Το ανθρώπινο κόστος και το μέλλον μας
Tου Νίκου Κωνσταντάρα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Στις ΗΠΑ, η επανεκλογή του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα σε ένα μήνα θα κριθεί από το αν οι πολίτες πιστεύουν ότι το βιοτικό τους επίπεδο βελτιώθηκε τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Και αυτό θα κριθεί, σε μεγάλο βαθμό, από τον δείκτη απασχόλησης.
Την περασμένη Παρασκευή, λοιπόν, βγήκαν τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου, και ήταν ανέλπιστα καλά: η ανεργία έπεσε στο 7,8%, το χαμηλότερο ποσοστό από τον Ιανουάριο του 2009, τον μήνα που ο Ομπάμα ορκίστηκε πρόεδρος. Ο αριθμός, όμως, είναι αμφίσημος: υποστηρικτές του Ομπάμα θα πουν ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν οι ΗΠΑ είχαν ακολουθήσει άλλη οικονομική πολιτική· οι αντίπαλοί του θα ισχυρίζονται ότι η πολιτική αυτή οδήγησε σε τεράστιο δημόσιο χρέος και στασιμότητα. Η Αμερική, η μητρόπολη του καπιταλισμού, δεν ξεχνά ότι ο στόχος της οικονομικής πολιτικής είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας. Από εκεί κρίνονται πολιτικοί και πολιτικές.
Στην Ελλάδα βρισκόμαστε σε άλλο κόσμο – πέφτοντας από την υπερβολή της ευημερίας στην υπερβολή της στέρησης. Υπό τις επιταγές των δανειστών εφαρμόζεται μια οικονομική πολιτική που ενώ έχει στόχο την εξάλειψη του δημόσιου ελλείμματος και του χρέους, αυξάνει την ανεργία, μειώνει την παραγωγή, αυξάνει το κόστος του κράτους και μειώνει τα δημόσια έσοδα. Και όσο η οικονομική πολιτική στοχεύει μόνο στη λιτότητα, τόσο η πολιτική αποσυνδέεται από την κοινωνία. Οταν οι πολίτες αισθάνονται ότι οι ηγέτες τους δεν νοιάζονται, όταν κατηγορούν τις πολιτικές ηγεσίες για τα λάθη του παρελθόντος και για τη σημερινή πολιτική στέρησης, θα στραφούν προς τις «σειρήνες» των υποσχέσεων. Το Ελντοράντο δεν είναι κάποια ουτοπία του μέλλοντος, αλλά το πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ καρπώνεται τη νοσταλγία για τη χαμένη ευημερία, στο άλλο άκρο, η Χρυσή Αυγή τρέφεται με τον φόβο και την οργή, αποπλανεί αδύναμους με παραληρήματα εθνικού μεγαλείου. Το αύριο δεν ξέρουμε τι θα φέρει.
Με τα «ασυμβίβαστα» άκρα ενισχυμένα και το «βεβαρημένο» κέντρο σε μαρασμό, θα έρθει η μέρα που οι πολιτικοί δεν θα μπορούν να επιμένουν σε περικοπές και μεταρρυθμίσεις – επειδή η λαϊκή δυσφορία δεν θα τιθασεύεται. Με την ανεργία στο 24,4% τον Αύγουστο, με τους μισούς νέους χωρίς δουλειά, με 650.000 θέσεις εργασίας να έχουν χαθεί από το 2009, οι πληγές που ανοίγουν θα ταλαιπωρούν την κοινωνία για τουλάχιστον μία γενιά. Θα επηρεάσουν την ποιότητα ζωής, την κοινωνική συμπεριφορά, την οικονομική εξέλιξη και την πολιτική πορεία της χώρας.
Η αύξηση της ανεργίας, όμως, έχει και μια άλλη καθοριστική παράμετρο: αυξάνει τα βάρη σε μια κοινωνία που δεν έχει αποθεματικά – ούτε χρηματικά, ούτε ψυχικά, ούτε δημογραφικά. Η ανεργία, η αύξηση των συνταξιοδοτήσεων στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, καθώς και ο χαμηλός δείκτης γονιμότητας (1,39 παιδιά ανά γυναίκα), σημαίνουν ότι όσο καλά και αν πάνε οι μεταρρυθμίσεις, σε μερικά χρόνια ο εργαζόμενος πληθυσμός δεν θα μπορέσει να σηκώσει το βάρος των ανέργων. Με ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά παιδιών κάτω των 14 ετών στον κόσμο, (14,4%, στη 218η θέση ανάμεσα σε 226 χώρες), είναι προφανές ότι σε λίγα χρόνια οι σχετικά λίγοι εργαζόμενοι δεν θα μπορούν να συντηρήσουν τους συνταξιούχους και ανέργους, και όλα τα άλλα βάρη ενός κράτους. Εάν συνυπολογίσουμε τους μετανάστες που φεύγουν, και τους Ελληνες που μεταναστεύουν, βλέπουμε ότι η δεξαμενή φόρων και εισφορών αδειάζει.
Αυτά προκαλούν βαθιά ανασφάλεια στους πολίτες. Τα πράγματα δεν είναι όπως πριν: σήμερα όταν κάποιος απολύεται, δεν ξέρει αν και πότε θα ξαναβρεί δουλειά. Οι νέοι ωθούνται στην ταπείνωση, την απελπισία ή τη μετανάστευση. Οι όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι αισθάνονται ότι τα γεράματά τους δεν είναι εξασφαλισμένα επειδή κανείς δεν φαντάζεται ότι οι κρατικοί πόροι θα αυξηθούν ή ότι τα παιδιά τους θα μπορέσουν να ζουν τόσο άνετα ώστε να μπορούν να τους στηρίζουν.
Προφανώς η Ελλάδα πρέπει να κάνει την οικονομία της πιο παραγωγική και την κοινωνία πιο δίκαιη· είναι όμως εξίσου προφανές ότι και αυτό να συμβεί, το δημογραφικό μας πρόβλημα έχει ίσως μόνη λύση την ενσωμάτωση της οικονομίας μας σε μια ενωμένη ευρωπαϊκή οικονομία. Οσο η μια χώρα αντιμετωπίζει την άλλη με δυσπιστία, δεν πρόκειται να βρεθούν λύσεις για κοινά προβλήματα. Οσο δύσκολη και αν φαίνεται η συνεργασία, ο άλλος δρόμος οδηγεί μόνο στο χάος και στη δυστυχία.