Η διολίσθηση της Τουρκίας
Η Άγκυρα πρέπει να μάθει από το παρελθόν της για να εξασφαλίσει το μέλλον της
Halil Karaveli
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης το 2011, o Αχμέτ Νταβούτογλου, τότε υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας και τώρα πρωθυπουργός, δεσμεύθηκε ότι η Τουρκία θα είναι ο «ρυθμιστής του παιχνιδιού» της Μέσης Ανατολής.
Σήμερα, τέτοιες έννοιες μεγαλείου φαίνονται εξωφρενικές. Μετά τον βομβαρδισμό μιας στρατιωτικής φάλαγγας στην Άγκυρα στις 17 Φεβρουαρίου [2], για τον οποίο η τουρκική κυβέρνηση κατηγόρησε τις Μονάδες Προστασίας του Κουρδικού Λαού, ο Νταβούτογλου δήλωσε ότι τα τελευταία κουρδικά εδαφικά κέρδη στην Συρία κατά Ισλαμιστών ανταρτών όπως το Μέτωπο al Nusra –αυτών που η Τουρκία αποκαλεί «μετριοπαθείς» εξεγερμένους- αντιπροσωπεύουν μια απειλή για την «επιβίωση του κράτους» της Τουρκίας. Η Άγκυρα προφανώς έχει αισθανθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο για κάποιο καιρό. Από πέρυσι, ο τουρκικός στρατός έχει μετατρέψει τις κουρδικές πόλεις στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας σε ζώνες πολέμου στην προσπάθειά του να εκδιώξει Κούρδους μαχητές [3] που οχυρώθηκαν σε αυτές τις περιοχές. Πιο πρόσφατα, η Τουρκία μεχρι που άρχισε να επιτίθεται σε κουρδικές δυνάμεις στο βόρειο τμήμα της Συρίας.
Η κατανόηση των φόβων της Τουρκίας -και των αντιδράσεών της σε αυτούς- απαιτεί μια ματιά στην μακρά ιστορία του εδάφους που καλύπτει. Η Τουρκική Δημοκρατία, που ιδρύθηκε το 1923, χτίστηκε σε αδύναμα θεμέλια [4]: Σε όλη την ύπαρξή της, ο πληθυσμός της έχει χωριστεί εθνοτικά και κατά μήκος θρησκευτικών γραμμών. Όταν μελετάμε την Ανατολία, την χερσόνησο που καλύπτει το 97% της Τουρκίας, βλέπουμε ότι ήταν δύσκολο να ενωθεί. Χρειάστηκαν δύο χιλιετίες -από την αρχαιότητα έως την βυζαντινή εποχή- πριν από την υιοθέτηση μιας κοινής γλώσσας: Της ελληνικής. Χρειάστηκαν άλλα χίλια χρόνια πριν η ελληνιστική πλειοψηφία μετατραπεί σε τουρκική (από την άποψη της γλώσσας) και να υιοθετηθεί το Ισλάμ ως θρησκεία της. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε το 1071, όταν τουρκικά φύλα εισέβαλαν στην Ανατολία αφότου ο στρατός των Σελτζούκων νίκησε τον βυζαντινό στρατό στην μάχη του Μαντζικέρτ. Μετά από μερικούς αιώνες ακόμη, οι αυτόχθονες Χριστιανοί σταδιακά -αλλά σε μεγάλο βαθμό επιφανειακά- προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, καθιστώντας την Ανατολία κατ’ όνομα μουσουλμανικής πλειοψηφίας.
Ένας χάρτης που δείχνει την Ανατολία το 1654. WIKIMEDIA
Οι εθνοτικές ομάδες και οι δημοφιλείς θρησκευτικές αιρέσεις στην Ανατολία αντιστάθηκαν στις προσπάθειες διαδοχικών κρατών να επιβάλλουν κεντρικό έλεγχο και πολιτιστική ομοιογένεια μέσω της ορθόδοξης θρησκείας. Μέχρι την ίδρυση της Τουρκίας, υπήρξαν μόνο δύο κράτη της Ανατολίας που ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου: Το πρώτο ήταν η Αυτοκρατορία των Χετταίων κατά την δεύτερη χιλιετία π.Χ., ενώ το δεύτερο ήταν το Σουλτανάτο των Σελτζούκων Τούρκων από τον 11ο μέχρι τον 13ο αιώνα. Το τελευταίο κατάφερε να κερδίσει μεγάλα τμήματα του ελληνόφωνου, χριστιανικού πληθυσμού των αγροτών, γιατί δεν επέβαλλε μια ορθόδοξη θρησκεία. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχασε την Ανατολία. Οι ηγεμονίες στην Ανατολία μπήκαν επίσης σε μια σκληρή μάχη ενάντια στους Οθωμανούς [5], οι οποίοι κατέκτησαν την περιοχή κατά τον 15ο αιώνα. Ωστόσο, η Ανατολία συνέχισε να αντιστέκεται στον συγκεντρωτισμό και την επιβολή της θρησκευτικής ορθοδοξίας της αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία σχεδόν κατέρρευσε στις αρχές του 17ου αιώνα, μετά από μια ιδιαίτερα επιθετική σειρά λαϊκών εξεγέρσεων στην Ανατολία. Οι εξεγέρσεις συνεθλίβησαν, αλλά η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των επαρχιών της Ανατολίας και της Κωνσταντινούπολης δεν τελείωσε ποτέ.
Ο μετασχηματισμός της Ανατολίας στην καρδιά του τουρκικού έθνους-κράτους ήταν ακόμη πιο αιματηρός. Στις αρχές του 20ου αιώνα, το ένα πέμπτο του πληθυσμού στην Ανατολία -Αρμένιοι, Έλληνες και Ασσύριοι-παρέμενε Χριστιανικό. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία προέβη σε γενοκτονία [6] ενάντια σε αυτές τις ομάδες και σε αναγκαστική μετανάστευσή τους για να δημιουργήσει μια ομοιογενή χώρα. Αλλά ακόμη και μεταξύ εκείνων που έμειναν, οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις διατηρήθηκαν. Οι Κούρδοι και οι Αλεβίτες, μια ετερόδοξη μουσουλμανική μειονότητα που έχει καταπιεστεί επί αιώνες, έχουν αντισταθεί στην αφομοίωση.
Το τουρκικό κράτος, φοβούμενο μια κατάρρευση, προσπάθησε να καταστείλει την εναπομείνασα εθνοτική μειονότητά του, τους Κούρδους, είτε εκτοπίζοντάς τους εσωτερικά είτε με την σφαγή τους [7], όπως έκανε το 1931 στην επαρχία Agri και το 1937 και το 1938 στην επαρχία Dersim. Όχι απρόσμενα, η βάναυση πολιτική απέτυχε να επιφέρει την εθνική ομοιογένεια. Στην δεκαετία του 1980 ο στρατός, αφότου έστησε ένα πραξικόπημα για να συντρίψει την ανερχόμενη πολιτική αριστερά, έκανε μια ανανεωμένη προσπάθεια για την ενίσχυση τόσο του τουρκικού εθνικισμού όσο και του σουνιτικού Ισλάμ ως αντίδοτο στις αριστερές ιδέες. Το στρατιωτικό καθεστώς έκανε την θρησκευτική εκπαίδευση υποχρεωτική και έχτισε τζαμί σχεδόν σε κάθε χωριό που δεν είχε ήδη ένα. Ωστόσο, ο συνδυασμός του τουρκικού εθνικισμού και του εξισλαμισμού δεν ήταν αρκετός για να ελεγχθεί η άνοδος του κοσμικού κουρδικού εθνικισμού, η οποία έγινε μια σοβαρή πρόκληση αφότου το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) ξεκίνησε την εξέγερσή του το 1984.
Το μετριοπαθές ισλαμιστικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) [8], το οποίο ήρθε στην εξουσία το 2002, φαινόταν σαν να ήταν μια ενοποιητική δύναμη για την διαιρεμένη χώρα, καθώς το κόμμα προσήλκυε αμφότερους τους συντηρητικούς Τούρκους και τους συντηρητικούς Κούρδους. Η άνοδός του υπονοούσε ότι η τουρκο-κουρδική ενότητα θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με βάση το σουνιτικό Ισλάμ. Το 2012, λίγο μετά από την στιγμή που η κουρδική περιοχή στην Συρία γνωστή ως Rojava κήρυξε την αυτονομία της, το τουρκικό κράτος άρχισε να διεξάγει συνομιλίες με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν [9], τον φυλακισμένο ηγέτη του PKK. Οι συνομιλίες αυτές απέφεραν καρπούς το 2013, όταν ο Οτσαλάν ζήτησε από την οργάνωσή του τον τερματισμό της βίας κατά του τουρκικού κράτους. Μέχρι τότε, περίπου 40.000 άνθρωποι, κυρίως Κούρδοι μαχητές, είχαν σκοτωθεί στις συγκρούσεις μεταξύ του τουρκικού κράτους και του PKK. Η κυβέρνηση ήλπιζε να εξασφαλίσει τον αφοπλισμό του ΡΚΚ, χωρίς να χρειαστεί να κάνει οποιεσδήποτε σημαντικές παραχωρήσεις προς τους Κούρδους. Θεωρούσε ότι η λύση στο κουρδικό ζήτημα ήταν να τονίσει ότι οι Τούρκοι και οι Κούρδοι ήταν ενωμένοι με μια ισλαμική «αδελφότητα».
Ο Οτσαλάν επικαλέστηκε επίσης την ενότητα των Τούρκων και των Κούρδων, οι οποίοι, όπως είπε, «έχουν βαδίσει κάτω από την σημαία του Ισλάμ επί χίλια χρόνια». Ο Οτσαλάν επεξέτεινε αυτό το όραμα της ενότητας πέρα από τα σύνορα της Τουρκίας, υποστηρίζοντας ότι οι Τούρκοι και οι Κούρδοι ήταν τα «δύο θεμελιώδη στρατηγικά στοιχεία της Μέσης Ανατολής», οι οποίοι έχουν μια περιφερειακή αποστολή να ενώσουν «Κούρδους, Τουρκομάνους, Ασσύριους και Άραβες» στο Ιράκ και την Συρία, που κακώς είχαν διαχωριστεί από την Τουρκία μετά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πραγματικότητα, το όραμα του Οτσαλάν ήταν ιδιαιτέρως σύμφωνο με τους τουρκικούς στόχους. Ο πρώην αναπληρωτής επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Τουρκίας είχε επίσης δηλώσει ότι «η διευθέτηση του κουρδικού προβλήματος της Τουρκίας θα [μπορούσε να] επιφέρει αλλαγές των συνόρων και του χάρτη της περιοχής», κάτι που σήμαινε ότι τα τμήματα της Συρίας και του Ιράκ που κατοικούνται από Κούρδους θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην Τουρκία.
Ωστόσο, οι τουρκικές κρατικές ελίτ άρχισαν να φοβούνται ότι με τον νέο δυναμισμό των Κούρδων στην Συρία, το ΡΚΚ ήταν και πάλι μια απειλή. Μετά την επιτυχία του φιλο-κουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου 2015 [10], το τουρκικό καθεστώς διέκοψε την δυόμιση ετών ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους, και συνέχισε τον πόλεμο μεταξύ της Τουρκίας και του PKK.
Το τέλος αυτής της δοκιμαστικής τουρκο-κουρδικής συμμαχίας έχει ωθήσει το ΑΚΡ πιο κοντά στον πρώην αντίπαλό του, τον στρατό, ο οποίος είχε κάνει γνωστή την αντίθεσή του προς τις ειρηνευτικές συνομιλίες με το PKK. (Μόλις το 2014, είχε απειλήσει ότι αν το ΑΚΡ περνούσε τις «κόκκινες γραμμές» του στρατού, τις οποίες όρισε ως «την ενότητα του έθνους», ο στρατός «θα ενεργήσει αναλόγως»). Από τότε, η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την κουρδική πολιτική που καθορίζεται από τους στρατηγούς. Πέρυσι, μεταβίβασε την ευθύνη για τις «αντιτρομοκρατικές προσπάθειες» -το AKP θεωρεί τους Κούρδους ως τρομοκρατική ομάδα- από τις πολιτικές Αρχές στις ένοπλες δυνάμεις. Σήμερα, στρατιωτικοί διοικητές και στελέχη του ΑΚΡ μιλούν την ίδια γλώσσα και δεσμεύονται να κάνουν την Τουρκία αποκλειστικά τουρκική. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε πρόσφατα: «Είμαστε ένα έθνος που για χιλιάδες χρόνια πάντα πλήρωνε το τίμημα του να ζει σε αυτήν την γη. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι πίσω από αυτό που συμβαίνει αυτήν την στιγμή είναι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών σε αυτήν την γεωγραφία που έχει διαρκέσει χίλια χρόνια». Σε μια ξεχωριστή δήλωση, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου, στρατηγός Hulusi Akar, υποστήριξε ότι «η Ανατολία χαράχτηκε ως τουρκικός τόπος με την νίκη στην μάχη του Μαντζικέρτ στις 26 Αυγούστου 1071». Σε μια ακόμη εθνοτικά φορτισμένη, προκλητική διακήρυξη, ο κορυφαίος στρατηγός της χώρας είπε ότι «η Τουρκία είναι η δημοκρατία των Τούρκων».
Έχει έρθει ο καιρός οι Τούρκοι ηγέτες να τερματίσουν την βίαιη καταστολή των Κούρδων και να διευθετήσουν τα αιτήματα των Κούρδων για τοπική αυτονομία. Ο στρατός θα αντιτίθεται σε αυτό. Ωστόσο, το ΑΚΡ θα μπορούσε να υπερνικήσει την αντίθεση των στρατιωτικών και άλλων σκληρής γραμμής εθνικιστών, αν για μια ακόμα φορά προσεγγίσει τα εκλογικά σώματα -φιλελεύθερους Τούρκους και Κούρδους- που είχαν βοηθήσει να το φέρουν στην εξουσία. Οι ηγέτες της Τουρκίας πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η επίκληση στο παρελθόν της Ανατολίας σημαίνει την αναγνώριση της ιστορίας της ως εθνοτικά πολυμορφικής γης. Η νίκη στο Μαντζικέρτ που έδωσε στους Τούρκους μια είσοδο στην Ανατολία δεν την μετέτρεψε σε έναν «τουρκικό τόπο», όπως ισχυρίζονται οι Τούρκοι εθνικιστές. Αν η Τουρκία κοιτάξει στο παρελθόν της, θα συνειδητοποιήσει ότι επιμένοντας να επιβάλλει ομοιογένεια όχι μόνο θα συνεχίσει να διαιρεί την χώρα, αλλά θα την διαλύσει κατά την διαδικασία.
* Ο HALIL KARAVELI είναι βασικός συνεργάτης στο Κοινό Κέντρο του Ινστιτούτου Κεντρικής Ασίας – Καυκάσου και του Προγράμματος Σπουδών του Δρόμου του Μεταξιού όπου διευθύνει την Τουρκική Πρωτοβουλία. Είναι επίσης συντάκτης στο Turkey Analyst 1).
(Στην πρώτη φωτογραφία : Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου συνομιλεί με τον Αρχηγό του Επιτελείου στρατηγό Hulusi Akar, ενώ στέκεται δίπλα στον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, στην Άγκυρα, στις 18 Φεβρουαρίου του 2016. UMIT BEKTAS / REUTERS)
Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2016-03-02/turkeys-decline
Σύνδεσμοι:
[1] http://www.turkeyanalyst.org/
[2] http://www.theguardian.com/world/2016/feb/17/ankara-explosion-turkey-inj...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2014-11-02/contentious-kurds
[4] https://www.foreignaffairs.com/reviews/capsule-review/2007-01-01/twice-s...
[5] https://www.foreignaffairs.com/reviews/capsule-review/2012-01-01/shatter...
[6] https://www.foreignaffairs.com/reviews/capsule-review/young-turks-crime-...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/1993-03-01/fate-kurds
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2015-09-22/kurds-can-go-t...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2013-03-27/why-erdogan-wa...
[10] https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2015-09-23/new-kurds-block