Δεν υπάρχει hall of fame που να χωράει τον Γκάλη
Του Αντώνη Καρπετόπουλου
(Πηγή : http://www.sport.gr)
Διάβαζα για την τιμή που γίνεται στο Νίκο Γκάλη να είναι υποψήφιος για μια θέση στο Hall of Fame του παγκόσμιου μπάσκετ και συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν πλέον Ελληνες 25 χρονών που δεν τον θυμούνται γιατί πιθανότατα να μην τον έχουν δει ποτέ να αγωνίζεται.
Από την κατάκτηση του Πανευρωπαϊκού του 1987 – από τον απόλυτο και αξεπέραστο δηλαδή θρίαμβο του – έχουν περάσει πλέον πάνω από 25 χρόνια. Από την αποφράδα μέρα που έφυγε από τον Αρη, που υπήρξε το βασίλειο του, πέρασαν πάνω από είκοσι και από το πικρό και άδοξο αντίο του στο μπάσκετ ως αθλητής του Παναθηναϊκού, πάνω από δεκαεπτά.
Λυπάμαι πραγματικά όσους δεν είδαν το Νικ και όσους δεν έζησαν τα κατορθώματα του. Πίστευα και πιστεύω πάντα πως η δική μου γενιά είναι μια τυχερή γενιά γιατί έζησε πολλούς και μεγάλους αθλητικούς θρύλους, όμως κανένας από όλους όσους ζήσαμε δεν συγκρίνεται με την εποποιία του Γκάλη. Αθλητές μεγάλους είδαμε πολλούς και θα δούμε κι άλλους.
Όμως ποτέ δεν θα μας ξανατύχει να βρούμε ένα μπροστάρη, ένα άνθρωπο που με τα θαύματα του δημιούργησε ένα ολόκληρο κίνημα, ένα ηγέτη που άλλαξε το γούστο και την αισθητική μας, την αντίληψή μας για το τι είναι τα σπορ, τη στάση μας απέναντι στο ωραίο εν τέλει. Γιατί ο Γκάλης δεν ήταν ένας απλός αθλητής – ήταν πολύ περισσότερο ο μόνος που στην Ελλάδα δημιούργησε μια πολιτιστική επανάσταση: μας μύησε στα μυστικά ενός σπορ, μας αποκάλυψε την ομορφιά του, μας οδήγησε στο να κατανοήσουμε την στρατηγική του ακριβώς γιατί την καταργούσε και τη δυσκολία του ακριβώς γιατί την αποθέωσε.
Το μπάσκετ δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα από τον Γκάλη – όπως συμβαίνει με κάθε θεάνθρωπο είχαν προηγηθεί οι προφήτες του. Ομως μόνο αυτός το μετέτρεψε σε θρησκεία μιας χώρας, μόνο αυτός το γιγάντωσε όσο τίποτα άλλο ποτέ, μόνο αυτός το έβαλε στη ζωή όλων – κρατώντας συγχρόνως τη δική του ζωή μακριά από όλα. Το μπάσκετ, χάρη στο Γκάλη έγινε η άγνωστη γλώσσα που κατορθώσαμε να μιλήσουμε, η άγνωστη Τέχνη που τελικώς μας συγκίνησε, η άγνωστη θρησκεία που απέκτησε πιστούς κι όμως ο ίδιος δεν είπε ποτέ για όλα αυτά το παραμικρό.
Ειλικρινά δεν ξέρω αν αυτά τα κατορθώματα που διαδραματίστηκαν αποκλειστικά στην Ελλάδα της δεκαετίας του 80 και του 90 θα γίνουν κατανοητά από τους κριτές της υποψηφιότητας του: αυτοί στο τέλος θα κληθούν να διαλέξουν από τη σχετική λίστα τρεις αθλητές – εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα θαυματοποιό που άλλαξε το γούστο μιας χώρας, παραμένοντας σιωπηλός, εσωστρεφής και μόνος.
Κάποιος θα πει ότι κι αν απλώς περιοριστούν στα κατορθώματα του δύσκολα θα βρουν κάποιον που να αξίζει την τιμή περισσότερο. Οι αριθμοί του Γκάλη ακόμα και σήμερα μαρτυρούν ένα έπος. Σκόραρε σε όλα τα πρωταθλήματα που πήρε μέρος με τη μαγική φανέλα του Αρη κατά μέσο όρο πάνω από 30 πόντους. Εκλεισε με τον ίδιο μέσο όρο καριέρας την παρουσία του στην Εθνική.
Ηταν πρώτος σκόρερ σε όλες σχεδόν τις διοργανώσεις που πήρε μέρος. Το μεγαλύτερο ματς της ζωής του ήταν κόντρα στους Σοβιετικούς στον τελικό του 1987 και το αμέσως επόμενο που ξεπέρασε το τέλειο, κόντρα στο Σαμπόνις δυο χρόνια αργότερα όταν με τηλεπάθεια έστειλε το τρίποντο του Χριστοδούλο στο καλάθι πανηγυρίζοντας μόνος αυτός πριν καν ο Φάνης σουτάρει. Όλα αυτά είναι ο Γκάλης και μπορούμε να βρούμε δεκάδες θαύματα του, αλλά όλα αυτά τα θαύματα και πάλι δεν αρκούν για να τον περιγράψουν.
Για αυτό αγαπήσαμε παράφορα τον κρύο, αγέλαστο, σκληρό, περφεξιονιστή Νικ: γιατί δεν είχε τα ελαττώματα μας, γιατί ποτέ δεν θα γινόμασταν σαν αυτόν, γιατί ο επαγγελματισμός του ήταν παράταιρος με τον δικό μας κομφορμισμό. Ο Γκάλης – κι αυτό φαίνεται ακόμα περισσότερο σήμερα – ήταν ο πρώτος πολίτης σε μια Ελλάδα την οποία ποτέ δεν είδαμε, ο μεγάλος ξένος που μας έδειξε το δύσκολο δρόμο. Τον χειροκροτήσαμε γιατί τον περπάτησε, τον αποθεώσαμε γιατί μας τον έδειξε, τον λατρέψαμε γιατί μας έπεισε πως υπάρχει και μετά γυρίσαμε στα δικά μας, αφού το μάθημα του ήταν πολύ σκληρό για μας.
Στην εποχή των θαυμάτων του υπήρξαν ελάχιστες οι συνεντεύξεις του. Ο Γκάλης δεν πούλησε ποτέ την εικόνα του. Η διασημότερη ατάκα του είναι ότι η νίκη επι των Ιταλών κατά τη διάρκεια του Ευρωμπάσκετ του 87 είναι «η μεγαλύτερη της καριέρας του πριν την επόμενη». Δεν το είπε ποτέ: του το εκμαίευσε έξυπνα ο Βασίλης Σκουντής ρωτώντας τον - αυτός είπε ένα απλό «ναι». Ο Γκάλης δεν ήταν καλός με τις λέξεις, δεν πίστευε ότι υπάρχει τίποτα σημαντικότερο από τη δουλειά και την Τέχνη του, δεν ήθελε να τον αγαπάς γιατί ήταν καλό παιδί, ή καταφερτζής,ή ρήτορας, ή επιτυχημένος, ή έξυπνος, ή διασκεδαστικός ή λωποδύτης. Ποτέ δεν μας είπε μεγάλα λόγια, ποτέ δεν μας εξήγησε τι ήθελε. Αλλά όλοι ξέραμε ότι θα βάλει τη μπάλα στο καλάθι με κάθε δυνατό και αδύνατο τρόπο, γιατί αυτό ήταν η δουλειά του, μια δουλειά που πίσω της είχε τόνους ιδρώτα.
Αναρωτιέμαι ποιο hall of fame μπορεί να στεγάσει ένα αθλητή του οποίου τα κατορθώματα υπήρξαν μαθήματα ζωής σε μια χώρα που τα χειροκρότησε χωρίς να καταφέρει ποτέ να τα υιοθετήσει…
Γιατί ο Γκάλης δεν ήταν οι πόντοι και οι νίκες του, αλλά ήταν η απόδειξη ότι μπορεί στην Ελλάδα να καταφέρουμε να κάνουμε κάτι που θα το θαυμάζει και θα το ζηλεύει όλος ο υπόλοιπος κόσμος για τη σπανιότητα του και την ομορφιά του. Οι επιτυχίες του Γκάλη δεν είχαν να κάνουν με τις γνωστές αρετές της ελληνικής φυλής, δηλαδή την άμυνα, την αντοχή, την πονηριά, την ικανότητα να ξεπερνάς τις ήττες όσο σκληρές κι αν είναι.
Ο Γκάλης δεν ήταν ο χαρισματικός φτωχοδιάβολος που στο τέλος κερδίζει γιατί επιβιώνει, ούτε ο καλοπροαίρετος ανθρωπάκος που προκαλεί συγκίνηση για την προσπάθεια του, ούτε ο πονηρός Οδυσσέας που κατακτά την Τροία με ένα τρικ: ήταν ένας τρομερός επαγγελματίας που είχε ως όπλο του τον περφεξιονισμό, που βελτίωσε καταπληκτικά το παιγνίδι του, που χρησιμοποιούσε όσο κανείς το μυαλό του, που πίστευε στην αξία της προπόνησης, στην ανάγκη να γίνεσαι καλύτερος δουλεύοντας, στην ατομική βελτίωση.
Ο Γκάλης δεν κατηχούσε την ομάδα, δεν έπιανε το συμπαίκτη για να του εξηγήσει τα προφανή, δεν ήθελε να δίνει οδηγίες ή να συντάσσει εγχειρίδια επιτυχίας. Ανάγκαζε όποιον δούλευε μαζί του να προσαρμόζεται στους δικούς του επαγγελματικούς ρυθμούς για να αντέχει στις συγκρίσεις, υποχρέωνε όποιον ήθελε να λέγεται συμπαίκτης του να αποδέχεται το δικό του κανόνα που ήταν δουλειά και μόνο δουλειά. Όλα αυτά τα έκανε στην Ελλάδα του 80 στην οποία το Δημόσιο ήταν το νέο Ελντοράντο, η επιδότηση η συνταγή της επιτυχίας, το άκοπο και χωρίς ιδρώτα εδώ και τώρα κοινωνική κατάκτηση.