Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Ένα διαφωτιστικό άρθρο για τις ομοιότητες και διαφορές της Ελλάδας σήμερα με την Αργεντινή του 2000


Ομοιότητες και διαφορές της Ελλάδας σήμερα με την Αργεντινή του 2000
Κι όμως, η λατινοαμερικανική χώρα υπήρξε στις αρχές του 20ού αιώνα μία από τις πλουσιότερες του κόσμου
Της Ρουμπίνας Σπάθη
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_100002_06/11/2011_461727
Δεν είναι πολλοί οι οικονομικοί αναλυτές ή δημοσιογράφοι που έχουν αντισταθεί στον πειρασμό να παραλληλίσουν την Ελλάδα με την Αργεντινή αναφορικά, βέβαια, με τα όσα προηγήθηκαν της πτώχευσής της πριν από μία δεκαετία. Παρά τις αυτονόητες αναλογίες, με κυριότερη την υπερχρέωση και την αδυναμία άσκησης νομισματικής πολιτικής εξαιτίας της σύνδεσης του πέσο με το δολάριο, υπάρχει μία μείζων ειδοποιός διαφορά:
Η Αργεντινή υπήρξε στις αρχές του 20ού αιώνα μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Το δυναμικό εσωτερικής παραγωγής που αξιοποιήθηκε μετά τη στάση πληρωμών για την αναδιάταξη της εγχώριας οικονομίας στάθηκε καθοριστική παράμετρος για την επιβίωσή της.
Οι ρίζες της κακοδαιμονίας της ανάγονται στο αρκετά μακρινό παρελθόν, καθώς η χώρα γνώρισε μια μακρά περίοδο στρατιωτικής δικτατορίας, τα τελευταία χρόνια της οποίας προχώρησε σε εκτεταμένο δανεισμό. Το 1983 όταν επέστρεψε η δημοκρατία, είχαν ήδη δεχθεί πλήγμα οι βιομηχανίες της χώρας και η ανεργία βρισκόταν στο 18%. Σύντομα προχώρησε σε νέο δανεισμό τον οποίο δεν μπορούσε να αποπληρώσει, ενώ στο τέλος της δεκαετίας του 1980 ο πληθωρισμός έφτασε στο μυθικό ποσοστό του 5.000%! Είχε προηγηθεί η ολέθρια για μεγάλη μερίδα των επιχειρήσεων και του πληθυσμού της Αργεντινής σύνδεση των δανείων με την αξία του δολαρίου. Η ραγδαία υποτίμηση του πέσο είχε ως αποτέλεσμα τον υπερ-δεκαπλασιασμό των δόσεων στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων εν μια νυκτί.
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας που ακολούθησε, της δεκαετίας του 1990, η Αργεντινή υπήρξε μόνιμος «πελάτης» του ΔΝΤ, που σημειωτέον έφθασε να αναγνωρίσει την αποτυχία του στην περίπτωσή της. Υπό τις εντολές του ΔΝΤ προχώρησε σε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, σε ραγδαία μείωση μισθών και κατάργηση όλων των κοινωνικών προγραμμάτων. Η οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Κάρλος Μένεμ, ο Ντομίνγκο Καβάγιο, ανέλαβε να ολοκληρώσει το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που είχε εγκαινιάσει η κυβέρνηση Μένεμ. Μετά την κρατική εταιρεία τηλεπικοινωνιών και τον κρατικό αερομεταφορέα της Αργεντινής, την άλλοτε ηγετική στη Λατινική Αμερική Aerolineas Argentinas, ο Καβάγιο εκποίησε 200 κρατικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων την κρατική εταιρεία σιδηροδρόμων, το κρατικό μονοπώλιο πετρελαίων, τις εταιρείες κοινής ωφελείας, δύο κρατικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, οδικό δίκτυο έκτασης 10.000 χλμ., τις βιομηχανίες χάλυβα και πετροχημικών και μια σειρά τραπεζών που περιήλθαν στον έλεγχο ξένων τραπεζικών κολοσσών. Το αποτέλεσμα ήταν μια προσωρινή εκτίναξη του ΑΕΠ της χώρας και των ξένων επενδύσεων, μείωση της φτώχειας και αύξηση της κατανάλωσης. Το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, όμως, είχαν εξαντληθεί τα κεφάλαια από τις ιδιωτικοποιήσεις, μεσολάβησε η οικονομική κρίση στο Μεξικό και στη Βραζιλία που έπληξε γενικότερα την περιοχή και η οικονομία άρχισε να βυθίζεται εκ νέου σε ύφεση, καθώς η υποτίμηση των νομισμάτων των δύο γειτονικών χωρών έπληξε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της Αργεντινής.
Καθοριστική στάθηκε, άλλωστε, η απόφαση του Καβάγιο να συνδέσει το νόμισμα της Αργεντινής με το δολάριο σε ισοτιμία 1:1 μολονότι είχε αρχικά ως αποτέλεσμα να αναχαιτισθεί ο ιλιγγιώδης πληθωρισμός. Ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη μια προσπάθεια της κυβέρνησης να επαναδιαπραγματευθεί το χρέος της με το ΔΝΤ, σημειώθηκε μαζική εκροή κεφαλαίων, καθώς οι πολίτες μετέτρεπαν τις καταθέσεις τους σε δολάρια και τα έβγαζαν από τη χώρα. Η κυβέρνηση αποφάσισε να μπλοκάρει τις καταθέσεις, επιβάλλοντας το διαβόητο «corralito», που έθετε ένα όριο στις αναλήψεις τα 250 δολάρια την εβδομάδα. Σε συνδυασμό με την εκτεταμένη φτώχεια, την ανεργία που είχε επιστρέψει στα μετά τη δικτατορία επίπεδα, και τους χιλιάδες άστεγους που είχαν κατακλύσει τους δρόμους του Μπουένος Αϊρες, η χώρα γνώρισε πρωτοφανείς κοινωνικές εκρήξεις που οδήγησαν στην παροιμιώδη πλέον απόδραση του τότε προέδρου Φερνάντο ντε λα Ρούα, με ελικόπτερο από την ταράτσα του Προεδρικού Μεγάρου και στη στάση πληρωμών στις 23 Δεκεμβρίου του 2001.

Επιστροφή στην ανάπτυξη

Μετά τη στάση πληρωμών στη διάρκεια του 2002, το ΑΕΠ της Αργεντινής συρρικνώθηκε κατά 11%, η ανεργία υπερέβη το 20% και ο πληθωρισμός αναρριχήθηκε στο 40%. Παράλληλα, η αποσύνδεση του πέσο από το δολάριο οδήγησε σε υποτίμηση του αργεντίνικου νομίσματος κατά 55%, κάτι που οδήγησε μεν σε περαιτέρω διόγκωση του εξωτερικού χρέους αλλά σύντομα ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της Αργεντινής και προκάλεσε την αντιστροφή του εμπορικού ελλείμματος σε πλεόνασμα. Η οικονομία της Αργεντινής άρχισε να ανακάμπτει δυναμικά με την εκλογή του περονιστή Νέστορ Κίρχνερ στην προεδρία της χώρας το 2003, που προχώρησε σε αυξήσεις μισθών και συντάξεων και διασφάλισε τη συναίνεση του 76,6% των πιστωτών της χώρας σε αναδιάρθρωση του χρέους και «κούρεμα» ύψους 75%. Εκμεταλλευόμενος τα κεφάλαια που είχε συγκεντρώσει από την αύξηση των εξαγωγών, προέβη το 2005 σε πλήρη αποπληρωμή του χρέους της Αργεντινής προς το ΔΝΤ. Μολονότι τα δημοσιονομικά της χώρας παραμένουν προβληματικά, καθώς για τον δανεισμό της αναγκάζεται να καταβάλλει επιτόκια 7%, η οικονομία της Αργεντινής γνώρισε το 2010 ανάπτυξη 7,5%.

Σε επικίνδυνο δρόμο βαδίζει και πάλι η οικονομία της χώρας
Της Κατερινας Σωκου
«Η Αργεντινή είναι μία από τις ελάχιστες χώρες που χρειάζεται κανείς άδεια για να αγοράσει δολάρια», σχολίαζε την Τετάρτη ο Φερνάντο Ιζο, διαπραγματευτής συναλλάγματος στο Μπουένος Αϊρες. Αφορμή, η απόφαση της κυβέρνησης να αυστηροποιήσει τους ελέγχους στην αγορά συναλλάγματος, σε μία προσπάθεια να σταματήσει τις αυξανόμενες εκροές κεφαλαίων. Την προηγούμενη ημέρα, είχε απορριφθεί το 85% των αιτήσεων για αγορά δολαρίων. Παράγοντες της αγοράς προειδοποιούν ότι η προσπάθεια ενδεχομένως να οδηγήσει σε περαιτέρω φυγή κεφαλαίων. Η ανάμνηση ενός αντίστοιχου μέτρου πριν από μία δεκαετία, όταν η κυβέρνηση πάγωσε τις καταθέσεις προσπαθώντας να εμποδίσει την εκροή κεφαλαίων στο εξωτερικό, είναι ακόμη νωπή στη χώρα. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της Αργεντινής κρύβουν τα προβλήματα της οικονομίας της, επισημαίνουν οι Financial Times, σημειώνοντας ότι αυτοί οφείλονται στην υψηλή κινεζική ζήτηση για τις άφθονες πρώτες ύλες της χώρας, που όμως ήδη επιβραδύνεται. Ο πληθωρισμός υπολογίζεται μεταξύ 20% και 25%, αν και επισήμως η κυβέρνηση τον καταγράφει στο 9%. Επιπλέον, οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται κατά 30% και πλέον ετησίως, ενώ η εφημερίδα σημειώνει ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα της χώρας βασίζεται στην άντληση κεφαλαίων από τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων και της κεντρικής τράπεζας. Η επανεκλεγείσα πρόεδρος της χώρας Κριστίνα ντε Κίρχνερ ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι θα περικόψει τις επιδοτήσεις για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας λόγω της διεθνούς αστάθειας στις αγορές και της ανάγκης να εξασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσει τη φυγή κεφαλαίων, η κυβέρνηση ζήτησε από τις εξορυκτικές εταιρείες να επαναπατρίσουν τα κέρδη από τις εξαγωγές και από ασφαλιστικές να φέρουν πίσω τις επενδύσεις που έχουν κάνει στο εξωτερικό. Η εκροή κεφαλαίων υπολογίζεται σε 3 δισ. δολάρια μηνιαίως, ενώ σύμφωνα με υπολογισμούς πρώην στελέχους της κεντρικής τράπεζας θα φτάσουν τα 25 δισ. το 2011. Η κεντρική τράπεζα έχει αναγκασθεί να πωλήσει αποθέματα ύψους 3,87 δισ. δολάρια από τις αρχές Αυγούστου, σε μία προσπάθεια να στηρίξει το πιεζόμενο νόμισμα της χώρας. Παράλληλα, το ιδιότυπο μοντέλο που αναγκάζει τους εισαγωγείς να εξάγουν ισότιμης αξίας προϊόντα της Αργεντινής, δοκιμάζει τις ξένες επιχειρήσεις που επιμένουν να δραστηριοποιούνται στη χώρα. Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα της αυτοκινητοβιομηχανίας BMW, που έχει συμφωνήσει να εξάγει ρύζι στο εξωτερικό. Η Αργεντινή εκτιμάται ότι θα καταφύγει αργά ή γρήγορα στον διεθνή δανεισμό. Με το κόστος ασφάλισης έναντι χρεοκοπίας της χώρας να εκτοξεύεται, θα δοκιμασθεί στην πράξη η ικανότητά της να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές, για πρώτη φορά μετά την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία του 2002. Η περιπέτεια της χώρας δεν έχει τελειώσει ακόμη.