Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για τις προκλήσεις του Ομπάμα στη νέα προεδρεία



Ομπάμα: 2013
Του Θεόδωρου Κουλουμπή
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Αύριο, 21η Ιανουαρίου 2013, ο Μπαράκ Ομπάμα ανανεώνει τα καθήκοντά του για τη δεύτερη (και τελευταία, σύμφωνα με το αμερικανικό Σύνταγμα) τετραετία του στο τιμόνι της εξουσίας των ΗΠΑ.
Ωριμότερος σήμερα, απεγκλωβισμένος από το άγχος της επανεκλογής, ο Αφροαμερικανός πρόεδρος έχει μία μοναδική ευκαιρία να αφήσει τα χνάρια του πάνω στην ιστορία της χώρας του, αλλά και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αξιολογώντας την τετραετία που μόλις έκλεισε, ο Ομπάμα βαθμολογείται με λίαν καλώς. Ανέλαβε την εξουσία στις αρχές του 2009 με την Αμερική στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης, και την κυβέρνησή του βραχυκυκλωμένη από την αντιπολίτευση των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο. Διεθνώς, η κατάσταση που κληρονόμησε από τον ανύποπτο και αδέξιο προκάτοχό του ήταν εξ ίσου απογοητευτική: παγιδευμένη και παραζαλισμένη από δύο βασανιστικούς πολέμους (Αφγανιστάν και Ιράκ) στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, η δυτική υπερδύναμη φαινόταν να έχει χάσει τον στρατηγικό της βηματισμό. Σήμερα, ο στόχος του Ομπάμα συνοψίζεται με τρεις λέξεις: επιστροφή στον ρεαλισμό. Και αυτό επιτυγχάνεται με τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας και με την αποχώρηση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Τα σκληρότερο δίλημμα σχετικά με την πολιτική ταυτότητα των Αμερικανών στη δεύτερη τετραετία του Ομπάμα μπορεί να συνοψισθεί με ένα απλουστευτικό ερώτημα: κράτος πρόνοιας ή παγκόσμια ηγεμονία; Το ίδιο ερώτημα έχει αποδοθεί καλύτερα στην αγγλική γλώσσα με τη φράση «guns or butter?». Η δυτική Ευρώπη, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έδωσε τη δική της απάντηση τελεσίδικα: επέλεξε το κράτος πρόνοιας, έστω και με δραστικά χαμηλότερες εξοπλιστικές δαπάνες και με ανάλογη μείωση της ευρωπαϊκής επιρροής στις διεθνείς εξελίξεις. Στην πρώην Σοβιετική Ενωση, η απάντηση δόθηκε πολύ αργότερα από τα ίδια τα γεγονότα (πολυδιάσπαση του σοβιετικού μπλοκ και χρεοκοπία του υπαρκτού σοσιαλισμού ως πολιτικού/οικονομικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990). Αντιθέτως, στις Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζεται μέχρι σήμερα μια αγωνιώδης προσπάθεια να διατηρούνται πανίσχυρες ένοπλες δυνάμεις και ταυτοχρόνως να αφιερώνονται μεγάλα κονδύλια στην υγεία, την παιδεία και την κοινωνική ασφάλιση. Ο Μπαράκ Ομπάμα θα έχει την τύχη (ή την ατυχία) να επιβλέψει εκ των πραγμάτων την αναγκαστική προσαρμογή της χώρας του στις επιταγές του εφικτού. Οι πρώτες επιλογές στις ηγεσίες των καίριων υπουργείων (Εξωτερικών, Αμυνας, Οικονομίας, καθώς και στη CIA) φαίνεται να ανοίγουν τον δρόμο για ρηξικέλευθες δράσεις, που θα αλλάξουν ριζικά την κατατομή και τη συμπεριφορά των ΗΠΑ.
Ο κορυφαίος στοχαστής του σύγχρονου ρεαλισμού, ο Hans Morgenthau, είχε προτείνει από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε πάση θυσία να αποφύγουν την εμπλοκή τους σε έναν χερσαίο πόλεμο στα εδάφη της ηπειρωτικής Ασίας. Δυστυχώς, οι σχεδιαστές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής –στα χρόνια που ακολούθησαν– αγνόησαν τη συνετή του εισήγηση. Οι αμερικανικές εμπλοκές στους πολέμους της Κορέας (1950-53), Βιετνάμ (1964-75), Αφγανιστάν (2001-σήμερα) και Ιράκ (2003-12) παραβίασαν τον κεντρικό συλλογισμό του Morgenthau, που διατυπώθηκε ως ακολούθως: «Οι ηγέτες των μεγάλων δυνάμεων δεν πρέπει ποτέ να επιτρέψουν στις χώρες τους να φθάσουν σε ένα σημείο από το οποίο δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς θανάσιμους κινδύνους ή να υποχωρήσουν χωρίς να ταπεινωθούν». Και, σίγουρα, η έκβαση των τεσσάρων αυτών φονικών αναμετρήσεων μπορεί να θεωρηθεί άκρως ταπεινωτική για το κύρος της δυτικής υπερδύναμης.
Καθώς εισερχόμαστε στο 2013, η δυσκολότερη δοκιμασία που θα αντιμετωπίσει ο ηγετικός πυρήνας της κυβέρνησης Ομπάμα θα προέλθει από τον τρόπο αντιμετώπισης του ισλαμιστικού καθεστώτος του Ιράν. Είναι βέβαιο ότι τα υπολείμματα των νεοσυντηρητικών συμβούλων του George W. Bush θα συνεχίσουν την αμείλικτη κριτική τους απέναντι σε μια «φιλελεύθερη νοοτροπία» που υποχρεώνει τις ΗΠΑ –μια περήφανη και πανίσχυρη χώρα– να συμπεριφέρεται σαν ένας πυγμαίος που πάσχει από φοβικό σύνδρομο. Το μεγαλύτερο λάθος της νέας αμερικανικής διοίκησης θα ήταν να παρασυρθεί σε άλλη μια επιχείρηση αλλαγής καθεστώτος (regime change) στην καρδιά της Ασίας, με όλες τις τραγικές επιπτώσεις που συνεπάγεται η λεγόμενη θεωρία της σύγκρουσης των πολιτισμών/θρησκειών που επινόησε ο μακαρίτης Σάμιουελ Χάντινγκτον.
Προβλέπω ότι η απάντηση του Ομπάμα σε όλα τα παραπάνω διλήμματα θα ακολουθήσει τη συνταγή του Morgenthau, η οποία δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια σύγχρονη εκδοχή του ρεαλισμού του Θουκυδίδη (προσαρμοσμένη στις συνθήκες του 20ού και του 21ου αιώνα). Αν δεχθούμε την εξομοίωση της Αθήνας του 5ου προ Χριστού αιώνα με τις σημερινές ΗΠΑ, η διαχρονική συνταγή του Θουκυδίδη παραμένει πάντοτε αναλλοίωτη: «...Μην παρασύρεσαι σε μια εκστρατεία μακριά από τα σύνορά σου (π.χ. η Αθήνα στη Σικελία) που θα σπαταλήσει τις δυνάμεις σου, θα υποσκάψει το ηθικό των πολεμιστών σου και θα εντείνει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της χώρας σου». Κοντολογίς, από μια επιλογή γεωπολιτικού μονομερισμού και «στρατιωτικών λύσεων» στα διεθνή προβλήματα, οι ΗΠΑ του Ομπάμα έχουν κάθε συμφέρον να διαφυλάξουν το κράτος πρόνοιας σε μια παγκοσμιοποιημένη διεθνή κοινωνία, στην οποία οι έννοιες της αυτάρκειας και ανεξαρτησίας δεν έχουν πλέον πρακτικό αντίκρισμα!

* Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.