Εξαγωγή «σκυλάδικων» στη Σόφια
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΖΙΜΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Στις αρχές Μαΐου έγινε στη Σόφια συναυλία Ελληνα, γνωστού αστέρα της βαριάς, «σκυλίσιας» κατά πολλούς, νύχτας. Η επιτυχία ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Κατά το κοινώς λεγόμενο έγινε το «έλα να δεις».
Χιλιάδες Βούλγαροι, νέοι και νέες στη συντριπτική πλειοψηφία τους, ανέπεμψαν, «λιώμα» και παραληρώντας οι πιο πολλοί, επί τρεις και πλέον ώρες σπονδή στο ελληνικό «σκυλάδικο» τραγούδι, που έχει εισβάλει ορμητικά στα μουσικοχορευτικά ήθη των γειτόνων μας. Ηταν για αυτούς μια «νύχτα ξελογιάστρα, νύχτα όμορφη», που θα μείνει στην ιστορία των μουσικών δρώμενων της Βουλγαρίας και για τον επιπλέον λόγο ότι τον Ελληνα αοιδό συνόδευε το μεγαλύτερο μπουζούκι που έχει φτιαχτεί στον κόσμο και έπαιξε στη συναυλία για να μπει στο βιβλίο Γκίνες!
Είχε προηγηθεί άλλη συναυλία του δικού μας βιρτουόζου του «σκυλάδικου», αυτή τη φορά στη Φιλιππούπολη, από κοινού στην πίστα με το βουλγαρικό «δίδυμό» του, ονόματι Στοράρο, στην οποία σημειώθηκαν μέχρι και λιποθυμίες ανήλικων κοριτσιών, πνιγμένων στο αλκοόλ. Μαζί με την ελληνική επιχειρηματικότητα, την υγιή αλλά και την απεχθή σε πολλές περιπτώσεις, οι Βούλγαροι γείτονες ήρθαν γρήγορα σε επαφή και από ό,τι φαίνεται λάτρεψαν την ελληνική μουσική υποκουλτούρα.
Στην αρχή άνοιξαν τέσσερα πέντε ελληνικά «μαγαζιά» στη Σόφια, στο Σαντάνσκι, στη Φιλιππούπολη, αλλά γρήγορα το «είδος» βγήκε από τους τέσσερις τοίχους, και αναμεμειγμένο με τοπικά μουσικά υποπροϊόντα μπήκε στις καρδιές των Βουλγάρων, κυριαρχώντας στο μουσικό στερέωμα! Μέγα σουξέ τούτη την εποχή στους «λαϊκούς ανθρώπους», είναι ένα ελληνικό «γαβ», με το ρεφρέν του να επαναλαμβάνει τέσσερις-πέντε φορές «σκάσε, σκάσε, σκάσε...» και οι υπόλοιποι στίχοι να αποτελούν ένα ακαταλαβίστικο μείγμα βουλγάρικων και ελληνικών σκοπών με ολίγη από τούρκικο αμανέ, το οποίο αποκαλείται υβριδικό «βαλκανικό σκυλάδικο».
Το παίζουν οι ανά την επικράτεια ραδιοφωνικοί σταθμοί, ακούγεται στην καμπίνα της κάθε νταλίκας και των ταξί, κάνει θραύση στα νεολαιίστικα στέκια. Στα υπαίθρια παζάρια του Πετριτσίου, του Σαντάνσκι, της Σόφιας, της Βάρνας, του Βελίκο Τίρνοβο, τα CD με τα «ελληνικά» του είδους πωλούνται κατά χιλιάδες, στις ταβέρνες οι απλοί άνθρωποι διασκεδάζουν με αυτά, ακούγονται στους γάμους και τα πανηγύρια, στις πόλεις και τα χωριά ο ελληνικός «πολιτισμός» σαρώνει.
Ανισος αγώνας
«Δυστυχώς το ελληνικό τραγούδι, η ελληνική μουσική έχουν ταυτιστεί εδώ με τα σκυλάδικα. Ελάχιστοι ξέρουν από ελληνική ποιοτική μουσική. Νομίζουν ότι τα σκυλάδικα είναι τα ελληνικά τραγούδια», λέει ο πρόεδρος του Μορφωτικού - Πολιτιστικού Συλλόγου των Ελλήνων της Βουλγαρίας, «Αριστοτέλης», κ. Ιωάννης Λιόλιος, ο οποίος έχει επιδοθεί μαζί με μερικούς άλλους Ελληνες σ’ έναν, μάλλον άνισο, αγώνα να πείσει ότι υπάρχει η ελληνική ποιοτική λαϊκή μουσική, το ρεμπέτικο, το έντεχνο, η ελληνική ροκ. Οργανώνουν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, και δίχως βοήθεια, συναυλίες –κορυφαία αυτή απόψε στη Σόφια με έργα του Μίκη Θεοδωράκη, αργότερα θα πάει και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας– κάνουν εκπομπές σε ραδιόφωνα, προβάλλουν την «άλλη ελληνική μουσική» μέσω ιστοσελίδων, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν εστίες αντίστασης εναντίον της επέλασης του «σκυλάδικου» και της δυσφήμησης του ελληνικού πολιτισμού.
«Προσπαθούμε να αντιπαλέψουμε αυτό το φαινόμενο, αλλά είναι πολύ δύσκολο», παραδέχεται ο κ. Λιόλιος, επισημαίνοντας πως το Ιδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού παραμένει ανενεργό στη Βουλγαρία.
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Στη Σόφια λειτουργεί σχολή, η οποία ξεκίνησε μαθαίνοντας στους Βουλγάρους, νέους κυρίως, ελληνικούς χορούς. Γρήγορα όμως προσαρμόστηκε στο πνεύμα της εποχής, το γύρισε δηλαδή στο «σκυλέ». Πλέον αντί για συρτάκι, ζεϊμπέκικο, κ.ά., νεαρές Βουλγάρες πληρώνουν για να τις εκπαιδεύσουν στο πώς θα λικνίζονται πάνω στα τραπέζια, όταν τα καλοκαίρια ή τα Σαββατοκύριακα θα κάνουν διακοπές στη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, τη Θάσο κ.α. Μάλιστα στο πλαίσιο της «πρακτικής» και για καλύτερη προετοιμασία οργανώνονται εκδρομές τον χειμώνα σε κέντρα διασκέδασης στο θέρετρο του Μπάνσκο και της Θεσσαλονίκης, όπου έφηβες ή και μεγαλύτερες κοπέλες «προπονούνται» χορεύοντας στα τραπέζια μεθυσμένες και σπάζοντας πιάτα. «Τι να κάνω, αυτό θέλει η νεολαία, έτσι βγάζω αρκετά λεφτά», λέει ιδιοκτήτης μιας τέτοιας σχολής.