Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Ένα ενδιαφέρον ιστορικό άρθρο για τον Αντενάουερ, πρώτο καγκελάριο της Δ. Γερμανίας


Ο Αντενάουερ και η Δυτική Γερμανία
Εθνική προτεραιότητα για τον Γερμανό καγκελάριο ήταν η πλήρης ένταξη της χώρας του στη Δύση και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς
Της Κωνσταντίνας Ε. Μποτσιου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η μεταπολεμική διαίρεση της Γερμανίας σε δύο κράτη, τη (δυτική) Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (BRD) και την (ανατολική) Λαϊκή Δημοκρατία (DDR) αποκρυσταλλώθηκε ως μικρογραφία της διαίρεσης της Ευρώπης ανάμεσα σε έναν φιλοδυτικό και έναν φιλοσοβιετικό συνασπισμό με το διχοτομημένο Βερολίνο ως πόλη-σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου.
Η ίδρυση των δύο κρατών το 1949 επισφράγισε τη διάβρωση των συμμαχικών συμφωνιών του Πότσνταμ (Ιούλιος - Αύγουστος 1945). Δεν άλλαξε, όμως, τη θεμελιώδη αρχή του διαμελισμού της Γερμανίας, την οποία είχαν ομόφωνα υιοθετήσει οι «Τρεις Μεγάλοι» στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η απόφαση αυτή αποτυπώθηκε ανάγλυφα στον στρατηγικό σχεδιασμό για την απελευθέρωση της Ευρώπης με τη συντονισμένη αντεπίθεση των Σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο και την αγγλο-αμερικανική απόβαση στη Νορμανδία (1943-44). Κατ’ επιμονή του Τσώρτσιλ η αρχική πρόβλεψη για τρεις ζώνες κατοχής (αμερικανική, σοβιετική και αγγλική) τροποποιήθηκε, για να συμπεριλάβει μία γαλλική ζώνη στη νοτιοδυτική Γερμανία που τελούσε υπό αμερικανικό έλεγχο.
Η αρχή της διαίρεσης συμβάδισε με το δόγμα αποδυνάμωσης και κατάλυσης της εθνικής κυριαρχίας της Γερμανίας. Μολονότι εγκαταλείφθηκε το Σχέδιο Μοργκεντάου που πρότεινε συνδυασμό αποστρατιωτικοποίησης, κατάτμησης και εξαγροτισμού, η κεντρική ιδέα μιας Γερμανίας «ευτραφούς, αλλά ανίκανης» («fat, but impotent») κατά την έκφραση του Τσώρτσιλ, παρέμεινε αναλλοίωτη. Η διολίσθηση στον Ψυχρό Πόλεμο το 1946-47 εμπέδωσε τη διχοτόμηση ανάμεσα στη σοβιετική και τη δυτική ζώνη, διάδοχο της αγγλο-αμερικανικής Διζωνίας του 1947, που εξελίχθηκε σε Τριζωνία με την προσθήκη της Γαλλίας.
Για το νέο δυτικότροπο κράτος, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και τον πρώτο καγκελάριο, τον Χριστιανοδημοκράτη Κόνραντ Αντενάουερ, τα περιθώρια αυτόνομης πολιτικής ήταν πολύ περιορισμένα. Ωστόσο, ο Αντενάουερ αντιλαμβανόταν με ριζικά διαφορετικό τρόπο τις εθνικές προτεραιότητες απ’ ό,τι ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Κουρτ Σουμάχερ.
Στόχος η ευημερία και η δημοκρατία
Σοσιαλδημοκράτης με τεράστιο κύρος λόγω της στάσης του απέναντι στον ναζισμό, ο Σουμάχερ θεωρούσε απόλυτη εθνική προτεραιότητα την επανένωση της Γερμανίας, εκφράζοντας καχυποψία όχι μόνο προς τη Μόσχα, αλλά και προς τους Δυτικούς. Η στάση του επηρεαζόταν σαφώς από προσωπική πικρία για την απώλεια της καγκελαρίας, την οποία κέρδισε ο Αντενάουερ ως επικεφαλής ενός συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) και συντηρητικών (Γερμανικό Κόμμα), παρότι το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) είχε συγκεντρώσει τις περισσότερες έδρες στo Κοινοβούλιο (Bundestag) κατά τις πρώτες εθνικές εκλογές (Αύγουστος 1949). Είχε επίσης ηττηθεί στον δεύτερο γύρο των πρώτων εκλογών για την προεδρία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (Σεπτέμβριος 1949) από τον ηγέτη των Ελεύθερων Δημοκρατών Τέοντορ Χόις.
Η διαταξική πολυσυλλεκτική συμμαχία υπό τον Αντενάουερ ανταποκρινόταν πράγματι πειστικότερα στις μεταρρυθμιστικές πολιτικές των ΗΠΑ ιδίως, που δυσπιστούσαν έναντι της σοσιαλδημοκρατίας εξαιτίας της προσκόλλησής της σε κατεστημένες αντιλήψεις και της υποχωρητικότητας που είχε επιδείξει κατά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Περισσότερο από τη βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών και τις ασταθείς κυβερνήσεις της Τέταρτης Γαλλικής Δημοκρατίας, οι Αμερικανοί δίσταζαν να προωθήσουν σοσιαλιστική διακυβέρνηση σε μία Γερμανία ερειπωμένη και ευάλωτη κάτω από τη σκιά του Κόκκινου Στρατού.
Καθοριστική ήταν, όμως, και η πάγια πολιτική πεποίθηση του Σουμάχερ ότι η Γερμανία είχε περιθώρια διαπραγμάτευσης μιας εθνικώς συμφερότερης μεταπολεμικής διευθέτησης εάν έδινε εγγυήσεις και στις δύο Υπερδυνάμεις, γιατί καμία δεν είχε την πολυτέλεια να επιτρέψει τον έλεγχο της Γερμανίας εξ ολοκλήρου από την άλλη. Για τον καταγόμενο από τη δυτική Πρωσία Σουμάχερ (έγινε πολωνικό έδαφος μετά τον πόλεμο), μία νέα αμερικανο-σοβιετική συνεννόηση πέρα από τις αναγκαιότητες του Ψυχρού Πολέμου ήταν θεμιτή και δυνατή για να διεκδικήσει η Γερμανία περισσότερες εδαφικές και πολιτικές παραχωρήσεις.
Ο Σουμάχερ αντιτάχθηκε σε όλες τις κρίσιμες επιλογές της κυβέρνησης Αντενάουερ. Προπάντων τη μεμφόταν για τη συμμετοχή της χώρας στις ευρωπαϊκές κοινότητες ως de facto αποδοχή της διαίρεσης του έθνους. Η κατηγορία περί προδοσίας των εθνικών συμφερόντων συνόδευε τον Αντενάουερ αδιάκοπα μέχρι τον πρόωρο θάνατο του Σουμάχερ (1952), μολονότι οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες αποστασιοποιήθηκαν ήδη το 1951 από τη σκληρή γραμμή του, ακολουθώντας τη φιλοευρωπαϊκή πολιτική των Δυτικοευρωπαίων ομολόγων τους.
Βόννη αντί Βερολίνου
Ο «Γέρος» (der Alte), όπως αποκαλούνταν ο πρώην δήμαρχος της Κολωνίας, προσδιόριζε καταρχήν τις επιλογές του με βάση την απώθησή του προς τον κομμουνισμό, τον οποίο θεωρούσε μακράν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για το δυτικό πρότυπο ζωής, άρα και για το γερμανικό έθνος. Το ζητούμενο, κατά τον Αντενάουερ, δεν ήταν η αποκατάσταση της εδαφικής ενότητας ως αυτοσκοπός, γιατί θα σήμαινε τρομακτικές γερμανικές παραχωρήσεις προς τη Μόσχα, στερητικές της εθνικής κυριαρχίας, είτε ελάμβανε τη μορφή φινλανδοποίησης είτε σήμαινε υπαγωγή σε σοβιετική εποπτεία. Αντιθέτως, ένα δυτικό κράτος που θα αποκαθιστούσε βαθμιαία την εθνική του κυριαρχία ως μία σύγχρονη ευημερούσα δυτική δημοκρατία με κεντρική θέση σε μία ευρωπαϊκή κοινότητα, θα διαπραγματευόταν την κατάλληλη στιγμή με ισχυρά εχέγγυα την επανένωσή της. Στο ερώτημα «επανένωση τώρα υπό σοβιετική εποπτεία ή εκδυτικισμός της μισής Γερμανίας», ο Αντενάουερ δεν δίστασε να διαλέξει το δεύτερο. Προτίμησε τον πρόσκαιρο εδαφικό ακρωτηριασμό με προοπτική επανένωσης εντός της Δύσης αντί της αβέβαιης επανένωσης υπό συμμαχική και κυρίως σοβιετική ομηρεία. Επέλεξε προσωρινά τη Βόννη αντί του Βερολίνου.
Η αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Θα γινόταν βήμα βήμα ως αντάλλαγμα για τη γερμανική συμβολή στην ειρήνη και την ανάσχεση του σοβιετικού συνασπισμού. Ο Αντενάουερ δεν διανοούνταν να μετεωριστεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής για να εκβιάσει παραχωρήσεις από τους δυτικούς συμμάχους. Δεν το έκανε ούτε στις πιο δύσκολες πολιτικές ή προσωπικές του στιγμές με τις ΗΠΑ, όπως κατά την ανέγερση του τείχους του Βερολίνου (1961) ή κατά την αντιπαράθεσή του με τον αμιγώς ατλαντιστή Λούντβιχ Ερχαρτ για την καγκελαρία (1963). Αυτή η στάση, που στιγματίστηκε από αντιπάλους του ως υποτέλεια στις δυνάμεις κατοχής και τον διεθνή καπιταλισμό, αποτελούσε για εκείνον θεμέλιο λίθο της εμπιστοσύνης, την οποία έπρεπε να ξανακερδίσουν οι Γερμανοί.
Συμφιλίωση και στενή συνεργασία με τη Γαλλία
Αν η πρόσδεση στις ΗΠΑ υποσχόταν εκδημοκρατισμό, ανάπτυξη και ασφάλεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας απέναντι στην ΕΣΣΔ, η συμφιλίωση και στενή συνεργασία με τη Γαλλία ήταν αναγκαία προϋπόθεση για να διασφαλιστούν σε βάθος χρόνου αυτές οι προοπτικές, αλλά και για να αποκατασταθεί η εθνική κυριαρχία. Για τον Αντενάουερ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία όφειλε να κάνει παραχωρήσεις προς τη Γαλλία, όχι προς την ΕΣΣΔ. Η συμφιλίωση με τη γείτονα περνούσε μέσα από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η γαλλο-γερμανική συνεργασία θα ήταν το υπόδειγμα για την ευρωπαϊκή συνεργασία και το εφαλτήριο για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης και των υπόλοιπων Ευρωπαίων προς τον χθεσινό άσπονδο αντίπαλο.
Ο Αντενάουερ στήριξε ένθερμα τις γαλλικές πρωτοβουλίες του 1950 για τη σύσταση των πρώτων ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ). Με την ίδια ετοιμότητα έθετε υπό υπερεθνική εποπτεία τις πρώτες ύλες της ανασυγκρότησης και έναν νέο γερμανικό στρατό. Ο καθησυχασμός της Γαλλίας, η οποία διέθετε την πρωτοκαθεδρία στις Κοινότητες, αποτελούσε σταθερή γερμανική μέριμνα. Εκδηλωνόταν εμφατικότερα όποτε οι ΗΠΑ και η Βρετανία υποβάθμιζαν τις γαλλικές ανησυχίες για τη Γερμανία έναντι της σοβιετικής απειλής, όπως χαρακτηριστικά συνέβη κατά τον πόλεμο της Κορέας (1950-53), που πυροδότησε τον γερμανικό επανεξοπλισμό, τελικά μέσω του ΝΑΤΟ για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία – και μέσω του Συμφώνου της Βαρσοβίας για τη Λαϊκή Δημοκρατία (1955).
Παρομοίως, οι κυβερνήσεις Αντενάουερ συμβιβάστηκαν με τις εγγυήσεις προστατευτισμού, την έμφαση στην αγροτική πολιτική και τη συμπερίληψη των πρώην γαλλικών αποικιακών εδαφών στην Κοινή Αγορά, που αξίωσε η κυβέρνηση Ντε Γκωλ κατά την ίδρυση της ΕΟΚ (1957). Η αρχική δυσκολία συνεννόησης με τον Γάλλο πρόεδρο ξεπεράστηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη στη λεπτή ισορροπία που επέτυχε ο Αντενάουερ ανάμεσα στην ευρωπαϊκή πολιτική και τις ατλαντικές δεσμεύσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Ο ίδιος ο Αντενάουερ στήριξε ή αποδέχθηκε γκωλικές επιλογές που δυσαρέστησαν τις ΗΠΑ και προκάλεσαν σθεναρές αντιδράσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησής του. Κορυφαίο γεγονός υπήρξε η απόρριψη της πρώτης αίτησης ένταξης της Βρετανίας στην ΕΟΚ το 1963, και μάλιστα μόλις λίγες ημέρες πριν υπογραφούν οι περίφημες Συνθήκες των Hλυσίων (22 Ιανουαρίου 1963), που προέβλεπαν αμυντική συνεργασία Γαλλίας-Γερμανίας εκτός του νατοϊκού πλαισίου. Λιγότερο εντυπωσιακή, αλλά εξίσου εύγλωττη, υπήρξε η γερμανική ανοχή στην υπολειτουργία της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ), που ιδρύθηκε ταυτόχρονα με την ΕΟΚ το 1957, εφόσον το Παρίσι ανέπτυξε δική του ανεξάρτητη πυρηνική δύναμη. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη ερμηνεία, οι συγκεκριμένες επιλογές οδήγησαν στην εσωτερική αποσταθεροποίηση του Αντενάουερ και τη βεβιασμένη διαδοχή του από τον Ερχαρτ λίγους μήνες αργότερα.
Στο μεταξύ, όμως, ο Αντενάουερ είχε συνδέσει άρρηκτα την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με τη σταδιακή ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας. Το 1963 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία απείχε πολύ από τον απόλυτο συμμαχικό έλεγχο του 1949. Διέθετε στρατό, διεθνή νομιμοποίηση, σφύζουσα οικονομία και διεθνή οικονομική επιρροή, πρωταγωνιστικό ρόλο στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, σταθερό άξονα συνεργασίας με τη Γαλλία. Και μάλιστα με μια Γαλλία γκωλική, διαπνεόμενη από σκεπτικισμό έναντι της υπερεθνικότητας και αισθήματα αντιπαλότητας προς τις άλλες δύο κρίσιμες για τη Βόννη χώρες, τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Οι κυβερνήσεις Αντενάουερ κέρδισαν την εμπιστοσύνη του δύσπιστου Ντε Γκωλ, συμβάλλοντας έτσι στην προώθηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης και στην από κοινού ενίσχυση της ευρωπαϊκής φωνής απέναντι σε εχθρούς (ανατολικό μπλοκ), αλλά και συμμάχους (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ).
Η επανένωση της Γερμανίας επετεύχθη τελικά τρεις δεκαετίες αργότερα (1990) με βάση τη λογική του Αντενάουερ. Ευνοήθηκε από το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ είχε καταρρεύσει, αλλά αποτολμήθηκε από όλους τους εμπλεκόμενους παλαιούς συμμάχους με την πεποίθηση ότι η Γερμανία είχε αποδείξει την πίστη της στην ειρήνη και την ευρωπαϊκή συνεργασία επί μακρόν και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, ρισκάροντας, έπειτα από ένα φοβερό εθνικιστικό παρελθόν, τις ύψιστες εθνικές κατακτήσεις: εδαφική ακεραιότητα και εθνική κυριαρχία.

* Η κ. Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.