Ο δρόμος προς την D-Day
Στα παρασκήνια της μάχης που κέρδισε τον πόλεμο
By Rick Atkinson
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Ένας καταστροφικός παγετός έπληξε το Ηνωμένο Βασίλειο στα μέσα Μαΐου του 1944, καθυστερώντας τις σοδειές των δαμάσκηνων και των μούρων.
Περίεργη ήταν επίσης και η επίμονη ξηρασία. Τα ξενοδοχεία έβαζαν προειδοποιήσεις πάνω από τις μπανιέρες τους: «Η Όγδοη Στρατιά διέσχισε την έρημο με μια γουλιά την ημέρα. 7,5 εκατοστά μόνο, παρακαλώ». Βρετανικές εφημερίδες ανέφεραν ότι ακόμη και ο Βασιλιάς Γεώργιος Στ΄ διατηρείτο «πολύ καθαρός με ένα μπάνιο την εβδομάδα, σε μια μπανιέρα γεμάτη μόνο μέχρι τη γραμμή που είχε χαράξει πάνω της». Θυελλώδεις βόρειοι άνεμοι εμπόδιζαν τα περισσότερα συμμαχικά βομβαρδιστικά να πετάξουν από την Ανατολική Αγγλία και τα Μίντλαντς, αν και περιστασιακά μπορούσε κανείς να δει στόλους από Μπόινγκ τύπου Flying Fortresses να κατευθύνονται προς τα ηπειρωτικά, με τα νέφη καπνού που άφηναν να απλώνονται σαν φτερά στρουθοκάμηλου.
Σχεδόν πέντε χρόνια πολέμου είχαν αφήσει πίσω τους βρετανικές πόλεις «βρώμικες, απεριποίητες και παραμελημένες, σαν σάπια δόντια», σύμφωνα με ένα επισκέπτη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος διαπίστωσε ότι «οι άνθρωποι αναφέρονται στο ‘πριν από τον πόλεμο’, σαν να ήταν μέρος, όχι χρόνος». Η χώρα ήταν εμποτισμένη από βαριές μυρωδιές, από αιθαλομίχλη και φθηνό άνθρακα και από κούραση. Αγριολούλουδα ρίζωναν στην εκτός βομβαρδισμών περιοχή από το Μπέρμιγχαμ ως το Πλύμουθ. Λιγότερο βουκολική εικόνα ήταν τα εκατομμύρια των αρουραίων που κατέκλυζαν τους υπονόμους του Λονδίνου, συνολικού μήκους 4.800 χλμ. Εξολοθρευτές διέσπειραν 60 τόνους αλλαντικών δηλητηριασμένων με φωσφορικό ψευδάργυρο και μπαγιάτικο ψωμί βουτηγμένο σε ανθρακικό βάριο.
Οι στερήσεις διαχέονταν κι αυτές σαν την οσμή. Η βρετανική κυβέρνηση επέτρεπε στους άνδρες να αγοράζουν καινούργιο πουκάμισο κάθε 20 μήνες. Οι νοικοκυρές μετέτρεπαν τo εργαλείο για τον καθαρισμό της πίπας σε κλιπ για τα μαλλιά. Σιδερένια κιγκλιδώματα και ψησταριές είχαν από καιρό διαλυθεί για τις ανάγκες του πολέμου. Ακόμα και νεκροταφεία έμεναν χωρίς φράκτες. Λίγοι αγοραστές μπορούσαν να βρουν μια πένα ή ένα γαμήλιο δαχτυλίδι, σεντόνια, αποφλοιωτές λαχανικών ή κορδόνια. Αφίσες αποθάρρυναν την ασωτία με απεικονίσεις του Σπάταλου Κοριού, ενός καρτούν με χαρακιές σε σχήμα σβάστικας. Εμφανίζονταν μικρές αγγελίες στην εφημερίδα The Times του Λονδίνου, του τύπου, «χαρίζονται μασέλες» όπως και για δωρεές σε μετρητά για τα τραυματισμένα ρωσικά άλογα του στρατού. Μια διαφήμιση στις οικιακές υπηρεσίες Chez-Vous υποσχόταν αποκατάσταση «βομβαρδισμένων ταπετσαριών και καθαρισμούς χαλιών».
Κρατικά πανό συμβούλευαν, «Το φαγητό είναι πυρομαχικά. Μην το σπαταλάτε». Το δελτίο είχε ξεκινήσει τον Ιούνιο του 1940 και δεν θα τελείωνε πλήρως μέχρι το 1954. Το μηνιαίο επίδομα τυριού ανερχόταν σε δύο ουγγιές ανά πολίτη. Πολλά παιδιά δεν είχαν δει ποτέ τους λεμόνι. Η βιταμίνη C προερχόταν από τα «υγρά γογγυλιού». Το Υπουργείο Τροφίμων προωθούσε το «ψωμί της λιτότητας», με μια υποψία από πριονίδι, και τον «καφέ της νίκης», που παρασκευαζόταν από βελανίδια. Η «πίτα Woolton», ένα κατασκεύασμα από πατάτες, καρότα, κρεμμύδια, και αλεύρι, λέγανε ότι σου έπεφτε στο στομάχι «όπως το τσιμέντο πάνω στο στήθος». Για τα άτομα με απαιτητικούς ουρανίσκους, δεν εφαρμοζόταν το όριο του σιτηρέσιου όσον αφορά τα κεφάλια προβάτων ή τα χέλια που αλιεύονταν στις τοπικές δεξαμενές ή τους ψητούς κορμοράνους, ένα ινώδες υποκατάστατο των πουλερικών.
Περισσότεροι από 50.000 Βρετανοί πολίτες είχαν σκοτωθεί στις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές από το 1940 και μετά, συμπεριλαμβανομένων πολλών στo «Baby Blitz», που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1944 και μόλις τώρα εξασθενούσε. Τα αναγνωριστικά αεροσκάφη τής Λουφτβάφε φώτιζαν τους στόχους τους με φωτοβολίδες αλεξιπτώτου, λούζοντας τα κτίρια και τα χαμηλά σύννεφα με ένα αχνό φως πριν να πέσουν οι βόμβες. Κάποιος περιγράφει στο ημερολόγιό του τα «μεγάλα σταθερά ξίφη από φώτα ανίχνευσης» σε αναζήτηση εχθρικών αεροσκαφών, καθώς τα αντιαεροπορικά θραύσματα πετάγονταν στις στέγες, όπως το χαλάζι. Ακόμη και η λέσχη τένις του Ουίμπλετον είχε δεχτεί επίθεση σε μια πρόσφατη επιδρομή που είχε μετατρέψει το κεντρικό γήπεδο σε μια τεράστια λακκούβα. Ένα φύλακας επιδιόρθωνε τα κουρελιασμένα δίχτυα με σπάγκο. Δεκάδες χιλιάδες στεγάζονταν το βράδυ στις υπόγειες σήραγγες του μετρό. Οι βρεφικές κούνιες που στέκονταν σε σειρές κατά μήκος της αποβάθρας σε 79 συγκεκριμένους σταθμούς ήταν τόσο δυσώδεις που ο γλύπτης Χένρι Μουρ παρομοίασε αυτές τις υπόγειες αποικίες στη διάρκεια του πολέμου με «αμπάρια ενός πλοίου με σκλάβους». Λέγεται ότι ορισμένα μικρά παιδιά που γεννήθηκαν τότε στο Λονδίνο δεν είχαν περάσει ούτε μια νύχτα στα κρεβάτια τους.
Ακόμη και σε εκείνες τις σύντομες καλοκαιρινές νύχτες, η υποχρεωτική διακοπή ρεύματος, η οποία διαρκούσε στα μέσα Μαΐου στο Λονδίνο από τις 22:30 μ.μ. ως τις 5:22 πμ, ήταν τόσο έντονη που ένας συγγραφέας βρήκε την πόλη «βαθιά σκοτεινή, σαν μια ψυχική κατάσταση». Το σκοτάδι απέκρυπτε επίσης μια εσχατολογική λαγνεία, που τροφοδοτείτο από περίπου 3,5 εκατομμύρια στρατιώτες που ήταν τότε στριμωγμένοι σε μια χώρα μικρότερης έκτασης από το Όρεγκον. Κατά το σούρουπο, το Χάιντ Παρκ και το Γκρην Παρκ έμοιαζαν, σύμφωνα με έναν Καναδό στρατιώτη, σαν «ένα τεράστιο πεδίο μάχης του σεξ». Ένας εφημέριος ανέφερε ότι Αμερικανοί στρατιώτες και πόρνες του δρόμου συχνά συνευρισκόταν όρθιοι τυλιγμένοι σε μια καμπαρντίνα, μια στάση που είναι γνωστή ως «Στυλ Μαρμάρινης Αψίδας», από το διάσημο μνημείο απέναντι από το Χάιντ Παρκ. «Το Πικαντίλυ Σέρκους είναι ένα τρελοκομείο μέσα στο σκοτάδι», έγραψε ένας Αμερικανός υπολοχαγός στη μητέρα του, «και κανείς δεν μπορεί να περπατήσει χωρίς να δεχθεί επίθεση από δεκάδες γυναίκες». Οι πόρνες -«οι κομάντο του Πικαντίλυ»- κοντοζύγωναν τους άνδρες μέσα στο μπλακάουτ κι έψαχναν για τα διακριτικά του βαθμού τους, στους ώμους και τα μανίκια, πριν τους πουν την τιμή: 10 σελίνια (2 δολάρια) για απλούς κληρωτούς, μια λίρα (4 δολάρια) για τους αξιωματικούς.
Την ημέρα, στις παμπ και στις γωνίες του δρόμου πρόβαλαν οι εξωτικές στρατιωτικές πουλάδες Νορβηγών, Ινδών, Βέλγων και Τσέχων, στρατιωτών από το Γιορκσάιρ και το Γουέλς, και περισσότερων Γιάνκηδων από ό, τι ζούσαν σε όλη τη Νεμπράσκα. Οι ράφτες της Σάβιλ Ρόου παρείχαν ειδικούς που έραβαν κατά παραγγελία οποιοδήποτε τμήμα της στολής, από τον χιτώνα ως το παντελόνι, κι ένας ευκατάστατος αξιωματικός θα μπορούσε να βρει να αγοράσει ακόμη κι ένα αγγλικό στρατιωτικό αδιάβροχο στο Μπέρμπερι ή ένα ασημένιο φλασκί τσέπης στο Ντάνχιλλ. Ακόμη και οι στρατιώτες που είχαν έρθει πρόσφατα από το μέτωπο της Μεσογείου είχαν αποκτήσει μεγάλες κηλίδες χρώματος, χάρη στα χάπια κατά της ελονοσίας που προσέδιδαν στο δέρμα τους μια απόχρωση κολοκύθας.
ΗΓΕΜΟΝΕΣ
Πουθενά δεν ήταν οι στολές πιο εντυπωσιακές, το πρωί της Δευτέρας 15 Μαΐου, από ό, τι στο σχολείο του Αγίου Παύλου στην οδό Χάμμερσμιθ, στο δυτικό Λονδίνο. Εκεί, συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο αγγλο-αμερικανικό στρατιωτικό κονκλάβιο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου την 1.720η ημέρα του πολέμου προκειμένου να προβάρει το θανάσιμο πλήγμα που είχε σκοπό να καταστρέψει το Τρίτο Ράιχ του Αδόλφου Χίτλερ. Ναύαρχοι, στρατηγοί, στρατιωτικοί διοικητές, ειδικοί στο υλικό πολέμου, και υπεύθυνοι προσωπικού ανά βαθμό κατέβηκαν από τις λιμουζίνες τους και μπήκαν σε ένα γοτθικό κτίριο από κόκκινο τούβλο και τερακότα, όπου η αμερικανική στρατιωτική αστυνομία - γνωστή ως «νιφάδες», από το λευκό στα κράνη τους, στις ζώνες για το πιστόλι τους, στα κολάν του ποδιού και στα γάντια – εξέτασαν εξονυχιστικά τις 146 τυπωμένες προσκλήσεις που είχαν σταλεί ένα μήνα νωρίτερα. Στη συνέχεια, έξι ένστολοι κλητήρες συνόδευαν τους επισκέπτες, που αργότερα περιγράφηκαν ως «μεγάλοι άνδρες που τους ακολουθούσε ο αέρας της φήμης τους», μέσα στην Αίθουσα Προτομών, ένα κρύο και αμυδρά φωτισμένο αμφιθέατρο με μαύρες κολώνες και σκληρούς, στενούς πάγκους που έλεγες ότι είχαν σχεδιαστεί για να κρατούν τα μικρά σχολιαρόπαιδα ξύπνια.
Τώρα, στην Αίθουσα Προτομών στοιχίζονταν άκρως απόρρητα διαγράμματα και χάρτες. Από τον Ιανουάριο, το σχολείο είχε αποτελέσει την έδρα της βρετανικής 21ης Στρατιάς, κι εδώ είχε γίνει ο λεπτομερής προγραμματισμός για την Επιχείρηση Overlord (Ηγεμόνας), η συμμαχική εισβολή στη Γαλλία. Καθώς όλο και περισσότεροι ανώτεροι αξιωματικοί κάθονταν από τη Β σειρά ως την J, ορισμένοι άπλωναν κουβέρτες στα γόνατά τους ή έριχναν στους ώμους τα πανωφόρια τους λόγω του ψύχους. Στη σειρά Α, 14 πολυθρόνες τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη, προορίζονταν αποκλειστικά για τους υψηλότερα ιστάμενους, και τώρα αυτοί οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να παίρνουν τις θέσεις τους. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ουίνστον Τσόρτσιλ, ντυμένος με ένα μαύρο παλτό ως τα πόδια και με το συνηθισμένο του πούρο Αβάνας, μπήκε μαζί με τον Ανώτατο Διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων, τον στρατηγό Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Δεν τους υποδέχτηκαν ούτε επευφημίες, ούτε χειροκροτήματα, αλλά η ομήγυρη πετάχτηκε όρθια όταν ο Γεώργιος Στ΄ πέρασε από το διάδρομο για να καθίσει στα δεξιά του Αϊζενχάουερ. Ο Τσώρτσιλ υποκλίθηκε στον μονάρχη του και συνέχισε να ρουφάει το πούρο του.
Ενόσω περίμεναν να ξεκινήσουν στις δέκα ή ώρα το πρωί, αυτοί οι άνδρες, με τον αέρα της υπεροχής, είχαν κάθε λόγο να χαίρονται για τις κοινές τους νίκες και να ελπίζουν σε ακόμη μεγαλύτερες νίκες στο μέλλον. Σχεδόν όλοι οι ανώτεροι διοικητές είχαν υπηρετήσει μαζί στη Μεσόγειο - ονόμαζαν τους εαυτούς τους «Mediterraneanites» - και μοιράζονταν το ίδιο συναίσθημα με τον Αϊζενχάουερ όταν έλεγε ότι «το μέτωπο της Μεσογείου το έχω στο αίμα μου». Είχαν πράγματι αιματοκυλιστεί εκεί, αρχίζοντας με την εισβολή στη Βόρεια Αφρική, το Νοέμβριο του 1942, όταν οι αγγλο-αμερικανικές δυνάμεις είχαν παραμερίσει την αδύναμη γαλλική αμυντική γραμμή τού Βισύ, και στη συνέχεια είχαν στραφεί στα ανατολικά, μέσα από το παγωμένα Όρη Άτλας της Τυνησίας. Με τη συνδρομή της βρετανικής Όγδοης Στρατιάς, που είχε προωθηθεί από την Αίγυπτο, μετά από μια νίκη ορόσημο στο Ελ Αλαμέιν, οι δυνάμεις αυτές είχαν πολεμήσει τις γερμανικές και ιταλικές λεγεώνες επί πέντε μήνες προτού 250 χιλιάδες στρατιώτες του Άξονα παραδοθούν, στα μέσα Μαΐου του 1943.
Οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί εφόρμησαν στη Σικελία δύο μήνες αργότερα, κατακτώντας το νησί μέσα σε έξι εβδομάδες προτού εισβάλλουν στην ηπειρωτική Ιταλία, στις αρχές Σεπτεμβρίου. Το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι είχε καταρρεύσει, και η νέα κυβέρνηση στη Ρώμη είχε παραιτηθεί από το Σύμφωνο του Ατσαλιού, ένα δημιούργημα του Άξονα, για να συντάξει κοινό μέτωπο με τους Συμμάχους. Αλλά ο υπέρ πάντων αγώνας στο Σαλέρνο, νότια της Νάπολης, προανήγγειλε μια άλλη φοβερή εκστρατεία το χειμώνα, καθώς τα συμμαχικά στρατεύματα έδιναν τη μια αιματηρή μάχη μετά την άλλη, για να προχωρήσουν 350 χλμ στην ιταλική «μπότα», απέναντι σε οχυρωμένες και ανθεκτικές γερμανικές δυνάμεις, σε μέρη όπως το Σαν Πιέτρο, η Ορτόνα, ο ποταμός Ράπιντο, το Κασίνο και το Άντζιο. Με επικεφαλής τον Αϊζενχάουερ, πολλοί από τους Mediterraneanites είχαν φύγει για το Ηνωμένο Βασίλειο, στα μέσα της εκστρατείας, για να ξεκινήσουν τον προγραμματισμό του «Ηγεμόνα», και θα μπορούσαν μόνο να ελπίζουν ότι η επίθεση της άνοιξης - που ξεκίνησε στις 11 Μαΐου με την κωδική ονομασία «Διάδημα»- θα έσπαγε το αδιέξοδο στην κεντρική Ιταλία και θα οδηγούσε τις πολύπαθες συμμαχικές δυνάμεις στη Ρώμη και πέραν αυτής.
Από εκείνο το σημείο και μετά, η κατάρρευση της απέραντης αυτοκρατορίας του Βερολίνου στην Ανατολική Ευρώπη εξελισσόταν πολύ καλά. Η Γερμανία είχε εισβάλει στη Σοβιετική Ένωση το 1941, με περισσότερους από τρία εκατομμύρια άνδρες, αλλά από τις αρχές τού 1944, οι γερμανικές απώλειες ξεπερνούσαν τα 3,5 εκατομμύρια, ακόμη κι αν οι σοβιετικές απώλειες ήταν τετραπλάσιες. Η κατάσταση είχε ξεφύγει, και οι σοβιετικές εκστρατείες για την ανάκτηση της Κριμαίας, στη δυτική Ουκρανία, και για την περιοχή μεταξύ του Λένινγκραντ και της Εσθονίας απασχολούσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις γερμανικές δυνάμεις. Το Τρίτο Ράιχ είχε πλέον 193 μεραρχίες στο ανατολικό μέτωπο και στη νοτιοανατολική Ευρώπη, και μόνο 28 στην Ιταλία, 18 στη Νορβηγία και τη Δανία, και 59 στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες. Σχεδόν τα δύο τρίτα της γερμανικής μάχιμης δύναμης παρέμεναν καθηλωμένα στην ανατολική Ευρώπη, αν και η Βέρμαχτ συγκέντρωνε ακόμα περίπου 2.000 άρματα μάχης και άλλα τεθωρακισμένα οχήματα στη βορειοδυτική Ευρώπη. Ωστόσο, το Ράιχ δεν ήταν ποτέ πιο ευάλωτο από αέρος: το Μάιο του 1944, τα συμμαχικά αεροπλάνα που απογειώνονταν από το Ηνωμένο Βασίλειο έριχναν 70.000 τόνους εκρηκτικών υψηλής εκρηκτικότητας σε στόχους του Άξονα, περισσότερες από τέσσερις φορές το μηνιαίο φορτίο, ένα χρόνο νωρίτερα. Παρά το γεγονός ότι είχαν καταβάλει συγκλονιστικό κόστος σε αεροπλάνα και πληρώματα, η βρετανική Βασιλική Πολεμική Αεροπορία και η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ είχαν αποκτήσει την κυριαρχία των ευρωπαϊκών ουρανών. Αν μη τι άλλο, από τη στιγμή που είχαν αποσπάσει την αεροπορική και ναυτική υπεροχή από τους Γερμανούς, οι Σύμμαχοι θα μπορούσαν ευλόγως να ελπίζουν σε μια επιτυχημένη εισβολή στην ηπειρωτική Ευρώπη από τις επίγειες δυνάμεις που ήταν τώρα συγκεντρωμένες στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το 1941, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση συγκρότησαν τη μεγάλη συμμαχία τους κατά του Άξονα, «το μόνο σχέδιο ήταν να επιμείνουμε», όπως το είχε θέσει ο Τσώρτσιλ. Η επιμονή τούς είχε φέρει σε αυτό το οριακό σημείο: ήταν η ευκαιρία να εμπλακούν με τον εχθρό στην ήπειρο και να τον καταστρέψουν στο ευρωπαϊκό του προπύργιο, τέσσερα χρόνια αφότου η Γερμανία είχε κατακτήσει τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες. Οι Αμερικανοί υποστήριζαν εδώ και καιρό ότι έπρεπε να αντιμετωπιστεί η κύρια γερμανική στρατιωτική δύναμη το συντομότερο δυνατόν, με μια δυναμική εμπλοκή την οποία οι Βρετανοί στρατηγοί επέκριναν ως αρμόζουσα σε «περιπλανώμενους σιδεράδες», καθώς οι ίδιοι προτιμούσαν το σταδιακό ροκάνισμα του εχθρού με επιθέσεις στην περιφέρεια του Άξονα, κάτι που είχε οδηγήσει σε 18 μήνες μαχών στη Μεσόγειο. Τώρα, καθώς πλησίαζε η μεγάλη ώρα, το μέτωπο θα μεταφερόταν στα βόρεια, και οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί θα «έριχναν σίδερο» παρέα.
ΕΝΑ ΑΣΧΗΜΟ ΥΔΑΤΙΝΟ ΜΕΡΟΣ
Έφθασε η ώρα, έφθασε και ο άνθρωπος: στις 10 π.μ., ο Αϊζενχάουερ σηκώθηκε για να χαιρετήσει τους 145 συναδέλφους του που θα καθοδηγούσαν την επίθεση στο «Φρούριο Ευρώπη». Πίσω του, στο «πιλοτήριο» της Αίθουσας Προτομών κρεμόταν ένας τεράστιος χάρτης με τις ακτές της Νορμανδίας, εκεί όπου ο ποταμός Σηκουάνας εκβάλει στον Ατλαντικό. Είχε τριάντα μέτρα πλάτος και βρισκόταν σε μια κεκλιμένη πλατφόρμα ορατή από τα πίσω έδρανα, και σε μια κλίμακα 15 εκατοστά ανά μίλι (1,6 χλμ.), απεικόνιζε με φωτεινά χρώματα τα ποτάμια, τα χωριά, τις παραλίες, και τα υψίπεδα εκείνου που θα γινόταν το πιο διάσημο πεδίο μάχης στον κόσμο. Ένας ταξίαρχος, φορώντας τρακτερωτά παπούτσια και εξοπλισμένος με ένα δείκτη για χάρτες, στεκόταν σε θέση μάχης, έτοιμος να δείξει τα μέρη που σύντομα θα γίνονταν πασίγνωστα: Χερβούργο, Σαιν-Λο, Καέν, παραλία Όμαχα.
Με μόνο του υπαινιγμό το περιώνυμο μειδίαμά του, ο Αϊζενχάουερ μίλησε εν συντομία, όπως ένας άνδρας «συμφιλιωμένος με τον εαυτό του», όπως εκτίμησε ένας Αμερικανός ναύαρχος που ήταν παρών. Χαιρέτισε τόσο τον Βασιλιά όσο και τους συναδέλφους του κάνοντας λόγο «για την παραμονή μιας μεγάλης μάχης», καλωσορίζοντάς τους στην τελική λεπτομερή εξέταση του σχεδίου εισβολής που ήταν εδώ και δύο χρόνια στα σκαριά. Μια εβδομάδα νωρίτερα, ο ίδιος είχε επιλέξει την 5η Ιουνίου ως D-Day. «Θεωρώ ότι είναι καθήκον οποιουδήποτε βλέπει κάποιο ελάττωμα στο σχέδιο, να μη διστάσει να το αναφέρει», είπε ο Αϊζενχάουερ υψώνοντας την φωνή του. «Δεν έχω καμία συμπάθεια σε κανέναν, ανεξάρτητα από τη θέση του, ο οποίος δεν θα ασκήσει κριτική. Είμαστε εδώ για να φθάσουμε στα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα». Ο ανώτατος διοικητής θα παρέμενε απασχολημένος για μερικές εβδομάδες με τις θαλάσσιες κι ενάεριες απαιτήσεις τής επιχείρησης Ηγεμόνας, καθώς και με διάφορες πολιτικές οχλήσεις, κι έτσι είχε αναθέσει το σχεδιασμό και τη διεξαγωγή αυτής της τιτάνιας επίγειας μάχης στη Νορμανδία, σε έναν Βρετανό αξιωματικό, τον στρατηγό Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ.
Φιγούρα νευρική, σαν ξωτικό, με άψογη στολή μάχης και χοντροπάπουτσα, ο Μοντγκόμερι σηκώθηκε όρθιος με το δείκτη του στο χέρι. Το στενό, πανούργο πρόσωπό του ήταν μεταξύ των πιο αναγνωρίσιμων στην Βρετανική Αυτοκρατορία, ένα πρόσωπο που θα μπορούσες να κοιτάζεις επίμονα στο Κλάριτζ ή να τραβήξει τα βλέμματα στο Στραντ. Αλλά πριν προλάβει να αρθρώσει μια λέξη, ένα απότομo χτύπημα ακούστηκε. Ο ήχος έγινε οξύτερος. Ένας «νιφάδας» άνοιξε διάπλατα την πόρτα της Αίθουσας Προτομών, και μπήκε κορδωμένος ο Αντιστράτηγος Τζορτζ Πάττον, ένας κατακόκκινος, θηριώδης Αμερικανός στρατάρχης, ραμμένος πρόσφατα από τους ράφτες της Σάβιλ Ρόου με ένα κατά παραγγελία πανωφόρι, ένα κατά παραγγελία παντελόνι, και κατά παραγγελία μπότες. Πάντα πρόθυμος να σκηνοθετήσει την είσοδό του, ο Πάττον είχε διασχίσει το Λονδίνο σε μια τεράστια μαύρη Πάκαρντ, που έφερε μεγάλα διακριτικά τριών αστέρων και διπλή κόρνα λεωφορείου. Αγνοώντας τον συνοφρυωμένο Μοντγκόμερι, ο Πάττον πήγε και κάθισε στη θέση του, στη δεύτερη σειρά, με τη λαχτάρα της συμμετοχής σε έναν πόλεμο που ο ίδιος κατηγορούσε, χωρίς να εξηγεί γιατί, ως «καταραμένη μαλακία». «Είναι πολύ ευχάριστο να είσαι διάσημος», είχε γράψει ο Πάττον στην σύζυγό του, Βεατρίκη. «Ίσως να είναι κακό για την ψυχή».
Με ένα απότομο κούνημα του δείκτη του, ο Μοντγκόμερι ανέβηκε στον χάρτη του τελευταίου επιπέδου. Ρίχνοντας ματιές στις σημειώσεις του - 20 σύντομα σημεία, γραμμένα με τον καθαρό γραφικό του χαρακτήρα στο ατσαλάκωτο χαρτί – ο Μοντγκόμερι ξεκίνησε να μιλάει με τη διαπεραστική του φωνή, αρθρώνοντας κάθε συλλαβή, με τρόπο τόσο ευθύ όσο και τα παντελόνια του. «Υπάρχουν τέσσερις στρατιές υπό τις διαταγές μου», είπε, δύο συνθέτουν τη δύναμη επίθεσης της Νορμανδίας και δύο ακόμη που θα ακολουθήσουν προς εκμετάλλευση του προγεφυρώματος. «Πρέπει να βρούμε τον τρόπο να φθάσουμε στην ακτή και να βρούμε ένα καλό προκάλυμμα προτού ο εχθρός μπορέσει να μεταφέρει επαρκείς ενισχύσεις για να μας πετάξει έξω», συνέχισε. «Προωθημένα τμήματα του στρατού πρέπει να διεισδύσουν βαθιά στην ενδοχώρα, και γρήγορα, την D-Day. Αυτό θα ανατρέψει τα σχέδια του εχθρού και θα τείνει να τον κρατήσει μακριά, όσο εμείς θα ενισχύουμε τη δύναμή μας. Πρέπει να κερδίσουμε χώρο πολύ γρήγορα, και να εδραιώσουμε καλά τα κέρδη μας στο εσωτερικό».
Ο κόλπος του Σηκουάνα, που βρίσκεται στο βεληνεκές περίπου 200 στρατιωτικών αεροδρομίων στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχε οριστεί ως το σημείο τής εισβολής πάνω από έναν χρόνο νωρίτερα εξαιτίας των επίπεδων αμμωδών παραλιών του και της εγγύτητάς του στο Χερβούργο, ένα ζωτικό γαλλικό λιμάνι απαραίτητο για τις προμήθειες των ορδών των εισβολέων. Είναι αλήθεια ότι η ακτογραμμή τού Πα-ντε-Καλαί ήταν πιο κοντά, αλλά κρίθηκε «στρατηγικά επισφαλής», επειδή οι εκεί μικρές παραλίες όχι μόνο ήταν εκτεθειμένες στις καταιγίδες της Μάγχης, αλλά και είχαν τύχει της πιο μεγάλης οχύρωσης στη Γαλλία. Μηχανικοί υπό τον ικανό Βρετανό αντιστράτηγο Φρέντερικ Μόργκαν είχαν ενδελεχώς διερευνήσει άλλα πιθανά σημεία αποβίβασης, από τη γαλλική περιοχή της Βρετάνης μέχρι την Ολλανδία, και τα είχαν βρει ανεπαρκή. Μυστικές αποστολές προς επιθεώρηση των παραλιών του «Ηγεμόνα», με μικρά υποβρύχια που εκμεταλλεύονταν το φεγγαρόφωτο, σε αυτό που το Βασιλικό Ναυτικό ονόμαζε «θρασεία αναγνώριση», είχαν διασκεδάσει τις ανησυχίες περί κινούμενης άμμου και άλλων κινδύνων. Ως απόδειξη, καταδρομείς έφεραν από τη Νορμανδία δείγματα άμμου σε σακούλες, δοκιμαστικούς σωλήνες, και προφυλακτικά Durex.
Η θέση των αποβάσεων ήταν ζωτικής σημασίας, γιατί αν η Overlord αποτύγχανε, ολόκληρη η επιχείρηση θα αντιμετώπιζε μια φριχτή κατάρρευση. Αλλά, προτού οι δυνάμεις εισβολής καταλάμβαναν οποιοδήποτε έδαφος, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν «ένα άσχημο υδάτινο μέρος που αποκαλείτο «Κανάλι», όπως θα το περιέγραφε αργότερα η επίσημη ιστορία τής εισβολής του αμερικανικού στρατού. Η Μάγχη έχει πλάτος μόλις 35 χλμ στο στενότερο σημείο της. Ωστόσο, επί σχεδόν χίλια χρόνια, όσοι στρατοί εισέβαλαν, είχαν να αντιμετωπίσουν μια εχθρική ακτή που τους έφερνε μάλλον θλίψη παρά δόξα. «Η μόνη λύση», είχε πει ένας Βρετανός μηχανικός χαριτολογώντας, «είναι να ρυμουλκήσουμε τη μια ακτή κοντά στην άλλη μόλις θα έχουμε επιτεθεί». Το αμερικανικό Υπουργείο Πολέμου είχε φθάσει να μελετήσει μέχρι και μια σήραγγα κάτω από το βυθό της θάλασσας: μια λεπτομερή μελέτη έκρινε το έργο «εφικτό», και απαιτούσε ένα χρόνο και 15.000 άνδρες για να ανασκάψουν 55.000 τόνους χώματος. Οι πιο συνετοί αμφισβητούσαν το σχέδιο ως «στρατηγικά και λειτουργικά» περίπλοκο, κάνοντας λόγο για την αδημονία ολόκληρης της Έβδομης γερμανικής Στρατιάς καθώς θα περίμενε τον πρώτο που θα έβγαινε από τη σήραγγα. Η μελέτη μπήκε στο αρχείο.
Η παρουσίαση του Μοντγκόμερι επικεντρώθηκε κυρίως στις τεχνικές λεπτομέρειες των αποβάσεων αλλά ο στρατηγός έκλεισε με μια διαφορετική νότα. «Οι στρατιώτες που θα στείλoυμε σε αυτό το μέρος, θα πρέπει να το πιστεύουν», δήλωσε, με βλέμμα που άστραφτε. «Τίποτα δεν πρέπει να τους σταματήσει. Αν μπορούμε να τους στείλουμε στη μάχη με αυτόν τον τρόπο, τότε θα πετύχουμε». Μετά το μεσημεριανό γεύμα και μια σειρά από ενημερώσεις από άλλους αξιωματικούς, ο Αϊζενχάουερ σηκώθηκε και είπε λίγα λόγια ευγνωμοσύνης, σημειώνοντας ότι ο Χίτλερ είχε «χάσει τη μια και μοναδική ευκαιρία να καταστρέψει με μια μόνο βόμβα το σύνολο της ανώτατης διοίκησης των συμμαχικών δυνάμεων». Ο Τσώρτσιλ είπε δύο τρία αποχαιρετιστήρια λόγια, κρατώντας τα πέτα από το παλτό του και με τα δύο χέρια. «Mην περιμένετε όλα να πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Η ευελιξία θα είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες», είπε. «Πρέπει να πάρουμε ρίσκα». Ευχήθηκε σε όλους «ο Θεός μαζί σας». «Σφίγγομαι με αυτή την επιχείρηση. Επαναλαμβάνω, σφίγγομαι τώρα με αυτή την επιχείρηση».
Ποτέ δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ενωμένοι, ποτέ πιο αποφασισμένοι. Σηκώθηκαν, όρθωσαν τους ώμους, κατευθύνθηκαν από την αίθουσα στις λιμουζίνες που τους περίμεναν στην οδό Χάμμερσμιθ για να τους μεταφέρουν στις διάφορες θέσεις διοίκησης ανά το Ηνωμένο Βασίλειο. Τους περίμενε η πιο τιτάνια επιχείρηση στην ιστορία του πολέμου.
«ΧΤΥΠΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΒΑΤΗΡΕΣ»
Λίγο μετά τις 6:00 μμ, ο Αϊζενχάουερ ζήτησε από τον σωφέρ του να επιταχύνει την Κάντιλακ προς τα νοτιοδυτικά μέσα από το Λονδίνο, ρουφώντας βαθιά ένα τσιγάρο. Σε αυτούς τους ανήσυχους καιρούς, κάπνιζε συχνά 80 τσιγάρα Camel την ημέρα, επιδεινώνοντας τις λοιμώξεις του αναπνευστικού που τον είχαν ταλαιπωρήσει όλη την άνοιξη. Επίσης, υπέφερε από υψηλή αρτηριακή πίεση, πονοκεφάλους, και λαβύρινθους στο ένα αυτί. Είχε ακόμη αρχίσει να βάζει ζεστά επιθέματα στις φλεγμονές στα μάτια του. «Ο Άικ μοιάζει ταλαιπωρημένος και κουρασμένος» σημείωσε ο σύμβουλός του επί των ναυτικών, ο πλωτάρχης Χάρυ Μπούτσερ, στα μέσα Μαΐου. «Το άγχος γράφει πάνω του. Μοιάζει μεγαλύτερος τώρα από ό,τι το προηγούμενο διάστημα που είμαι μαζί του». Ο ανώτατος διοικητής ήταν 53 ετών.
Καθώς άφηναν πίσω τους τα θλιβερά προάστια, η τελευταία παρατήρηση του Τσώρτσιλ στον Άγιο Παύλο βασάνιζε τον Αϊζενχάουερ: «Σφίγγομαι τώρα με αυτή την επιχείρηση». Η προσωρινή δέσμευση και η σιωπηρή αμφιβολία τού φαινόταν εξοργιστική, παρότι ο Τσώρτσιλ δεν είχε αποκρύψει ποτέ του είτε την απροθυμία του να διακινδυνεύσει την καταστροφή σε μια επίθεση μέσω του Καναλιού της Μάγχης ή τη δυσαρέσκειά του για την προειδοποιητική εμπειρία τού Άντζιο, όπου τέσσερις μήνες μετά την εισβολή, μια μεγάλη αγγλο-αμερικανική δύναμη παρέμενε καθηλωμένη και αντιμετώπιζε καθημερινά δυσχέρειες στο προγεφύρωμά της στις ακτές. Ωστόσο, για την επιχείρηση Ηγεμόνας, ο κύβος είχε ριφθεί, με μια διαταγή 30 λέξεων προς τον Αϊζενχάουερ από το Κοινό Γενικό Επιτελείο, τους ανωτέρους του στην Ουάσιγκτον και στο Λονδίνο: «Θα εισβάλετε στην ηπειρωτική Ευρώπη και, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα συμμαχικά έθνη, θα αναλάβετε επιχειρήσεις που αποσκοπούν να πλήξουν την καρδιά της Γερμανίας και τις ένοπλες δυνάμεις της». Τώρα ήρθε η ώρα, όπως το έθεσε ο Αϊζενχάουερ, για «να χτυπήσουμε τα πόδια μας στους αναβατήρες».
Για χρόνια, είχε μελετήσει ακριβώς το πώς να εισβάλει με επιτυχία στην ευρωπαϊκή ήπειρο - πρώτα ως υπεύθυνος σχεδιασμού του Υπουργείου Πολέμου, έπειτα ως ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος των ΗΠΑ στο Λονδίνο, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942, στη συνέχεια ως Γενικός Επιθεωρητής Στρατού στις αποβάσεις της Βόρειας Αφρικής, της Σικελίας και της ηπειρωτικής Ιταλίας, και τώρα ως διοικητής εκείνου που ήταν επίσημα γνωστό ως το Ανώτατο Στρατηγείο Συμμαχικών Επιχειρησιακών Δυνάμεων. Κανείς δεν ήξερε τους κινδύνους καλύτερα. Κανείς δεν ήταν πιο ενημερωμένος για το γεγονός ότι τρεις φορές οι Γερμανοί είχαν σχεδόν σπρώξει τις συμμαχικές αποβάσεις πίσω στη θάλασσα - στη Σικελία, στο Σαλέρνο και στο Άντζιο.
Ενισχύοντας το κύρος και το αίσθημα εμπιστοσύνης που απέπνεε, ο Αϊζενχάουερ είχε γίνει ο πλέον απαραίτητος άνθρωπος, ήταν τέτοια η φήμη του που ένας ατζέντης του Χόλιγουντ του είχε προσφέρει 150.000 δολάρια για να πάρει τα κινηματογραφικά δικαιώματα της ζωής του (συν 7.500 δολάρια ξεχωριστά για την σύζυγό του, Μάμη, την μητέρα του και τα πεθερικά του). «Έχει ένα γενναιόδωρο και αξιαγάπητο χαρακτήρα», θα γράψει ο Μοντγκόμερι στο ημερολόγιό του πριν από την εισβολή, «και εγώ θα τον εμπιστεύομαι ως την τελευταία μου πνοή». Άλλοι συνάδελφοί του τον θεωρούσαν κοινωνικό, ευκρινή και βαθύτατα δίκαιο. Ο ανώτερος ναυτικός υφιστάμενός του, ο ναύαρχος σερ Μπέρτραντ Ράμσεϊ, υποστήριξε με απλά λόγια, «Αυτός είναι ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος». Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Φραγκλίνος Ρούζβελτ, τον είχε επιλέξει να ηγηθεί της επιχείρησης Ηγεμόνας εν μέρει επειδή τον θεωρούσε ότι είναι «ο καλύτερος πολιτικός μεταξύ των στρατιωτικών». Σε μια έκθεση, ο Ρούζβελτ περιγράφει τον Αϊζενχάουερ ως «έναν φύσει ηγέτη που μπορεί να πείσει τους άλλους να τον ακολουθήσουν».
Ωστόσο, ο ίδιος δεν είχε πείσει τους πάντες ότι ήταν ο μεγάλος αρχηγός, ο διοικητής με τη δυνατότητα να βλέπει το πεδίο της μάχης τόσο χωρικά όσο και χρονικά, να οσμίζεται την πρόθεση του εχθρού και να υποτάσσει τα πάντα σε μια σιδερένια θέληση. Ο Μοντγκόμερι, του οποίου η αμφιθυμία προς την αρχηγία του Αϊζενχάουερ συνεχώς θα εντεινόταν, τον έπεκρινε ιδιωτικά αλλά και τον επαινούσε: «Όταν πρόκειται για πόλεμο», είπε σε έναν συνάδελφό του «ο Άικ δεν γνωρίζει τη διαφορά μεταξύ των Χριστουγέννων και του Πάσχα». Ο διοικητής Πεζικού σερ Άλαν Μπρουκ, επικεφαλής του Αποικιακού Γενικού Επιτελείου, εμπιστεύτηκε στο ημερολόγιό του μια εκτίμηση του ρόλου τού ανώτατου διοικητή στο σχολείο του Αγίου Παύλου: «Δεν είναι κάποιος που δίνει πραγματικές κατευθύνσεις στη σκέψη, στα σχέδια, στην ενέργεια ή στις επιδιώξεις! Απλώς ένας συντονιστής – καλός στο συνδυασμό των απόψεων, καταπληκτικός στη συνεργασία μεταξύ των συμμάχων, και από αυτή την άποψη, λίγοι θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του. Αλλά είναι αυτό αρκετό; Ή δεν μπορούμε να βρούμε όλες τις ιδιότητες του διοικητή σε έναν άνθρωπο;».
Ο Αϊζενχάουερ την αισθανόταν αυτή την αμφισβήτηση, και ίσως να την συμμεριζόταν κάπως. Στο δικό του ημερολόγιο, θλιβόταν για την εικόνα του στις βρετανικές εφημερίδες ως διαχειριστής και όχι ως διοικητής μάχης. «Τους αρέσει να πιστεύουν ότι δεν είχα καμία ιδιαίτερη σχέση με εκστρατείες. Δεν χρησιμοποιούν τις λέξεις ‘πρωτοβουλία’ και ‘τόλμη’ όταν μιλάνε για μένα», έγραψε. «Με κουράζει να με θεωρούν άτολμο, όταν είχα να κάνω με πράγματα που ήταν τόσο επικίνδυνα ώστε να είναι σχεδόν τρελά. Πω πω μουρμούρα».
Είχε πράγματι αναλάβει ρίσκα, τρελά ρίσκα, αλλά είχε επίσης πολλά ακόμη μπροστά του. Ο Αϊζενχάουερ δεν ήταν ούτε φιλόσοφος ούτε θεωρητικός τής στρατιωτικής τέχνης. Αλλά πίστευε ότι πολύ λίγοι διοικητές είχαν καταπιαστεί με αυτό που αποκαλούσε «θέματα που αγγίζουν την ανθρώπινη ψυχή - προσδοκίες, ιδανικά, εσωτερικές πεποιθήσεις, αγάπη, μίση». Στις δύσκολες συνθήκες των επόμενων εβδομάδων και μηνών, η ηγεσία του και οι στόχοι του θα δοκιμάζονταν. Περισσότερο από κάθε άλλο ανθρώπινο εγχείρημα, ο πόλεμος αποκαλύπτει το θάρρος στις ψυχές των ανδρών.
«Η ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΟ ΕΔΑΦΟΣ»
Κατά δεκάδες χιλιάδες αποβιβάζονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ψυχές στο χακί. Από τον Ιανουάριο, ο αριθμός των ενόπλων δυνάμεων είχε διπλασιαστεί σε 1,5 εκατ., πολύ πέρα από την πρώτη ασήμαντη δύναμη των 4.000, στις αρχές του 1942. Από τις 89 μεραρχίες του Αμερικανικού Στρατού, οι 20 βρίσκονταν τώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, με 37 ακόμη είτε να είναι καθ' οδόν, είτε να προορίζονται για το ευρωπαϊκό μέτωπο. Έφταναν μέσω του Λίβερπουλ και μέσω του Σουόνσι, του Κάρντιφ, του Μπέλφαστ, του Άβονμαουθ, του Νιούπορτ. Αλλά οι περισσότεροι έρχονταν στη Γλασκώβη και στο διπλανό Γκρίνοκ, τον Απρίλιο μόνο ήταν περισσότεροι από 100.000, 15.000 κάθε φορά στα δύο πλοία Κουίνς – το «Ελισάβετ» και το «Μαρία» - καθένα από τα οποία θα μπορούσε να μεταφέρει μια ολόκληρη μεραρχία και να ξεπεράσει τα γερμανικά υποβρύχια τύπου U στη διάσχιση του Ατλαντικού από την Νέα Υόρκη, ταξίδι που ολοκλήρωναν μέσα σε πέντε ημέρες.
Κάτω στις σκάλες επιβίβασης που έτρεμαν, τα ονόματα ελέγχονταν από έναν κατάλογο, και ο κάθε στρατιώτης φορούσε το κράνος του, τη στολή εκστρατείας του, κι ένα μεγάλο κουμπί με χρωματιστό κώδικα από σελιλόιντ που αντιστοιχούσε στο πλοίο με το οποίο θα έκανε το ταξίδι. Οι στρατιώτες κουβαλούσαν από τέσσερις κουβέρτες ο καθένας για εξοικονόμηση χώρου, ενώ έβλεπε κανείς πλανημένους αξιωματικούς να σέρνουν πτυσσόμενες καρέκλες, μαξιλαροθήκες, και ρακέτες του τένις. Μια μπάντα χάλκινων πνευστών και πίπιζες από τα Χάιλαντς τους υποδέχονταν στην προβλήτα. Τα παιδιά της Σκωτίας έκαναν το σχήμα V (victory – νίκη) με τα χέρια τους. Οι πιλότοι των μαχητικών οι οποίοι είχαν εκπληρώσει την αποστολή τους και περίμεναν το πλοίο για το ταξίδι τής επιστροφής φώναζαν, «Γύρνα πίσω, πριν να είναι πολύ αργά!» ή «Ποιος είναι ο αριθμός τηλεφώνου τής γυναίκας σου;».
Λίγο πάνω από οκτώ εκατομμύρια άνδρες είχαν ενταχθεί στον αμερικανικό στρατό και το ναυτικό κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών - 11.000 την ημέρα. Ο μέσος κληρωτός ήταν 26 ετών, γεννημένος το έτος κατά το οποίο τελείωνε «ο πόλεμος που θα τελείωνε όλους τους πολέμους», αλλά οι απαιτήσεις σε ανθρώπινο δυναμικό σε αυτή την παγκόσμια αναμέτρηση έκαναν το στρατό νεότερο σε ηλικία: πλέον, σχεδόν το ήμισυ όλων των αμερικανικών στρατευμάτων που έφθαναν να πολεμήσουν στην Ευρώπη το 1944 θα ήταν έφηβοι. Ένας στους τρεις κληρωτούς είχε φοιτήσει μόνο σε μια βαθμίδα της σχολικής εκπαίδευσης, ένας στους τέσσερις κατείχε απολυτήριο λυκείου, και λίγο περισσότεροι από ένας στους δέκα είχαν παρακολουθήσει κάποιο πανεπιστήμιο για τουλάχιστον ένα εξάμηνο. Το Φυλλάδιο 21-13 του υπουργείου Πολέμου θα τους διαβεβαίωνε ότι ήταν «οι καλύτερα αμειβόμενοι στρατιώτες στον κόσμο». Ένας απλός στρατιώτης κέρδιζε 50 δολάρια το μήνα, ένας λοχίας 96 δολάρια. Κάθε γενναίος Αμερικανός κληρωτός που θα τιμούνταν με το Medal of Honor (Το Μετάλλιο της Τιμής) θα λάμβανε επιπλέον 2 δολάρια κάθε μήνα.
Ο μέσος Αμερικανός στρατιώτης είχε ύψος 1,77 μ. και ζύγιζε 65,3 κιλά, αλλά τα σωματικά κριτήρια είχαν γίνει ελαστικότερα σε σχέση με ελαττώματα που άλλοτε θα άφηναν πολλούς νέους άνδρες εκτός στρατού. Ένας άνδρας με όραση 20/400 θα μπορούσε τώρα να επιστρατευτεί αν η όρασή του επιδεχόταν διόρθωση κατά τουλάχιστον 20/40 στο ένα μάτι. Για το σκοπό αυτό, οι ένοπλες δυνάμεις θα έφτιαχναν 2,3 εκατομμύρια ζευγάρια γυαλιά για τα στρατεύματα. Το παλιό αστείο ότι ο στρατός δεν εξέταζε πια τα μάτια, αλλά αντ 'αυτού απλώς τα μετρούσε, επιβεβαιωνόταν στην πράξη. Ένας άνθρωπος θα μπορούσε να καταταχθεί ακόμη κι αν είχε μόνο ένα μάτι, ή ήταν εντελώς κουφός από το ένα αυτί, ή είχε χάσει και τα δύο εξωτερικά αυτιά, ή του έλειπε ένας αντίχειρας ή τρία δάκτυλα σε οποιοδήποτε χέρι - συμπεριλαμβανομένου του δάκτυλου που πατάει τη σκανδάλη. Τα πρώτα χρόνια του πολέμου, ένας κληρωτός έπρεπε να έχει τουλάχιστον 12 από τα αρχικά 32 δόντια του, αλλά τώρα θα μπορούσε να είναι κι εντελώς φαφούτης. Μάλιστα, η κυβέρνηση είχε επιστρατεύσει το ένα τρίτο του συνόλου των μη στρατιωτικών οδοντιάτρων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συνολικά, θα έβγαζαν 15 εκατομμύρια δόντια, θα έκαναν 68 εκατομμύρια σφραγίσματα, και θα κατασκεύαζαν 2,5 εκατομμύρια οδοντοστοιχίες, ώστε ο κάθε κληρωτός να πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις για να «μασήσει το στρατιωτικό συσσίτιο».
Υπό αναθεώρηση ήταν επίσης και τα ψυχολογικά κριτήρια. Τον Απρίλιο του 1944, το αμερικανικό υπουργείο Πολέμου αποφάσισε ότι οι νεοσύλλεκτοι δεν χρειαζόταν παρά να έχουν μόνο μια «λογική πιθανότητα» προσαρμογής στη στρατιωτική ζωή, αν και οι ψυχίατροι εξεταστές είχαν κληθεί να παρακολουθούν μια 25αριά «αποκλίσεις προσωπικότητας», συμπεριλαμβανομένου του ανόητου χάχανου, του κατσουφιάσματος, της μνησικακίας στην πειθαρχία, και άλλων χαρακτηριστικών που θα απέκλειαν κανονικά κάθε Αμερικανό έφηβο. Επιπλέον, ο στρατός είχε αρχίσει να στρατολογεί τους «ήπιους» ψυχωτικούς, καθώς και τους τραυλούς. Οι άνδρες με κακοήθεις όγκους, λέπρα, ή με επιβεβαιωμένη ψύχωση κρίνονταν ακόμη «μη αποδεκτοί», αλλά από τις αρχές του 1944, κατατάσσονταν κάθε μήνα 12.000 ασθενείς με αφροδίσια νοσήματα, οι περισσότεροι από αυτούς συφιλιδικοί, και καθίσταντο κατάλληλοι για υπηρεσία χάρη σ’ ένα νέο θαυματουργό φάρμακο που ονομάζονταν πενικιλίνη.
Σχεδόν 400.000 προκατασκευασμένες καλύβες και 279.000 σκηνές είχαν ανεγερθεί για να φιλοξενήσουν τις ορδές των Γιάνκηδων, και συμπληρωματικά είχαν παραχωρηθεί 112.000 βρετανικά κτίρια και 1.858 τετραγωνικά χλμ. χώρων αποθήκευσης. Οι κληρωτοί αποκαλούσαν αυτό το νέο κόσμο «Spamland» (στμ: «γη του spam», το οποίο ήταν ένα κονσερβοποιημένο προϊόν χοιρινού κρέατος), αλλά η περιρρέουσα μυρωδιά προερχόταν από την καύση περιττωμάτων στους στρατιωτικούς αποτεφρωτήρες με κάρβουνο.
Καμία συμμαχία στον πόλεμο δεν αποδείχτηκε πιο ζωτικής σημασίας ή πιο διαρκής από εκείνη των αγγλόφωνων λαών, αλλά αυτός ο τεράστιος αμερικανικός καταυλισμός κινδύνευσε να σπάσει τον αδελφικό δεσμό. «Μπορεί να τους θεωρείτε ως εχθρούς από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας», έλεγε ένα φυλλάδιο του Υπουργείου Πολέμου σε κάθε Αμερικανό κληρωτό που έφθανε εκεί, «αλλά δεν υπάρχει χρόνος σήμερα για να επιστρέψουμε σε παλιούς πολέμους ή για να αναβιώσουμε παλιές αδικίες». Λεπτομερή γλωσσάρια μετέφραζαν από αμερικανικά στα αγγλικά: χημικός / φαρμακοποιός, θερμοσίφωνας / ζεστό νερό κ.ά. Οι διαφορές στις αμοιβές προκαλούσαν δυσαρέσκειες. Ο απλός Αμερικανός κληρωτός στρατιώτης κέρδιζε τα τριπλά σε σχέση με τον Βρετανό ομόλογό του, και οι μηνιαίες αποδοχές ύψους 96 δολαρίων τού Αμερικανού λοχία ήταν ισοδύναμες ενός Βρετανού λοχαγού. Ο στρατός των ΗΠΑ προσπάθησε να θολώσει τη διαφορά πληρώνοντας τους στρατιώτες δύο φορές το μήνα. Όμως, η βρετανική ένδεια ήταν τόσο προφανής που στις παμπ ζητούσαν από τους πελάτες να φέρνουν τα δικά τους ποτήρια μπύρας, ενώ η έλλειψη σαπουνιού έκανε τους Αμερικανούς στρατιώτες να αποκαλούν το βρώμικο Ηνωμένο Βασίλειο «Goatland» (Γιδοχώρα), για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι η βρετανική επιμελητεία ήταν εφοδιασμένη μόνο με 18 μεγέθη παπουτσιού, σε σύγκριση με τα 105 που προβλέπονταν από τον αμερικανικό στρατό.
Οι αμερικανικές Αρχές προέτρεπαν στην επίδειξη ανοχής κι ευγνωμοσύνης. «Συνιστά πάντα αγένεια να επικρίνουμε τους οικοδεσπότες μας», συμβούλευε τους Αμερικανούς στρατιώτες ένας οδηγός για το Ηνωμένο Βασίλειο. «Είναι στρατιωτικά ανόητο να προσβάλλετε τους συμμάχους σας». Ήταν εξίσου σημαντικό, ότι οι Βρετανοί παραγωγοί εφοδίαζαν τα αμερικανικά κελάρια και τις αποθήκες ανεφοδιασμού με 240 εκατομμύρια κιλά πατάτας, χίλιες φόρμες κέικ, 2,4 εκατομμύρια πάσαλους για σκηνές, 15 εκατομμύρια προφυλακτικά, 260.000 επιτύμβιες στήλες, 80 εκατομμύρια πακέτα μπισκότων, και 205 εκατομμύρια λίτρα μπύρας.
Οι Βρετανοί επιδείκνυαν αυτοσυγκράτηση, παρά τις έρευνες που αποκαλύπτουν ότι λιγότεροι από τους μισούς έβλεπαν τους Αμερικανούς με καλό μάτι. «Δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψουν πόσο με ενοχλούν», παραπονέθηκε μια νοικοκυρά. «Φασαριόζοι, πομπώδεις, κομπορρήμονες, αυτάρεσκοι, αγροίκοι, υποκριτές» - αυτοί ήταν οι χαρακτηρισμοί τους οποίους συνήθως χρησιμοποιούσαν οι Βρετανοί για να περιγράψουν τους Αμερικανούς στρατιώτες, σύμφωνα με μια έρευνα. Το «Γνωρίστε τους Αμερικανούς», ένα εγχειρίδιο που δημοσιεύθηκε στο Λονδίνο, περιελάμβανε κεφάλαια με τίτλο «Ποτό, σεξ και υβρεολόγιο» και «Είναι αυτά τα ξαδέρφια μας;». Ένα δοκίμιο που γράφτηκε για το βρετανικό στρατό από την ανθρωπολόγο Μάργκαρετ Μηντ, προσπαθούσε να εξηγήσει «γιατί οι Αμερικανοί φαίνονται παιδαριώδεις». Ο Τζορτζ Όργουελ γκρίνιαζε σε μια στήλη εφημερίδας ότι «η Βρετανία είναι πλέον κατεχόμενο έδαφος».
Περιστασιακές κακές συμπεριφορές ενίσχυαν το στερεότυπο των αγροίκων Γιάνκηδων. Αμερικανοί στρατιώτες κοντά στο Νιουκάστλ σκότωσαν κι έφαγαν τους βασιλικούς κύκνους στο θερινό ανάκτορο του Βασιλιά. Αλεξιπτωτιστές της 101ης Αερομεταφερόμενης χρησιμοποίησαν χειροβομβίδες για να ψαρέψουν σε μια ιδιωτική λίμνη, και βαριεστημένοι στρατιώτες έβαζαν μερικές φορές φωτιά σε θημωνιές με τα πιστόλια φωτοβολίδας. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Υπουργείου Πολέμου ότι «οι άνδρες που απέχουν από σεξουαλικές πράξεις είναι συχνά πιο δυνατοί, επειδή διατηρούν την ενέργειά τους», ήταν τόσοι πολλοί οι Αμερικανοί στρατιώτες που άφηναν έγγυες Βρετανίδες ώστε η κυβέρνηση των ΗΠΑ συμφώνησε να παράσχει αρμοδιότητα στα κατά τόπους δικαστήρια «να δικάζουν για τα νόθα παιδιά». Η διατροφή ορίστηκε σε ένα πάουντ την εβδομάδα μέχρι το μικρό Αγγλο-αμερικανάκι να γίνει 13 ετών, και 5 έως 20 σελίνια τη βδομάδα για τους εφήβους. Οδικά σήματα προειδοποιούσαν, «Προς όλους τους Αμερικανούς στρατιώτες: οδηγείτε προσεκτικά, το παιδί αυτό μπορεί να είναι δικό σας».
Τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στα μετόπισθεν, η διατλαντική σχέση θα παρέμενε, όπως το περιέγραψε ένα Βρετανός στρατηγός, «ένα θερμοκήπιο που αναπτύσσεται αργά και πρέπει να τυγχάνει μεγάλης προσοχής μήπως μαραθεί». Ολόκληρος ο δυτικός πολιτισμός εξαρτιόταν από αυτό. Καθώς οι καραβιές των Αμερικανών στρατιωτών συνέχιζαν να συγκεντρώνονται σε στρατόπεδα της Γιδοχώρας, ένας Βρετανός συνταγματάρχης μίλησε εκπροσωπώντας πολλούς συμπατριώτες του: οι Γιάνκηδες ήταν «σημαντικοί τύποι. . . . Εμείς δεν θα μπορούσαμε, ενδεχομένως, να κερδίσουμε τον πόλεμο χωρίς αυτούς».
ΣΥΝΕΡΓΑ ΠΟΛΕΜΟΥ
Την Τρίτη, 23 Μαΐου μια μεγάλη μετακίνηση μάχιμων στρατευμάτων σάρωσε την αγγλική ακτή και καμιά δεκαριά περιοχές παράταξης - Αμερικανοί στη νοτιοδυτική ακτή, Βρετανοί και Καναδοί στο νότο –, ξεκινώντας την τελευταία φάση. Με βάση τους συντελεστές της πορείας, το κάθε κονβόι έπρεπε να καλύψει 40 χλμ σε δύο ώρες, με τα οχήματα σε μεταξύ τους απόσταση 55 μ., και με μια δεκάλεπτη διακοπή κάθε ώρα. Η στρατιωτική αστυνομία με τα περιβραχιόνιά της, ειδικά εκπαιδευμένη στην ανίχνευση δηλητηριωδών αερίων, ρύθμιζε την κυκλοφορία στις διασταυρώσεις και σε χωριά με καλαμοσκεπές. Οι στρατιώτες γελούσαν νευρικά με τις νέες πινακίδες που έγραφαν «Μονόδρομος». «Καθίσαμε στην κορυφή ενός λόφου και είδα καμιά δεκαριά δρόμους στις κάτω κοιλάδες μπλοκαρισμένους από χιλιάδες οχήματα, άνδρες και εξοπλισμό που προχωρούσαν νοτίως», έγραψε ο λοχίας Φόρεστ Πογκ, ένας ιστορικός του αμερικανικού στρατού.
Οι μητέρες σήκωναν τα παιδιά τους ψηλά από το πεζοδρόμιο για να παρακολουθήσουν το πέρασμα του στρατού. Ένας γέρος «λυγισμένος σαν μπούμερανγκ» και σπρώχνοντας ένα καρότσι έξω από το Λονδίνο φώναξε, «Καλή τύχη σε όλους σας, παλικάρια μου!» ανέφερε ένας Βρετανός λοχαγός. Στα άρματα μάχης και τα φορτηγά, πρόσθεσε ο λοχαγός, οι άνδρες χάραζαν με κιμωλία τα ονόματα των αγαπημένων που άφησαν πίσω έτσι ώστε σχεδόν κάθε όχημα είχε ένα «άγιο κορίτσι ως προστάτη» ή μάλλον ένα αμαρτωλό κορίτσι ως προστάτη. Σχεδόν σε μια νύχτα, η λάμψη των στρατιωτικών στολών στο Λονδίνο άρχισε να σβήνει καθώς η πρωτεύουσα άδειαζε. «Τα εστιατόρια και τα νυχτερινά κέντρα ήταν μισοάδεια, κι έγινε ως εκ θαύματος πιο εύκολο να βρει κανείς ταξί», σημείωσε ένας λογιστής. Μια παμπ που χρησιμοποιείτο στο παρελθόν από στελέχη του αμερικανικού στρατού για αναθέσεις αποστολών, μετονομάστηκε σε «Θρήνο τής Πόρνης».
Μέχρι τα τέλη της εβδομάδας, όλα τα στρατόπεδα παράταξης ήταν σφραγισμένα, με τους φρουρούς να έχουν διαταγή να πυροβολούν τους λιποτάκτες. «Μην περιφέρεστε ασκόπως», προειδοποιούσαν τα σήματα στην περίφραξη. «Οι άμαχοι δεν πρέπει να μιλούν με το στρατιωτικό προσωπικό». Αμερικανοί στρατιώτες φορώντας γερμανικές στολές αιχμαλώτων και φέροντας όπλα του εχθρού περιπλανιόνταν στους καταυλισμούς, έτσι ώστε οι στρατιώτες να εξοικειώνονται με το θέαμα του εχθρού. Η εισβολή είχε αρχίσει να μοιάζει με «ένα έργο με ατέλειωτες πρόβες», παραπονέθηκε ο ανταποκριτής εφημερίδας, Άλαν Μούρχεντ. Διαδίδονταν φανταστικές φήμες: ότι οι Βρετανοί κομάντος είχαν καταλάβει το Χερβούργο, ότι το Βερολίνο πρόκειται να ζητήσει ειρήνη, ότι μια συγκεκριμένη μονάδα θα μπορούσε να θυσιαστεί σε μια επίθεση αντιπερισπασμού, ότι η Βέρμαχτ διέθετε τόσο μια ακτίνα θανάτου ικανή να αποτεφρώσει αμέσως πολλά στρέμματα όσο και μια τεράστια συσκευή κατάψυξης που θα δημιουργούσε παγόβουνα στη Μάγχη. Η αμερικανική στρατιωτική εφημερίδα Stars and Stripes προσπαθούσε να ηρεμήσει τους νευρικούς στρατιώτες με ένα άρθρο που υποσχόταν ότι «το σοκ προστάτευε τους τραυματίες από το να αισθανθούν πολύ πόνο». Μια άλλη στήλη στην εφημερίδα ενημέρωνε, «Μην εκπλαγείτε αν ένας Γάλλος έλθει καταπάνω σας και σας φιλήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ομοφυλόφυλος. Σημαίνει απλά ότι είναι συναισθηματικά φορτισμένος».
Η ασφάλεια παρέμεινε υψίστης σημασίας. Οι σχεδιαστές τής επιχείρησης Ηγεμόνας είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε ελάχιστη πιθανότητα επιτυχίας εάν ο εχθρός είχε προειδοποιηθεί, ακόμη και 48 ώρες νωρίτερα, και ότι «κάθε μεγαλύτερο διάστημα προειδοποίησης σήμαινε βέβαιη ήττα». Ως μέρος της έκκλησης του Τσώρτσιλ ώστε τα μέτρα ασφαλείας να είναι «υψηλά, ευρέα, και σημαντικά», η βρετανική κυβέρνηση επέβαλε απαγόρευση, στις αρχές Απριλίου, στους κατά μέσο όρο 600.000 μηνιαίους επισκέπτες να πλησιάζουν στα παράκτια τμήματα κατά μήκος της Βόρειας Θάλασσας, στο Κανάλι του Μπρίστολ, και στη Μάγχη. Δύο χιλιάδες πράκτορες αντικατασκοπείας έψαχναν για διαρροές. Οι λογοκριτές μιλούσαν άπταιστα 22 γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των ουκρανικών και των σλοβακικών, και οπλισμένοι με νυστέρια άνοιγαν και εξέταζαν γράμματα στρατιωτών για αδιάκριτες πληροφορίες, έως ότου, στις 25 Μαΐου, όλη η εξερχόμενη αλληλογραφία κατασχέθηκε για δέκα ημέρες ως επιπλέον προφύλαξη.
Καμουφλαρισμένοι επιθεωρητές περιπλανιόνταν στη νότια Αγγλία για να εξασφαλιστεί ότι τα στατεύματα εισβολής παρέμεναν αόρατα από τα γερμανικά αναγνωριστικά αεροπλάνα. Χιλιάδες τόνοι στάχτης και στίγματα πετρελαίου σκοτείνιαζαν τις νέες χαράξεις δρόμων στο οδικό δίκτυο. Δίχτυα παραλλαγής απέκρυπταν σκηνές και καλύβες - οι Άγγλοι μόνο, χρησιμοποίησαν 835 τετραγωνικά χλμ. - ακόμα και τα ιατρικά φορεία και τα χειρουργικά κυτία ήταν περικεκαλυμμένα με «ελαφρύ χρώμα», είτε Τυπικό Χρώμα Καμουφλάζ 1A (σκούρο καφέ) ή με SCC 15 (χακί ). Κάθε όχημα σταματημένο για περισσότερο από δέκα λεπτά έπρεπε να καλύπτεται με ένα δίχτυ «που να συγκρατείται μακριά από το περίγραμμα του οχήματος».
Η παραπλάνηση συμπλήρωνε το καμουφλάζ. Η μεγαλύτερη εξαπάτηση του πολέμου, αρχικά γνωστή ως «Παράρτημα Y», μέχρι να της δοθεί το κωδικό όνομα Fortitude (Σθένος), προσπάθησε «να κάνει τον εχθρό να διαθέσει λανθασμένα τις δυνάμεις του», όπως ζήτησε το Συμμαχικό Γενικό Επιτελείο. Χίλια πεντακόσιοι πράκτορες των Συμμάχων χρησιμοποιούσαν ψεύτικες πληροφορίες από το ραδιόφωνο για να διαδώσουν ότι ένας φανταστικός στρατός από οκτώ μεραρχίες στη Σκωτία θα επιτίθετο στη Νορβηγία σε συνδυασμό με τους Σοβιετικούς, και θα ακολουθούσε μια μεγαλύτερη εισβολή στη Γαλλία, στα μέσα Ιουλίου, μέσω του Πα-ντε-Καλέ, 250 χλμ βορειοανατολικά των πραγματικών παραλιών τού «Ηγεμόνα». Ως δολώματα, κατασκευάστηκαν από καμβά και βαρέλια πετρελαίου περισσότερα από 200 αποβατικά σκάφη «οκτώ τόνων» - και είχαν αναπτυχθεί με εμφανή τρόπο από τις 20 Μαΐου γύρω από τις εκβολές του Τάμεση. Εικονικοί πομποί μετέδιδαν ως βοή από το ραδιόφωνο ότι 150.000 άνδρες της Πρώτης Αμερικανικής Στρατιάς, ετοιμάζονταν, υποτίθεται, να επιτεθούν ξαφνικά σε άλλη ακτή, άλλο μήνα.
Η βρετανική ιδιοφυΐα ως προς την εξαπάτηση έκανε ακόμη καλύτερο το τέχνασμα παραπληροφορώντας περισσότερους από μια δεκαριά Γερμανούς πράκτορες, που όλοι τους είχαν ανακαλυφθεί, συλληφθεί, και αλλαξοπιστήσει από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Ένα δίκτυο Βρετανών διπλών πρακτόρων με κωδικές ονομασίες, όπως Γκάρμπο και Τρίκυκλο εξωράϊσαν την εξαπάτηση, ενώ εστάλησαν περίπου 500 ψευδείς εκθέσεις μέσω ραδιοφώνου από το Λονδίνο στους επικεφαλής τού κατασκοπικού δικτύου τού εχθρού στη Μαδρίτη και από εκεί στο Βερολίνο. Η εξαπάτηση για την Επιχείρηση Σθένος δημιούργησε γερμανικές παραισθήσεις: αναλυτές του εχθρού εντόπισαν τότε 79 συμμαχικές μεραρχίες που στάθμευαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στην πραγματικότητα υπήρχαν μόνο 52. Μέχρι τα τέλη Μαΐου, οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της Ultra, που συγκέντρωναν πληροφορίες χάρη στη δυνατότητα των Βρετανών να παρακολουθούν και να αποκρυπτογραφούν τα περισσότερα κωδικοποιημένα γερμανικά σήματα μέσω ραδιοφώνου, δεν είχαν αποκαλύψει κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει ότι «ο εχθρός έχει εκτιμήσει με ακρίβεια την περιοχή στην οποία είναι να γίνει η κύρια επίθεση μας», όπως έμαθε ανακουφισμένος ο Αϊζενχάουερ. Σε ένα τελευταίο τέχνασμα προ της εισβολής, ο υπολοχαγός Τζέιμς Κλίφτον του Οικονομικού Σώματος του Βασιλικού Στρατού, αφότου αφιέρωσε πολύ χρόνο μελετώντας τα πολλά τικ του Μοντγκόμερι, στον οποίο έμοιαζε εντυπωσιακά, πέταξε στο Γιβραλτάρ, στις 26 Μαΐου, και στη συνέχεια στο Αλγέρι. Φορώντας ένα μαύρο μπερέ, περιφερόταν καμαρωτός δημοσίως επί ημέρες, με την ελπίδα ότι το Βερολίνο θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δεν επίκειτο καμία επίθεση πέρα από το Κανάλι εφόσον ο Μόντυ έκανε μπάνια στη Μεσόγειο.
Καθώς ο Μάιος έφθανε στο τέλος του κι έμπαινε ο Ιούνιος, οι προετοιμασίες για την εισβολή έγιναν πυρετώδεις. Κάθε όχημα που θα αποβιβαζόταν στη γαλλική ακτή απαιτούσε στεγανοποίηση για βάθος 1,3 μέτρων, με ένα κολλώδες μείγμα λίπους, ασβέστη και ινών αμιάντου κι έπρεπε να εξοπλιστεί με ένα κάθετα τοποθετημένο στόμιο στο σωλήνα εξάτμισης που «πεταγόταν σαν ουρά τρωγλοδύτη» για να προστατεύει τον κινητήρα από το να πάρει νερό. Ένα και μόνο τάνκ τύπου Sherman χρειαζόταν 300 ανθρωποώρες για να στεγανοποιηθεί και πέντε άνδρες επί μια εβδομάδα. Στις 29 Μαΐου, ο Αϊζενχάουερ διέταξε επίσης άπαντα τα 11.000 συμμαχικά αεροσκάφη να έχουν τρεις μεγάλες λευκές λωρίδες σε κάθε φτερό τους, ως σύμβολο αναγνώρισης. Η ξέφρενη αναζήτηση 440.000 λίτρων ασβέστη και 20.000 βουρτσών απαιτούσε την κινητοποίηση της βρετανικής βιομηχανίας χρωμάτων, και των εργαζομένων που υπερέβαλαν εαυτόν μέσα στο Σαββατοκύριακο. Μερικά πληρώματα πέρασαν τις λευκές ρίγες με σκούπες.
Στους στρατιώτες παρασχέθηκαν χάπια ναυτίας, σακούλες εμετού και σωσίβιες ζώνες, δευτερεύων εξοπλισμός που ανέβαζε το φορτίο τού μέσου τυφεκιοφόρου στα 31 κιλά, πολύ πέρα από τα 20 που συνιστάται για μάχιμα στρατεύματα. Ένας διοικητής λόχου στο Ντορσέ με την 116η Μεραρχία Πεζικού, που προοριζόταν για την παραλία Όμαχα, ανέφερε ότι οι άνδρες του «δρασκέλιζαν και χλιμίντριζαν μέσα στο στρατόπεδο κουβαλώντας τον εξοπλισμό τους, λέγοντας ότι εφόσον ήταν φορτωμένοι σαν μουλάρια έπρεπε να κάνουν και παρόμοιους ήχους». Στις 2 Ιουνίου, στους άνδρες δόθηκαν κάτι «βρωμερές στολές» σκληρές και δύσοσμες φτιαγμένες για να αντιμετωπίζουν τα δηλητηριώδη αέρια. Κάθε στρατιώτης τοποθέτησε τα προσωπικά του αντικείμενα σε ένα κουτί επιμελητείας, μήκους 30 εκατοστών, πλάτους 20 εκατ. και βάθους 10 εκατ., τα οποία κρατήθηκαν σε αποθήκη στο Λίβερπουλ. Σαν να έβγαζαν το παλιό τους δέρμα ή την προηγούμενη ζωή τους, τα στρατεύματα που πήγαιναν στη Γαλλία θα γέμιζαν 500 σιδηροδρομικά βαγόνια με τέτοιο μη πολεμικό υλικό κάθε εβδομάδα, για το υπόλοιπο του καλοκαιριού.
«ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΑΜΕ»
Σε όλο το στόλο, ακουγόταν η πολεμική κραυγή: «βίρα την άγκυρα!» Στο σκοτεινό, ταραγμένο ξημέρωμα της Δευτέρας, 5 Ιουνίου, από κάθε αγγλικό λιμάνι και εκβολή ποταμού ξεχύθηκε το μεγάλο κύμα της απελευθέρωσης, από το Σαλκόμπ και το Πουλ, το Ντάρμουθ και το Γουέιμαουθ, σε ακανόνιστα κύματα από από τον Τάμεση, από το Μπλακ Ντηπ και τα Έλη Ουέλμποουν, όλοι συνέκλιναν στο καλυμμένο από τη λευκή ομίχλη Κανάλι: περίπου 200.000 ναύτες και ναυτικοί του εμπορικού στόλου στελέχωναν τα 59 κονβόι που μετέφεραν 130.000 στρατιώτες, 2.000 άρματα μάχης και 12.000 οχήματα.
Το πρώτο φως αποκάλυψε λέμβους, κορβέτες, φρεγάτες, φορτηγά πλοία, φέρυ μπόουτς, μηχανότρατες, δεξαμενόπλοια, αναγνωριστικά υποβρυχίων, πλοία για τη σήμανση του Καναλιού, για τη τοποθέτηση καλωδίων και για τη δημιουργία προπετάσματος καπνού, πλοία για να καταψύχουν, να ρυμουλκούν και να μεταφέρουν τρόφιμα. Τα πλοία που προηγούνταν του στόλου έκαναν τη μεγαλύτερη επιχείρηση εντοπισμού ναρκών στη ναυτική ιστορία. Κάπου 255 σκάφη άρχισαν την εκκαθάριση από την Περιοχή Z, μια κυκλική θαλάσσια περιοχή κάτω από το Νησί Ουάιτ που είχε 16 χιλιόμετρα διάμετρο και σύντομα ονομάστηκε Πικαντίλλυ Σέρκους. Από εκεί, τα ναρκαλιευτικά κατέπλευσαν μέσω οκτώ διαδρόμων περικυκλώνοντας ένα γερμανικό ναρκοπέδιο στη μέση του Καναλιού, όπου μια εβδομάδα νωρίτερα, σε μια επιχείρηση του Βασιλικού Ναυτικού, είχαν τοποθετηθεί κρυφά υποβρύχιοι ηχητικοί φάροι. Ηλεκτρονικά αδρανείς μέχρι την Κυριακή, οι φάροι έφεγγαν τώρα στα πλοία εκκαθάρισης, στις εισόδους δέκα διαύλων, ο καθένας από τους οποίους είχε πλάτος από 365 μ. ως 1.100 μ. Αυτοί οι δίαυλοι θα έπρεπε να καθαριστούν για 560 χιλιόμετρα μέχρι τις πέντε παραλίες στον Κόλπο του Σηκουάνα, στη Νορμανδία. Κύματα δύο μέτρων και ένα παλιρροϊκό ρεύμα ταχύτητας σχεδόν τριών κόμβων δυσκόλευε ακόμη περισσότερο το έργο των τιμονιέρηδων που πολεμούσαν με τα πηδάλια, τον άνεμο και τη θάλασσα για να κρατήσουν πορεία. Καθώς τα ναρκαλιευτικά σάρωναν την περιοχή, ακολουθούσαν ακόμη περισσότερα σκάφη που τοποθετούσαν μια φωτισμένη σημαδούρα κάθε 1,5 χλμ και στις δύο πλευρές του κάθε διαύλου. Το αποτέλεσμα, όπως παρατήρησε ένας δημοσιογράφος, ήταν «σαν λάμπες δρόμου σε όλη τη Γαλλία».
Καθώς το κονβόι τής εισβολής μετακινείτο προς την Περιοχή Z, το επικίνδυνα ανοιχτό Κανάλι της Μάγχης δοκίμαζε το αξιόπλοο του κάθε πλοίου απόβασης. Το LST με τον επίπεδο πυθμένα (landing ship, tank / αποβατικό πλοίο για τανκς) απεδείκνυε εκείνο που ένας παρατηρητής αποκαλούσε «ικανότητα να πηγαίνει και από εδώ και από εκεί ταυτόχρονα», και το μικρότερο LCI (landing craft, infantry / αποβατικό σκάφος για το πεζικό) αποκάλυπτε γιατί χλευαζόταν ευρέως ως μια «ιδέα βαριεστημένων ναυπηγών εκτός στρατού». Ακόμη χειρότερο ήταν το LCT (landing craft, tank / αποβατικό σκάφος για τανκς), ικανό μόνο για ταχύτητα έξι κόμβων σε απόλυτα ήρεμα νερά, η οποία έπεφτε στο μισό όταν έρχονται αντιμέτωπο με αντίθετα κύματα ή ρεύματα. Ακόμη και το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ αναγνώρισε ότι «τα LCT δεν είναι ποντοπόρα σκάφη εξαιτίας των κακών εγκαταστάσεων απάντλησης του νερού, της χαμηλής τους ταχύτητας, και των δομικών τους αδυναμιών». Η κακή τους ποιότητα εντοπιζόταν και στο γεγονός ότι ενώνονταν μεταξύ τους σε τρία τμήματα με βίδες, έτσι ώστε το σκάφος «έδινε τη δυσοίωνη εντύπωση ότι είναι ικανό να λυγίσει στη μέση». Οι δύσμοιροι οι επιβάτες αντάλλασσαν γιατροσόφια για τη ναυτία, όπως η συμβουλή ενός ναύτη να «καταπιεί μια χοιρινή μπριζόλα με ένα σπάγκο, και στη συνέχεια να την τραβήξει ξανά».
Για εκείνους που μπορούσαν να φάνε, οι χοιρινές μπριζόλες σερβίρονταν όντως στο 16ο Πεζικό, συνοδευόμενες από παγωτό. Πάνω στο «Τόμας Τζέφερσον», τα στρατεύματα της 116ης Μεραρχίας Πεζικού έτρωγαν, όπως περιέγραφε ένας αστυνομικός, «μπέικον και αυγά στην αιχμή της αιωνιότητας». Οι στρατιώτες ετοίμαζαν τις χειροβομβίδες, τρόχιζαν τις λεπίδες των όπλων τους, και καθάριζαν τα τυφέκιά τους. Ένας γιατρός του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού συνέστηνε στους στρατιώτες να πλένονται καλά, και να αφαιρούν με το σφουγγάρι τα βακτήρια του δέρματος, «σε περίπτωση που πιάσετε κανένα». Μερικοί Γιάνκηδες τραγουδούσαν «Ευτυχισμένη D-Day, αγαπητέ Αδόλφε, να έχεις μια ευτυχισμένη D-Day», αλλά οι Βρετανοί στρατιώτες προτιμούσαν την «Ιερουσαλήμ», που βασίζεται στο πικρό ποίημα του Ουίλιαμ Μπλέικ με τη συνοδεία μουσικής: «Φέρτε μου το τόξο μου από πυρωμένο χρυσό». Ναυτικοί αναρτούσαν τα πολεμικά τους εμβλήματα, διακοσμούσαν τη γέφυρα του πλοίου με πολεμοχαρή θέματα, και μετέτρεπαν τα ακατάστατα τραπέζια σε πίνακες επιχειρήσεων.
Για να εμψυχώσουν τους άνδρες, οι αξιωματικοί διάβαζαν ηρωικά μηνύματα από τον Αϊζενχάουερ και τον Μοντγκόμερι, και στη συνέχεια, έδιναν τα δικά τους προγνωστικά και τις συμβουλές τους. «Οι πρώτες έξι ώρες θα είναι οι πιο δύσκολες», δήλωσε στους δημοσιογράφους στο πλοίο του αμερικανικού ναυτικού, «Σάμιουελ Τσέηζ» ο συνταγματάρχης Τζορτζ Ταίηλορ της 16ης Μεραρχίας Πεζικού. «Θα ρίχνουν συνεχώς υλικό στις παραλίες, μέχρι κάτι να σπάσει. Αυτό είναι το σχέδιο». Ο Ταξίαρχος Νόρμαν Κότα είπε στους αξιωματικούς στο κατάστρωμα του πλοίου του αμερικανικού ναυτικού «Τσαρλς Κάρρολ», «Θα συναντήσετε σύγχυση. Τα αποβατικά σκάφη δεν θα φθάσουν εκεί που λέει το σχέδιο και οι στρατιώτες θα αποβιβαστούν σε λάθος σημείο. Μερικοί δεν θα αποβιβαστούν ποτέ . . . Πρέπει να αυτοσχεδιάσουμε, να συνεχίσουμε, να μην τα χάσουμε. Ούτε πρέπει να χειροτερέψουμε με τις πράξεις μας τη σύγχυση». Ένας διοικητής ίλης ερπυστριοφόρων ήταν πιο σύντομος: «Το δημόσιο κατέβαλε 5 δισεκατομμύρια δολάρια γι’ αυτή την ώρα. Ριχτείτε στην κόλαση και αρχίστε να πολεμάτε».
Βαθιά στην ενδοχώρα, σε πάνω από μια δεκαριά αεροδρόμια, διάσπαρτα σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο, επίσης ετοιμάζονταν περίπου 20.000 αλεξιπτωτιστές και προσωπικό ανεμόπτερων. Στρατιώτες από τη βρετανική Έκτη Αερομεταφερόμενη Μεραρχία μαύριζαν τα πρόσωπά τους με την αιθάλη της τσαγιέρας, και στη συνέχεια χάραζαν με κιμωλία κορίτσια με μεγάλα στήθη και άλλα γκράφιτι στις ατράκτους των αεροσκαφών, εν αναμονή της επιβίβασής τους. «Έβαλα τη σφραγίδα μου στο διάδρομο του αεροδρομίου», ανέφερε ένας στρατιώτης.
Αμερικανοί αλεξιπτωτιστές είχαν αλείψει το δέρμα τους με κακάο και λινέλαιο ή με κάρβουνο από φωτιές κατά μήκος των διαδρόμων τροχοδρόμησης. Κάποιοι λίγοι μίμοι μιμούνταν την κίνηση του τραγουδιστή Αλ Τζόλσον και αστειεύονταν με το επικείμενο «άλμα των 10.000 δολαρίων» - 10.000 δολάρια είναι η μέγιστη αποζημίωση θανάτου που καταβαλλόταν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του δημοσίου. Όταν ένας εφημέριος της 101ης Αερομεταφερόμενης άρχισε να προσεύχεται μεγαλοφώνως, ένας Αμερικανός κληρωτός ξέσπασε, «Εγώ δεν πρόκειται να πεθάνω. Κόψτε αυτές τις βλακείες». Κάθε άνθρωπος ήταν υπερφορτωμένος, από λωρίδες υφασμάτινης λινάτσας στο διχτάκι του κράνους, μέχρι μαχαίρι με λαβή από ορείχαλκο που έμπαινε στις ειδικές για την πτώση μπότες. Επίσης έφεραν: αλεξίπτωτο κανονικό κι εφεδρικό, σωσίβιο, εργαλείο για σκάψιμο, μερίδες φαγητού, χειροβομβίδες αμυντικές και καπνού, πυροκροτητές, εκρηκτικά TNT, ορείχαλκη πυξίδα τσέπης, αδιάβροχο, κουβέρτα, φυσιγγιοθήκες, τουφέκι, κουτί τσιγάρων, και δόσεις μορφίνης («μια για τον πόνο και δύο για την αιωνιότητα»). Στα ταξιδιωτικά περιστέρια φόραγαν στρατιωτικές κάλτσες - τα κεφάλια τους σπρώχνονταν έξω από μικρές τρύπες στο δάχτυλο του ποδιού - και προσδένονταν στη στολή των αλεξιπτωτιστών. Ορισμένοι αξιωματικοί έκοβαν τα περιθώρια από τους χάρτες τους, προκειμένου να κουβαλήσουν λίγα περισσότερα πυρομαχικά.
«Μοιάζουμε σαν να είμαστε μόνο τσέπες, τσέπες και φαρδιά παντελόνια. Τα μόνα ορατά μέρη του σώματος είναι τα δύο χέρια», έγραψε ο Λούις Σίμπσον, ένας ποιητής που ανήκε στην 101η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία. «όσοι γράφουν επιστολές, ρίχτηκαν και πάλι επί τω έργω», συνέχισε, «Τα κεφάλια έσκυψαν πάνω από στυλό και φύλλα χαρτιού». Μεταξύ των κακογράφων και εκείνων που είχαν κόψει τους χάρτες ήταν ο 37χρονος υποδιοικητής της 82ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας, Ταξίαρχος Τζέημς Γκέιβιν, ο οποίος ομολόγησε σε ένα σημείωμα προς την κόρη του, «Προσπάθησα να κοιμηθώ το απόγευμα, αλλά εις μάτην». Η επικείμενη πτώση με το αλεξίπτωτο πιθανό θα ήταν «το πιο δύσκολο πράγμα που έχουμε αντιμετωπίσει», πρόσθεσε ο Γκέιβιν, που ήταν από εκείνους των οποίων τα κατορθώματα στη Σικελία ήταν μεταξύ των πιο χιλιοτραγουδισμένων στη Μεσόγειο. Στο ημερολόγιό του ήταν πιο σαφής: «Είτε αυτή η αποστολή της 82ης Μεραρχίας θα είναι η πιο ένδοξη και θεαματική στην ιστορία μας ή θα είναι άλλο ένα Little Big Horn [η περιβόητη ήττα του αμερικανικού ιππικού το 1876 από τους ινδιάνους Σιου]. Κανείς δεν μπορεί να το πει τώρα. . . . Θα είναι μια πολύ άγρια και φρικτή μάχη».
Η προοπτική ενός «νέου Little Big Horn» τριβέλιζε τον Αϊζενχάουερ αυτές τις τελευταίες ώρες. Αφότου παρακολούθησε τα βρετανικά στρατεύματα να επιβιάζονται στα σκάφη LCI από το Σάουθ Παρέιντ Πιερ, στο Πόρτσμουθ, κάθισε να συνθέσει ένα συντετριμμένο σημείωμα ανάληψης ευθύνης, για παν ενδεχόμενο. «Η απόβασή μας στην περιοχή Χερβούργου – Χάβρης δεν κατάφερε να αποκτήσει ένα ικανοποιητικό έρεισμα και τα στρατεύματα έχουν αποσυρθεί», έγραψε. «Οποιαδήποτε ευθύνη ή υπαιτιότητα αποδίδεται στην προσπάθεια αυτή είναι μόνο δική μου». Βάζοντας κατά λάθος ημερομηνία 5ης Ιουλίου – ενδεικτικό της εξάντλησης και του άγχους – το έριξε στο πορτοφόλι του, για χρήση ανάλογα με τις ανάγκες.
Ακριβώς μετά τις 6 μ.μ., ο Αϊζενχάουερ ανέβηκε στην Κάντιλάκ του. Ακολουθούμενος από τρία αυτοκίνητα συνοδείας, κατευθύνθηκε βόρεια για 90 λεπτά μέσα από στενούς δρόμους φραγμένους με στρατιωτικά φορτηγά. «Είναι πολύ δύσκολο πραγματικά να κοιτάξεις έναν στρατιώτη στα μάτια όταν υποψιάζεσαι ότι τον στέλνεις στο θάνατο», είπε στον οδηγό του, Κέυ Σαμερσμπάι. Στο αεροδρόμιο Γκρήνχαμ Κόμμον, στο Μπερκσάιρ Ντάουνς, έξω από την πόλη του Νιούμπερυ, του ενδέκατου αιώνα, περιφέρθηκε ανάμεσα στα C-47 με τις πρόσφατες ρίγες λευκού χρώματος. Αλεξιπτωτιστές με μαυρισμένα πρόσωπα ή ξυρισμένα κεφάλια όπως οι Μοϊκανοί έσφιγγαν τα λουριά στο αλεξίπτωτό τους κι έπιναν ένα τελευταίο φλιτζάνι καφέ. «Το μυστικό είναι να μη σταματάς να προχωράς. Αν σταματήσεις, αν αρχίσεις να σκέφτεσαι, χάνεις το στόχο σου», είπε ο Αϊζενχάουερ σε έναν νεαρό στρατιώτη από το Κάνσας. «Η ιδέα, η τέλεια ιδέα, είναι να συνεχίσουμε να προχωράμε».
Όταν επέστρεψε στο στρατηγείο του σε ένα αρχοντικό σπίτι, ιδιοκτησία της βασιλικής οικογένειας έξω από το Λονδίνο, ο Αϊζενχάουερ ανέβηκε στην οροφή για να πάρει μια τελική γεύση από τους άνδρες του. «Η λάμψη της μάχης είναι στο βλέμμα τους», θα έγραφε στον Τζωρτζ Μάρσαλ, τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ των ΗΠΑ. Ο ίδιος ομολόγησε στον Σαμερσμπάι, «Ελπίζω στον Θεό ότι κάνω το σωστό».
Κόκκινα και πράσινα φώτα πλοήγησης λαμπύριζαν την ώρα που έδυε ο ήλιος, στις 10.06 μμ. Φωνές ακούγονταν να τραγουδούν στο λυκόφως - «Βρες μου μερικούς άνδρες που να είναι γενναιόκαρδοι άνδρες / Που θα αγωνιστούν για ό,τι λατρεύουν» - τις οποίες χαρακτήριζε ένας λαρυγγικός βρυχηθμός από τους αλεξιπτωτιστές που κρατούσαν τα μαχαίρια τους ψηλά με δολοφονική αποφασιστικότητα. Μέσα στο θάλαμο του αεροπλάνου έσπρωχναν βοηθητικά ο ένας τον άλλο από πίσω. Πολλοί γονάτιζαν στο πάτωμα για να αποθέσουν τον δυσκίνητο εξοπλισμό τους και τα αλεξίπτωτά τους σε ένα κάθισμα, τα πρόσωπα λούζονταν από την απαλή λάμψη των τσιγάρων και από τα κόκκινα φώτα της καμπίνας. «Δώσε μου κότσια», προσευχήθηκε ένας αλεξιπτωτιστής. «Δώσε μου κότσια». Οι μηχανές έβηξαν και πήραν μπρος, οι φτερωτοί έλικες χτυπιούνταν ενόσω οι αρχηγοί τού πληρώματος έκλειναν τις πόρτες. «Χτύπα τα φτερά σου, χοντρόκωλο πουλί!» φώναξε ένας στρατιώτης.
Από τα δυτικά, η τελευταία λάμψη μιας ετοιμοθάνατης ημέρας γυάλιζε στις αλουμινένιες ατράκτους. «Να μη φύγει το φως», μουρμούρισε ένας νεαρός στρατιώτης, «να μείνει έτσι για πάντα, και δεν θα πάμε ποτέ στη Νορμανδία».
Το φως έπεσε κι εξαφανίστηκε. Βαθιά στη Μάγχη, 59 κονβόι πλοίων στο σκοτάδι κατευθύνονταν στα σημεία μάχης, περνώντας δίπλα από τις παράλληλες σειρές θαμπών σημαντήρων: κόκκινων στη δεξιά μπάντα, λευκών στο λιμάνι. «Είναι σαν να προσπαθεί κανείς να γλιστρήσει σε ένα δωμάτιο όπου όλοι κοιμούνται,» παρατήρησε ένας αξιωματικός, στο πλοίο του αμερικανικού ναυτικού «Κουίνσυ».
Μικρά σκάφη πάλευαν με τον άνεμο και χτυπιούνταν. «Άνδρες άρρωστοι και κύματα που έφθαναν πάνω στο κατάστρωμα», κατέγραψε το ημερολόγιο ενός LCT. «Η σόμπα χάλασε, δεν υπάρχει τίποτα για φαγητό, τα εκρηκτικά υγράνθηκαν και δεν μπορούν να στεγνώσουν». Φουσκοθαλασσιές έσπαγαν τα σχοινιά ρυμούλκησης, πλημμύριζαν τις μηχανές, και πιτσιλούσαν τις κουκέτες των στρατευμάτων. Μερικοί τιμονιέρηδες είχαν τα πηδάλιά τους γυρισμένα 30 μοίρες από το κανονικό για να κρατήσουν σωστή πορεία. Πολλά σκάφη με προβλήματα εξέπεμπαν ένα μονολεκτικό μήνυμα: «Ναυτία. Ναυτία. Ναυτία».
Aπό τους δέκα διαύλους τής διάσχισης, οι δύο προορίζονταν για τις πέντε δυνάμεις που κατευθύνονταν προς τις πέντε παραλίες στις οποίες οι σχεδιαστές τής Επιχείρησης είχαν δώσει τα κωδικά ονόματα Γιούτα, Όμαχα, Γκολντ, Τζούνο και Σουόρντ. Τα απόνερα της θάλασσας έμπαιναν κι έβγαιναν. Η πορτοκαλί σφαίρα της πανσέληνου υψωνόταν μέσα από μια αραιή συννεφιά πάνω από το λιμάνι, και η θάλασσα τραγουδούσε καθώς τα κύματα γλιστρούσαν σε κάθε σκαρί που είχε φθάσει εκεί για έναν καλύτερο κόσμο. Αλληλούια, τραγούδησε η θάλασσα. Αλληλούια. Αλληλούια.
* O RICK ATKINSON είναι συγγραφέας και μελετητής τής στρατιωτικής ιστορίας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το The Guns at Last Light: The War in Western Europe, 1944–1945 (Τα όπλα πριν το δειλινό: Ο πόλεμος στην Δυτική Ευρώπη, 1944-1945) (Henry Holt, 2013), από το οποίο προέκυψε αυτό το δοκίμιο.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139455/rick-atkinson/the-road-to-...