Το δόγμα της νέας Εθνικής
Του Αντώνη Πανούτσου
(Πηγή : http://www.protothema.gr)
Μέχρι το 2000 η Εθνική Ελλάδας υπήρχε για γέλιο ή για οργή. Στην ιστορία της είχε προκρίσεις στις μεγάλες διοργανώσεις, που όμως κατέληγαν σε μίζερες εμφανίσεις ή καταστροφές.
Στο Ευρωπαϊκό του 1980 η Ελλάδα είχε πάρει 0-0 από τη Δυτική Γερμανία, αλλά είχε χάσει από την Τσεχοσλοβακία και την Ολλανδία, πετυχαίνοντας σε τρία ματς ένα γκολ. Η πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αμερικής ήταν επιτυχία, αντιμετωπίστηκε όμως σαν αρπαχτή: από το «Γεια σου Ελλάδα», τον ύμνο της Εθνικής χρηματοδοτημένο από το κράτος που μετά τις ήττες οι δίσκοι πουλιόντουσαν τάλιρο ο ένας στο Μοναστηράκι, μέχρι την περιοδεία του ενός μηνός σε Αμερική και Καναδά, όπου οι παίκτες τσακωνόντουσαν με τον προπονητή για το πώς θα μοιραστούν τα 100 δολάρια από τα εισιτήρια των banquets που διοργάνωναν προς τιμήν τους οι Ελληνοαμερικάνοι.
Τα πάντα άλλαξαν το 2001, όταν για πρώτη φορά η Εθνική αντιμετωπίστηκε σαν κάτι περισσότερο από την ομάδα του 4-4-2. Οχι του συστήματος, αλλά της λογικής ότι καλή Εθνική είναι αυτή που έχει 4 παίκτες του Ολυμπιακού, 4 του Παναθηναϊκού, 2 της ΑΕΚ και έναν από κάπου αλλού. Για να μη λένε ότι Ελλάδα είναι μόνο η Αθήνα.
Μετά το 2001, ο Βασίλης Γκαγκάτσης, που μπορεί να είχε χίλια κακά αλλά αγαπούσε την Εθνική, έδωσε την ομάδα εν λευκώ στον Οτο Ρεχάγκελ και ανέλαβε να υπερασπίζεται κάθε επιλογή του Γερμανού. Αυτό φάνηκε με τον Γρηγόρη Γεωργάτο, τον οποίο ο Ρεχάγκελ έδιωξε όταν ο παίκτης του Ολυμπιακού είπε στον διερμηνέα να μεταφράσει ότι δεν παίζει χαφ. Αν ληφθούν δε υπ’ όψιν οι σχέσεις Γκαγκάτση - Κόκκαλη, φαίνεται πόσο αποφασισμένος ήταν ο πρόεδρος της ΕΠΟ να υποστηρίξει τις επιλογές του προπονητή.
Η πολιτική της ΕΠΟ που έλεγε ότι «ο προπονητής είναι ο μόνος υπεύθυνος για την ομάδα και η ομοσπονδία υπάρχει μόνο για να του βρίσκει λεφτά ώστε να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει» συνεχίστηκε και με τον Φερνάντο Σάντος. Είτε με τον Σοφοκλή Πιλάβιο, είτε με τον Γιώργο Σαρρή, ο Πορτογάλος ήξερε ότι αν οι πρόεδροι ζητούσαν να πάρει κάποιον παίκτη τους ή ο κόσμος βαριόταν τους ίδιους και τους ίδιους, αυτός μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Τον Ζαγοράκη να ήθελε να καλέσει, από τον Δομάζο να ζητούσε να ξαναβάλει το σώβρακο, κανένας από την ομοσπονδία δεν θα του έλεγε κουβέντα.
Στα 10 χρόνια των επιτυχιών της Εθνικής είναι σίγουρο ότι οι πρόεδροι της ΕΠΟ θα είχαν αντιρρήσεις με κάποιες επιλογές. Ιδιαίτερα στα τελειώματα του Ρεχάγκελ, όπως κάθε άλλος άνθρωπος, θα είχαν πει «όχι πάλι τον Χαριστέα» ή «Πάμε στη Νότια Αφρική και δεν πήρε τον Καρνέζη;». Αν το είπαν, όμως, το είπαν από μέσα τους. Η απόδοση των παικτών, οι επιλογές του Σάντος και τα γκολ του Μήτρογλου μπορεί να μας στέλνουν στη Βραζιλία, αλλά το δόγμα «Η Εθνική ανήκει στον προπονητή και τους παίκτες της» ήταν καθοριστικό.
Ποιος και πόσα
Ακόμα και ο Ολυμπιακός σήκωσε ψηλά τα χέρια. Πριν από δύο εβδομάδες δήλωναν δυσαρεστημένοι που ο Τύπος ασχολούνταν με το συμβόλαιο και την ενδεχόμενη μεταγραφή του Μήτρογλου. Αλλά όταν ο Μίτσελ δηλώνει «αν συνεχίσει σε αυτόν τον ρυθμό, θα είναι πολύ δύσκολο να τον κρατήσουμε στο τέλος της χρονιάς», δεν υπάρχει πια τίποτα να ειπωθεί. Μόνο το ποιος και πόσα.
Τα προσόντα
Εκτός από το οφθαλμοφανές ότι βάζει γκολ, ο Μήτρογλου έχει κι άλλα, λιγότερο ορατά, προσόντα. Είναι δυνατός, τρέχει με μισολυγισμένα γόνατα σαν τον Φαν Νίστελροϊ κρατώντας χαμηλά το κέντρο βάρους, χρησιμοποιεί καλά και τα δύο πόδια, έχει τέλειο τάιμινγκ και εξαιρετική κεφαλιά. Εντάξει, δεν είναι τόσο καλός όσο ο Ιμπραΐμοβιτς, ούτε περπατάει στο νερό σαν τον Ιησού. Το πρώτο όμως διορθώνεται, ενώ για το δεύτερο ποτέ δεν ξέρεις.