Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Foreign Affairs για την οικονομική κατασκοπεία από την Κίνα


Οικονομική κατασκοπεία από την Κίνα
Γιατί απέδιδε στο παρελθόν αλλά δεν θα λειτουργήσει στο μέλλον
James A. Lewis
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Ο Μάο Τσε Τουνγκ πίστευε ότι ο ζήλος για την επανάσταση θα μπορούσε να υπερνικήσει την τεχνολογική καθυστέρηση. Αλλά, όταν ανέλαβαν την εξουσία στο Πεκίνο πιο ρεαλιστές ηγέτες, διαπίστωσαν ότι η Κίνα είχε μείνει πολύ πίσω από τη Δύση, κινδυνεύοντας να βρίσκεται μόνιμα σε καθεστώς δεύτερης κατηγορίας.

Ο διάδοχος του Μάο, Ντενγκ Ξιαοπίνγκ, προώθησε την άνοδο της Κίνας μεταρρυθμίζοντας την οικονομία και πραγματοποιώντας το άνοιγμα της χώρας στη Δύση. Με αυτό το άνοιγμα, όμως, ήρθε ένα μακρόχρονο, επιχορηγούμενο από το κράτος πρόγραμμα κατασκοπείας με σκοπό την απόκτηση προηγμένων τεχνολογιών και την επιτάχυνση της ανάπτυξης των πολιτικών και στρατιωτικών βιομηχανιών της Κίνας. Όταν δυτικές εταιρείες πήγαν αρχικά στην Κίνα, πίστευαν ότι η ζημία από την κατασκοπεία ήταν ανεκτή, σαν ένα μέρος του κόστους της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην ταχύτερα αναπτυσσόμενη αγορά στον κόσμο, και ότι θα μπορούσαν να «τρέξουν πιο γρήγορα» για να δημιουργήσουν νέες τεχνολογίες, ελαχιστοποιώντας έτσι τις τυχόν απώλειες. Αλλά, αυτά που ήταν ανεκτά όταν η Κίνα ήταν μια αναπτυσσόμενη οικονομία δεν είναι πλέον αποδεκτά όταν πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και έναν πιθανό στρατιωτικό αντίπαλο.
Η Κίνα δεν είναι η μόνη χώρα που χρησιμοποιεί την οικονομική κατασκοπεία, αλλά είναι η πιο επιθετική. Σε βασικούς κλάδους - τηλεπικοινωνίες, αεροδιαστημική, ενέργεια και άμυνα - η στρατηγική λειτούργησε καλά. Τώρα, η νέα κινεζική ηγεσία κινδυνεύει να δει την πρόοδο από την κατασκοπεία να υποσκάπτει τόσο τη διεθνή θέση της χώρας όσο και την προσπάθεια για εγχώρια καινοτομία.
ΠΩΣ ΤΟ ΚΑΝΟΥΝ
Οι προσπάθειες της Κίνας συνδυάζουν τα επίσημα προγράμματα συλλογής πληροφοριών με τις προσπάθειες ιδιωτών, επιχειρήσεων και δημόσιων υπηρεσιών. Αυτό αντικατοπτρίζει την γενική προσέγγιση της Κίνας σχετικά με την συλλογή πληροφοριών από το εξωτερικό: αντί να βασίζεται σε αξιωματικούς υπό επίσημη κάλυψη, η Κίνα χρησιμοποιεί επιχειρηματίες, ερευνητές και φοιτητές για να συγκεντρώνουν πληροφορίες. Οι στόχοι περιλαμβάνουν συμβάσεις, συγχωνεύσεις, σχέδια εξαγορών και κυρίως τεχνολογία.
Υπάρχουν δεκάδες τέτοιες περιπτώσεις. Οι προσπάθειες είναι τολμηρές και φιλόδοξες – κάποτε ένα μόνο πρόγραμμα στόχευσε δεκάδες εταιρείες, ξένες κυβερνήσεις και ακτιβιστές του Θιβέτ. Η Google έχασε τεχνολογίες αναζήτησης οι οποίες βοήθησαν την κινεζική ανταγωνίστριά της. Για πολλά χρόνια οι Κινέζοι κατάσκοποι έμπαιναν στα δίκτυα της Nortel για να συλλέξουν δεδομένα, μέχρι που η εταιρεία έκλεισε. Οι κατάσκοποι έκαναν υποκλοπές σε αμερικανικά πυρηνικά εργαστήρια και μυστικά ερευνητικά κέντρα. Όταν η Γερμανία συνέβαλε στην κατασκευή τρένων υψηλής ταχύτητας στην Κίνα, ανακάλυψε ότι ο δικός της σχεδιασμός απερρίφθη προς όφελος ενός άλλου, σχεδόν πανομοιότυπου αλλά κινεζικής καταγωγής. Η Coca- Cola, ενώ σχεδίαζε να αποκτήσει μια κινεζική εταιρεία, ξαφνικά είδε τα δίκτυα της να παραβιάζονται με σκοπό την υποκλοπή πληροφοριών, κάτι το οποίο ο επικεφαλής της ΜΙ5 της Βρετανίας ονομάζει «συνήθη επιχειρηματική πρακτική» για το Πεκίνο. Όλα αυτά σε μια χώρα η οποία έχει δαπανήσει δισεκατομμύρια για τον έλεγχο του ίντερνετ.
Οι εταιρείες που πέφτουν θύματα αυτών των πρακτικών συχνά αποκρύπτουν τις απώλειές τους: πολλές δεν γνωρίζουν καν τι ακριβώς έχει υποκλαπεί. Οι εκτιμήσεις των ζημιών των επιχειρήσεων από την κατασκοπεία φθάνουν ως και το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια, αλλά ο υπολογισμός βασίζεται σε εικασίες και κακά μαθηματικά. Όποια κι αν είναι η χρηματική ζημιά, η οικονομική κατασκοπεία αλλάζει τους όρους της δέσμευσης υπέρ της Κίνας και επιταχύνει διαφορετικά προγράμματα όπως τα μαχητικά αεροπλάνα τεχνολογίας stealth (σ.σ.: δηλαδή αεροσκάφη που αφήνουν μικρό ή καθόλου ίχνος στα ραντάρ) ή τα ανταλλακτικά των αυτοκινήτων.
Όσο σοβαρό κι αν είναι το ζήτημα, δεν αποτελεί μια ζωτική απειλή ή έναν «αργό και βασανιστικό θάνατο» για τις χώρες που υφίστανται την οικονομική κατασκοπεία. Για να χρησιμοποιήσουν την κλεμμένη τεχνολογία, πρέπει οι πληροφορίες να μεταφραστούν με ακρίβεια από τα αγγλικά στα κινέζικα (κάτι που δεν είναι εύκολο), να δοθούν σε κάποιον που διαθέτει τις απαραίτητες ικανότητες και να υπάρχει μια βιομηχανία έτοιμη να τις αξιοποιήσει. Στην Κίνα υπήρξε μια καθυστέρηση μεταξύ της επιτυχούς εξασφάλισης πληροφοριών μέσω της κατασκοπείας και της παραγωγής προϊόντων, τόσο στρατιωτικών όσο και πολιτικών. Μια τάση που προβληματίζει είναι ότι ο χρόνος που χρειάζεται για να μετατραπεί η κλεμμένη τεχνολογία σε προϊόν μειώνεται καθώς η ικανότητα της Κίνας να απορροφά και να αξιοποιεί την τεχνολογία βελτιώνεται.
Η κατασκοπεία είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Η Ουάσινγκτον κατασκοπεύει την Κίνα, αλλά δεν κλέβει τεχνολογία. Παρά τα όσα πιστεύουν οι Κινέζοι, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι η μόνη χώρα που διαμαρτύρεται. Η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ (μαζί με τον αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα) έθεσε το ζήτημα της κατασκοπείας στον πρόεδρο της Κίνας Χου Ζιντάο. Οι υπηρεσίες ασφαλείας της Βρετανίας, της Γαλλίας της Γερμανίας, του Καναδά, της Ιαπωνίας, της Ινδίας και της Αυστραλίας έχουν όλες προειδοποιήσει τις εταιρείες τους και τους ερευνητές τους σχετικά με τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει η Κίνα. Η έκθεση της Εθνικής Εκτελεστικής Αντικατασκοπείας προς το Κογκρέσο, το 2011, σχετικά με τη βιομηχανική κατασκοπεία ονόμασε ανοιχτά την Κίνα (όπως επίσης και τη Ρωσία) ως τις κορυφαίες απειλές για την οικονομική κατασκοπεία, τονίζοντας ότι από τις εφτά περιπτώσεις που εκδικάστηκαν το 2010 στο πλαίσιο του Νόμου περί Οικονομικής Κατασκοπείας του 1996, στις έξι είχε εμπλακεί η Κίνα.
Η Κίνα απαριθμεί διάφορους λόγους για τους οποίους δεν θα πρέπει να λογοδοτήσει: Είναι ακόμα μια φτωχή και αναπτυσσόμενη χώρα, η Δύση της οφείλει για τον ιμπεριαλισμό και τον «αιώνα της ταπείνωσης» και, στο κάτω – κάτω, οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν το ίδιο πράγμα τον δέκατο ένατο αιώνα. Όλες αυτές οι δικαιολογίες μπορούν να απορριφθούν. Η Κίνα δεν είναι πλέον φτωχή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ευθύνονταν για τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Το να ισχυρίζεται η Κίνα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να αντιταχθούν στην κινεζική κατασκοπεία επειδή είναι ένοχες γιατί έκαναν το ίδιο στη Βρετανία, είναι βλακώδες. Εν πάσει περιπτώσει, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες έκλεψαν βιβλία, η Κίνα έκλεψε ολόκληρες βιβλιοθήκες.
Ίσως το πιο σημαντικό κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, ήταν το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μια καθαρή συνεισφορά στο παγκόσμιο απόθεμα της γνώσης, με τους πολίτες της να δημιουργούν ατμόπλοια, τον τηλέγραφο, το εκκοκκιστήριο βάμβακος και αμέτρητες άλλες εφευρέσεις τις οποίες τα έθνη αντέγραψαν ελεύθερα. Η Κίνα δεν έχει καμία τέτοια συνεισφορά. Αλλά η μεγάλη διαφορά είναι ότι τότε δεν υπήρχε καμία συμφωνία για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η εμπειρία του δέκατου ένατου αιώνα οδήγησε τις χώρες να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η αδύναμη προστασία βλάπτει την καινοτομία και το εμπόριο και ξεκίνησαν μια ακολουθία διαπραγματεύσεων που διαρκεί έναν αιώνα (η πρώτη σχετική συνθήκη υπεγράφη το 1883) και η οποία κατέληξε στη Συμφωνία του 1994 για τις Πτυχές των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας που σχετίζονται με το Εμπόριο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες τηρούν αυτές τις συνθήκες ενώ η Κίνα δεν το κάνει.
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΙΕΣΗ
Η εθνική στρατηγική της Κίνας να αποκτά την τεχνολογία παράνομα από δυτικές εταιρείες αποτελεί μειονέκτημα για τη δική της ανάπτυξη. Τα οικονομικά σχέδια του Πεκίνου εστίαζαν για δεκαετίες στην ανάγκη οικοδόμησης εγχώριων βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας και στην μείωση της εξάρτησης από ξένους παραγωγούς. Οι μικροκλοπές της δυτικής τεχνολογίας είναι ένα δεκανίκι που συγκρατεί την Κίνα από το να κινηθεί ανοδικά στην «αλυσίδα αξίας» και να γίνει ένα έθνος καινοτομίας. Υπάρχει μια περίεργη έλλειψη πίστης στις δυνάμεις της Κίνας. Οι επιχειρήσεις και οι εφευρέτες της θα τα πήγαιναν καλύτερα αν ανταγωνίζονταν ισότιμα, εάν η Κίνα υιοθετούσε μια σφαιρική προσέγγιση και όχι έναν «τεχνολογικό εθνικισμό». Αλλά, χωρίς καμιά εξωτερική πίεση, το Πεκίνο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τώρα δεν είναι ακόμα η κατάλληλη στιγμή για να περιορίσει την από δεκαετίες προσπάθεια υποκλοπής ξένης τεχνολογίας.
Ο Ομπάμα φέρεται να έθεσε το θέμα της κατασκοπείας στον διάδοχο του Χου, Ξι Γινπίνγκ, γεγονός που αποτελεί μια καλή αρχή αλλά πρέπει να ακολουθηθεί από πράξεις, οι οποίες θα μπορούσαν να συνίστανται από απλά βήματα, όπως η άρνηση ταξιδιωτικών θεωρήσεων ή η αποπομπή διπλωματικών ακολούθων για παραβίαση περιορισμών στους όρους συνεργασίας ή εμπορίου. Υπάρχουν προηγούμενα από την εποχή των κυβερνήσεων του Ρήγκαν, του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου και του Κλίντον. Στη δεκαετία του 1980, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της ανακάλυψαν ένα τεράστιο σοβιετικό πρόγραμμα οικονομικής κατασκοπείας. Σε απάντηση, πήραν μια σειρά από δραματικά μέτρα, περιορίζοντας τις εμπορικές σχέσεις, απελαύνοντας σοβιετικούς διπλωμάτες και χρησιμοποιώντας αποδιοργανωτικά μέτρα κάλυψης. Στη συνέχεια, το 1992 ο τότε υπουργός εξωτερικών είπε σε έναν κοντινό τους σύμμαχο ότι οι σοβιετικοί θα πρέπει να περιορίσουν τις ενέργειες συλλογής πληροφοριών αλλιώς θα εφαρμοστούν κατά μέτωπο αντίποινα. Όταν, αρχικά αγνόησαν την προειδοποίησή του, εκείνος έλαβε μέτρα επιβολής κυρώσεων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) πήγε σε έναν Ευρωπαίο σύμμαχό τους και είπε και πάλι το ίδιο πράγμα.
Και στις δύο περιπτώσεις το επίπεδο της κατασκοπείας μειώθηκε αφού παρενέβησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές δεν ήταν ενέργειες επιβολής του νόμου. Η σύλληψη και η καταδίκη κατασκόπων είναι ένας τρόπος αποτελεσματικής αντίδρασης, αλλά η ήρεμη διπλωματία, ενισχυμένη με μία μικρή πίεση, λειτουργεί καλύτερα.
Μια άλλη προσέγγιση θα ήταν να αντιμετωπιστεί η οικονομική κατασκοπεία ως ένα εμπορικό θέμα και να περιοριστεί η Κίνα με βάση τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Όμως, η εμπορική πολιτική είναι άτολμη και νομικίστικη. Σε αυτούς οι οποίοι αντιτίθενται στην ανάληψη δράσης κατά της οικονομικής κατασκοπείας περιλαμβάνονται εταιρείες με σημαντικά συμφέροντα στην Κίνα, καθώς φοβούνται αντίποινα από το Πεκίνο. Ο κόσμος ανησυχεί ότι οι Κινέζοι έχουν μεγάλη δύναμη και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ανίκανες να αντιδράσουν. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο: μας χρειάζονται πολύ περισσότερο από ό, τι τους χρειαζόμαστε εμείς και για να το κάνουν αυτό σεβαστό οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι μόνες τους.
Η οικονομική κατασκοπεία βρίσκεται στο επίκεντρο του ευρύτερου θέματος της ενσωμάτωσης της Κίνας στο διεθνές σύστημα - τα πρότυπα, οι πρακτικές και οι υποχρεώσεις που τηρούν τα κράτη στις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και στις σχέσεις με τους πολίτες των άλλων κρατών. Μια αποτυχία θεωρηθεί η Κίνα υπόλογη για κατασκοπεία υπονομεύει τις προσπάθειες να μπει το Πεκίνο μέσα στο πλαίσιο των διεθνών κανόνων. Τελικά, η ειρηνική ανάπτυξη απαιτεί από την Κίνα να παίζει με τους κανόνες ακόμα και αν επιδιώκει να τους αλλάξει, αντί να προσποιείται ότι δεν ισχύουν.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138427/james-a-lewis/chinas-econo...