Γιατί η Λευκωσία δεν είναι Αθήνα
Του Γιώργου Παγουλάτου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η κυπριακή προεδρία της Ε. Ε. κλείνει με ανοιχτή την εκκρεμότητα της δανειακής σύμβασης και του Μνημονίου. Θα είναι η άμεση προτεραιότητα της Ευρωζώνης στην αρχή του 2013, σύμφωνα με τον πρόεδρο Γιουνκέρ. Μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου θα έχει υπογραφεί το κυπριακό Μνημόνιο.
Η περίπτωση της Κύπρου δείχνει ότι η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων πληρώνεται ακριβά. Εδώ κι ένα χρόνο η Κύπρος έχει αποκλειστεί από τις αγορές. Η κυβέρνηση πληρώνει τους λογαριασμούς δανειζόμενη βραχυπρόθεσμα και ακριβά από εγχώριες τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία. Προφανώς αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ.
Το δάνειο 17,5 δισ. που αναμένεται να λάβει η Κύπρος από την Ε. Ε. και το ΔΝΤ είναι σχεδόν όσο και το ΑΕΠ της (18 δισ.). Από αυτά, περίπου 10-12 δισ. θα διατεθούν για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τα υπόλοιπα για εξυπηρέτηση του χρέους και κάλυψη του ελλείμματος. Ως ποσοστό της εθνικής οικονομίας, το κονδύλι στήριξης των τραπεζών είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο.
Η κυβέρνηση Χριστόφια επέδειξε μεγάλη καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις για τη δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο, που είχαν ξεκινήσει από τον Ιούνιο. Ο πρόεδρος Χριστόφιας ήλπιζε να περάσει το πικρό ποτήρι της υπογραφής στον διάδοχό του. Τελικά, οι συνθήκες επιδεινώθηκαν πολλαπλώς, η εκκρεμότητα δρα παραλυτικά και τα κεφάλαια εγκαταλείπουν τη χώρα.
Η Κύπρος έχασε χρόνο αναζητώντας εναλλακτική χρηματοδότηση. Τελικά, το περίφημο δάνειο από τη Ρωσία δεν ξεπέρασε τα 2,5 δισ. ευρώ. Η Ρωσία διεμήνυσε ότι δεν διατίθεται να δανείσει τα επιπλέον 5 δισ. που ζητήθηκαν, διότι «οι κίνδυνοι είναι πολύ μεγάλοι για να τους αναλάβει μόνος ένας πιστωτής», παρ’ ότι δεν απέκλεισε συμμετοχή στο πλευρό Ε. Ε. - ΔΝΤ.
Ετσι, η Κύπρος είναι κλειδωμένη σε μια αδύνατη κατάσταση: από τη μία, δεν μπορεί να αντέξει άλλο χωρίς προσφυγή στον ευρωπαϊκό δανειακό μηχανισμό. Από την άλλη, μόλις λάβει τον νέο δανεισμό που επειγόντως χρειάζεται, το δημόσιο χρέος της (ήδη 90% του ΑΕΠ) θα εκτιναχθεί σε επίπεδα σαφώς μη βιώσιμα, επιτάσσοντας αναδιάρθρωση.
Αυτήν την αναδιάρθρωση, το «κούρεμα» των ομολογιούχων του ιδιωτικού τομέα (κυρίως κυπριακές τράπεζες), θέτει ως προϋπόθεση το ΔΝΤ για τη συμμετοχή του. Για τέτοιο «κούρεμα» δεν θέλουν να ακούσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι. Κάτι τέτοιο θα επανέφερε απειλητικό το φάσμα προς τους ιδιώτες ομολογιούχους, αυξάνοντας επικίνδυνα το κόστος δανεισμού για τις χώρες της ευρω-περιφέρειας. Εκτός από την κωλυσιεργία της κυβέρνησης Χριστόφια, την απροθυμία των εταίρων επιτείνει η κακή φήμη των κυπριακών τραπεζών για ξέπλυμα μαύρου χρήματος από τη Ρωσία.
Ετσι, οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν δείχνουν διατεθειμένοι να επιτρέψουν μια επανάληψη της ελληνικής συνταγής για το χρέος της Κύπρου. Είχαν δεσμευθεί ότι το ελληνικό PSI θα ήταν η πρώτη και τελευταία φορά και ότι η Ελλάδα αποτελεί «μοναδική» περίπτωση. Και όπως είπε ο πρόεδρος Γιουνκέρ, «δεν είπαμε ελληνόφωνες χώρες, είπαμε Ελλάδα». Η Ευρωζώνη το έχει θέσει ως κεντρικό ζήτημα αξιοπιστίας. Ωστόσο, η πιθανότητα ενός PSI για την Κύπρο είναι σημαντική, εφ’ όσον το χρέος της μετά τον δανεισμό δεν θα είναι βιώσιμο. Μια λύση θα ήταν η χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών απευθείας από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό (ESM). Δικαιολογείται κιόλας, αφού τα δημοσιονομικά της Κύπρου μολύνθηκαν κυρίως μέσω των τραπεζών, που επλήγησαν από το τοξικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Ομως αυτή η λύση έχει ήδη παγώσει για Ισπανία και Ιρλανδία, όσο εκκρεμεί η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Τραπεζικής Εποπτείας. Είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει να εφαρμοστεί μέσα στο 2013.
Μέχρι τότε, η Ελλάδα θα παραμένει η μόνη χώρα για την οποία οι εταίροι συμφώνησαν εξαιρετικά μέτρα μείωσης του δημοσίου χρέους (με το PSI, τα μέτρα του Νοεμβρίου και την προοπτική περαιτέρω αναδιάρθρωσης του επίσημου δανεισμού). Τον συνδυασμό αναποφασιστικότητας της Κύπρου και απροθυμίας των εταίρων βλέπουν οι αγορές και αναβαθμίζουν τον κίνδυνο χρεοκοπίας. Την περασμένη εβδομάδα, η S&P μείωσε την πιστοληπτική ικανότητα της Κύπρου σε CCC+, διαβάθμιση χαμηλότερη από το Πακιστάν και τη Λευκορωσία.
* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.