Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μικρή κόκκινη κλώσα, που σκάλιζε το χώμα στη φάρμα που ζούσε, μέχρι που ανακάλυψε μερικούς σπόρους σιταριού. Φώναξε τότε τους γείτονές της και τους είπε:
- Αν φυτέψουμε αυτούς τους σπόρους, θα μπορέσουμε να έχουμε ψωμί να φάμε. Ποιος θα με βοηθήσει στο όργωμα και στο φύτεμα; ρώτησε η μικρή κόκκινη κλώσα.
- Όχι εγώ, είπε η αγελάδα, τέλειωσε το ωράριο μου.
- Όχι εγώ, είπε η πάπια, σήμερα έχω ημιαργία. - Όχι εγώ, είπε το γουρούνι, έχω πάρει άδεια αιμοδοσίας.- Όχι εγώ, είπε η χήνα, ψάχνω για δουλειά.
- Θα το κάνω τότε μόνη μου, είπε η μικρή κόκκινη κλώσα.
Κι έτσι κι έκανε. Όργωσε το χωράφι, φύτεψε τους σπόρους, πότισε το χωράφι, το σιτάρι ψήλωσε κι ωρίμασε, που έγινε ψηλό και ολόχρυσο.
- Ποιός θα με βοηθήσει να θερίσω το σιτάρι; ρώτησε τότε η μικρή κόκκινη κλώσα.
- Όχι εγώ, είπε η πάπια, σήμερα κάνω στάση εργασίας. - Όχι εγώ, είναι εκτός της ειδικότητας μου, είπε το γουρούνι. - Όχι εγώ, θα χάσω την αρχαιότητά μου, είπε η αγελάδα. - Όχι εγώ, θα χάσω το επίδομα ανεργίας, είπε η χήνα.
- Θα το κάνω τότε μόνη μου, είπε η μικρή κόκκινη κλώσα.
Κι έτσι κι έκανε. Θέρισε το σιτάρι, έφτιαξε το αλεύρι και έφτασε επιτέλους η ώρα να φτιαχτεί το ψωμί.
- Ποιος θα με βοηθήσει να ζυμώσω το ψωμί; ρώτησε η μικρή κόκκινη κλώσα.
- Όχι εγώ, θα ήταν υπερωρία αν σε βοηθούσα, είπε η αγελάδα. - Όχι εγώ, θα έχανα το επίδομα της έγκαιρης προσέλευσης, είπε η πάπια. - Όχι εγώ, θα έχανα το επίδομα ωρίμανσης, είπε το γουρούνι. - Όχι εγώ, θα ήτανε υποτιμητικό να ήμουν εγώ η μόνη βοηθός, είπε η χήνα.
- Θα το κάνω τότε μόνη μου, είπε η μικρή κόκκινη κλώσα.
Ζύμωσε κι έψησε πέντε φραντζόλες. Μύρισε όμορφα το φρεσκοψημένο ψωμί, σε όλη η φάρμα και τότε μαζεύτηκαν όλα τα ζώα. Όλα θέλανε - για την ακρίβεια απαιτούσανε - μερίδιο απ' το ψωμί. Αλλά η μικρή κόκκινη κλώσα είπε:
- Όχι, μπορώ να φάω και τις πέντε φραντζόλες μοναχή μου.
- Αίσχος. Κερδοσκοπία!, φώναξε η αγελάδα. - Καπιταλιστική βδέλλα!, ούρλιαξε η πάπια. - Απαιτώ ίσα δικαιώματα!, διαμαρτυρήθηκε η χήνα. Και το γουρούνι, απλώς γρύλισε, καθώς βαρέθηκε να κάνει κάτι παραπάνω. Και γράψανε σε πλακάτ "Αδικία", "Η μικρή κόκκινη κλώσα να φορολογηθεί", "Να κρατικοποιηθεί το ψωμί", "Τα πεινασμένα ζώα έχουν δίκιο", "Νόμος είναι το δίκιο του γουρουνιού" και κάνανε πορεία γύρω - γύρω από τη μικρή κόκκινη κλώσα φωνάζοντας διάφορα συνθήματα.
Τότε ήρθε ο αντιπρόσωπος της κυβέρνησης και είπε στη μικρή κόκκινη κλώσα:
- Δεν πρέπει να είσαι τόσο άπληστη, δεν μπορείς να το φας μόνη σου.
- Μα εγώ δούλεψα μόνη μου, για να φτιαχτεί αυτό το ψωμί, κανένας άλλος δεν με βοήθησε, είπε η μικρή κόκκινη κλώσα. Ολομόναχη μου, τα έκανα όλα.
- Ακριβώς, είπε ο αντιπρόσωπος της κυβέρνησης. Αυτή είναι η ομορφιά της ελεύθερης αγοράς. Καθένας μπορεί να δουλεύει όσο θέλει. Αλλά, με τους σύγχρονους κρατικούς κανονισμούς, το ψωμί θα πρέπει να μοιραστεί σε όλα τα ζώα και η εσύ μικρή κόκκινη κλώσα, θα πρέπει να δώσεις φόρο την μισή φραντζόλα ψωμιού στο κράτος, να πληρώσεις ακόμα φόρο ακίνητης περιουσίας για το χωράφι που όργωσες, να πληρώσεις για να δημοσιεύσεις στις εφημερίδες φωτογραφίες του ψωμιού που έψησες και να πληρώσεις εισφορές στα ταμεία των αγροτών, των μυλωνάδων και αρτοποιών, οπότε θα σου μείνει το ένα τέταρτο της φραντζόλας. Τι νομίζεις δηλαδή, ότι εσύ θα τρως και οι άλλοι θα πεινάνε;
Και έζησε η μικρή κόκκινη κλώσα καλά - με το ένα τέταρτο της φρατνζόλας - και τα υπόλοιπα ζώα - με τις ολόκληρες φραντζόλες - ακόμα καλύτερα. Κι από τότε, η μικρή κόκκινη κλώσα σταμάτησε να φτιάχνει το ψωμί της σε αυτήν τη φάρμα και πήγαινε σε άλλη φάρμα. Οι γείτονές της όμως, η πάπια, η αγελάδα, το γουρούνι και η χήνα αναρωτιόνται ακόμα μέχρι σήμερα γιατί η μικρή κόκκινη κλώσα δεν έφτιαξε ποτέ ξανά άλλο ψωμί.
(Παραλλαγή του αγγλικού παιδικού παραμυθιού : "The little red hen.")
|