Τα αδιέξοδα της Σαουδικής Αραβίας και το Ιράν
Του Ζαχαρία Μίχα
(Πηγή : http://www.liberal.gr/)
Η εκτέλεση του κορυφαίου Σιίτη κληρικού στη Σαουδική Αραβία από το καθεστώς των Σαούντ ανοίγει τον ασκό του Αιόλου στην περιοχή, φέρνοντας με τον πιο δραματικό τρόπο στην κορυφή της ατζέντας το σχίσμα Σουνιτών - Σιιτών, των δυο διαφορετικών εκδοχών του Ισλάμ, μια δογματική διαίρεση 14 αιώνων τόσο σοβαρή που είχε οδηγήσει τον Σαουδάραβα σουνίτη –και τρομοκράτη– Οσάμα μπιν Λάντεν να αποκαλέσει τους Σιίτες μεγαλύτερο εχθρό από τους Εβραίους.
Παρότι συζητείται ευρέως στον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων (proxy war) στη Συρία, η απευθείας εμπλοκή των κυρίων εκπροσώπων - προστατών του σουνιτισμού και του σιιτισμού δίνει νέα διάσταση σε μια ήδη εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση. Η απόφαση για την εκτέλεση δείχνει να ήταν σκόπιμη, εν γνώσει των συνεπειών, μια απόφαση που υπαγορεύτηκε από την εξαιρετικά δυσχερή θέση στην οποία έχει βρεθεί το βασίλειο των Σαούντ. Είναι μια απόφαση υψηλότατου ρίσκου, μια απόπειρα που έχει σαν στόχο να αλλάξει τα δεδομένα στο έδαφος, καθώς οι οιωνοί εξελίσσονταν ολοένα και πιο δυσμενείς για τη Σαουδική Αραβία.
Ήδη, σουνιτικά κράτη στοιχίζονται πίσω από τη Σαουδική Αραβία, που θεωρείται φυσική ηγέτιδα του σουνιτικού Ισλάμ, και λόγω μεγέθους - γεωπολιτικού βάρους και λόγω φιλοξενίας των ιερών τόπων του Ισλάμ (Μέκκα, Μεδίνα) και τα σιιτικά κράτη (κυρίως το Ιράκ που ελέγχεται από τους Σιίτες) πίσω από το Ιράν. Η Ρωσία, όπως άλλωστε αναμενόταν, προσφέρθηκε να διαμεσολαβήσει ανάμεσα στην Τεχεράνη και το Ριάντ.
Έμμεση αποδοκιμασία...
Το State Department τήρησε πολύ προσεκτική στάση, περιοριζόμενο να προειδοποιήσει ότι η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων δεν αφήνει χώρο στη διπλωματία, που θα πρέπει να αποτελέσει τη μέθοδο άμβλυνσης των εντάσεων και των διαφορών. Είχε προηγηθεί μια αρχική έμμεσα επικριτική στη σαουδαραβική απόφαση για εκτέλεση του Σιίτη κληρικού ανακοίνωση ότι θα προκαλέσει θρησκευτικές εντάσεις, διχάζοντας επικίνδυνα την ήδη ταραγμένη Μέση Ανατολή. Αντιδρώντας, το βασίλειο των Σαούντ διέρρευσε μέσω «κύκλων» του ότι έχει εξαντληθεί η υπομονή της χώρας, με την ανοχή που επιδεικνύεται στη συμπεριφορά του Ιράν.
Σαουδική Αραβία και Ιράν συγκρούονται παραδοσιακά για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής, πολεμώντας η μια χώρα την άλλη, είτε απλώς στο διπλωματικό επίπεδο, είτε σε «θερμά σημεία» της Μέσης Ανατολής δι’ αντιπροσώπων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Υεμένης. Στο πλαίσιο αυτό, οι Σαουδάραβες έχουν επενδύσει κολοσσιαία ποσά για την απόκτηση υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων, ενώ ταυτόχρονα, με τα δισεκατομμύρια δολάρια που επένδυε «αγόραζε» και επιρροή στα κέντρα εξουσίας στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Την ίδια στιγμή, οι κυρώσεις στο Ιράν από την εποχή της Ισλαμικής Επανάστασης δεν άφησαν άλλη επιλογή στη χώρα από το να αναπτύξει την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, για να διατηρήσει μια στοιχειώδη έστω αποτροπή. Από τη στιγμή που δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν οπλικά συστήματα τεχνολογίας αιχμής, επένδυσαν ιδιαίτερα στον πυραυλικό τομέα, ώστε δια της δυνατότητας να επιφέρει σημαντικά πλήγματα στις υποδομές των αντιπάλων του (π.χ. σουνιτικές μεγαλουπόλεις - κέντρα διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας, ή εγκαταστάσεις άντλησης-εξόρυξης υδρογονανθράκων) να πετύχει την ενίσχυση της αποτροπής του, αλλά και προώθησης των στόχων του.
Το αδιέξοδο του Ριάντ έγινε... σχέδιο με ρίσκο
Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η κτήση και μόνο υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων δυτικής –αμερικανικής και ευρωπαϊκής– τεχνολογίας στον χερσαίο, τον ναυτικό και τον αεροπορικό τομέα δεν σε μετατρέπει αυτόματα σε υπερδύναμη. Η επιχειρησιακή ικανότητα που μετατρέπεται σε αποτρεπτική αξιοπιστία, ή απλά στη δυνατότητα μιας χώρας να εκτοξεύει αξιόπιστες απειλές εναντίον του αντιπάλου, είναι μια εξαιρετικά πιο πολύπλοκη εξίσωση. Η απειλή του Ιράν, απειλή κυρίως υπό τη μορφή της δυνατότητας άσκησης γεωπολιτικού ελέγχου, έχει οδηγήσει και τις υπόλοιπες σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου («Αραβικός» για τους Άραβες, «Περσικός» για τους Ιρανούς) σε κολοσσιαίες εξοπλιστικές δαπάνες, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις η μαχητική αξιοπιστία / ισχύς είναι ζητούμενο και όχι θέσφατο.
Με αυτά ως δεδομένα, τι οδήγησε τους Σαουδάραβες να αποφασίσουν την εκτέλεση της κορυφαίας θρησκευτικής προσωπικότητας των Σιιτών στη Σαουδική Αραβία, τη στιγμή που οι αντιδράσεις ήταν εύκολα προβλέψιμες; Το κεντρικό επιχείρημα του παρόντος σημειώματος είναι ότι αφενός η εκτέλεση του Σιίτη κληρικού ήταν μια υπολογισμένη κίνηση και αφετέρου ότι είχε ως αιτία την απελπισία του σαουδαραβικού καθεστώτος για τη σταδιακή διαμόρφωση συνθηκών που θα απειλούσαν την επιβίωσή του μέσο-μακροπρόθεσμα, παράλληλα με την επικράτηση του Ιράν στον αγώνα για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής.
Υπό μια έννοια, η εκτέλεση θυμίζει το εικαζόμενο ως τουρκικό κίνητρο στην κατάρριψη του ρωσικού Sukhoi Su-24. Οι Τούρκοι ευελπιστούσαν ότι η αντιπαράθεση με τη Ρωσία θα οδηγήσει σε πιο άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο πλευρό τους, κάτι που θα ενίσχυε την προοπτική επίτευξης των στόχων τους στο κρίσιμο γι’ αυτούς μέτωπο της Συρίας. Παρομοίως, οι Σαουδάραβες επεδίωξαν, δια της εκτέλεσης και της προβλέψιμης κάθετης κλιμάκωσης που ακολούθησε, να εμπλέξουν πιο ενεργά τις ΗΠΑ στη διένεξη με το Ιράν, με τελικό στόχο τον εκτροχιασμό της πυρηνικής συμφωνίας της Τεχεράνης με τη Δύση.
Οι μουλάδες και το γεωπολιτικό σχέδιο...
Ενδεχομένως δε να ευελπιστούσαν ότι οι σκληροπυρηνικοί στο Ιράν –που διαφωνούν με την εφαρμογή της καταρχήν πυρηνικής συμφωνίας– θα υπεραντιδρούσαν προχωρώντας σε κάποια στρατιωτική ενέργεια, που εκτός του ότι θα ανάγκαζε τις Ηνωμένες Πολιτείες να παρέμβουν κατευναστικά, θα οδηγούσε σε ακρότητες στο εσωτερικό του Ιράν. Η αμερικανική παρέμβαση θα αντιμετωπιζόταν στο «παραδοσιακό» πλαίσιο των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία, δίνοντας την αφορμή στα «γεράκια» να καταστρέψουν την πυρηνική συμφωνία. Ωστόσο, εάν οι προσδοκίες αυτές ανταποκρίνονται στα πραγματικά κίνητρα του σαουδαραβικού καθεστώτος, διαψεύστηκαν οικτρά.
Η στάση της ψυχρά και ρεαλιστικά συμπεριφερόμενης διεθνώς ανώτατης ηγεσίας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν ήταν εξαιρετικά προσεκτική, με τις δυνάμεις ασφαλείας να επεμβαίνουν και να απομακρύνουν επιδεικτικά τους εισβολείς από τη σαουδαραβική πρεσβεία στην Τεχεράνη –την οποία δεν απέτρεψαν βέβαια...– με τα λόγια του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη, της πραγματικής δηλαδή εξουσίας στη χώρα, να παραπέμπουν σε «Θεία εκδίκηση». Κι αυτό, διότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αποδεικνύεται η μέθοδος εξόδου της Τεχεράνης από τη διεθνή απομόνωση και διεκδίκησης του ρόλου που θεωρεί ότι της αναλογεί στις περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις. Την ίδια στιγμή, η ανανέωση στο σαουδαραβικό καθεστώς (νεότατοι υπουργοί) δείχνει να πάσχει στην εξισορρόπηση ανάμεσα στη μορφωμένη νέα γενιά με την έμπειρη παλαιά...
Οι Ιρανοί έχουν ασφαλώς επισημάνει –αν όχι ενημερωθεί– για τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών ότι η μονοδιάστατη υποστήριξη του σουνιτικού στοιχείου στη Μέση Ανατολή έχει υποχωρήσει, με τους Αμερικανούς σχεδιαστές στρατηγικής να ανακαλύπτουν, την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, ταυτότητα ή απλά συμπληρωματικότητα συμφερόντων και επιδιώξεων με το σιιτικό Ισλάμ και τους Ιρανούς ειδικότερα σε πολλά μέτωπα. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η εντυπωσιακή εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τους σουνίτες, με τις πληροφορίες που αναφέρουν μυστικές συναντήσεις αξιωματούχων που διεξάγουν στρατηγικό διάλογο να πολλαπλασιάζονται.
Θα διαβάσουν Θουκυδίδη αποσπασματικά;
Πλέον, το ενδιαφέρον μετακινείται στο τι μέλλει γενέσθαι στην περιοχή. Εάν κανείς σκεπτόταν την κατάσταση με όρους Θουκυδίδη, θα μπορούσε ενδεχομένως να ανακαλύψει ένα κίνητρο στρατιωτικής διευθέτησης της κατάστασης από την πλευρά της Σαουδικής Αραβίας, προτού η συνολική ισορροπία δυνάμεων, στρατιωτικών και πολιτικών, διαμορφώσει μια κατάσταση μη αναστρέψιμη. Σε αυτό το σκεπτικό «άγνωστος x» είναι η πραγματική μαχητική ισχύς των σουνιτικών δυνάμεων και η προθυμία των υπολοίπων χωρών –για παράδειγμα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων– να εμπλακούν και στρατιωτικά, πέραν της πολιτικής συμπαράταξης με το Ριάντ, εναντίον της Τεχεράνης.
Η κατάσταση βέβαια σε περίπτωση άρσης των κυρώσεων σε βάρος του Ιράν, που θα ανοίξει τον δρόμο για την απόκτηση σύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών και άλλων οπλικών συστημάτων, θα είναι πολύ δυσκολότερη. Σε αυτό το σημείο, καθοριστικό ρόλο θα παίξουν τα αποτρεπτικά μηνύματα που θα στείλουν παρασκηνιακά οι Ηνωμένες Πολιτείες στους εμπλεκομένους, καθώς θα διαμορφώσουν και το περιθώριο των στρατιωτικών κινήσεων στην περιοχή, εκτός κι αν στη συζήτηση τεθούν σενάρια αυτοκτονίας. Ισραηλινή στρατιωτική ενέργεια θα πρέπει λογικά να αποκλειστεί, αφενός λόγω του ότι θα ετίθετο σε κίνδυνο η ετήσια στρατιωτική βοήθεια ύψους 3,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις ΗΠΑ και αφετέρου διότι στο ζήτημα της Συρίας η στάση του Τελ Αβίβ είναι εξόχως «διακριτική», κάτι που δεν έχει διαλάθει της προσοχής της Τεχεράνης.
Τα πυρηνικά μπορούν να περιμένουν
Οι Ιρανοί δείχνουν αποφασισμένοι να εφαρμόσουν τη συμφωνία, παρότι ακολουθούν σκληρή στάση σε οποιαδήποτε σκέψη επιβολής νέων κυρώσεων με αφορμή το βαλλιστικό - πυραυλικό τους πρόγραμμα, κι αυτό διότι ακολουθούν ένα ισχυρό γεωπολιτικό σκεπτικό. Το πυρηνικό πρόγραμμα μπορεί να περιμένει. Θα εξελιχθεί κανονικά στο σκέλος της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς. Η χώρα θα βγει από την απομόνωση αποτελώντας ένα επενδυτικό Ελ Ντοράντο σε όλους τους τομείς, απογειώνοντας την ισχύ της σε όλους τους όρους, στρατιωτικούς, πολιτικούς, κατισχύοντας έναντι των αντιπάλων της στη Μέση Ανατολή στην πράξη. Το δέλεαρ χρυσοφόρων εξοπλιστικών συμβολαίων στις σουνιτικές μοναρχίες εξαντλείται σταδιακά, αφού το όφελος από τις επενδυτικές ευκαιρίες σε πολύ περισσότερους τομείς στο Ιράν το αντισταθμίζει. Οι αμυντικές βιομηχανίες των ΗΠΑ ήδη στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην περιοχή Ασίας - Ειρηνικού...
Σε μεταγενέστερο χρόνο, θεωρητικά μιλώντας, η μη ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου θα μπορούσε να ανταλλαγεί εκ νέου με μια θέση μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, καθώς η Τεχεράνη θεωρεί ότι αποτελεί μια δύναμη στην οποία δεν θα πρέπει να συμπεριφέρονται διαφορετικά από ότι στην Ινδία, ή την Ιαπωνία, ή την Αυστραλία. Διαφορετικά, θα επιλέξει την πυρηνικοποίηση, ποντάροντας στο ότι η αντίδραση στις περιπτώσεις του –σουνιτικού– Πακιστάν και της Ινδίας είχε ημερομηνία λήξης. Η δε προοπτική πυρηνικοποίησης της Σαουδικής Αραβίας θα μπορούσε ενδεχομένως να ελεγχθεί υπό την απειλή ανατροπής του καθεστώτος, αν και οι διαθέσιμες «εναλλακτικές», προς το παρόν, είναι σαφώς ακόμα χειρότερες, αν υποτεθεί ότι το ISIS απειλεί τις μοναρχίες του Κόλπου.
Τα μεγάλα «στοιχήματα» για τη διαχείριση της Μέσης Ανατολής στα χρόνια που ακολουθούν θα είναι η εξεύρεση ενός στρατηγικού modus vivendi που θα επιτρέψει τη συνύπαρξη Ιρανών και Σαουδαράβων στην περιοχή, με συνέχεια της έξωθεν επιδιαιτητικής παρέμβασης και ταυτόχρονα η επίτευξη συνεννόησης για την ειρηνική συνύπαρξη της Ισλαμικής Δημοκρατίας με το Ισραήλ. Αμφότερες οι αποστολές μόνο εύκολες δεν είναι και θα επαναληφθεί, σχεδόν στερεοτυπικά, ότι η εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα θα έχουν καταλυτικές συνέπειες. Τυχόν εξακολούθηση της σύγκρουσης θα θέτει υπό αίρεση όλες τις διευθετήσεις που θα προωθεί η Ουάσιγκτον.
Για να προχωρήσουν όμως οι σχεδιασμοί για τον έλεγχο της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, προϋπόθεση είναι να ελεγχθεί η διαδικασία της παρούσας κλιμάκωσης, καθώς οι πολεμικές συγκρούσεις δεν ξεσπούν μόνο σχεδιασμένα, αλλά και από κάποιον λανθασμένο υπολογισμό κάποια δεδομένη στιγμή.
* Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ-ISDA).
(Στην φωτογραφία : Οι Σαουδάραβες επεδίωξαν, δια της εκτέλεσης και της προβλέψιμης κάθετης κλιμάκωσης που ακολούθησε, να εμπλέξουν πιο ενεργά τις ΗΠΑ στη διένεξη με το Ιράν, με τελικό στόχο τον εκτροχιασμό της πυρηνικής συμφωνίας της Τεχεράνης με τη Δύση. Η ηγεσίας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν ήταν ιδιαίτερα προσεχτική, με τις Δυνάμεις ασφαλείας να επεμβαίνουν και να απομακρύνουν επιδεικτικά τους εισβολείς από τη σαουδαραβική πρεσβεία στην Τεχεράνη.)