Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Στο ίδιο έργο θεατές


Από τον Ηλία Δημητρέλλο
Από τον Απρίλιο του 2010, όταν ο Γ. Παπανδρέου ανακοίνωσε την προσφυγή της Ελλάδος στον μηχανισμό στήριξης, μέχρι σήμερα, εξελίσσεται το ίδιο κάθε φορά θέατρο του παραλόγου.
Η τρόικα, εσχάτως δε για το θεαθήναι «κουαρτέτο», θέτει σκληρούς όρους για την αξιολόγηση των πεπραγμένων από τις ελληνικές κυβερνήσεις, προκειμένου να εκταμιευθούν οι δόσεις των δανείων. Οι ελληνικές κυβερνήσεις κουτοπόνηρα προσπαθούν να πείσουν τους δανειστές για την πρόοδο των «μεταρρυθμίσεων», κυρίως όμως τους ιθαγενείς ότι διαπραγματεύονται «σκληρά».
Το θέατρο διαρκεί ανάλογα με τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους, και όταν αυτά τελειώσουν, η κυβέρνηση υποχωρεί εν τέλει σε όλες τις παράλογες ή μη απαιτήσεις των δανειστών. Υποτίθεται επίσης ότι κάθε φορά που οι διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών βαλτώνουν, οι ελπίδες των εκάστοτε κυβερνώντων εναποτίθενται στην αποκαλούμενη «πολιτική διαπραγμάτευση». Σύμφωνα με τον εν λόγω μύθο οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης θα πεισθούν με πολιτικά επιχειρήματα από τις ημεδαπές ότι τα μέτρα που ζητούνται από την Ελλάδα δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά από την κοινωνία και ότι αν τα εφαρμόσουν θα πέσει η κυβέρνηση.
Έτσι κάθε φορά που τα πράγματα ζόριζαν, οι πολιτικοί εγκέφαλοι του τόπου τούτου ανακάλυπταν τη δύναμη της πολιτικής πειθούς, θεωρώντας προφανώς δεδομένο ότι η ημεδαπή ευφυΐα θα υπερνικήσει το μυαλό κάθε τυχάρπαστου κουτόφραγκου πολιτικού ή οικονομολόγου. Φυσικά, ποτέ η εν λόγω διαπραγμάτευση δεν απέφερε καρπούς. Τουναντίον μάλιστα. Οι Μέρκελ, Λαγκάρντ, Σόιμπλε και λοιπές «δημοκρατικές» δυνάμεις δεκάρα τσακιστή δεν έδωσαν ποτέ για τα προβλήματα επιβίωσης των ελληνικών κυβερνήσεων, καθώς ήξεραν πολύ καλά ότι η ρήση «money talks» καθορίζει τις μεταξύ τους σχέσεις.
Μετά το πέρας εκάστοτε «πολιτικής» διαπραγμάτευσης τα μέτρα που επιβάλλονταν ήσαν τα ίδια που είχαν απαιτήσει ευθύς εξαρχής οι δανειστές, ενίοτε δε πολύ χειρότερα. Αποκορύφωμα «επιτυχίας» αυτού του είδους της διαπραγμάτευσης αποτέλεσε αναμφίβολα το πρόσφατο κλείσιμο των τραπεζών, η επιβολή των capital controls (τα οποία θα διαρκέσουν για απροσδιόριστο ακόμη χρονικό διάστημα, τουλάχιστον δύο ετών…) και φυσικά το 3ο Μνημόνιο.
Σήμερα βρισκόμαστε για νιοστή φορά στο ίδιο σημείο. Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκει εν γνώσει της τοίχο στις προτάσεις της προς τους δανειστές, οι οποίοι από την άλλη θέτουν ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης την ψήφιση των νέων νόμων για το ασφαλιστικό και το φορολογικό σύμφωνα φυσικά με τα δικά τους θέλω. Επειδή είναι σαφές και γνωστό εκ των προτέρων ποια πλευρά θα επικρατήσει στο τέλος, η κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορεί να ξαναπαίξει το «παιχνίδι» της «πολιτικής» διαπραγμάτευσης, καίτοι γνωρίζει πολύ καλά ότι ουδεμία ελπίδα έχει να κερδίσει κάτι, οτιδήποτε. Για λόγους όμως εσωτερικής και μόνο εκμετάλλευσης θα προσπαθήσει να πείσει το κοινό της ότι δεν παραδίδεται αμαχητί, ότι προσπαθεί, ότι παλεύει. Και αν «παρ’ ελπίδα» ηττηθεί, θα έχει πέσει μαχόμενη για τα δίκαια του ελληνικού λαού.
Το πρόβλημα όμως εν προκειμένω είναι ότι τα χρονικά περιθώρια είναι πια ιδιαιτέρως περιορισμένα. Οι όποιες αντοχές της ελληνικής οικονομίας έχουν πια εξαντληθεί, το ηθικό και η ψυχολογία της κοινωνίας είναι σε πολικές θερμοκρασίες, το δε κράτος δεν είναι πια σε θέση να αντέξει τυχόν καθυστερήσεις καταβολής των δόσεων του νέου δανείου. Χρήματα απλώς δεν υπάρχουν. Αν μάλιστα η αξιολόγηση καθυστερήσει μέχρι τον Ιούλιο (όταν υπάρχουν λήξεις 2,8 δισ. ευρώ προς την ΕΚΤ) και δεν εισρεύσουν στα δημόσια ταμεία τα δανεικά χρήματα από το 3ο Μνημόνιο, η χώρα και τυπικά θα κηρύξει στάση πληρωμών.
Αυτό το γνωρίζουν άπαντες. Συνεπώς τα περί «πολιτικής» διαπραγμάτευσης έχουν την αυτή αξία όπως και τις προηγούμενες φορές. Ευλόγως λοιπόν τίθεται το ερώτημα: Θα αντέξει η κυβέρνηση ψηφίζοντας αυτά τα μέτρα τώρα ή θα επιλέξει την ηρωική έξοδο διαλαλώντας ότι διαπραγματεύεται «σκληρά», με χρονικό ορίζοντα τον Ιούλιο, με κίνδυνο όμως να πέσει εντός της άνοιξης;
Εκείνο πάντως που δεν φαντάζει πολύ πιθανό, τουλάχιστον προς το παρόν, είναι να οδηγηθούμε σε νέες εκλογές, καθώς δεν φαίνεται ότι τις επιθυμούν οι εγχώριοι πολιτικοί παίκτες, ο καθείς για τους δικούς του λόγους. Οι δανειστές, από την άλλη, δεν έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα, γίνουν, δεν γίνουν, καθώς γνωρίζουν λίαν καλώς ότι όποιος και να εκλεγεί θα εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα του 3ου Μνημονίου, θέλει, δεν θέλει. Αν επιμείνει ότι δεν θέλει, ιδού η δραχμή, ιδού και το πήδημα…