Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Ένα αποκαλυπτικό άρθρο για τις έξι «κολασμένες» εβδομάδες του 2012


Οι έξι «κολασμένες» εβδομάδες του 2012
Το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου, πόσο κοντά βρέθηκε η χώρα στον γκρεμό και με ποιο τρόπο παρέμεινε εντός της Ευρωζώνης
Του Γιάννη Παλαιολόγου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Οι εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 αποτέλεσαν σταθμό στη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας. Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, τα δύο κόμματα που για 35 χρόνια είχαν κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή του τόπου, είδαν την υποστήριξή τους να καταρρέει υπό το βάρος της εθνικής χρεοκοπίας.
Η Ν.Δ. κατετάγη μεν πρώτη στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, αλλά το εκλογικό της ποσοστό -18,9%- ήταν λίγο πάνω από το μισό του Οκτωβρίου 2009, την έως τότε χειρότερη επίδοση από την ίδρυσή της. Το ΠΑΣΟΚ απώλεσε σχεδόν τα τρία τέταρτα της εκλογικής του επιρροής και κατέληξε στην τρίτη θέση.
Νέα αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας αναδείχθηκε ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ως βασικός πόλος συσπείρωσης του ιδεολογικά θολού αλλά συναισθηματικά χειμαρρώδους αντιμνημονιακού ρεύματος που είχε κυριεύσει τη χώρα. Η ισχύς του ρεύματος αυτού αποτυπώθηκε και στην εντυπωσιακή επίδοση των Ανεξάρτητων Ελλήνων του Πάνου Καμμένου, που έφτασαν το 10,6%, ωθούμενοι από την αντίδραση στη βάση της Ν.Δ. κατά της αναστροφής Σαμαρά το φθινόπωρο του 2011 υπέρ της μνημονιακής πολιτικής. Ο διάχυτος θυμός των πολιτών απέναντι στο πολιτικό προσωπικό, σε συνδυασμό με την εκτόξευση της ανεργίας και τις ανεξέλεγκτες ροές της παράνομης μετανάστευσης, έφερε επίσης για πρώτη φορά στη Βουλή τη Χρυσή Αυγή, μία μέχρι πρότινος περιθωριακή ομάδα υμνητών του Χίτλερ και του ξενοφοβικού εθνικισμού.
Με τον φόβο του Grexit να κορυφώνεται, τις διεθνείς αντιδράσεις συνόψισε το εξώφυλλο που δημοσίευσε ο Economist με τίτλο «The Greek Run», το οποίο έδειχνε έναν Ελληνα δρομέα του οποίου ο πυρσός καίει το κοινό νόμισμα. Στο κύριο άρθρο του στις 19 Μαΐου, το βρετανικό περιοδικό σημείωνε, αναφερόμενο στο Grexit, ότι «υπάρχει ήδη η οσμή του αναπόφευκτου για μία εξέλιξη που κάποτε θεωρείτο απίθανη». Στο πρώτο μέρος της έρευνας για τις έξι «κολασμένες» εβδομάδες μεταξύ των δύο εκλογών, η «Κ» αποκαλύπτει πόσο κοντά βρέθηκε η χώρα στον γκρεμό και πώς τελικά απεφεύχθη το «αναπόφευκτο».
Σωτήριο το απόθεμα ασφαλείας των 3 δισ.
Το βράδυ της Τετάρτης, 9 Μαΐου 2012, το διοικητικό συμβούλιο του EFSF –οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης– ανακοίνωσε την αποδέσμευση της επόμενης δόσης χρηματοοικονομικής βοήθειας προς τη χώρα μας. Οχι ολόκληρης όμως, το ένα από τα 5,2 δισ. ευρώ που ήταν προγραμματισμένα να μεταβιβαστούν δεν δόθηκε, καθώς, όπως ανέφερε το EFSF σε σχετική ανακοίνωση, οι πόροι αυτοί «δεν είναι απαραίτητοι πριν από τον Ιούνιο και θα καταβληθούν ανάλογα με τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας». Ρίχνοντας αλάτι στην πληγή, η ανακοίνωση υπενθύμιζε ότι τα 4,2 δισ. θα εισέρρεαν σε «κλειστό λογαριασμό που θα χρησιμοποιείται για πληρωμές εξυπηρέτησης του χρέους».
Πριν προκηρυχθούν οι εκλογές του Μαΐου, ο υπουργός Οικονομικών Φίλιππος Σαχινίδης ενημέρωνε κάθε εβδομάδα τον πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο για τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, που ήταν σε οριακή κατάσταση ήδη από τον Μάρτιο και βρίσκονταν συχνά κάτω από το 1 δισ. ευρώ. Υπήρχε, ωστόσο, όπως δηλώνει στην «Κ» ο κ. Σαχινίδης, ένα απόθεμα ασφαλείας ύψους 3 δισ. ευρώ από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που κατόπιν συμφωνίας με την τρόικα, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όταν υπήρχε ανάγκη και να αναπληρωθεί στη συνέχεια εντός 10-20 ημερών. «Χρειάστηκε να αντλήσω πόρους από το απόθεμα αυτό αρκετές φορές» σημειώνει ο κ. Σαχινίδης.
Τις πρώτες ημέρες της υπηρεσιακής κυβέρνησης δημοσιεύθηκαν στοιχεία από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, σύμφωνα με τα οποία τα δημόσια έσοδα ήταν μειωμένα στο πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου κατά 15% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2011. O υπηρεσιακός υπουργός Οικονομικών Γιώργος Ζανιάς γνώριζε καλά τι έπρεπε να γίνει. Ως πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, είχε ζήσει από πρώτο χέρι τις αλλεπάλληλες ερωτοτροπίες του ελληνικού Δημοσίου με τη χρεοκοπία. Δεχόμενος τη θέση με ουκ ολίγους δισταγμούς, έδωσε άμεσα εντολή να αποσταλούν εκκαθαριστικά σημειώματα για το Ενιαίο Τέλος Ακινήτων του 2009 και τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας του 2010.
Στις εφορίες
Ωστόσο, το πιο κρίσιμο ήταν να ανεβάσει στροφές ο ελεγκτικός μηχανισμός και να περιορίσει το φαινόμενο της μη καταβολής έμμεσων φόρων στα δημόσια ταμεία. Ο υπουργός Οικονομικών κινήθηκε δυναμικά. Καθιέρωσε τακτικές συναντήσεις με τους επικεφαλής των μεγάλων εφοριών, που καλύπτουν το 70 - 75% των δημοσίων εσόδων, ώστε να ενημερώνεται για τυχόν προβλήματα και να διευθετούνται άμεσα. Επιπλέον, εξέδωσε τις ερμηνευτικές εγκυκλίους για μια σειρά φορολογικών διατάξεων, με πιο επίμαχη αυτήν που αφορούσε την ποινικοποίηση οφειλών άνω των 5.000 ευρώ προς το Δημόσιο. Ο συνδυασμός του φιλότιμου που επέδειξε το σώμα των εφοριακών και του φόβου ποινών συνέβαλε, παρά τον επιλεκτικό πανικό των ημερών, στο να διατηρηθούν τα έσοδα του κράτους την περίοδο Μαΐου - Ιουνίου σχεδόν στα ίδια επίπεδα με το ίδιο δίμηνο του 2011 (7 δισ. το 2012 έναντι 7,4 δισ. το προηγούμενο έτος).
Η μεγαλύτερη αγωνία εκείνες τις ημέρες, ωστόσο, δεν αφορούσε πόσα εισέρρεαν στο δημόσιο ταμείο, αλλά πόσα δραπέτευαν, κάθε μέρα και με κάθε τρόπο, από τους καταθετικούς λογαριασμούς των τραπεζών.
«Εκανε φτερά» το ένα όγδοο των καταθέσεων
Οι ελληνικές τράπεζες γνώρισαν στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα τις καλύτερές τους μέρες, χάρη στην απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς και τη ραγδαία τους επέκταση στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ηταν όμως αναπόφευκτο να τις συμπαρασύρει η κρίση υπερχρέωσης του ελληνικού Δημοσίου. Η αποκοπή τους από τη διατραπεζική αγορά, η εκροή καταθέσεων, που ξεκίνησε το 2009 και παρουσίαζε εξάρσεις σε περιόδους αυξημένης πολιτικής αναταραχής, και τέλος το PSI, που εκμηδένισε την κεφαλαιακή τους βάση, τις μετέτρεψαν σε δυόμισι χρόνια από εθνικούς και περιφερειακούς πρωταθλητές σε ζωντανούς νεκρούς, που εξακολουθούσαν να υπάρχουν αποκλειστικά χάρη στη ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η προκήρυξη των εκλογών τον Απρίλιο είχε ήδη θορυβήσει τους καταθέτες και είχε εντείνει τον ρυθμό των αποσύρσεων. Το αποτέλεσμα επιτάχυνε περαιτέρω τη φυγή. Από 165,9 δισ. ευρώ στις 31 Απριλίου (και 237 δισ. στα τέλη του 2009), οι καταθέσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών είχαν μειωθεί ένα μήνα αργότερα στα 157,4 δισεκατομμύρια, ενώ ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών όδευε κάτω από τις 500 μονάδες (θα έκλεινε στο ναδίρ των 476,36 μονάδων στις 5 Ιουνίου) και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων άγγιζαν το 30%.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες τραπεζικές πηγές, το χαμηλότερο σημείο στις καταθέσεις σημειώθηκε στις 19 Ιουνίου, δύο μέρες μετά τις εκλογές, στα 145,4 δισεκατομμύρια ― με άλλα λόγια, σε επτά εβδομάδες έκανε φτερά το ένα όγδοο των ήδη δραστικά συρρικνωμένων καταθετικών αποθεμάτων των τραπεζών. Μόνο τις δύο τελευταίες εργάσιμες ημέρες πριν από τις εκλογές, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η ημερήσια εκροή ήταν της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ (περίπου 3 δισ.). Από τις αποσύρσεις αυτές, η πλειονότητα υπολογίζεται ότι κατευθυνόταν στα συρτάρια και τα στρώματα των πανικόβλητων καταθετών. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο πριν από τις εκλογές του Ιουνίου, τα χαρτονομίσματα σε κυκλοφορία είχαν φτάσει τα 48 δισ. ευρώ, πάνω από το 25% του ΑΕΠ. Τα φυσιολογικά επίπεδα σε ανεπτυγμένες οικονομίες είναι 6-8% του ΑΕΠ, ενώ η αξία των χαρτονομισμάτων σε κυκλοφορία στην Ελλάδα προ κρίσης ήταν λίγο κάτω από τα 20 δισ. ευρώ.
Κορυφαίο στέλεχος μεγάλης τράπεζας αναφέρει ότι τα θησαυροφυλάκιά της είχαν την περίοδο εκείνη πενταπλάσιο ποσό μετρητών απ’ ό,τι διατηρούσαν σε εποχές ομαλότητος. Τα μέτρα ασφαλείας στα υποκαταστήματα ήταν ενισχυμένα, καθώς η ανησυχία των πολιτών για τις οικονομίες τους συχνά οδηγούσε σε εντάσεις όταν τα αιτήματά τους δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν άμεσα από τους υπαλλήλους. Την ίδια στιγμή, η αυξημένη διακίνηση ρευστού είχε προκαλέσει φόβους έξαρσης ληστειών. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», διερευνάτο ευρέως η ιδέα επιβολής αυστηρού περιορισμού στις ημερήσιες αναλήψεις τις κρίσιμες εκείνες εβδομάδες. Τελικά απορρίφθηκε γιατί κρίθηκε ότι θα ενέτεινε τον πανικό.
Σε πολλές περιπτώσεις, όπως εξιστορούν υψηλόβαθμοι παράγοντες της τραπεζικής αγοράς, οι καταθέτες δεν απέσυραν καν τα χρήματά τους - απλά ήθελαν να τα δουν με τα μάτια τους. Ενας συγκεκριμένος εμφανίστηκε σε υποκατάστημα τράπεζας στα βόρεια προάστια των Αθηνών και ζήτησε 1,8 εκατομμύρια σε μετρητά. Οι υπάλληλοι του είπαν να επιστρέψει σε δύο μέρες, οπότε και είχαν έτοιμα τα λεφτά, κατόπιν σχετικής αίτησης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Οταν τον συνόδευσαν στο θησαυροφυλάκιο και βεβαιώθηκε ότι το ποσό ήταν όλο εκεί, τους είπε να τα κρατήσουν. Το επεισόδιο αυτό και άλλα παρόμοια υπογραμμίζουν με γλαφυρό τρόπο τον κλονισμό της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα.
Στο κλίμα τρόμου συνέβαλαν και τα ΜΜΕ. Μάλιστα, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, οι αναλήψεις κορυφώνονταν καθημερινά μεταξύ 10 και 12 το πρωί, μετά το πέρας των πρωινών ενημερωτικών εκπομπών, που δεν φιλοξενούσαν τις πιο νηφάλιες δυνατές αναλύσεις της κατάστασης της χώρας. Οι αναλήψεις ήταν επίσης υψηλότερες τις Παρασκευές, όταν πολλοί θυμούνταν τις φήμες που είχαν καλλιεργηθεί για μη αναστρέψιμες αποφάσεις που θα λαμβάνονταν κάποιο Σαββατοκύριακο.
Η ΕΚΤ, ο δανεισμός από το ELA και η καταλυτική παρέμβαση των ΗΠΑ
Για να μπορέσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να ανταποκριθεί στην τεράστια ζήτηση, χρειάστηκε την ενεργό υποστήριξη του συστήματος διαχείρισης μετρητών της Τράπεζας της Ελλάδος, με τα δύο βασικά του γραφεία στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και τα περιφερειακά του υποκαταστήματα, από την Πάτρα ώς τη Ρόδο και τη Μυτιλήνη. Η πρωτοφανής κατάσταση στην Ελλάδα, την οποία τα διεθνή ΜΜΕ χαρακτήριζαν bank jog, που το παραμικρό επεισόδιο θα μπορούσε να μετατρέψει σε run, οδήγησε σε τεταμένες συζητήσεις στο αρχηγείο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη.
Η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τον δανεισμό του Ευρωσυστήματος είχε ήδη, στο τέλος Απριλίου, φτάσει τα 121 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 62 δισ. ήταν απευθείας από την ΕΚΤ. Ηδη πριν από τις πρώτες εκλογές, η Τράπεζα της Ελλάδος είχε καταθέσει αίτημα για σημαντική αύξηση της παροχής μετρητών από το Ευρωσύστημα.
«Αν ζητούσαμε την αύξηση της παροχής μετρητών την περίοδο μεταξύ των δύο εκλογών, μπορεί και να μην τα παίρναμε», εκτιμά στην «Κ» ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος. Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τις πρώτες εκλογές κατέστησαν εξαιρετικά προβληματική την περαιτέρω χρηματοδότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, για δύο θεμελιώδεις λόγους.
Ο πρώτος ήταν ότι οι ελληνικές τράπεζες, μετά το PSI, που αφάνισε τα κεφάλαιά τους, ήταν στην ουσία πτωχευμένες, και το καταστατικό της ΕΚΤ απαγορεύει τη χρηματοδότηση μη φερέγγυων τραπεζών – κάτι στο οποίο έκαναν επανειλημμένως αναφορά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας.
Ο δεύτερος λόγος αφορούσε την προοπτική εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη: δεδομένης της ήδη μεγάλης έκθεσης κεντρικών τραπεζών όπως η Bundesbank στη χώρα μας στο πλαίσιο του συστήματος πληρωμών Target 2 -ποσά που ήταν λογιστικές αποτυπώσεις, αλλά που θα μετατρέπονταν σε άγνωστο αλλά σημαντικό βαθμό σε ζημίες σε περίπτωση Grexit- υπήρχαν έντονες επιφυλάξεις στο ενδεχόμενο αύξησης της έκθεσης της ΕΚΤ στην Ελλάδα με νέο δανεισμό.
«Ηταν το ιδανικό παράδειγμα του πώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καλείται να καλύψει την αδράνεια των πολιτικών ενώπιον της κρίσης», δηλώνει στην «Κ» ο επικεφαλής της Bundesbank. Οπως παρατηρεί ο κ. Βάιντμαν, «ενώ οι πολιτικοί συζητούσαν ανοιχτά το αν θα παραμείνει ή όχι η Ελλάδα στην Ευρωζώνη, η έκθεση του Ευρωσυστήματος στη χώρα συνέχιζε να αυξάνεται».
Για να καμφθούν οι ανησυχίες ορισμένων μελών του διοικητικού συμβουλίου που σχετίζονταν με την πορεία της Ελλάδας μετά τις 17 Ιουνίου, αποφασίστηκε η επιπλέον χρηματοδότηση να γίνει αποκλειστικά μέσω ELA (Emergency Liquidity Assistance). Τα χρέη του ELA περνούν στον ισολογισμό της εθνικής κεντρικής τράπεζας (της Τράπεζας της Ελλάδος), η οποία θα κατέγραφε και τις σχετικές ζημίες σε περίπτωση πραγματοποίησης του σεναρίου τρόμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τον ELA, το επιτόκιο του οποίου ήταν περίπου 6 φορές υψηλότερο από το 0,5% (τότε) της ΕΚΤ, έφτασε στις 31 Μαΐου τα 124 δισ. ευρώ, ενώ τα εναπομείναντα δάνεια από την ΕΚΤ έπεσαν στα 3,5 δισ. ευρώ.
Ακόμα κι έτσι, από συνομιλίες με καλά πληροφορημένες πηγές, προκύπτει ότι στις κρίσιμες στιγμές των διαβουλεύσεων για τη συνεχιζόμενη στήριξη των ελληνικών τραπεζών η παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρξε καταλυτική για την αποτροπή αποφάσεων που θα είχαν μη αναστρέψιμες συνέπειες. Η κυβέρνηση Ομπάμα, εν μέσω προεκλογικής περιόδου και με την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας να παραμένει αβέβαιη, ήθελε πάση θυσία να αποφύγει μια τρικυμία στην Ευρώπη.
Οι απαιτήσεις για ενέχυρα
Ομως και η δυνατότητα δανεισμού από τον ELA δεν ήταν απεριόριστη. Οι απαιτήσεις για ενέχυρα της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν πιο χαλαρές από αυτές της ΕΚΤ, αλλά δεν ήταν ανύπαρκτες. Καθώς η εξάρτηση των τραπεζών από το ELA αυξανόταν, ο κίνδυνος ήταν ορατός να μείνουν οι τράπεζες χωρίς άλλα στοιχεία ενεργητικού που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρα. Σε αυτή την περίπτωση, η γραμμή χρηματοδότησης θα στέγνωνε και οι τράπεζες θα κατέρρεαν, παρασύροντας τη χώρα εκτός ευρώ.
Η έξοδος από το ευρώ «θα ήταν η απόλυτη καταστροφή», τονίζει ο κ. Προβόπουλος. Η ανυπαρξία ξένου συναλλάγματος, όπως εξηγεί, θα σήμαινε αδυναμία εισαγωγής καυσίμων (πετρελαίου, αερίου) και φαρμάκων και, ως συνέπεια, αδυναμία λειτουργίας της Αστυνομίας και του Στρατού, κλειστά νοσοκομεία, διακοπές ηλεκτροδότησης, ενώ οι μαυραγορίτες θα αλώνιζαν – «θα πηγαίναμε πέντε δεκαετίες πίσω».
Στα τέλη Σεπτεμβρίου φέτος, η συνολική εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα, από τα 140 δισ. ευρώ στην κορύφωση της κρίσης τον Ιούνιο του 2012, είχε μειωθεί στα 72,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων μόνο τα 8,9 αφορούσαν το ELA.