Οι συμμαχικές κυβερνήσεις του Εμφυλίου
Οι ΗΠΑ απαίτησαν ευρύτερη πολιτική συναίνεση με την απειλή διακοπής της βοήθειας στην Ελλάδα
Της Κωνσταντίνας Ε. Μποτσιου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Οταν εξαγγέλθηκε το Δόγμα Τρούμαν, στις 12 Μαρτίου 1947, ήταν εμφανές ότι η Ελλάδα θα κατέρρεε χωρίς ξένη βοήθεια. Κρίσιμο παράγοντα για την αμερικανική στήριξη αποτελούσε η βούληση των ίδιων των Ελλήνων να αντισταθούν στην κομμουνιστική πίεση.
Αν, αντιθέτως, ο κομμουνισμός αποτελούσε πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα, θα απέβαιναν μάταιες οι οικονομικές θυσίες που απαιτούσε από τους Αμερικανούς πολίτες το πρόγραμμα αρωγής και, άρα, το Κογκρέσο δεν νομιμοποιούνταν να τις εγκρίνει.
Καθρέφτης της λαϊκής βούλησης ήταν η ελληνική Βουλή. Είχε προέλθει με απλή αναλογική από τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 σε συνθήκες αποχής της κομμουνιστικής Αριστεράς και ορισμένων άλλων μικρών κομμάτων. Κηρύσσοντας «πανστρατιά» κατά του κομμουνιστικού κινδύνου, το Λαϊκό Κόμμα είχε εξασφαλίσει μονοπαραταξιακή κυβερνητική αυτοδυναμία (διέθετε 206 στις 354 έδρες) με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη (18 Απριλίου 1946). Η «πανστρατιά» εξυπηρέτησε την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄ με το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1946 ως εγγυητή της εθνικής ενότητας κατά του κομμουνισμού, αλλά αποδείχθηκε κενό γράμμα στην ουσία της διακυβέρνησης. Αντιθέτως, κυριάρχησαν η ευνοιοκρατία, η διαφθορά, η διασπάθιση δημοσίων πόρων και η παντελής έλλειψη κεντρικού συντονισμού με σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και τη Δικαιοσύνη. Τόσο φιλοσοβιετικές όσο και φιλοδυτικές δυνάμεις κατήγγειλαν βάσιμα ότι τα αντιδημοκρατικά μέτρα διευκόλυναν τη στρατολόγηση ανταρτών.
Η Ουάσιγκτον δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά της για την αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να οργανώσει το κράτος και να ενισχύσει την πολιτική ενότητα του μη κομμουνιστικού κόσμου. Το 1946 απέρριψε επανειλημμένως ελληνικά αιτήματα για αποστολή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας. Πριν αναμειχθεί ενεργά, έθεσε ως πρώτη προϋπόθεση την πολιτική συναίνεση. Για να αποφύγει μια συναίνεση ευκαιριακή ή τυχοδιωκτική, έθεσε ως δεύτερη προϋπόθεση την επίβλεψη του προγράμματος βοήθειας από αμερικανικές αποστολές.
Από την «επτακέφαλο» στον πρώην τραπεζίτη
Η έλευση της διερευνητικής αποστολής του Αμερικανού οικονομολόγου Πωλ Πόρτερ στην Αθήνα (Φεβρουάριος 1947) συνέπεσε σχεδόν με την πρώτη διεύρυνση της ελληνικής κυβέρνησης και την αντικατάσταση του Τσαλδάρη από εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό, τον προσκείμενο στο Λαϊκό Κόμμα πρώην τραπεζίτη Δημήτριο Μάξιμο (24 Ιανουαρίου 1947). Η συμμετοχή επτά πολιτικών αρχηγών χάρισε στην πρώτη εκείνη συμμαχική κυβέρνηση το προσωνύμιο «επτακέφαλος». Ηταν ένα εύλογο, ασφαλές «άνοιγμα» προς δυνάμεις που είχαν προσφέρει είτε στήριξη (Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, Ναπολέων Ζέρβας, Στυλιανός Γονατάς, Απόστολος Αλεξανδρής) είτε ανοχή στο ζήτημα της βασιλείας στις εκλογές του 1946 (Σοφοκλής Βενιζέλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Παπανδρέου).
Ωστόσο, δημιουργούσε πρόβλημα η απουσία του Κόμματος Φιλελευθέρων υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, που αποτελούσε την τρίτη ισχυρότερη κοινοβουλευτική δύναμη (με 48 έδρες). Η σύμπραξή τους ήταν καίρια όχι μόνο λόγω της ιστορικής τους βαρύτητας, αλλά και για να συμπληρωθεί ο κύκλος της συναίνεσης με το βασικό αντιμοναρχικό κόμμα της Βουλής, ώστε να καταρριφθεί η μομφή της Αριστεράς περί «μοναρχοφασιστικής» κυβέρνησης. Τον δρόμο άνοιξε τον Αύγουστο του 1947 η παραίτηση Μάξιμου. Μετά από άγονους ελιγμούς για την ανακατάληψη της πρωθυπουργίας, ο Τσαλδάρης την παραχώρησε στον Σοφούλη (7 Σεπτεμβρίου 1947), που την απαιτούσε εξαρχής ως όρο για να στηρίξει κυβέρνηση συνασπισμού. Η λύση δόθηκε κατόπιν έντονης παρέμβασης της Αμερικανικής Αποστολής, που συνέδεσε τη συνέχιση του προγράμματος βοήθειας με τη δημιουργία ευρείας συμμαχίας Λαϊκών-Φιλελεύθερων. Εκτός κυβέρνησης βρέθηκαν προσωρινά πέντε από τις επτά «κεφαλές» της προηγούμενης κυβέρνησης (Βενιζέλος, Παπανδρέου, Κανελλόπουλος, Γονατάς, Αλεξανδρής). Παρ’ όλα αυτά, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα στράφηκε εναντίον της κομμουνιστικής Αριστεράς, χωρίς περιθώρια για δημαγωγική αντιπολίτευση.
Η κυβέρνηση συνασπισμού ανέλαβε ένα σύνθετο έργο: να προωθήσει την ανασυγκρότηση συντρίβοντας ταυτόχρονα τον Δημοκρατικό Στρατό. Επρόκειτο για στόχους εν πολλοίς αλληλοσυγκρουόμενους. Οι αντάρτες ήλεγχαν σημαντικό τμήμα της Βόρειας Ελλάδας και κόμβους επικοινωνίας, παραλύοντας έτσι την οικονομική δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές κυβερνήσεις αδυνατούσαν να διαμορφώσουν συνθήκες οικονομικής ασφάλειας και κράτος δικαίου, που θα ενέπνεε στους πολίτες εμπιστοσύνη και μαχητικότητα. Η στασιμότητα του 1947-48, παρά την αμερικανική βοήθεια, γεννούσε φόβους για έναν παρατεταμένο εμφύλιο που θα οδηγούσε διά της φθοράς την Ελλάδα εκτός Δύσης. Για να αποτραπεί αυτή η εξέλιξη, δόθηκε προτεραιότητα στη γρήγορη, ολοκληρωτική συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού, ώστε να ελευθερωθεί το πεδίο για την ανασυγκρότηση.
Οι πολιτικές αποτυχίες και η κλιμάκωση του πολέμου υπέσκαψαν την ενδο- και διαπαραταξιακή ενότητα του κυβερνητικού συνασπισμού. Το φθινόπωρο του 1948 αποχώρησαν από το Λαϊκό Κόμμα 13 βουλευτές, από το Κόμμα Φιλελευθέρων 54 βουλευτές υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Η ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία διορθώθηκε τον Ιανουάριο του 1949 με την επάνοδο του Βενιζέλου, του Κανελλόπουλου και του Σπύρου Μαρκεζίνη, αρχηγού του Νέου Κόμματος και «αρχιτέκτονα» της «κίνησης Παπάγου». Πρωθυπουργός μετά τον θάνατο του Σοφούλη ορίστηκε ο πρώην διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Αλέξανδρος Διομήδης (Ιούνιος 1949 - Ιανουάριος 1950).
Οι συμμαχικές κυβερνήσεις διατήρησαν σε γενικές γραμμές την ίδια δομή και τον ίδιο πυρήνα προσώπων από τον Σεπτέμβριο του 1947 έως τον Ιανουάριο του 1950. Η κατανομή έργου διαμορφώθηκε υπό την κηδεμονία της Αμερικανικής Αποστολής. Ως επί το πλείστον, στους Λαϊκούς ανατέθηκαν τα υπουργεία ανασυγκρότησης, ενώ οι Φιλελεύθεροι ανέλαβαν χαρτοφυλάκια δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Στους σταθερότερους Λαϊκούς υπουργούς συγκαταλέγονταν ο Δημήτριος Χέλμης (Οικονομικών, 1947-50), ο Πάνος Χατζηπάνου (Μεταφορών, 1947 και 1949-50) και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (Μεταφορών, 1948, Κοινωνικής Προνοίας, 1948-50). Τα υπουργεία της ασφάλειας κατείχαν επί μακρόν Φιλελεύθεροι: Κωνσταντίνος Ρέντης (Δημοσίας Τάξεως, 1947-48, 1949-50 και Στρατιωτικών, 1948-49), Χρήστος Λαδάς (Δικαιοσύνης, 1947-48), Γεώργιος Μελάς (Δικαιοσύνης, 1948-50). Το συντονιστικό έργο της κυβέρνησης ήλεγχαν κυρίως Λαϊκοί με πρωταγωνιστή τον Στέφανο Στεφανόπουλο (Συντονισμού, σχεδόν αδιάλειπτα, 1947-50). Αυτόνομη και ασυνεχή παρουσία είχαν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Στρατιωτικών, 1949-50), ο Σοφοκλής Βενιζέλος και ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Διάλυση και ανασυγκρότηση του πολιτικού σκηνικού
Με τον τερματισμό του Εμφυλίου ολοκληρώθηκε η αποστολή των συμμαχικών κυβερνήσεων. Τα παλαιά κόμματα επιβίωσαν για λίγο ακόμα μετά τις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές του Μαρτίου 1950. Οι αποτυχίες και τα οικονομικά σκάνδαλα αποτέλεσαν μάλλον αφορμή παρά αιτία για τη διάβρωσή τους. Τη μεγαλύτερη αδυναμία συνιστούσε η ταυτότητά τους: ήταν κόμματα του Εθνικού Διχασμού. Ακόμα και αν ήθελαν, στερούνταν των ικανοτήτων που απαιτούνταν στις νέες εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες. Δεν εξέφραζαν τις κοινωνικές και οικονομικές συμμαχίες που είχαν δημιουργήσει η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Ηταν δυνάμεις πολωτικές, επιρρεπείς στις εκτροπές και στην αντεκδίκηση σε μια εποχή που απαιτούσε ενότητα, δημοκρατία και λήθη - ακόμα και προς τους αριστερούς αντιπάλους. Δυσκολεύονταν να προβάλουν ενωτικούς εθνικούς στόχους πέραν ενός στείρου αντικομμουνισμού. Η αδυναμία αυτή φάνηκε ξεκάθαρα από τον πανικό που έσπειρε το σύνθημα της λήθης, όταν διατυπώθηκε από ανανεωτικές δυνάμεις τόσο των συντηρητικών (Μαρκεζίνης) όσο και των φιλελεύθερων (Νικόλαος Πλαστήρας). Συναγερμό προκάλεσε, επίσης, η ανάδειξη του Πλαστήρα και του Παπάγου ως ηγετών νέων παρατάξεων (ΕΠΕΚ και Ελληνικού Συναγερμού) που θα ανασυγκροτούσαν με ανακαινισμένους πολιτικούς όρους τον χώρο των παλαιών βενιζελικών και αντιβενιζελικών, αντίστοιχα.
Το παλαιό κομματικό σύστημα άρχισε να αποσυντίθεται στις εκλογές του 1950. Λαϊκοί και Φιλελεύθεροι συγκέντρωσαν αθροιστικά μόλις 36% των ψήφων. Αποκλειόταν η αναπαραγωγή στην εξουσία με τεχνητά μέσα, καθώς οι οικονομικοί πόροι τελούσαν υπό την εποπτεία της Αμερικανικής Αποστολής. Εξέλιπε, επίσης, η παραδοσιακή δυνατότητα πραξικοπηματικών λύσεων: από την αρχιστρατηγία Παπάγου και μετά ο στρατός δεν ελεγχόταν από πολιτικούς παράγοντες, μέτρο που τελούσε υπό δρακόντεια αμερικανική επιτήρηση. Η συγκυβέρνηση και η αμερικανική επίβλεψη είχαν, τέλος, στρέψει τη μοναρχία σε λύσεις ανανέωσης προκειμένου να επιβιώσει ως υπερκομματικό σύμβολο εθνικής ενότητας.
Η μετάβαση στην ενισχυμένη αναλογική (1951) και στο πλειοψηφικό (1952) ευνόησαν μεγάλα κόμματα και σταθερές μονοκομματικές κυβερνήσεις. Τις νέες δυνάμεις συγκρότησε μείγμα έμπειρων και ανερχόμενων πολιτικών που ξεχώρισαν στη διαχείριση έργων ανασυγκρότησης και έχτισαν διαπαραταξιακές συνεργασίες. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν η ΕΠΕΚ και το Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα (ΛΕΚ) των Στεφανόπουλου-Κανελλόπουλου, που θεμελίωσε τον Ελληνικό Συναγερμό. Στην ΕΡΕ του Καραμανλή -στελέχους του ΛΕΚ και του Συναγερμού- εκπροσωπήθηκε αργότερα η νέα γενιά Φιλελεύθερων: Ευάγγελος Αβέρωφ, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Δημήτρης Μακρής κ.ά.
«Ανήκομεν εις την Δύσιν»
Η πανίσχυρη απειλή διακοπής της αμερικανικής βοήθειας αποτέλεσε καταλύτη για την ανασυγκρότηση του ελληνικού πολιτικού σκηνικού, όπως και σε άλλες ευάλωτες χώρες του Σχεδίου Μάρσαλ (Γερμανία, Ιταλία). Η σταθερότητα που επιζητούσαν οι ΗΠΑ προϋπέθετε ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη, στρατιωτική ετοιμότητα και ευρύτατες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις. Τα παλαιά ελληνικά κόμματα δεν ήταν σε θέση να παράσχουν αυτή την προοπτική, ακόμα και αν ο κίνδυνος αφανισμού τους αποτελούσε ισχυρό κίνητρο.
Ωστόσο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της διακυβέρνησης το 1947-50, διέσωσαν όχι μόνο την εθνική ακεραιότητα, αλλά και την τιμή του πολιτικού κόσμου. Ετσι, αρκετά μεμονωμένα στελέχη μπόρεσαν να συνεχίσουν θέτοντας νέους εθνικούς στόχους στο όνομα ενός συνολικού εκσυγχρονισμού. Το πεδίο αναφοράς αποτέλεσαν για όλους το «ανήκομεν εις την Δύσιν» και το τρίπτυχο του εξευρωπαϊσμού: «ειρήνη-ευημερία-δημοκρατία».
* Η κ. Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.