Μπορεί να υπάρξει Ευρώπη χωρίς τη Βρετανία;
Της Ζέζας Ζήκου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Το ερώτημα έχει εύκολη απάντηση: ναι, αλλά μάλλον δεν θα χρειαστεί. Η υπόσχεση του πρωθυπουργού τη Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, ότι θα διεξαγάγει δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή ή όχι της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση -υπό την προϋπόθεση ότι θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές- απλώς διασκεδάζει την ακλόνητη «ευρωφοβία» στη χώρα του.
Τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα είναι ισχυρότερα και από την εποχή της σιδηράς κυρίας Θάτσερ σβήνοντας από τη μνήμη την εποχή Tόνι Mπλερ, του πολιτικού που αναρριχήθηκε θριαμβικά στην εξουσία με το σύνθημα «το μέλλον μας είναι η Eυρώπη».
Το περιβόητο Kόμμα της Aνεξαρτησίας (UKIP), που «αποψίλωσε» τους Συντηρητικούς και τους Eργατικούς του Tόνι Mπλερ έχει διαβρώσει τη Βρετανία. Ο Κάμερον αναγκάστηκε να υποσχεθεί τη διενέργεια του δημοψηφίσματος το 2017 εξαιτίας της πίεσης που δέχεται από τους ευρωσκεπτικιστές Τόρις και εξαιτίας του φόβου ότι το UKIP, το οποίο επιθυμεί διακαώς την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε., θα κερδίσει συντηρητικές ψήφους στις εκλογές του 2015.
Ο ελιγμός του Κάμερον, ότι πρώτα θέλει να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί ένα «νέο διακανονισμό» βασισμένο σε μια ανταγωνιστική, ευέλικτη και δίκαιη κοινή αγορά, όπως και το επιχείρημά του ότι η εξουσία θα πρέπει να επιστρέφει στα κράτη-μέλη και όχι να κατευθύνεται μόνο προς τις Βρυξέλλες, έχουν ερείσματα. Φυσικά ίσως να μη φτάσει ποτέ στο δημοψήφισμα η Βρετανία, αν ο Κάμερον χάσει τις επόμενες εκλογές. Φυσικά η χώρα που ανησύχησε με τη στάση του Βρετανού πρωθυπουργού ήταν η Γερμανία. Δηλώσεις προσέγγισης διατυπώθηκαν αμέσως από την πλευρά της καγκελαρίου Μέρκελ που είναι στο Νταβός, σε αντίθεση με την πολιτικά αυτάρεσκη Γαλλία που δείχνει να αισθάνεται μάλλον δικαιωμένη από την τροπή των ευρωβρετανικών σχέσεων.
Η επαναδιαπραγμάτευση του ρόλου της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι αρκούντως φιλόδοξη. Το Λονδίνο έχει διαπραγματευτεί ορισμένες εξαιρέσεις από τις πολιτικές της Ε.Ε. και στο παρελθόν, καταφέρνοντας να κερδίσει κάποιες. Εχει δηλώσει, επίσης, ότι θα διεκδικήσει εκ νέου εξουσίες που παραδόθηκαν από το Λονδίνο στην Ευρωπαϊκή Ενωση όσον αφορά θέματα όπως η νομοθεσία για την απασχόληση και οι κοινωνικές και δικαστικές υποθέσεις.
Το Λονδίνο πιστεύει επίσης ότι η Βρετανία έχει παραδώσει μεγάλο μέρος της εθνικής κυριαρχίας της στα υπερεθνικά όργανα της Ε.Ε. Η Βρετανία συνεισφέρει καθαρά στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το Λονδίνο αισθάνεται ότι το κόστος υπερβαίνει τα οφέλη από την ιδιότητα του μέλους. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, η οποία επιδοτεί γεωργικούς τομείς στην ηπειρωτική Ευρώπη, δεν ωφελεί πραγματικά τη Βρετανία και η Κοινή Αλιευτική Πολιτική την έχει αναγκάσει να μοιράζεται τα νερά της με άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Πάντως, ενδιαφέρον είναι ότι ο Κάμερον δεν διαμορφώνει τις προτάσεις του με όρους εθνικής κυριαρχίας, αλλά με όρους κοινωνικής ευημερίας. Με αυτόν τον τρόπο καταγγέλλει τις κοινωνικές επιπτώσεις της ευρωπαϊκής κρίσης. Δείχνει να αντιπροσωπεύει μια βιώσιμη εναλλακτική λύση στη γερμανική ηγεσία της Ευρώπης, ειδικά όταν η Γαλλία είναι αδύναμη και επικεντρωμένη στα δικά της εσωτερικά προβλήματα και τίθεται επικεφαλής ενός αντίλογου στην άποψη της Γερμανίας για την επίλυση της κρίσης.
Επισείεται στον Κάμερον ο κίνδυνος περιθωριοποίησης της Βρετανίας, αλλά μία από τις γοητευτικότερες περιόδους της ιστορίας αυτής της χώρας ήταν εκείνη της «λαμπράς απομόνωσης», επί εποχής του λόρδου Σόλσμπερι, του τελευταίου πρωθυπουργού που ενσάρκωσε τις αυτοκρατορικές παραδόσεις των βρετανικών νήσων, που δεν χωρίζονται από την υπόλοιπη Ευρώπη μόνον από τη Μάγχη.
Η Βρετανία, ως αυτοκρατορία υπεράκτιων αποικιών, ενδιαφερόταν για την πορεία των ευρωπαϊκών υποθέσεων μόνον όταν ετίθετο σε κίνδυνο το σύστημα ισορροπιών που κυριαρχούσε στην ήπειρο. Η εμπλοκή της σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους είχε ως στόχο να αποτρέψει τη δυσανάλογη μεγέθυνση της γερμανικής επιρροής.
Ο Κάμερον είναι πολιτικός με παρουσία κοινοβουλευτική μόλις ένδεκα ετών, αλλά με βάθος οικογενειακής παράδοσης πάνω από δύο αιώνες και συγγενής της δυναστείας των Ουίνδσορ. Δεν ανήκει στους «αυτοδημιούργητους» που διοικούν σήμερα την Ευρώπη, οι οποίοι προθύμως προσαρμόζονται πάντα υπέρ της σωτηρίας της πατρίδας.
Πάντως, για έναν συντηρητικό ηγέτη και γνωστό «ευρωσκεπτικιστή», η χθεσινή άρνηση ήταν μάλλον αναμενόμενη. Το 2006 απέσυρε τους Συντηρητικούς από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, σε μια προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια των ευρωσκεπτικιστών βουλευτών των Τόρις. Να σημειωθεί ότι ο Κάμερον είχε υποσχεθεί ότι θα διοργανώσει δημοψήφισμα για τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Αλλά όταν η Συνθήκη τέθηκε σε εφαρμογή ανέκρουσε πρύμναν. Οι ευρωσκεπτικιστές Τόρις εξοργίστηκαν, αλλά τουλάχιστον απεφεύχθη το ενδεχόμενο ανοιχτού «πολέμου» μεταξύ του Λονδίνου και των Ευρωπαίων εταίρων του.
Τέλος, να θυμίσω ότι ο Κάμερον επέλεξε την εντυπωσιακή αποχώρηση των Τόρις το 2009 από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα στο Ευρωκοινοβούλιο, στο οποίο συγκαταλέγονται οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες της Αγκελα Μέρκελ, το κεντροδεξιό κόμμα του Νικολά Σαρκοζί και η Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά. Αποχωρώντας από την παράταξη των παραδοσιακών κεντροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης, ο Ντέιβιντ Κάμερον χωρίς δισταγμούς απομόνωσε τους Συντηρητικούς.