Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την παγίδα του μοντέλου της φθηνής εργασίας



Η παγίδα του μοντέλου της φθηνής εργασίας
Του Κώστα Καλλίτση
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Στα μέσα της 10ετίας του 1980, αφηγείται ο M. Spence (που μαζί με τον G. Akerlof και τον J.Stiglitz είχε κερδίσει το Νομπέλ Οικονομίας το 2001) τον είχαν καλέσει στη Ν. Κορέα. Το μείζον πρόβλημα που συζητούσαν με άγχος ήταν ότι, μετά από δύο 10ετίες, το μοντέλο ανάπτυξης με φθηνή εργασία είχε φάει τα ψωμιά του.
Είχε καταστεί μη ανταγωνιστικό, διότι οι μισθοί είχαν αυξηθεί πολύ συγκριτικά με εκείνους άλλων χωρών. Μάλιστα, κυριαρχούσε η ιδέα να παγώσουν οι μισθοί, ώστε να διασωθεί η ανάπτυξη. Τους θύμισα -γράφει ο Μ. Spence- ότι στόχος της ανάπτυξης είναι, ακριβώς, η αύξηση των μισθών. Και τους εξήγησε ότι αυτό που περιέγραφαν ως πρόβλημα ήταν, αντιθέτως, η απόδειξη της επιτυχίας τους. Απλώς, είχε φθάσει η ώρα να περάσουν σε νέο μοντέλο ανάπτυξης (*).
Το πέρασμα από το μοντέλο του φθηνού «εργατικού κόστους» στο μοντέλο της ακριβής ανάπτυξης είναι κρίσιμο στοίχημα. Δεν το κερδίζουν όλοι, ούτε εύκολα. Στην 10ετία του 1970, οι «Τίγρεις ης Ασίας» (Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη, Ταϊβάν και Ν. Κορέα) ήταν οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς του κόσμου σε ρούχα και παπούτσια, βιομηχανίες έντασης (φθηνής) εργασίας. Στη 10ετία του 1980, αυτές οι βιομηχανίες έφυγαν και μετακόμισαν σε Ινδονησία, Βιετνάμ, Κίνα και Μπανγκλαντές. Γιατί οι «Τίγρεις» έπαψαν να διαθέτουν τόσο φθηνή εργασία. Η παραγωγική δομή τους προσανατολίστηκε σε νέα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, έντασης κεφαλαίου και γνώσης. Η διατηρήσιμη μεγέθυνση προϋποθέτει συνεχείς διαρθρωτικές αλλαγές και καινοτομία. Ορισμένες χώρες την πετυχαίνουν. Αλλες, όχι.
Η πατρίδα μας δεν συγκαταλέγεται στα προς μίμηση παραδείγματα. Στην ιστορική διαδρομή της, οι δυνάμεις του παρασιτισμού αποδείχτηκαν πάντα ισχυρότερες από τις δυνάμεις της παραγωγής, της καινοτομίας και της παραγωγικότητας. Και σήμερα. Γι’ αυτό μένει κολλημένη στο μοντέλο της φθηνής εργασίας. Σύντομη αναδρομή:
Πριν από 100 χρόνια, από την αρχή του 20ού αιώνα έως το 1912, η ελληνική οικονομία απογειώνεται συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές, πολλοί μιλούν για ένα «οικονομικό θαύμα». Και μετά, ακολουθεί η καταστροφή του 1922...
Στον μεσοπόλεμο, με νέο μοντέλο προστατευμένης ανάπτυξης, η βιομηχανική παραγωγή αυξάνεται με 7-8% επί δύο 10ετίες, η χώρα βγαίνει θεαματικά από την κρίση του 1929. Και ακολουθεί το καθεστώς της 4ης Αυγούστου κι ο μεγάλος διχασμός...
Μεταπολεμικά, επιβάλλεται ένα αυταρχικό μοντέλο αναπαραγωγής, στηριγμένο στην απαγόρευση του συνδικαλισμού, τη στέρηση ελευθεριών και τη μαζική μετανάστευση. Το οποίο, διαβαίνοντας τις κρίσεις του 1974 και 1978, κατέληξε στις «προβληματικές» το 1979 και στην «αλλαγή με τσιφτετέλια»...
Τέλος, η νέα ευκαιρία που δημιουργήθηκε από τα μέσα της 10ετίας του 1990, άφησε άθικτο το κράτος, εξαντλήθηκε εν πολλοίς σε έργα υποδομής και (χάρη στο φθηνό χρήμα λόγω ευρώ...) στην «ελληνική φούσκα» με δανεικά.
Σε μια παγκόσμια αγορά που μεταβάλλει διαρκώς τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε εθνικής οικονομίας και η σουμπετεριανή δημιουργική καταστροφή είναι επιβλητικά παρούσα, το χειρότερο που μπορείς να κάνεις είναι (έτσι, χωρίς σχέδιο, αδαής...) να αναζητείς απαντήσεις στις πρακτικές του χθες. Στο φθηνό «εργατικό κόστος», με φθηνό μισθό και φθηνές απολύσεις. Αυτό, δηλαδή, το οποίο κάνει το πολιτικό κατεστημένο της χώρας. Στο πεδίο, βεβαίως, της διαλυμένης αγοράς εργασίας και της υπερπαραγωγής 1,2 εκατομμυρίων ανέργων...

(*) M. Spence, The Next Convergence, 2011