Φ. Γεωργελές: Δεν μπορεί οι νέοι να λένε «όχι αξιολόγηση»
ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Βρήκα τον Φώτη Γεωργελέ να με περιμένει στον εξωτερικό χώρο του «Κεντρικόν». Είχε έρθει στο γεύμα μας μάλλον φαγωμένος και πάντως δεν πεινούσε ιδιαίτερα.
Αυτό που επιθυμούσε περισσότερο ήταν ένας καφές. Αφού καθίσαμε μέσα, σχολίασα ότι έδειχνε αγουροξυπνημένος. Είχε το στερεοτυπικό ύφος του δημοσιογράφου της σχολής του ’80 και του ’90, του παλαιού (πια) περιοδικατζή, που έχει ξενυχτήσει (γράφοντας; πίνοντας; και τα δύο αυτά μαζί;). Η αλήθεια ήταν πολύ πιο πεζή: απανωτές ενέσεις (και απονευρώσεις), από τρεις διαφορετικούς οδοντογιατρούς, τον είχαν κάνει να δείχνει ζαλισμένος.
Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε από το να είναι χειμαρρώδης στη συζήτηση που ακολούθησε -τρώγοντας παράλληλα και ένα ταπεινό κομμάτι σπανακόπιτα (χρειάστηκε να περιμένει κάμποσο για εκείνο τον καφέ – και για ένα τσιγάρο επίσης). Ο Φώτης Γεωργελές, εξάλλου, υπήρξε από το ξεκίνημα της κρίσης ένας από τους πλέον μαχητικούς πολιτικούς αρθρογράφους. «Ολοι μού έλεγαν, εσύ που έγραφες τόσο ρομαντικά, τόσο κινηματογραφικά, τι έχεις πάθει; Μα τι άλλο να έγραφα το ’09, το ’10, το ’11, το ’12;».
Κάπως έτσι απέκτησε πολύ γρήγορα ευρύ κοινό. «Ναι, οι εννέα στους δέκα με έβριζαν», σχολιάζει καθώς παραγγέλνουμε. Είχε όντως καταχωρισθεί (ερήμην του) στους λεγόμενους «μνημονιακούς». «Εντάξει, υπάρχει μια υπερβολή όταν λέω “οι εννιά στους δέκα”, αλλά κάτι τέτοιο ίσχυε στην αρχή. Και να σκεφτείτε ότι δεν υπερασπιζόμουν τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Αλλά, όχι, ακόμα και η “τρίτη φωνή” απαγορεύεται. Ή εμείς ή οι προδότες, ένα πράγμα. Δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα το ενδιάμεσο. Οι μεγαλύτερες εντάσεις προέκυψαν στο ξεκίνημα της κρίσης, όταν ακόμα επικρατούσε μια άρνηση της πραγματικότητας. Τώρα πια κάποιοι τελείωσαν με το “ποιος φταίει, να πληρώσει” και σκέφτονται τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει από εδώ και στο εξής».
Του εκφράζω τη δική μου, προσωπική αγωνία: οι λειψές γνώσεις στα οικονομικά και πώς με προβλημάτιζε όταν με καλούσε η «Κ» να προβώ σε πολιτικό σχολιασμό. Αντιδρά αμέσως. «Μα δεν χρειάζεται να ξέρεις και τόσα οικονομικά. Είδατε το βιβλίο της Kajsa Ekis Ekman, της Σουηδής δημοσιογράφου, που κυκλοφόρησε από τον Κέδρο; Από τις πρώτες σελίδες γράφει ότι η Ελλάδα πληρώνει 17 δισ. το τρίμηνο σε τόκους. Αυτό μας κάνει περίπου 70 δισ. τον χρόνο. Δεν χρειάζεται να ξέρετε από οικονομία για να καταλάβετε ότι η κυρία γράφει ανοησίες. Αφήστε που η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει πρόλογο του Αρη Χατζηστεφάνου, ο οποίος γράφει ότι οι εφημερίδες της Κατοχής άλλαξαν όνομα για να επιβιώσουν μετά το πέρας του πολέμου, συνεπώς, σήμερα οι “δωσιλογικές” εφημερίδες του Μνημονίου, τι θα κάνουν στο μέλλον;».
Το πρόβλημα του Τύπου
Μιλάει με ένταση, χωρίς όμως να υψώνει τους τόνους, παθιάζεται δίχως να χάνει το χιούμορ του και γελάει μάλλον εύκολα. Το τελευταίο του σχόλιο μου δίνει πάντως την αφορμή να τον ρωτήσω για τον ελληνικό Τύπο και την κρίση. «Τα προβλήματα του Τύπου στην Ελλάδα είναι πολιτικά. Ο Τύπος έχει πρόβλημα διεθνώς, είναι ένα παγκόσμιο θέμα: δεν μπορούμε να βρούμε ένα νέο business model. Είμαστε στην εποχή του Διαδικτύου και αυτό είναι ένα παγκόσμιο δεδομένο. Αλλά ειδικά τα προβλήματα του ελληνικού Τύπου είναι προβλήματα πολιτικά. Πώς να υπάρξει υγιής Τύπος στην Ελλάδα τη στιγμή που ένα μεγάλο μέρος του είναι χρεοκοπημένο; Ορισμένα κανάλια κι εφημερίδες στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ελπίζοντας ότι, αν έρθει στην εξουσία, θα τους σβήσει τα χρέη».
Δεν δείχνει πάντως να οργίζεται τόσο όσο να στεναχωριέται. «Ναι, διότι είναι κρίμα. Περάσαμε πέντε χρόνια με τόση στέρηση και πίεση. Ανθρωποι πέθαναν και αντί να συμφωνήσουμε στα βασικά, συζητάμε αν θα πρέπει να πωληθεί μια προβληματική κρατική εταιρεία ή φτάνουμε να συζητάμε πάλι για εκλογές. Επιπλέον, το πολιτικό σύστημα “παίζει” αποκομμένο από την κοινωνία. Ενδιαφέρει κανέναν έξω από αυτούς τους ίδιους ποιος θα είναι αύριο υπουργός; Πέρασαν τέσσερα κόμματα από την κυβέρνηση και δεν έχει βρεθεί άκρη. Κι όμως, αυτή η χώρα είναι μια σπάνια, ευρωπαϊκή χώρα, πύλη της Δύσης, ανάμεσα σε τρεις ηπείρους. Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να ζούμε ανθρώπινα. Επιλέξαμε όμως να ζούμε όπως ζήσαμε επειδή πιστεύαμε ότι αυτό είναι το σωστό. Ο λαός αυτός δεν τα πάει καθόλου καλά με τα νούμερα. Δεν πιστεύει στα νούμερα. Ολα είναι συναίσθημα. Λες και το συναίσθημα είναι κάτι άλλο, εκτός μυαλού, μόνο για τους ηλίθιους».
Η κοινωνία στηρίζει όσους λένε αυτά που θέλει να ακούσει
«Ο λαός αυτός δεν τα πάει καλά με τα νούμερα». Επαναλαμβάνω αυτή την πρόταση του Φώτη Γεωργελέ για να του θέσω ένα χιλιομασημένο ερώτημα που όμως επανέρχεται διαρκώς: φταίει μόνο το πολιτικό σύστημα ή φέρει ευθύνες και ο λαός; Γελάει με νόημα. «Δηλαδή, ο κόσμος είναι μόνον θύμα; Μα είναι υποτιμητικό και για εμάς τους ίδιους να λέμε έπειτα από τόσα χρόνια ότι καταχθόνιοι πολιτικοί έφταιγαν κι ότι εμείς ήμαστε μια κοινωνία αθώων. Δεν είχαμε δικτατορία, δεν είχαμε τον Αμίν Νταντά που έκλεβε το χρυσό της χώρας και τον έστελνε στην Ελβετία, και ας μην ξεχνάμε επιτέλους ότι επί σειρά δεκαετιών, ο δικομματισμός έπαιρνε 80-90%. Ωστόσο, αυτό το παιχνίδι του ποιος φταίει-ποιος δεν φταίει, είναι αντιπαραγωγικό. Διότι κοιτάξτε τι γίνεται: ο λαός λέει ότι φταίνε οι πολιτικοί και η πολιτική τάξη λέει, αυτά θέλει ο λαός, δεν μπορούμε παραπάνω. Τι πάει να πει αυτό; Ας μπορέσουν κι ας πέσουν ηρωικά. Αυτοί όχι μόνο δεν πέφτουν ηρωικά αλλά λένε και τις μισές αλήθειες. Και πάει έτσι το πράγμα, σε μια εποχή κατά την οποία ο κόσμος αλλάζει ραγδαία. Υπάρχουν κάθε μέρα νέες εστίες έντασης στον πλανήτη, οι ταχύτητες είναι ασύλληπτες πλέον κι εμείς είμαστε εκτός κόσμου συζητώντας κάμποσα χρόνια αν θα μπούνε ταμειακές μηχανές ή αν θα μετατίθεται ένας υπάλληλος από τον ένα όροφο του υπουργείου σε κάποιον άλλο. Οι πολιτικοί λένε τις μισές αλήθειες και η κοινωνία στηρίζει τους πολιτικούς εκείνους που της λέει αυτά που θέλει να ακούσει. Και όλο το σύστημα αναπαράγεται έτσι και ανατροφοδοτείται».
Τον ρωτώ αν είναι απαισιόδοξος. «Τελευταία, ναι» αποκρίνεται αμέσως. «Ενα διάστημα έλεγα ότι έστω κι έτσι, με την άδικη λιτότητα και τον αντιαναπτυξιακό τρόπο που καταλήξαμε να κάνουμε τις περικοπές, τα περάσαμε όλα. Το οδυνηρό το κάναμε δηλαδή. Ενα εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους για να μην πειράξουμε το κομματικό κράτος – αλλά τέλος πάντων από δω και πέρα να αρχίσουμε να δουλεύουμε. Κι όμως βλέπεις ότι αυτό το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να το κάνει. Είδατε τον τελευταίο ανασχηματισμό; Απελπισία. Φτάσαμε όμως να μηδενίσουμε τα ελλείμματα – μεγάλο κατόρθωμα για μία χώρα που έμπαινε μέσα 24 δισ. Πονέσαμε για να το κάνουμε. Από κει και πέρα μπορούσαμε να θέσουμε πέντε κοινούς στόχους και να πάμε παραπέρα – ε, δεν μπορούμε. Βλέπετε ότι ακόμα συζητάμε αν θα πρέπει να διώξουμε ανθρώπους από το Δημόσιο με πλαστά πτυχία. Βγαίνει υπουργός της κυβέρνησης και στην ουσία λέει ότι συμφωνεί με τη Ρένα Δούρου. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι αυτό ή εκείνο το κόμμα, το πρόβλημα είναι ευρύτερο και βαθύτερο».
Κανένα κόμμα δεν θέλει να θιγεί ο κρατικός μηχανισμός
Καθώς τελειώνουμε το φαγητό και, επιτέλους, ο Φώτης Γεωργελές παραγγέλνει τον καφέ που ονειρευόταν, συζητάμε για την άνθιση της ελληνικής «νέας δημοσιογραφίας» περί τα μέσα των ’80s. «Ξεκινήσαμε με ορμή το "Κλικ" το ’87, έγιναν μερικά ωραία πράγματα αλλά γρήγορα το όλο εγχείρημα πήρε μια μορφή με την οποία εγώ δεν ήθελα να έχω σχέση. Στα δύο χρόνια πάνω, έφυγα. Οχι ότι έκανα αγώνα εναντίον του lifestyle - διότι εξίσου μου τη δίνει η έντεχνη γκρίνια με το ροζ lifestyle. Απλώς, ενώ αρχικά μιλούσαμε για μια άλλη δημοσιογραφία και στην Ελλάδα επιτέλους, για μια κοινωνιολογία της καθημερινής ζωής, περάσουμε στο "ψυχαγωγικό δελτίο", στο "να περνάτε καλά", "Μύκονος" κ.λπ. Η κοινωνία όμως φαίνεται πως ήθελε κάτι τέτοιο. Ξαφνικά είχε λεφτά. Επιδοτήσεις, προγράμματα, πακέτα από την Ευρώπη – απαραίτητα όλα αυτά μετά από δεκαετίες ανέχειας και στερήσεων, αλλά έγιναν με τους λάθους όρους. Δεν ξέραμε πώς και τι να τα κάνουμε όλα αυτά τα χρήματα».
Τον διακόπτω, ρωτώντας τον αν ο μεγάλος υπεύθυνος εδώ ήταν το ΠΑΣΟΚ. «Το 1981 ήμασταν πολύ μικροί, φτωχοί και αθώοι για να καταλάβουμε πλήρως τι γινόταν έως τότε στο ελληνικό Δημόσιο», αποκρίνεται. «Διότι μπορεί να μιλάμε για το πελατειακό κράτος του ΠΑΣΟΚ αλλά προηγουμένως γινόταν κάτι διαφορετικό δηλαδή; Η μεγάλη και σχεδόν αποκλειστική ευθύνη του ΠΑΣΟΚ ήταν ότι απενοχοποίησε τη νοοτροπία αυτή, για να φτάσουμε μετά το 2004 στο "νόμιμο και το ηθικό" του Βουλγαράκη – δηλαδή, σε μια κουλτούρα που ξεπέρασε το ΠΑΣΟΚ. Σήμερα πάντως το ΠΑΣΟΚ έχει καταστραφεί - μετανάστευσε κανονικά στον ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ που τα λέμε όμως, το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι μόνον η Κεντροαριστερά; Η Κεντροδεξιά δεν είναι πρόβλημα; Επειδή έχει ένα κόμμα στην εξουσία; Εκεί κι αν έχει κρίση ταυτότητας. Κι αν η ιδέα περί μεταρρυθμίσεων που έχουν είναι αυτό που έκαναν με τη ΝΕΡΙΤ, καήκαμε. Πάντως, θα μπορούσαμε να έχουμε χρεοκοπήσει από το 1985 και το 1992, αλλά το μαζέψαμε. Αυτό γινόταν πάντοτε αλλά το 2009 είχε πλέον "χαθεί η μπάλα" με τη γνωστή ελληνική αριστεροδεξιά πολιτική του όσο πιο πολλά καταναλώνουμε τόσο καλύτερα. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας είναι ότι δεν έχουμε καταλάβει ακριβώς τι συνέβη. Και δεν είναι μόνον οι λεγόμενοι "ψεκασμένοι" αλλά και οι υποτιθέμενοι σοβαροί: ο ένας έτρεχε στα Ζάππεια, "να πάρουμε την πατρίδα μας πίσω" και "έχω πλάνο να βγούμε σε 18 μήνες από την κρίση", κι ο άλλος έλεγε "σπαράζει η σοσιαλιστική καρδιά μου".
»Επειτα, είδαμε μέσα σε αυτά τα 40 χρόνια έναν-έναν!- επαγγελματικό κλάδο να βγει και να πει, πρέπει να αλλάξουμε πορεία; Δικηγόροι, φαρμακοποιοί, γιατροί, εκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι, ταξιτζήδες, βενζινάδες – κανένας δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα. Τόσα χρήματα όλα αυτά τα χρόνια και δεν φτιάξαμε τίποτα, απλώς περάσαμε καλά. Και ονειρευόμαστε τη σύνταξη. Βλέπω σχεδόν κάθε μέρα στις εφημερίδες τίτλους, "νέες ευκαιρίες για συνταξιοδότηση", αυτό είναι το όνειρό μας, σύνταξη στα πενήντα. Ολο αυτό είναι μια τρομακτική πράξη κατά των παιδιών μας διότι αυτά θα μας πληρώνουν με τα 500 ευρώ μισθό και με το ένα εκατομμύριο ανέργους να περιμένει. Πες όμως ότι εμείς οι πενηντάρηδες είμαστε αυτοί που δεν θέλουμε να αλλάξει τίποτα. Οι νέοι γιατί δεν μας παίρνουν με τις πέτρες; Είπε ποτέ κανένας τους γι’ αυτές τις συντάξεις; Το μόνο που είπαν οι νέοι είναι ότι αυξάνεται το όριο ηλικίας και μειώνεται η σύνταξη και το λένε διότι έτσι ζούνε: με τη σύνταξη του μπαμπά και της μαμάς στα 50 της. Και βολεύονται. Οσο σκληρό κι αν είναι αυτό που λέω, μια κοινωνία φαίνεται γερασμένη από τους νέους της όχι από τους γέρους της. Εδώ ακούς νέους να μη θέλουν την αξιολόγηση. Είναι κακό πράγμα η αξιολόγηση όπως τη σχεδιάζει η κυβέρνηση; Ωραία, προτείνετε μιαν άλλη. Δεν γίνεται όμως να λες "όχι στην αξιολόγηση γενικά".
»Στο Δημόσιο έκαναν οριζόντιες μειώσεις μισθών, έπαιξαν με τους διάφορους κωδικούς για να εμφανίσουν δήθεν απολύσεις και καθάρισαν. Επρεπε να γίνουν ριζικές αλλαγές σε όλη τη νοοτροπία του Δημοσίου αλλά το συντηρούν σαν μια κρατική γραφειοκρατία. Λένε κάποιοι: μειώνεται η κοινωνική δαπάνη και στενάζει η κοινωνική πρόνοια – μα στενάζει επειδή δεν θέλετε να αλλάξει τίποτα. Κανένα κόμμα δεν θέλει να θιγεί ο κρατικός μηχανισμός και συνεχίζουμε να κάνουμε σενάρια μόνοι μας, απ’ το κεφάλι μας, να επιδιδόμαστε σε επικοινωνιακά κόλπα, αγνοώντας την πραγματικότητα, η οποία είναι πολύ σκληρή και εν τέλει είναι εναντίον μας. Θα φύγει δεν θα φύγει η τρόικα, όλο ένα παιχνίδι εσωτερικής κατανάλωσης και εσωτερικής επικράτησης, τη στιγμή που ο πλανήτης μεταμορφώνεται διαρκώς».
Εξω από το «Κεντρικόν», ο Φώτης Γεωργελές άναψε και το τσιγάρο που τόσο ήθελε. Ηταν πιο ήρεμος τώρα και σα να είχε ξεχάσει λίγο τις ενέσεις και τις απονευρώσεις. Ανηφόρησε προς την Πανεπιστημίου. Επέστρεφε στα γραφεία της Athens Voice. Με ή χωρίς κρίση, το φύλλο πρέπει πάντοτε να κλείσει.
Η συνάντηση
Γευματίσαμε στο «Κεντρικόν» (Κολοκοτρώνη 3, Σύνταγμα), μεσημέρι Παρασκευής. Ο κ. Γεωργελές παράγγειλε μια σπανακόπιτα, εμείς ψητό φιλέτο κοτόπουλο με βραστά λαχανικά. Μοιραστήκαμε μια σαλάτα, ήπιαμε κόκα-κόλα Zero. Ο κ. Γεωργελές έκλεισε με έναν εσπρέσο. Λογαριασμός 35 ευρώ, με το φιλοδώρημα.
Oι σταθμοί του
1954
Γεννιέται στην Αθήνα.
1973
Σπουδές στη Νομική Σχολή Αθηνών.
1978
Μετάβαση στο Παρίσι για μεταπτυχιακά στο εμπορικό δίκαιο. «Τα παράτησα όμως κι έκανα κοινωνιολογία και πολιτική οικονομία».
1984
Επιστροφή στην Ελλάδα. Πρώτη δημοσιογραφική του εργασία στον «Ταχυδρόμο».
1987
Μεταξύ των βασικών συντελεστών της ίδρυσης του περιοδικού «Κλικ».
1990
Αποχώρηση από το «Κλικ» και ένταξη στην «Ελευθεροτυπία». Θα ακολουθήσουν, έως το 2002, διάφορες εργασίες: διεύθυνση στο «Ε» της «Ελευθεροτυπίας», στη βραχύβια «Μεσημβρινή», θα επιστρέψει στο «Κλικ», θα περάσει και από το «Men» και από τον «Κλικ FM».
2003
Ξεκινά τη free press «Athens Voice». Εκτοτε διευθύνει και τα περιοδικά «Look», «Home» και «Soul». «Η "Athens Voice" είναι η μακροβιότερη εργασία μου», λέει σήμερα.