Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Ένα πολύ καλό άρθρο του Αντ. Καρπετόπουλου για τον Λίονελ Μέσι




Η τελευταία Χρυσή Μπάλα του Μέσι
Του Αντώνη Καρπετόπουλου
(Πηγή : http://www.sport.gr)
Αισθάνομαι ότι χρωστάω μια απάντηση σε διάφορους φίλους που με ρωτάνε αν συμφωνώ με τη βράβευση του Λίονελ Μέσι ως καλύτερου ποδοσφαιριστή της χρονιάς.
Ο Μέσι κέρδισε ως γνωστόν για τέταρτη σερί χρονιά τη Χρυσή Μπάλα. Η απάντησή μου είναι ότι δεν συμφωνώ. Κυρίως γιατί ο σχετικός διαγωνισμός πρέπει να καταργηθεί και να ξαναγίνει όταν ποτέ ο Μέσι σταματήσει να παίζει ποδόσφαιρο. Αλλιώς οι τέσσερις συνεχόμενες επιτυχίες του μπορεί να γίνουν και δέκα και να φτάσουν κάποτε οι ιστορικοί να αναρωτιούνται αν στη γη παίζονταν ποδόσφαιρο πριν από αυτόν! Αλλωστε, η σταθερή παρουσία του μεταξύ των καλύτερων στις ψηφοφορίες μαρτυρά αφενός την δική του πρόοδο, αλλά και αφετέρου το γιατί δεν χρειάζεται πλεον να δίνεται ένα βραβείο του οποίο ξέρουμε όλοι ποιος θα το κατακτήσει. Ο Αργεντίνος ήταν τρίτος το 2007, δεύτερος το 2008 και τέσσερεις φορές πρώτος μετά. Εξι χρόνια στην κορυφή και είναι μόλις 26 χρονών: αναρωτιέμαι τι και ποιος μπορεί να του το στερήσει του χρόνου. Μάλλον τίποτα και κανείς.
Το 2010 ο Μέσι έγινε ο πρώτος σταρ που καταφέρνει να κάνει δυο σερί χρονιές σε τοπ επίπεδο – από την εποχή του Ζινεντίν Ζιντάν είχε να συμβεί. Οι πρόσφατοι νικητές της Χρυσής Μπάλας σπανίως επανέλαβαν τις καλές χρονιές τους. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο την κερδίζει το 2008 και στη συνέχεια χάνει την επόμενη μισή σεζόν από τραυματισμούς. Ο Ριβάλντο την κερδίζει κι ένα χρόνο αργότερα ψάχνει ομάδα. Ο Κακά οδηγεί τη Μίλαν στην κορυφή του κόσμου και χάνεται. Ο Ρονάλντο πήρε κιλά, σταμάτησε το ποδόσφαιρο γρήγορα, τον χάσαμε τη στιγμή που πιστέψαμε πως αναστήθηκε. Ο Ροναλντίνιο το 2005 συγκρίνεται με τον Πελέ και το Μαραντόνα και το 2006 θεωρείται ο βασικός υπεύθυνος για το στραπάτσο της Βραζιλιάς στο μουντιάλ. Ο Μέσι είναι σταθερά στους καλύτερους από τη στιγμή της ενηλικίωσης του χωρίς κανένα απολύτως μπλακ άουτ!

Κάποτε έλεγαν ότι η Χρυσή Μπάλα έφερνε γρουσουζιά. Την κέρδισε ο βαν Μπάστεν το 1992 κι έκοψε το ποδόσφαιρο, το ίδιο κι ο Ματίας Ζάμερ το 1994. Νικητές όπως ο Πάβελ Νέντβεντ (2003), ο Γουεά (1996), ο Καναβάρο (2006), ο Σεφτσένκο (2004), ο Φίγκο (2000) κι ο Οούεν (2001),  δεν επανέλαβαν ποτέ τις καταπληκτικές χρονιές τους που τους οδήγησαν στο να κερδίσουν το βραβείο. Ο Μέσι ήρθε να αποδείξει ότι το ταλέντο του δεν κινδυνεύει ούτε από το κακό μάτι! Βέβαια δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με γρουσουζιές, ούτε με κατάρες: στο ποδόσφαιρο του καιρού μας η επανάληψη μιας καλής χρονιάς είναι σχεδόν αδύνατη αφού σε καταβάλουν οι τραυματισμοί, το στρες, η δυσκολία στο να διαχειριστείς μια τόσο μεγάλη επιτυχία για την οποία είναι σχεδόν αδύνατο να είσαι προετοιμασμένος. Εκτός αν είσαι ο Μέσι που τη δουλειά και την επιτυχία τη θεωρείς ένα και το ίδιο.
Φέτος ο Μέσι ξεπέρασε και τον Πλατινί που τη Χρυσή Μπάλα την είχε κερδίσει τρεις φορές στις αρχές της δεκαετίας του 80, όταν όμως στη σχετική ψηφοφορία έπαιρναν μέρος μόνο οι Ευρωπαίοι παίκτες και ψήφιζαν μόνο οι ανταποκριτές του Φρανς Φουτμπόλ κι όχι αντιπρόσωποι  όλων των χωρών του κόσμου – δημοσιογράφοι, προπονητές και παίκτες.
Τα βραβεία του Μέσι είναι για αυτό πολύ σημαντικότερα: αποτελούν ένα είδος παγκόσμιας αναγνώρισης – δεν χωράνε αμφισβήτηση. Η Χρυσή Μπάλα ήταν πάντα η επιβράβευση μιας εξαιρετικής χρονιάς, ο τρόπος που υπογραμμίζονταν ένα επίτευγμα. Φέτος δεν είχαμε μεγάλα επιτεύγματα είναι αλήθεια: ακόμα και η κατάκτηση του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος από την Ισπανία κατόρθωμα δεν είναι αφού οι πρωταθλητές κόσμου έκαναν απλά τη δουλειά τους αποσπώντας μάλιστα χειροκροτήματα μόνο στον τελικό. Όλα τα υπόλοιπα που συνέβησαν μέσα στη χρονιά δεν προκαλούν το θαυμασμό που συνοδεύει το Μέσι, ο οποίος χωρίς να το καταλάβουμε, παρά μόνο τώρα στο τέλος, πέτυχε κάτι που έμοιαζε αδιανόητο: να ξεπεράσει ακόμα και την ίδια τη Μπαρτσελόνα αποκτώντας πλέον μια διάσταση μυθική.
Ο Μέσι διέλυσε κάθε ρεκόρ σε μια χρονιά που η ομάδα του τον βοήθησε λιγότερο από οποιαδήποτε χρονιά να το κάνει. Η Μπάρτσα δεν κέρδισε ούτε τη Λίγκα, ούτε το Τσάμπιονς λιγκ κι όμως αυτές τις αποτυχίες δεν άγγιξαν τον μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή του καιρού μας που τελείωσε τη χρονιά με ρεκόρ σκοραρίσματος απλησίαστα. Η Μπάρτσα ως οργανισμός δυσκολεύτηκε να αναδείξει νέους πρωταγωνιστές, πέρασε κρίσεις, έχασε τον Γκουαρντιόλα, αποκλείστηκε στο Τσάμπιονς λιγκ από την ψυχωμένη Τσέλσι και είδε τη Ρεάλ Μαδρίτης να της παίρνει τον τίτλο μέσα στο Καμπ Νου. Όμως ο καταπληκτικός Μέσι δεν έχασε τίποτα από τη λάμψη του: παρέμεινε η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική ατραξιόν του πλανήτη, προκάλεσε θαυμασμό για την σταθερότητα του, έσβησε το θρύλο του ρεκόρ του Γκερτ Μίλερ, μεγάλωσε κι άλλο!

Το 2009 τον βράβευσαν ως «παιδί θαύμα» επιβραβεύοντας τον γιατί δεν πρόδωσε τις εκτιμήσεις και τα σπουδαία λόγια που τον ακολουθούσαν. Το 2010 εκτίμησαν την συγκλονιστική του πρόοδο συγχωρώντας του ότι δεν κατάφερε να οδηγήσει την Αργεντινή στην κορυφή του κόσμου. Το 2011 το βραβείο του ήταν συνώνυμο με την εκτίμηση ότι η και πάλι πρωταθλήτρια Ευρώπης Μπαρτσελόνα ήταν η κορυφαία ομάδα της γης κι ο ίδιος ο ηγέτης της. Φέτος επιβραβεύτηκε η εξωπραγματική σταθερότητα του, ο τρόπος του να καταπλήσσει χωρίς να κερδίζει τίτλους, η ικανότητα του να τιμά και να αποθεώνει το σπορ που λέγεται ποδόσφαιρο και το οποίο είναι κάτι μεγαλύτερο από τις νίκες και τους τίτλους.
Αν το 2011 ο Μέσι ήταν συνώνυμο της Μπαρτσελόνα που τον ανέδειξε, σήμερα είναι συνώνυμο του ίδιου του ποδοσφαίρου στην λαμπρότερη, εντυπωσιακότερη, θεαματικότερη έκδοσή του. Νομίζω ότι πρέπει να εξαιρεθεί του χρόνου από τη διαδικασία επιλογής του καλύτερου στον κόσμο: δεν είναι απλά ο καλύτερος, είναι κάτι μοναδικό.      
Ο Μέσι ανήκει πλέον σε όλους: κάθε παιγνίδι του είναι μια ακόμα παράσταση, μια ακόμα δημιουργία, μια ακόμα ευκαιρία να αγαπήσεις το σπορ κουνώντας απλά το κεφάλι. Αισθάνεσαι όταν τον βλέπεις όπως μπροστά σε ένα πίνακα του Ιερώνυμου Μπος: όλα όσα σε αυτόν περιέχονται νοιώθεις ότι τα έχεις δει. Πουθενά όμως δεν τα έχεις δει με τόση πυκνότητα και ποτέ δε σου έχουν προκαλέσει τόσο ανεξήγητο δέος…