Η ιρανική εξωτερική πολιτική μετά τις εκλογές
Το εναρκτήριο λάκτισμα μεταξύ Ρεαλιστών και Ισλαμιστών Ιδεαλιστών
Farideh Farhi και Saideh Lotfian
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Καθώς οι Ιρανοί όδευαν στις κάλπες, μεγάλο μέρος του κόσμου επικεντρωνόταν στην εσωτερική πολιτική της χώρας, ιδίως λόγω της αναταραχής που ακολούθησε τις τελευταίες προεδρικές εκλογές.
Ένα ερώτημα που απέσπασε λιγότερη προσοχή είναι το πώς η εκλογή προέδρου θα επηρεάσει την εξωτερική πολιτική της χώρας. Αλλά στο Ιράν, όπως και σε άλλες χώρες, η εγχώρια πολιτική διαδραματίζει μεγάλο ρόλο στην εξωτερική πολιτική. Οι εκλογές αποκάλυψαν τις επιλογές που είναι διαθέσιμες σε εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις και τα πολιτικά όρια που αντιμετωπίζουν.
Όπως γράψαμε στο Worldviews of Aspiring Powers [1], δύο βασικά ζεύγη αντίθετων τάσεων στηρίζουν σχεδόν όλες τις προοπτικές της εξωτερικής πολιτικής στο Ιράν. Το πρώτο είναι μεταξύ της ολοκληρωτικής απόρριψης της τρέχουσας διεθνούς τάξης από το Ιράν και της επιθυμίας του να βελτιώσει τη θέση του εντός αυτής της τάξης. Το δεύτερο είναι μεταξύ της αίσθησης της σημαντικότητας της χώρας ως περιφερειακού και παγκόσμιου παίκτη και της παρόρμησής της να τονίζει τις ιρανικές ανασφάλειες και την στρατηγική του μοναξιά. Η μοναδική κατευθυντήρια αρχή της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής που σε καμία περίπτωση δεν τίθεται προς συζήτηση είναι ο εθνικισμός, ειδικά η έμφαση στην εθνική κυριαρχία απέναντι στην παγκόσμια αλαζονεία.
Αυτά τα τρία μεγάλα ζητήματα διαμορφώνουν τα όρια πέραν των οποίων οι πολιτικοί δεν μπορούν να επεκταθούν, εάν επιθυμούν να παραμένουν μέσα στο παιχνίδι. Εκείνοι που επιδιώκουν τη βελτίωση των σχέσεων ή των διευθετήσεων με την παγκόσμια τάξη, για παράδειγμα, πρέπει να βαδίσουν σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ του να θεωρούνται ότι προωθούν το εθνικό συμφέρον και ότι υποκύπτουν σε μια sazesh (συμπαιγνία). Εν τω μεταξύ, όσοι υποστηρίζουν την αντίσταση προς τη Δύση και την αυτάρκεια της χώρας, πρέπει να είναι έχουν στο μυαλό τους την επίσημη βούληση της χώρας να είναι τεχνολογική και οικονομική ηγέτιδα της περιοχής. Και, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ο καθένας πρέπει να πακετάρει τις θέσεις του μέσα σε ένα περιτύλιγμα εθνικισμού.
Εν ολίγοις, υπάρχει σχεδόν μια συναίνεση όσον αφορά τους γενικούς στόχους της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής: την ενίσχυση του ρόλου του Ιράν στη Μέση Ανατολή και τη διατήρηση της ισλαμικής ταυτότητα της χώρας, παρά την αντίδραση των παγκόσμιων δυνάμεων. Εκεί που υπάρχει χώρος για συζήτηση είναι πάνω στο πεδίο εφαρμογής της εξωτερικής πολιτικής του Ιράν και στα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να επιτύχει αυτούς τους στόχους. Θα ήταν λάθος να περιοριστούν αυτές οι συζητήσεις σε έναν ανταγωνισμό μεταξύ σκληροπυρηνικών και ιδεολόγων, από τη μία πλευρά, και εκείνων που θέλουν μια διευθέτηση με τη Δύση από την άλλη.
ΠΙΣΩ ΣΤΑ ΘΡΑΝΙΑ
Οι στοχαστές της κυρίαρχης τάσης της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής μπορεί να εκληφθούν ότι ταιριάζουν σε τρεις μεγάλες σχολές: τους ισλαμιστές ιδεαλιστές, τους οπαδούς της περιφερειακής εξισορρόπησης ισχύος (οι οποίοι χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα, τους επιθετικούς και τους αμυντικούς) και τους οπαδούς της παγκόσμιας εξισορρόπησης ισχύος (οι οποίοι χωρίζονται σε αρνητές και συμβιβαστικούς). Είναι αρκετά πιθανό ο καθένας τους να διαθέτει πολλές θέσεις ταυτόχρονα ή να μετακινείται από την μια στην άλλη. Για παράδειγμα, μια ματιά σε οποιαδήποτε ομιλία του Ιρανού ηγέτη Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, αποκαλύπτει ότι παίρνει την θέση του πανισλαμικού ιδεαλιστή καθώς και εκείνη του επιθετικού παίκτη της περιφερειακής εξισορρόπησης ισχύος. Έχει επανειλημμένα αποκαλέσει τον σεχταρισμό ως μια δυτική συνωμοσία εναντίον του ισλαμικού κόσμου και προωθεί την ανάγκη για ισλαμική ενότητα. Την ίδια στιγμή, υποστήριξε μια επιθετική εξωτερική πολιτική εναντίον γειτονικών χωρών ως ένα μέσο για να εκτραπούν οι απειλές εναντίον του Ιράν. Ο πρώην πρόεδρος Μοχάμαντ Χαταμί έχει τοποθετηθεί τόσο ως ιδεαλιστής όσο και ως υπέρμαχος της αμυντικής πολιτικής για επίτευξη περιφερειακής εξισορρόπησης ισχύος. Η οικουμενική αντίληψή του περί «διαλόγου των πολιτισμών» είναι φιλόδοξα ιδεαλιστική και όμως, η εξωτερική πολιτική του για «μείωση των εντάσεων» με τις γειτονικές χώρες, όταν ήταν Πρόεδρος, διαμορφώθηκε σε αμυντικό καλούπι. Ο πρόεδρος Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ έχει αναγνωριστεί τουλάχιστον από έναν ιρανό πολιτικό επιστήμονα ως οπαδός της επιθετικής περιφερειακής εξισορρόπησης και ταυτόχρονα ως οπαδός της επίτευξης παγκόσμιων διευθετήσεων [2]. Είναι χρήσιμο, ωστόσο, να χαραχθούν όρια με μεγαλύτερη διάκριση για ξεκαθαριστεί το έδαφος.
Πρώτον, οι ιδεαλιστές: φιλοδοξία τους είναι το Ιράν να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των σιιτών και των σουνιτών και να προωθήσουν την ισλαμική ενότητα. Ο ισλαμικός ιδεαλισμός συχνά συνδέεται μόνο με την επανάσταση του 1979 και τα χρόνια που ακολούθησαν αμέσως μετά, και με την ιδέα της εξαγωγής της ισλαμικής επανάστασης. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό το παρακλάδι του ιδεαλισμού συνεχίζεται μέχρι σήμερα και δεν είναι πλέον τόσο επικεντρωμένο στην εξαγωγή της επανάστασης. Αντ’ αυτού, η πολιτική ζωή του Ιράν χαρακτηρίζεται από εκκλήσεις ρουτίνας για παν-ισλαμική ενότητα και διάλογο μεταξύ του μουσουλμανικού και του μη-μουσουλμανικού κόσμου. Με όρους άμεσων επιπτώσεων επί της εξωτερικής πολιτικής, αυτή η σχολή υποστηρίζει ότι το Ιράν θα πρέπει να καθορίσει τα συμφέροντά του σε συντονισμό με τις ισλαμικές χώρες, μέσω οργανισμών όπως ο Οργανισμός της Ισλαμικής Συνεργασίας (Organization of the Islamic Cooperation, OIC).
Το δεύτερο παρακλάδι, η σχολή της εξισορρόπησης της περιφερειακής ισχύος, μονοπωλεί το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης για την εξωτερική πολιτική της χώρας. Όπως και οι ρεαλιστές της εξωτερικής πολιτικής αλλού, δίνουν έμφαση στην εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της χώρας τους. Και η χώρα διαθέτει τόσο ένα επιθετικό στρατόπεδο, το οποίο πιστεύει ότι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί η ασφάλεια είναι να μεγιστοποιηθεί η ισχύς του Ιράν, όσο και ένα αμυντικό, που θα προτιμούσε να επικεντρωθεί στην διατήρηση του status quo. Και οι δύο εκδοχές προσδιορίζουν τέσσερις κύριους στόχους της ιρανικής πολιτικής: την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, την αποφυγή της διεθνούς απομόνωσης, την επέκταση του εξωτερικού εμπορίου και των επενδύσεων προκειμένου να προωθηθεί η ανάπτυξη και το να καταστεί η περιοχή λιγότερο στρατιωτικοποιημένη. Λόγω της συμφωνίας τους σε αυτούς τους ευρείς στόχους, υπάρχει μια ολόκληρη σειρά στενότερων στόχων επί των οποίων συμφωνούν οι δύο σχολές σκέψης, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης των ζωτικών υδάτινων οδών, όπως τα Στενά του Ορμούζ, την παρακολούθηση των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων στα παρακείμενα ύδατα, την πρόληψη του παράνομου εμπορίου και την επέκταση της αμυντικής συνεργασίας με χώρες που έχουν παρόμοιες απόψεις.
Επιπλέον, και οι δύο σχολές της περιφερειακής εξισορρόπησης ισχύος θεωρούν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους προσπαθούν να ανασχέσουν τις περιφερειακές φιλοδοξίες του Ιράν: Κάτι που δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς δεδομένων των επαναλαμβανόμενων δηλώσεων της Ουάσιγκτον σχετικά με τους στόχους της δικής της πολιτικής. Αλλά διαφωνούν σχετικά με τους λόγους της ανάσχεσης, για το πόσο μεγάλη είναι η απειλή που τίθεται και το πώς θα ανυψωθεί το διεθνές κύρος του Ιράν παρά τις πιέσεις της Δύσης. Σύμφωνα με την επιθετική εκδοχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρεμβαίνουν ενεργά στην εσωτερική πολιτική του Ιράν και παρουσιάζουν την χώρα ως απειλή για τους γείτονές της ώστε να την αποσταθεροποιήσουν. Την ίδια στιγμή, είναι πρόθυμοι να επωφεληθούν από αυτό που θεωρούν ως οικονομική παρακμή των Ηνωμένων Πολιτειών και από άλλες στρατηγικές αλλαγές στην περιοχή, όπως η μετατόπιση εξουσίας στο Ιράκ, η οποία ευνοεί το Ιράν. Επιχειρηματολογούν λέγοντας ότι έχει ήδη ξεκινήσει η σταδιακή μεταφορά ισχύος και επιρροής από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Ιράν και έτσι καλούν το Ιράν να επισημάνει τις αμερικανικές αποτυχίες και απογοητεύσεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, επιδεικνύοντας την ιρανική ισχύ σε μέρη όπως ο Λίβανος, το Ιράκ, η Συρία, το Αφγανιστάν, η Παλαιστίνη και ακόμη και στην αγορά πετρελαίου.
Οι αμυντικοί εξισορροπιστές βλέπουν επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια παρακμάζουσα δύναμη, αλλά υποστηρίζουν ότι οι επιθετικοί εξισορροπιστές αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα αν η αμερικανική δύναμη θα βλάψει ανεπανόρθωτα το Ιράν πριν τελικά απομειωθεί. Κατηγορώντας το επιθετικό στρατόπεδο ότι ακολουθεί ιδιαίτερα τυχοδιωκτική εξωτερική πολιτική, οι αμυντικοί εξισορροπιστές δεν βλέπουν την κατάσταση ασφαλείας του Ιράν ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών. Βλέπουν την ασφάλεια με μια ευρύτερη έννοια, συμπεριλαμβάνοντας την εγχώρια σταθερότητα, την οικονομική ασφάλεια και την ανάπτυξη. Αυτή η προσέγγιση ανανέωσε το έγγραφο της «20ετούς Έκθεσης για το Ιράν», το οποίο παρήχθη από την κυβέρνηση το 2005. Το ενημερωτικό αυτό έγγραφο, το οποίο εξακολουθεί να είναι το πλαίσιο για την σχεδιαζόμενη οικονομική ανάπτυξη του Ιράν, περιγράφει την φιλοδοξία της χώρας να γίνει μια πλήρως ανεπτυγμένη χώρα, ανερχόμενη στην «πρώτη κατηγορία της οικονομικής, επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου» μεταξύ των 28 εθνών στην Μέση Ανατολή και την Νοτιοανατολική Ασία, και να συμμετάσχει σε μια αποτελεσματική και εποικοδομητική συνεργασία με την υπόλοιπη παγκόσμια κοινότητα. Οι αμυντικοί εξισορροπιστές πιστεύουν ότι με δεδομένη την τρέχουσα διεθνή οικονομική ανάσχεση του Ιράν, μια επιθετική στάση θα καταστήσει αυτούς τους στόχους αδύνατους. Αντίθετα, πιστεύουν ότι το Ιράν μπορεί να επιτύχει καλύτερα τους περιφερειακούς στόχους του εάν λειτουργήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες αποσπασματικά, σε τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος, όπως η διασφάλιση του Αφγανιστάν και ο τερματισμός του εμπορίου ναρκωτικών.
Τέλος, οι παγκόσμιοι εξισορροπιστές: Δεν είναι ιδιαίτερα ισχυροί και η μεγαλύτερη επιρροή τους έχει να κάνει κυρίως με την συγγένειά τους με τους περιφερειακούς εξισορροπιστές και την παρόμοια ρεαλιστική εστίασή τους στην ενίσχυση της ασφάλειας της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Αυτό που διακρίνει αυτό το παρακλάδι είναι η σχεδόν απόλυτη έμφασή του στη σχέση του Ιράν με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και όχι στην περιφερειακή κατάσταση της χώρας. Μέσα σε αυτή την ομάδα, υπάρχουν διαφωνούντες οι οποίοι πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σε θέση, για ιδεολογικούς και γεωπολιτικούς λόγους, να συμβιβαστούν με την ύπαρξη μιας Ισλαμικής Δημοκρατίας ανεξάρτητης και ικανής να ασκήσει επιρροή. Ως εκ τούτου, θεωρούν ότι η επιβίωση της χώρας τους εξαρτάται από την αντίδρασή τους στην ατζέντα της Ουάσιγκτον. Οι υποστηρικτές τού νυν διαπραγματευτή για τα πυρηνικά και προεδρικού υποψήφιου Σαΐντ Τζαλίλι είναι γνωστό ότι εκλαμβάνουν το καθεστώς των κυρώσεων που επιβάλλονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Ιράν, ως την πολιτική που θα επιτρέψει στις «εθνικές ικανότητες» του Ιράν να ανθίσουν. Θεωρούν επίσης, την ενεργή απόρριψη των πολιτικών των ΗΠΑ στην περιοχή και αλλού, ως ένα βασικό στοιχείο για την άνοδο της παγκόσμιας θέσης του Ιράν. Απέναντί τους, είναι οι συμβιβαστικοί, οι οποίοι βλέπουν το μέλλον του Ιράν συνδεδεμένο με κάποιο είδος λειτουργικής σχέσης ή διευθέτησης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πρόσκλησή τους για διευθέτηση και ένταξη, έρχονται κοντά στους αμυντικούς περιφερειακούς εξισορροπιστές. Αλλά, θεωρούν ότι το Ιράν μπορεί να γίνει μια νομιμοποιημένη περιφερειακή δύναμη μόνο μέσα από μια ολοκληρωμένη ανάλυση της γεωπολιτικής μάχης του με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
ΝΙΚΗΤΕΣ ΚΑΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ
Με απλά λόγια, αν και όλοι οι Ιρανοί πολιτικοί πιστεύουν ότι το Ιράν πρέπει να επιδιώξει την ασφάλεια και έναν μεγαλύτερο ρόλο στις περιφερειακές και παγκόσμιες υποθέσεις, διαφωνούν για το αν αυτοί οι στόχοι επιτυγχάνονται καλύτερα μέσω της ενσωμάτωσης ή της αντίστασης. Κατά τα τελευταία χρόνια, οι διεθνείς πιέσεις και απειλές είχαν περιθωριοποιήσει όλο και περισσότερο τις αμυντικές και συμβιβαστικές προοπτικές, ενισχύοντας εκείνους (και από τις τρεις σχολές σκέψης) που θα κρατούσαν μάλλον μια πιο επιθετική στάση προς την Δύση. Στις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά, για παράδειγμα, οι αξιωματούχοι είχαν επικρίνει ευθέως τις συνομιλίες που είχαν ήδη ξεκινήσει οι μεταρρυθμιστικές κυβερνήσεις με τα ευρωπαϊκά έθνη. Η ουσία είναι ότι μια τέτοια πολιτική κατευνασμού απλώς αύξησε τις δυτικές απαιτήσεις από το Ιράν και όχι το αντίθετο.
Αλλά, όλο και περισσότερο κατά το περασμένο έτος, αυτοί που τάσσονται υπέρ μιας συγκρουσιακής ή επιθετικής εξωτερικής πολιτικής έχουν δεχθεί επικρίσεις, επίσης. Το εναντίον τους επιχείρημα υποστηρίζει ότι παρ’ όλο που η προσέγγισή τους έδειχνε ότι το Ιράν διαθέτει αρχές και είναι ακλόνητο στην αντιμετώπιση των εξωτερικών πιέσεων, απομόνωσε το Ιράν, οδήγησε την χώρα σε ένα άγριο καθεστώς κυρώσεων και την εμπόδισε να επιτύχει περιφερειακή υπεροχή ως μια τεχνολογική και οικονομική δύναμη. Ο Αχμαντινετζάντ υπέστη κριτική επειδή υποτίμησε την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να συγκεντρώσει υποστήριξη για το καθεστώς των κυρώσεων και στη συνέχεια επειδή δεν προετοίμασε την χώρα για την επερχόμενη πτώση. Με τη σειρά τους, όλοι οι προεδρικοί υποψήφιοι του Ιράν έχουν υποσχεθεί καλύτερη διαχείριση του καθεστώτος των κυρώσεων. Ομοίως, κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και των συζητήσεων, ο Τζαλίλι και η ομάδα του δέχθηκαν επίσης σκληρή κριτική επειδή έδειξαν έλλειψη επαρκούς διπλωματικής και διαπραγματευτικής ικανότητας καθώς και ικανότητας συμβιβασμού. Το επιχείρημα δεν είναι ότι ο ίδιος και η ομάδα του θα πρέπει να εγκαταλείψουν τα «πυρηνικά δικαιώματα» του Ιράν. Περισσότερο είναι ότι οι διαπραγματευτές του Ιράν θα πρέπει να προβλέψουν το χτύπημα που επρόκειτο να υποστεί η χώρα και να χρησιμοποιήσουν διπλωματικές ικανότητες και διαπραγματευτική ευελιξία ώστε να εξευμενίσουν τους συνομιλητές τού Ιράν.
Δεδομένων των οικονομικών δεινών του Ιράν, το επιχείρημα αυτό κέρδισε κάποιο έδαφος λίγο πριν από τις εκλογές. Η προσέγγιση του Ιράν στις διαπραγματεύσεις, απρόσμενα, συζητείται πλέον ανοιχτά. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και αν οι επιθετικοί εξισορροπιστές του Ιράν μπουν στο περιθώριο, δεν μπορεί απλώς να βγει το συμπέρασμα ότι ξεκινά μια νέα εποχή για την διαπραγματευτική διαδικασία. Οι επικριτές της σημερινής στάσης του Ιράν δεν έχουν συζητήσει σοβαρά το τι θα έκαναν αν η έκκλησή τους για ευελιξία δεν συνοδευτεί από ευελιξία εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών. Και, δεδομένου ότι η διπλή πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, του εξαναγκασμού και της διπλωματίας (για όλους τους πρακτικούς λόγους) περιοριζόταν στο καθεστώς κυρώσεων, προσφέρει κάποιες ενδείξεις ότι οι ΗΠΑ δεν θα δείξουν ευελιξία. Με λίγα λόγια, ακόμη και αν μια πιο διαλλακτική ομάδα αναλάβει την ευθύνη στην Τεχεράνη, χρειάζεται ακόμη να πείσει ότι οι προσπάθειές της να διαπραγματευτεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα βελτιώσουν την ασφάλεια της Ισλαμικής Δημοκρατίας σε όλες τις διαστάσεις της. Και αυτό θα συμβεί μόνο αν οι Ηνωμένες Πολιτείες φανούν πρόθυμες να χαλαρώσουν το καθεστώς των κυρώσεων. Αν όχι, τα πιο επιθετικά παρακλάδια στους κόλπους της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής θα διατηρούν «το πάνω χέρι» για τα επόμενα χρόνια.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
* Η FARIDEH FARHI ανήκει στην Σχολή Μεταπτυχιακών του Πανεπιστημίου της Χαβάης στη Μανόα. Έχει διδάξει συγκριτική πολιτική στο Πανεπιστήμιο του Κολοράδο, στο Boulder, στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης, στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης και στο Πανεπιστήμιο Shahid Beheshti της Τεχεράνης.
Η SAIDEH LOTIFAN είναι καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139495/farideh-farhi-and-saideh-l...
Συνδέσεις:
[1] http://www.foreignaffairs.com/articles/138604/worldviews-of-aspiring-pow...
[2] http://www.alternativesjournal.net/volume9/number2/haji-yousefi.pdf