του αρχηγού της ΕΟΚΑ, ήταν εναντίον του συμβιβασμού. Για την επίτευξη της τελικής συμφωνίας έφθασε στην Κύπρο ο υπουργός Αποικιών, Alan Lennox Boyd. Την παραμονή της συνάντησής του με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, έγιναν στην Κύπρο, με εντολή του Γρίβα, 19 εκρήξεις βομβών σε αγγλικούς στόχους. Παρά τις εκρήξεις ο Μακάριος επεδίωξε τη συνάντηση, αλλά ο υπουργός εκνευρισμένος αναχώρησε από την Κύπρο. Ετσι τορπιλίσθηκε για άλλη μία φορά από τους υπερπατριώτες ένα αποδεκτό σχέδιο λύσης του Κυπριακού, πολύ καλύτερο από τη σημερινή κατάσταση.
Φτάσαμε έτσι στις συμφωνίες της Ζυρίχης το 1959. Καλές ή κακές, ήταν πάντως μια λύση. Στη συνέχεια οι ανένδοτοι προσπάθησαν και πάλι να επιβάλουν τις μαξιμαλιστικές και ανεδαφικές πλέον διεκδικήσεις, με αποτέλεσμα την Πράσινη Γραμμή, το πραξικόπημα, την εισβολή και την απώλεια του 30% του κυπριακού εδάφους. Από το 1974 απορρίπτουμε συνεχώς προτάσεις για διευθέτηση του Κυπριακού, γιατί κανένας δεν θέλει να κατηγορηθεί για ενδοτισμό και μειοδοσία, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η κατάσταση και ουσιαστικά να χειροτερεύει για τους Ελληνοκυπρίους. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι χάθηκε (μεταξύ άλλων) η Κηρύνεια, η πατρίδα των βασικών εκφραστών του ανένδοτου αγώνα.
Στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων φαίνεται ότι ακολουθούμε περίπου τα ίδια βήματα. Το 1992 είχαμε την ευκαιρία να διαπραγματευθούμε ένα συμβιβαστικό όνομα το οποίο δεν θα υποβάθμιζε την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών (κατά το πρότυπο του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου) κανένας δεν ήθελε να φάει τη «ρετσινιά» του εθνικού μειοδότη και έτσι όλοι υπερθεμάτιζαν για την πλέον εθνικά υπερήφανη στάση. Από τότε έχουν περάσει 24 χρόνια στα οποία στηρίξαμε οικονομικά το κρατίδιο των Σκοπίων, αφήσαμε να περάσει πολύτιμος χρόνος και σχεδόν όλες οι χώρες του κόσμου το έχουν αναγνωρίσει με το συνταγματικό όνομά του. Το χειρότερο είναι ότι όσο περνάει ο καιρός το κράτος των Σκοπίων, λόγω των γεγονότων, γίνεται πιο αδιάλλακτο, ώστε λύσεις που μπορούσαν να υιοθετηθούν στο παρελθόν δεν γίνονται αποδεκτές σήμερα.
Η πραγματικότητα είναι δυστυχώς αδυσώπητη. Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο (πλην της Αυστρίας, το 1919) όπου μια χώρα να θέλει να επιβάλει πώς θα ονομάζεται μια άλλη χώρα. Ενας έντιμος συμβιβασμός είναι προτιμότερος από τη «μη λύση», η οποία ισοδυναμεί με την de facto αναγνώριση των Σκοπίων ως Μακεδονία και ουσιαστικά τη μεγαλύτερη δυνατή ήττα για την Ελλάδα.
Υπάρχει διέξοδος στο πρόβλημα αυτό; Δεν νομίζω. Είδατε τι έγινε όταν ένας υπουργός χρησιμοποίησε την απαγορευμένη ονομασία. Κόντεψε να πέσει η κυβέρνηση ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε, για να προβληθεί ο πατριωτισμός ορισμένων. Κανένας πολιτικός δεν θα τολμήσει να υπογράψει έναν συμβιβασμό για τον οποίο οι αντίπαλοί του θα τον κατηγορούν για μειοδοσία και ενδοτισμό. Βλέπετε, έχουμε το ταλέντο να αυτοεγκλωβιζόμαστε σε αδιέξοδες καταστάσεις.
Με τη δημοσιότητα που έχει πάρει η κατάσταση στην Ειδομένη, όλα τα ξένα μέσα Μακεδονία αποκαλούν την ΠΓΔΜ. Ακόμα, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, όταν μιλάνε στη δική μας τηλεόραση, Μακεδονία αποκαλούν τα Σκόπια. Ενοχλήθηκε κανένας από τους υπερπατριώτες που διαθέτουμε σε αφθονία;

* Ο κ. Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.