Γιατί δεν γιορτάζουμε την πτώση του Τείχους
Νίκος Μαραντζίδης
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
«Από το Στετίνο στη Βαλτική έως την Τεργέστη στην Αδριατική Θάλασσα, ένα Σιδηρούν Παραπέτασμα πέφτει πάνω στην ήπειρο», ανέφερε (ανάμεσα σε άλλα) ο Τσώρτσιλ, περιγράφοντας τη νέα πραγματικότητα, στην περιβόητη ομιλία του στο Μιζούρι των ΗΠΑ, τον Μάρτιο του 1946. Μισό αιώνα αργότερα το παραπέτασμα εκείνο κατέρρευσε «σαν χάρτινος τίγρης» όπως θα έλεγε ο Μάο Τσε Τουνγκ.
Κλείνουν 25 χρόνια φέτος από τις «βελούδινες επαναστάσεις» της Ανατολικής Ευρώπης. Επρόκειτο για γεγονότα παγκόσμιας σημασίας που επηρέασαν όχι μόνο τη ζωή των εκατομμυρίων πολιτών που ζούσαν εκεί αλλά και της Ευρώπης ως σύνολο και, εμμέσως, ολόκληρου του πλανήτη. Αν για τον έναν ολοκληρωτισμό, τον ναζισμό, η ανθρωπότητα χρειάστηκε να περιμένει δώδεκα χρόνια, πληρώνοντας το τίμημα με εκατομμύρια νεκρούς και την πιο βάρβαρη διαδικασία μαζικής δολοφονίας που γνώρισε ποτέ, το Ολοκαύτωμα, για τον κομμουνισμό χρειάστηκε να περιμένει μισό αιώνα και βάλε. Μάλιστα, ο δυτικός κόσμος, συχνά, επέλεγε να κλείνει τα μάτια του μπροστά στα γκουλάγκ, στο χολοντομόρ (εξόντωση διά της πείνας στην Ουκρανία) και στα διάφορα Κατίν, εγκαταλείποντας στον σιωπηλό τους θρήνο εκατομμύρια θύματα.
Σε όλη την Ευρώπη, και όχι μόνο την Ανατολική, η πτώση του κομμουνισμού γιορτάζεται με σημαντικές εκδηλώσεις και συζητήσεις σε μια προσπάθεια, από τη μία να πανηγυριστεί η επανένωση της Ευρώπης και η έλευση της Δημοκρατίας, και από την άλλη να υπάρξει ένας αναστοχασμός για την πορεία αυτών των 25 χρόνων.
H πτώση του κομμουνισμού πανηγυρίζεται στην Ευρώπη. Σε κάθε χώρα της; Οχι ακριβώς. Στη χώρα μας το γεγονός αντιμετωπίζεται με αδιαφορία –αν όχι εχθρικά– από ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών. Ως να πρόκειται για κάτι που δεν μας αφορά, που είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Το αξιοπερίεργο μάλιστα είναι πως σε αυτή τη χώρα, τα έτη 1944-1949, διεξήχθη ένας σκληρός εμφύλιος πόλεμος κατά τον οποίο η εμπλοκή των γειτονικών Λαϊκών Δημοκρατιών, υπό την ευλογία της Μόσχας, υπήρξε συστηματική και άκρως επικίνδυνη. Ευτυχώς, χάρη κυρίως στην παρέμβαση των Βρετανών το 1944 και των Αμερικανών το 1947-1948, η Ελλάδα γλίτωσε τις καταστροφικές συνέπειες μιας κομμουνιστικής νίκης.
Πού οφείλεται λοιπόν αυτή η παγερή στάση της ελληνικής κοινωνίας; Στη διαπαιδαγώγησή της τόσο από τη Δεξιά όσο και την Αριστερά μεταπολεμικά. Η Δεξιά οικοδόμησε, πράγματι, ένα κράτος που επιδίωξε συστηματικά τη διαμόρφωση μιας αντικομμουνιστικής εθνικής συνείδησης. Η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη ταυτίστηκε με την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη αλλά κυρίως ως προς τη σταθερότητα του αντικομμουνισμού της και όχι ως προς τις βασικές αντιλήψεις της για την ποιότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και την ανοικτή κοινωνία. Η μάχη ενάντια στον κομμουνισμό, που μετά τον Εμφύλιο αναδείχτηκε στον «νυν υπέρ πάντων αγώνα», ταυτίστηκε με την υπεράσπιση της θρησκείας και άλλων παραδοσιακών δομών καθώς και της ακεραιότητας της χώρας, αλλά όχι με άλλες αξίες όπως ο φιλελεύθερος ορθολογισμός, ο πλουραλισμός και η ατομική ελευθερία.
Ο πρωταρχικός στόχος της αντιμετώπισης της κομμουνιστικής απειλής ευνόησε την ανάπτυξη ενός αστυνομικού κράτους με διακρίσεις σε βάρος των αριστερών πολιτών. Στη συνέχεια, η δικτατορία των συνταγματαρχών υπήρξε η καρικατούρα αυτού του είδους αντικομμουνισμού και η κατάρρευσή της συμπαρέσυρε μαζί της την πολιτική ιδεολογία αυτή. Στη μεταπολίτευση οι αντικομμουνιστές ντρέπονταν γι’ αυτό που ήταν από φόβο μήπως και οι υπόλοιποι τους χαρακτηρίσουν, ευλόγως, χουντικούς.
Ούτε όμως και η Αριστερά κατάφερε να αντλήσει κριτικά και γόνιμα συμπεράσματα από το τραυματικό παρελθόν της. Για την εξέλιξη αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός πως κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου η έδρα του ΚΚΕ μεταφέρθηκε στις ανατολικές χώρες και εν προκειμένω μετά το 1948 στο Βουκουρέστι όπου παρέμεινε εκεί έως το 1974. Ζώντας μέσα σε συνθήκες υπαρκτού σοσιαλισμού, η ηγεσία του ΚΚΕ βρέθηκε απόλυτα εξαρτημένη από τις εξελίξεις στον σοβιετικό συνασπισμό και στην ΕΣΣΔ. Σταλινικό επί Στάλιν, χρουστσοφικό επί Χρουστσόφ, μπρεζνιεφικό επί Μπρέζνιεφ και γκορμπατσοφικό κατά την εποχή της περεστρόικας, το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κίνημα δεν ανέπτυξε ισχυρά κριτικά αντανακλαστικά έναντι της ΕΣΣΔ, ούτε και μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί ουσιωδώς τη σημασία των ευρωπαϊκών θεσμών και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Φωτεινές εξαιρέσεις όπως αυτές του Φαράκου και του Κύρκου πολύ λίγο επηρέασαν την κουλτούρα της Αριστεράς στη χώρα μας, που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να εμπνέεται από έναν παλιομοδίτικο κρατισμό και ξεπερασμένους εμφυλιοπολεμικούς ήρωες.
Πώς, λοιπόν, να πανηγυρίζει η χώρα για το 1989; Εξάλλου, ήταν ακριβώς εκείνο το καλοκαίρι, που όταν ο κομμουνισμός κατέρρεε με πάταγο, στην Ελλάδα οι κομμουνιστές αποφάσιζαν να συνεργαστούν κυβερνητικά με τη Δεξιά για να διώξουν από την εξουσία τους σοσιαλιστές. Αν δεν είναι σημάδι επαρχιωτισμού και απομονωτισμού αυτό, είναι οπωσδήποτε απόδειξη οπορτουνισμού.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.