Αντιπυρικό «τείχος» για να σωθεί η Ιταλία... υψώνει το G20
ZEZA ZHKOY
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_2_05/11/2011_461561)
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εμφανίζεται σήμερα ως αναντικατάστατος θεσμός στην κρίση χρέους των χωρών της Ευρωζώνης. Επιχειρώντας να αποτινάξει την παλιά εικόνα του αρτηριοσκληρωτικού δασκάλου πολιτικής, το Ταμείο αναπλάθεται ως επενδυτική τράπεζα πολυμερών θεσμών.
Οι ηγέτες των κρατών της Ομάδας των Είκοσι (G20) από τις Κάννες, όπου διεξήχθη η σύνοδος κορυφής, ανέθεσαν στο ΔΝΤ να δημιουργήσει και να θέσει σε ετοιμότητα νέους μηχανισμούς δανεισμού, που θα μπορούσαν να συνδράμουν χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία.
Οι πιστώσεις θα καθίστανται διαθέσιμες «κατά περίπτωση» σε χώρες με ισχυρές πολιτικές και ισχυρά θεμελιώδη δημοσιονομικά μεγέθη που αντιμετωπίζουν εξωγενή, και συστημικά, σοκ.
Η Ιταλία αντιμετωπίζει κρίση ρευστότητας στην προσπάθειά της να αναχρηματοδοτήσει το τεράστιο δημόσιο χρέος της, καθώς οι χρηματαγορές απαιτούν όλο και υψηλότερα επιτόκια για τα ομόλογά της. Με εξαίρεση τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, η Ιταλία έχει εκδώσει και έχει πουλήσει στις αγορές τα περισσότερα κρατικά ομόλογα από όλες τις άλλες χώρες, αξίας περίπου 1,6 τρισ. ευρώ
Το ΔΝΤ πρέπει να επιδείξει ετοιμότητα ως προς τον δανεισμό της Ιταλίας, επειδή δεν λειτουργεί ικανοποιητικά μια στρατηγική στην Ευρωζώνη για να διευθετηθεί το πρόβλημα της διάχυσης της κρίσης χρέους. Αυτή η επισήμανση προκαλεί έντονη ανησυχία στις αγορές και δυσαρέσκεια στους κόλπους της ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας. Η εκτίμηση πως η Ευρώπη δεν θα αντέξει μια ιταλική κρίση χρέους, είναι κοινός τόπος.
Ο πανικός συνοψίζεται σε δύο προβλήματα: το ένα χρόνιο, το άλλο οξύ. Η μόνιμη ανησυχία, αυτή που βασανίζει τις αγορές μετά τα πακέτα τόνωσης της περιόδου 2008–2009, είναι ότι η δυτική οικονομία έχει στερέψει από έκτακτα καύσιμα. Η άμεση ανησυχία είναι πως η Ιταλία και η Ισπανία δανείζονται τώρα χρήματα σε επιτόκια που καθιστούν το χρέος μη βιώσιμο και μπορεί να εξαναγκαστούν σε αυτού του είδους τη slow-motion χρεοκοπία που συνέβη στην Ελλάδα. Αυτές οι βουτιές στα χρηματιστήρια και η εκτόξευση των επιτοκίων αποτελούν την επανεκτίμηση του επενδυτικού κινδύνου – που διογκώνεται.
Και οι δύο χώρες μπορούν αληθοφανώς να ισχυριστούν ότι τα χρέη τους είναι βιώσιμα. Η αναλογία του χρέους της Ισπανίας προς το ΑΕΠ είναι κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, όταν της Ιταλίας είναι πολύ υψηλό στο 120% του ΑΕΠ, αλλά η χώρα εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα, εξαιρουμένων των τόκων. Παρά ταύτα, η χαμηλή ανάπτυξη και η πολιτική αβεβαιότητα στις δύο χώρες διαμορφώνουν κλίμα αμφιβολίας που έχει τρομοκρατήσει τους επενδυτές.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν είναι τόσο εύκολο να παρέμβει στη δευτερογενή αγορά κρατικών ομολόγων της Ιταλίας –πρωτίστως– και της Ισπανίας, όπως πολλοί νομίζουν, επειδή εκεί τα ποσά είναι τεράστια. «Για πόσο ακόμη θα μπορεί η ΕΚΤ να αγοράζει κρατικά ομόλογα», παραμένει μετέωρο το ερώτημα. Στο μεταξύ, όλες οι συναντήσεις των Ιταλών με Κινέζους αξιωματούχους για επενδύσεις σε ιταλικά κρατικά ομόλογα έχουν αποτύχει.
Στην κορύφωση της τραπεζικής κρίσης το 2008, οι σχεδιαστές πολιτικής είχαν δύο προτεραιότητες: κατ’ αρχάς, τη στήριξη των τραπεζών και, δεύτερον, την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία των πραγματικών οικονομιών από τις επιπτώσεις της κρίσης. Αυτή τη φορά, η πρόκληση είναι και πάλι διττή, αλλά μεγαλύτερη: κατ’ αρχάς, να στηριχθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, και να διασφαλιστούν έκτακτα δάνεια χαμηλού κόστους για την Ιταλία . Αυτά όμως απαιτούν χρήματα και, επιπλέον, ηγετικές ικανότητες από αυτές που έχουν χαθεί από την ευρωπαϊκή πολιτική.