Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Εξαιρετικός Στ. Κασιμάτης ότι η γείτων πάει πολύ του Αλέξη


Του πάει πολύ η γείτων
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Πρώτα, αυτοσυγκεντρώνομαι και αίρομαι υπεράνω της κατάστασης των πραγμάτων, ώστε να καταφέρω να δω την τραγωδία που ζούμε από το ύψος της κωμωδίας. Επειτα, προχωρώ στην παραδοχή ότι μου άρεσε η άνεση με την οποία ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, Αλέξιος Τσίπρας, αναφέρθηκε εσφαλμένα στο casus belli της Τουρκίας ως κάτι το οποίο ανήκει «στη δεκαετία του εξήντα». Επίσης μου άρεσε ότι, προηγουμένως, είχε μόλις αναφερθεί με ακρίβεια στο ίδιο ζήτημα ο Τούρκος ομόλογός του, αλλά ο πρωθυπουργός μας είτε δεν το πρόσεξε είτε, γενικότερα, δεν τον ενδιέφερε η ακρίβεια περί το casus belli. Τι σημασία είχε αν είναι του 1965 ή του 1995; Αυτός ήταν εκεί για μεγαλύτερα πράγματα! Με χρονολογίες να ασχοληθεί;
Από την εποχή του σχολείου, άλλωστε, το είχε λύσει το πρόβλημα με τις χρονολογίες: δεν τις μάθαινε. Ηταν ο εαυτός του πάντα. Και τότε, στις καταλήψεις· και τώρα, απέναντι στον πρωθυπουργό της Τουρκίας. Μου άρεσε όλο αυτό· διότι ξαναείδα τον ανέμελο, τον επιπόλαιο Τσίπρα της πρώτης περιόδου. Τον Τσίπρα της αθωότητας, προτού πραγματοποιήσει τη στροφή και μπλέξει με την Ευρώπη και τις αγωνίες του μεταναστευτικού. Τον Τσίπρα της απόλυτης αναισθησίας για την αμάθειά του.
Υστερα ήταν και το άλλο. Είδατε πόσο ταίριαζε στην εμφάνιση με τον Αχμέτ Νταβούτογλου; (Παραπέμπω όσους δεν πρόσεξαν την ενδιαφέρουσα ομοιότητα στη φωτογραφία της σελίδας 3, στη χθεσινή «Καθημερινή»). Κοντός μάλλον παρά μέτριος στο ύψος και με εμφανή πλέον την τάση αύξησης του βάρους του, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος έδειχνε στρογγυλός σχεδόν όσο και ο Νταβούτογλου και, ομολογουμένως, ήταν περισσότερο ταιριαστός μαζί του παρά με τους ομολόγους του των χωρών της Ε.Ε., χαμένος σε μια άκρη της οικογενειακής φωτογραφίας.
Προξένησε δυσάρεστη εντύπωση σε πολλούς στην Ελλάδα για την αναφορά του σε συνεργασία με την Τουρκία του Ερντογάν ειδικά σε ραδιοτηλεοπτικά θέματα και, ειλικρινά, απορώ γιατί. Μα αφού ο Σουλεϊμάν τους ενώνει. Στην Τουρκία, το καθεστώς Ερντογάν διαμορφώνει το τοπίο των ΜΜΕ κατά τις επιθυμίες του, με αυταρχισμό αδιανόητο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Στην Ελλάδα, ο Τσίπρας προχωρεί στο ίδιο πεδίο με ακροβασίες της λογικής και νομικισμούς, που θα καταπέσουν βέβαια από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ύστερα από τρία χρόνια όμως. Επί της ουσίας, πάντως, για το ίδιο πασχίζουν αμφότεροι. Κατά τον βαθμό μόνον διαφέρουν οι μεθοδεύσεις τους, όπως επίσης διαφέρουν και οι δυνατότητες δράσης για τον καθένα τους. Γι’ αυτό ανέφερα προηγουμένως τον Σουλεϊμάν. Δεν είναι τυχαίο ότι το ομώνυμο τουρκικό σίριαλ το βλέπαμε μετά μανίας εδώ στην Ελλάδα. (Για την Ιστορία θυμίζω ότι ώς και ο Βύρων Πολύδωρας, ιστορική μορφή του αριστεροδεξιού εθνολαϊκισμού που προετοίμασε την κοινή πλατφόρμα νεοκαραμανλικών και Αριστερών, ήταν δεδηλωμένος λάτρης της σειράς...).
Πάνω απ’ όλα τ’ άλλα, όμως, απορώ με τη θιγείσα αιδημοσύνη και την κατάπληξη των καθωσπρέπει σχολιαστών για την ελαφρότητα με την οποία ο πρωθυπουργός χειρίστηκε την επίσκεψή του στην Τουρκία - για τα λουλούδια στις δημοσιογράφους, για τις γκάφες, για την άγνοια. Σίγουρα τον είχαν προετοιμάσει κατάλληλα για τη συνάντηση και τους κινδύνους της. Στο κάτω κάτω, υπουργός Εξωτερικών παραμένει ο Ν. Κοτζιάς, έστω και αν είναι εξαφανισμένος τον τελευταίο καιρό. Πολλά και διάφορα θα μπορούσε να καταλογίσει κάποιος στον Κοτζιά, όχι όμως ότι δεν ξέρει τα ελληνοτουρκικά και τις παγίδες τους, ούτε ότι δεν έχει αίσθηση του κινδύνου. Οπωσδήποτε θα του είχε ετοιμάσει διάφορα για να διαβάσει και να ξέρει. (Αλλά, θα μου πείτε, διαβάζοντας πήγε μπροστά στη ζωή του ο Τσίπρας; Μάλλον εμποδίζοντας τους άλλους να διαβάσουν και να μάθουν, με τις καταλήψεις...).
Συγκρίνοντας τις εικόνες από τα ευρωπαϊκά συμβούλια με αυτές από τις διμερείς επαφές με τους Τούρκους, προσωπικώς δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η Τουρκία του πάει περισσότερο: οι φάτσες, οι τρόποι, η γαλιφιά, η δουλοπρέπεια, η αυταρχικότητα, όλα αυτά. Σε αυτό τον κόσμο ανήκει, εκεί αισθάνεται άνετα, εκεί αισθάνεται να είναι ο εαυτός του. Και πολιτικά όμως, όχι μόνον ψυχολογικά και πολιτισμικά, του πάει πιο πολύ η Τουρκία. Η Ελλάδα έχασε το παιχνίδι του εξευρωπαϊσμού (πείτε το και εκσυγχρονισμό, αν δεν φοβάστε τη λέξη) το 1844 με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Τότε που οι αυτόχθονες ξεφορτώθηκαν τους ετερόχθονες και ο νεοελληνικός πολιτισμός πήρε την κατεύθυνση της μετεξέλιξης του αλβανικού πολιτισμού. Τότε, δηλαδή, που κέρδισαν οι τοπικές ομάδες και συσπειρώσεις συμφερόντων έναντι των επείσακτων ευρωπαϊκών θεσμών. Αυτής της παράδοσης είναι εκφραστής ο αριστεροδεξιός εθνολαϊκισμός που έφερε τον Τσίπρα στην εξουσία και ο ίδιος είναι ο κληρονόμος της. Γιατί λοιπόν να μη νιώθει άνετα στην Τουρκία; Γιατί να μην αναπνέει πιο ελεύθερα όταν είναι εκεί παρά στην Ευρώπη;
Κλείνω θυμίζοντας ένα εξόχως αποκαλυπτικό απόσπασμα από μία συνέντευξη του Τσίπρα, από τη μακρινή εποχή της αθωότητας. Ηταν φρέσκος στην πρωθυπουργία και είχε μόλις συναντήσει για πρώτη φορά τη «μαντάμ Μέρκελ γκόου μπακ». Εδειχνε τόσο εντυπωσιασμένος από τον τρόπο που του είχε μιλήσει, ώστε δεν μπορούσε να το κρύψει κατά τη διάρκεια της συνέντευξης: «Οι Γερμανοί, ξέρετε, έχουν μια εμμονή να θέλουν να τους πεις την αλήθεια», είχε πει. Το ύφος του ήταν τέτοιο, ώστε αν δεν ήταν στην τηλεόραση, αλλά με φίλους του, θα μπορούσε να είχε προσθέσει: «Οι βλάκες»...


(Στην φωτογραφία : Αληκτώ, Μέγαιρα, Τισιφόνη. Αν ήμουν σκηνοθέτης πρωτοποριακών παραστάσεων και είχα κάποιο σοβαρό προηγούμενο με τον Αισχύλο, αυτές τις κυρίες της φωτογραφίας, τις φανατικές υποστηρίκτριες του Τραμπ, θα ήθελα για να παίξουν τις Ερινύες...)