Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Απολαυστικός Στ. Κασιμάτης για το νέο κόμμα με τις παλιές δόξες της Δεξιάς


«Οταν γράφαμε με τη γραφίδα Αντιγόνη»
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Από την περασμένη Κυριακή, το φάσμα ενός νέου κόμματος πλανάται επάνω από το πολιτικό σκηνικό. Θα τοποθετείται στην κάποτε λεγόμενη «άκρα Δεξιά».
Ο όρος αυτός αποφεύγεται πλέον στον δημόσιο λόγο, διότι, κατά περίεργο τρόπο, ενώ ουδείς ακροαριστερός ενοχλείται αν τον πεις ακροαριστερό, κάθε ακροδεξιός θίγεται βαθύτατα αν τον πεις ακροδεξιό. (Τόσο απόλυτη ήταν η κατίσχυση της Αριστεράς στη Μεταπολίτευση: ακόμη και μέσα στα μυαλά των χειρότερων εχθρών της.) Οπότε καταφεύγουμε σε περιφράσεις και μετωνυμίες για τη χωροθέτηση του νέου κόμματος: θα είναι στην πέραν της Ν.Δ. Δεξιά, στη βαρβάτη Δεξιά, την καθαρόαιμη. Hic sunt dracones, όπως έγραφαν οι παλιοί χάρτες για τις ανεξερεύνητες περιοχές: εδώ υπάρχουν δράκοντες.
Η προαγγελία του νέου «σχήματος», όπως θα το έλεγαν στη γλώσσα της πίστας, έγινε την περασμένη Κυριακή στο Βελλίδειο, με ομιλία του Γ. Καρατζαφέρη. Την παρακολούθησα ολόκληρη (υπάρχει στο Ιντερνετ), με την ελπίδα ότι θα ανακαλύψω κάτι αστείο. Ανακάλυψα πολλά τέτοια, αλλά και πολύ περισσότερα επικίνδυνα. Αυτό το μείγμα του αστείου με το επικίνδυνο ήταν το χαρακτηριστικό ύφος της εκδήλωσης και, υποθέτω, θα είναι και της προσπάθειας που επιχειρείται για νέο κόμμα.
Κατ’ αρχάς, ξεκίνησε με απαράδεκτο διασυρμό του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Πολύ μεγάλος πια και εύθραυστος ο Αγιος, με τη φωνή σπασμένη, να τρεμοπαίζει και να μην μπορεί να παρακολουθήσει τη μουσική, εκλήθη να ευλογήσει την έναρξη της εκδήλωσης. Εκείνος παρασύρθηκε από το μέγεθος του κοινού (ήταν γεμάτες όλες οι αίθουσες), έκανε ένα μικρό ποτ-πουρί από επιτυχίες της εκκλησιαστικής μας παράδοσης, στο οποίο ζήτησε και συμμετοχή του κοινού. «Ολοι μαζί το τρίτο», τους παρακίνησε και άρχισε να κουνάει το χέρι σαν να διηύθυνε χορωδία, καθώς έψαλλε παράφωνα «τη Υπερμάχω». Δυστυχώς, το κοινό δεν τον ακολούθησε...
Υστερα, η κυρία Ξουλίδου, η θεολόγος, τέως βουλευτίνα των ΑΝΕΛ. Με πολλά νεύρα –κάπως σαν τη Φώφη, που νιώθεις την οργή να βράζει μέσα της–, κατήγγειλε «την πολεμική εναντίον του έθνους μας από την εποχή του Μακρυγιάννη, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με το πολύ καλά μελετημένο σχέδιο για την ισλαμοποίηση της Ελλάδας». Ακολούθησε ο Τάκης Μπαλτάκος, με το βλέμμα παγερό και το μάτι να γυαλίζει. Λιτός όπως πάντα, σε ένα χαιρετισμό «προσφώνηση-κραυγή-σάλπισμα», όπως τον είπε: «Η Ελλάδα είναι Βυζάντιο», είπε καταχειροκροτούμενος. «Είναι αυτή», πρόσθεσε δείχνοντας μια σημαία που έμοιαζε με της ΑΕΚ και είχε τοποθετηθεί (στρατηγικά) δίπλα στη Γαλανόλευκη. Εκλεισε με το σύνθημα των ΟΥΚ: «Δεν εγκαταλείπω». (Θα τον ήθελα, ομολογουμένως, να κάνει και «χούουουα!!!», όπως οι Αμερικανοί αλεξιπτωτιστές, αλλά δεν έκανε...)
Και επιτέλους ο πρόεδρος, που ξεκίνησε παραβιάζοντας ένα βασικό «faut pas»: διέσυρε τον εθνικό ύμνο, τον οποίο άρχισε να παίζει μια μπάντα μακεδονίτικων χάλκινων, με το νταούλι να κρατάει τον ρυθμό, καθώς ο ίδιος ανέβαινε στο βήμα. Το ψιλοϋστερικό, γύφτικο ηχόχρωμα των βαλκανικών πνευστών και, βεβαίως, το νταούλι που βροντοκοπούσε, έδιναν ένα μοναδικό χρώμα στη σκηνή. Ηταν πέραν του αστείου ή του επικίνδυνου. Ηταν μια αισθητική εμπειρία, την οποία αν τη ζούσε, λ.χ., ο Τζεφ Κουνς θα δάκρυζε από συγκίνηση...
Ο ίδιος φανερά γερασμένος και χλωμός, τόσο ώστε τα μαλλιά του, που παραμένουν πυκνά και –περιέργως– κατάμαυρα, να τον κάνουν να δείχνει σαν εβδομηντάρης που φορεί την ίδια περούκα που αγόρασε όταν ήταν σαράντα... Η ομιλία ήταν παλιός καλός Καρατζαφέρης, vintage και χωρίς περιττές ντροπές. «Η ιδεολογία μας είναι πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», δήλωσε αμέσως και προχώρησε στο πρόβλημα. Αναφέρθηκε σε κάποιον «συγγραφέα Ρωμανό» (σκέτο), που μέτρησε ότι στην Ελλάδα ζουν 4.000.000 ξένοι. Ετσι τεκμηρίωσε την κατηγορία: «Ολοκληρώνεται η πρόταση του Κίσινγκερ για την Ελλάδα». Εν συνεχεία, κατηγόρησε τους Αμερικανούς για την εξόντωση των Ινδιάνων και τους κάλεσε να αναλάβουν την αποκατάσταση των προσφύγων «γιατί αυτοί βορβάρδισαν (έτσι το λέει ο πρόεδρος) τις πατρίδες τους».
Ακολούθως, δήλωσε ότι θέλει την Ελλάδα εκτός ευρώ, πέρασε τον Ντράγκι ένα χεράκι και απογειώθηκε στους ουρανούς της νεοελληνικής μυθολογίας. «Οταν εμείς οι Ελληνες γράφαμε με τη γραφίδα Αντιγόνη, εσείς ήσασταν ακόμα στα δέντρα», ήταν η κορυφαία στιγμή. «Ποιος είναι ο δικός σας Ομηρος, ο δικός σας Σοφοκλής; Ποιος είναι ο Πέρσης Πυθαγόρας; Ποιος είναι ο Βίκινγκ (sic) Ιπποκράτης;» Η κατεδάφιση της Δύσης κατέληξε με ευμενή διευθέτηση της υπόθεσής μας περί το δημόσιο χρέος: «Κι αν τους χρωστάμε, είναι τα δίδακτρα που μας χρωστάνε για τα 2.500 χρόνια που τους μαθαίναμε γράμματα». (Και δεν έμαθαν, θα μπορούσε να προσθέσει, σε ρόλο σχολάρχη...)
Κατακολάκευσε τους προσκεκλημένους του και προσωπικά (παρομοίασε, λ.χ., τον Ψωμιάδη με τον Ιωάννη Βαπτιστή...) και τις αξίες τους. Βλέπει τη Θεσσαλονίκη, είπε, «να μετουσιώνεται σε Σόδομα και Γόμορρα». Δεν θα το επιτρέψει, τόνισε προς το ακροατήριό του. «Δεν θα επιτρέψουμε καμία ασέλγεια στην τιμημένη ελληνική οικογένεια» και «δεν επιτρέπεται στο ελληνικό παιδί να εθίζεται σε τέτοιες καταστάσεις» (αναφερόταν στο gay pride) ήταν δύο ξεχωριστές στιγμές στον ύμνο της ελληνικής οικογένειας. Το κοινό τον αποθέωσε και στις δύο.
Εκλεισε θέτοντας έναν μετρημένο στόχο: «Διεκδικούμε την περηφάνια και τα πρωτεία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι». (Δηλαδή: πάλι καλά να λες που δεν έχουμε πυρηνικά...) Και η coda με ένα βροντερό ζήτω για το καθένα από τα εξής: το έθνος, την Ορθοδοξία, την Ελλάδα, τα πιστεύω μας, τον ελληνικό στρατό, την Εκκλησία και τους ρασοφόρους, τα σώματα ασφαλείας, τους δικαστές μας. Κάπου εκεί, τινάχτηκε από μέσα του ο διαφημιστής και πέταξε ένα σλόγκαν: «Ολοι μαζί, χώρια πάνε οι χαζοί».
Τι ελπίδες έχει το νέο σχήμα εάν ενωθούν στη σκηνή παλιές δόξες της Δεξιάς; Προς το παρόν, δεν έχω ιδέα. Σε άλλες εποχές, το στοιχείο του αστείου θα εξουδετέρωνε το στοιχείο του κινδύνου και θα μπορούσαμε να είμαστε ήσυχοι ότι ένα τέτοιο τσίρκο δεν έχει ελπίδα εκπροσώπησης στη Βουλή. Τίποτε όμως από όσα θεωρούσαμε δεδομένα δεν ισχύει πια – ο Λεβέντης είναι στη Βουλή και έχει μάλιστα υψηλή δημοτικότητα. Ας το καταλάβουμε ότι η εποχή άλλαξε – ο ευρύτερος κόσμος, αυτός που διαμορφώθηκε μέσα από τον 20ό αιώνα, αλλάζει. Είμαστε σε νέα εποχή.

(Στην φωτογραφία : Η πόζα όσο γίνεται πιο φυσική. Ενα κοίταγμα πίσω, το βλέμμα μακριά από τον φακό, ένα τίναγμα των μαλλιών, τα μισάνοιχτα χείλη. Είναι από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουν τα μοντέλα...)