Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για την επιστροφή του ΠΑΟΚ



Η επιστροφή του ΠΑΟΚ
Του Αντώνη Καρπετόπουλου
(Πηγή : http://www.sport.gr)
Η είδηση της πέμπτης αγωνιστικής του ελληνικού πρωταθλήματος είναι η επιστροφή του ΠΑΟΚ. Εννοώ ότι στο ντέρμπι της Θεσσαλονίκης εγώ ξαναείδα τον ΠΑΟΚ που γνωρίζω από πιτσιρικάς και δεν το λέω αυτό γιατί ο Δικέφαλος κέρδισε τον Αρη, αλλά γιατί μετά από χρόνια τον είδα επιτέλους να αντιμετωπίζει ένα αντίπαλο στην Τούμπα όπως οφείλει να το κάνει, δηλαδή σηκώνοντας το βάρος της υποχρέωσης να παίξει ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας με σκοπό όχι τη νίκη, αλλά το θρίαμβο.
Για αυτό ήταν πάντα μεγάλη ομάδα ο ΠΑΟΚ: όχι γιατί κέρδιζε τίτλους (δεν έχει κερδίσει και πολλούς…), αλλά γιατί όποιος κατέβαινε στην Τούμπα για να τον αντιμετωπίσει τον έτρεμε. Ολοι γνώριζαν πως εκεί μέσα το λαχείο μπορεί να λήξει ψηλά.
Θυμάμαι πριν από χρόνια πολλούς καυγάδες με τους οπαδούς του ΠΑΟΚ – κυρίως διαδυκτιακούς. Στα χρόνια του Φερνάντο Σάντος η αλήθεια είναι ότι ο ΠΑΟΚ είχε μια δυο καλές χρονιές – αν όχι και περισσότερες. Προ τριετίας π.χ διεκδίκησε το πρωτάθλημα από τον Παναθηναϊκό και πήρε από τον Ολυμπιακό στα πλέι οφς τη δεύτερη θέση και το δικαίωμα συμμετοχής στο Τσάμπιονς λιγκ: αν στεκόσουν στο τελικό αποτέλεσμα κακό βαθμό δεν του έβαζες, αλλά σε όλη εκείνη την περιπέτεια δεν ήταν πρωταγωνιστής ο ΠΑΟΚ αλλά μια ομάδα που φορούσε τις εμφανίσεις του χωρίς όμως να έχει την ψυχή του. Μια σειρά καλών παικτών δεν σε κάνουν ΠΑΟΚ: ΠΑΟΚ σε κάνει η πρέπουσα νοοτροπία και η δύναμη να σηκώσεις την απαίτηση της εξέδρας για θριάμβους – έστω της μίας βραδιάς.
Θυμάμαι ότι και επί Σάντος υπήρξαν μια δυο νίκες μεγάλες σε ντέρμπι με τον Αρη, αλλά είχαν πολύ βοήθεια από τη διαιτησία και πολύ σύμπτωση. Κυρίως ήταν απλές παρενθέσεις και όχι κανόνας: ο κανόνας ήταν ο ΠΑΟΚ του 1-0, ο ΠΑΟΚ του δεν παίρνω κανένα απολύτως ρίσκο, ο ΠΑΟΚ του παίζω για τους τρεις βαθμούς αδιαφορώντας για το πώς θα τους πάρω, ο ΠΑΟΚ που δεν ήταν ΠΑΟΚ. Ενώ ο ΠΑΟΚ της Κυριακής ήταν ο αληθινός ΠΑΟΚ: κάποια στιγμή μου φάνηκε πως είδα στο γήπεδο τον Κούδα, τον Γιώργο Σκαρτάδο, τον Φορτούλα, τον Αποστολίδη, τον Αναστασιάδη, τον Σαράφη, τον Κωστίκο ακόμα και τον αρτίστα που λέγονταν Πατρίσιο Κάμπς. Ολοι αυτοί θα χαίρονταν να παίζουν σε μια ομάδα που στόχος της ήταν να ενθουσιάσει το κοινό της γιατί αυτό πάντα έκαναν.       
 
Στο ποδόσφαιρο πιο πολύ από όλα μετράει η νοοτροπία: αυτή είναι που δημιουργεί ομάδες. Ο Δώνης, ΠΑΟΚτζής από τα γεννοφάσκια του δηλαδή γνώστης της λογικής του οπαδού του ΠΑΟΚ, δουλεύει πάνω σε αυτό κυρίως: ο σκοπός του είναι να βρει η ομάδα του Κλάους Αθανάσιάδη το μαγικό ιστό που μπορεί να τη δέσει με εκείνη του Κωστίκου, του Κούδα, του Σαράφη, του Λόραντ και του Χααν. Αν αυτό συμβεί, αν δηλαδή οι τωρινοί αποκτήσουν την αίσθηση της ιστορικής ευθύνης και μάθουν απέξω τα περιστατικά του βιβλίου της ΠΑΟΚτσίδικης ιστορίας όλα γίνονται. Ο Δώνης θεωρούνταν ήδη τον καιρό που δούλευε στη Λάρισα ο πλέον φέρελπις Έλληνας προπονητής.
Η σχεδόν αγγλική του νοοτροπία, η αγάπη του για το ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, η ικανότητά του στο να κρατάει τα αποδυτήρια μιλώντας στους παίκτες με ειλικρίνεια, ήταν αρετές που εξ αρχής τον διαφοροποίησαν από πολλούς συναδέρφους του. Σε ένα πρωτάθλημα όπως το δικό μας, όπου το κακό παιγνίδι είναι κανόνας και η σκοπιμότητα ευαγγέλιο, ακόμα και οι χειρότεροι επικριτές του Δώνη παραδέχονταν ότι η Λάρισα, όλες τις χρονιές της στη Σούπερ Λίγκα, είχε μήνες που έπαιζε καλό ποδόσφαιρο.
Μάλιστα αυτό το καλό ποδόσφαιρο βασίζονταν και σε διαφορετικούς πρωταγωνιστές: η Λάρισα πέρασε από τον Κυπαρίσση στο Ζουράφσκι, από το Σέρμπαν στον Κλέιτον, από τον Αλωνεύτη στον Μετίν: οι πρωταγωνιστές άλλαζαν αλλά η νοοτροπία της ομάδας ήταν πάντοτε ίδια και τα αποτελέσματα της, καλά ή άσχημα, βασίζονταν σε μια και μόνο συνισταμένη: το σεβασμό στο καλό παιγνίδι. Η Λάρισα πολύ σπάνια κέρδιζε ματς όταν ήταν χειρότερη του αντιπάλου της – οι νίκες της ήταν συνήθως αποτέλεσμα καλής δουλειάς. Ολες εξηγήσιμες, όλες αποτέλεσμα σωστής νοοτροπίας. 
Ο Δώνης στον ΠΑΟΚ πήγε για να κλείσει στόματα. Κυρίως για να αποδείξει ότι για την αποτυχία του κάποτε στην ΑΕΚ δεν έφταιγε μόνο αυτός. Την ΑΕΚ που ο Δώνης ονειρεύονταν δεν την είδαμε ποτέ. Αν τον ρωτήσει κάποιος σε πιο από τα δεκατρία επίσημα ματς που με την ΑΕΚ έδωσε, ο ίδιος ευχαριστήθηκε από το ποδόσφαιρο που έπαιξε η ομάδα του, έχω την υποψία ότι θα απαντήσει «σε κανένα».
Στα ντέρμπι π.χ εκείνης της χρονιάς τα αποτελέσματα δεν ήταν άσχημα, αλλά ο τρόπος παιγνιδιού ήταν πάντα διαφορετικός. Με τον ΠΑΟ είχε παίξει άμυνα εξ ανάγκης – δεν το επανέλαβε ούτε καν στο Καραϊσκάκη. Καλά διαστήματα η ΑΕΚ του είχε στην Κύπρο με την Ομόνοια, στην Τούμπα με τον ΠΑΟΚ, στα ματς με τον Αστέρα και την Ξάνθη, όμως άλλο είναι τα μεμονωμένα καλά διαστήματα κι άλλο το ένα ολοκληρωμένο και καλό ματς. Ο Δώνης στην ΑΕΚ ένοιωθε μόνος: η ΑΕΚ δυσκολεύονταν να τον καταλάβει και ο ίδιος δυσκολεύονταν να καταλάβει τις ανάγκες της ΑΕΚ – νόμιζε ότι ο πρωταθλητισμός ήταν η μόνη από αυτές. Στον ΠΑΟΚ αντίθετα το τι θέλει η εξέδρα το γνωρίζει και δουλεύει μεθοδικά για να καταφέρει να το προσφέρει. Είναι ακόμα μακριά από το αποτέλεσμα που έχει στο μυαλό του, καθώς η ομάδα του χρειάζεται να βρει συνέχεια και κυνικότητα, όμως με τον Αρη φάνηκε ότι το «θέλω» της εξέδρας είναι το« Εν τούτω Νίκα» και για τον ίδιο και για τον ΠΑΟΚ κι αυτό είναι αληθινά σπουδαίο.
Ο κόσμος του ΠΑΟΚ φέτος δεν έκανε είκοσι και εικοσιπέντε χιλιάδες διαρκείας όπως τα προηγούμενα χρόνια. Νοιώθει πληγωμένος από το Θεό Ζαγοράκη, δε θέλει να δει στο πρόσωπο του Σαββίδη ένα νέο Θεό: καλά κάνει. Υπάρχει μόνο ένας αληθινός Θεός: το παιγνίδι. Η Τούμπα μπορεί να ξαναγίνει τόπος ιεροτελεστίας, όπως ήταν κάποτε. Όπου το άγχος δεν το είχε ο ΠΑΟΚ, αλλά οι αντίπαλοί του, όπου η νίκη ήταν δεδομένη και το ζητούμενο ήταν η έκταση του σκορ.  Την  Τούμπα ο ΠΑΟΚ τη γέμισε για χρόνια χωρίς να είναι ΠΑΟΚ. Έπρεπε να τη δει ν αδειάζει για να θυμηθεί την ιστορική του ευθύνη απέναντι στον κόσμο της. Οι μεγάλες ομάδες δεν φοβούνται αυτή την ευθύνη: από αυτή αντλούν δύναμη.