Η ανατομία του λαϊκισμού
ΠΑΣΧΟΣ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Η καρικατούρα του λαϊκού διαλόγου για την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι ΣΥΡΙΖΑϊκή πατέντα. Την έχουν εφαρμόσει, με καταστροφικά για τη Δημοκρατία αποτελέσματα, οι λαϊκιστές σε όλη τη Γη.
Στη Βενεζουέλα, στον Ισημερινό, στη Βολιβία έγιναν και δημοψηφίσματα για την κατακύρωση των πολύπλοκων συνταγματικών κειμένων. Στην Ουγγαρία πάλι, το σύνταγμα –η επίσημη ονομασία του είναι «Θεμελιώδης Νόμος»– τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 2012 χωρίς δημοψήφισμα, αφού η κυβέρνηση του Βίκτορ Ορμπαν είχε αναλάβει την αποκλειστική αντιπροσωπεία της βούλησης του ουγγρικού λαού. Πριν από την κατακύρωση από τη Βουλή είχε προηγηθεί μια μη δεσμευτική «εθνική διαβούλευση», στην οποία πήραν μέρος κατά την κυβέρνηση 920.000 πολίτες. Το αποτέλεσμα της διαβούλευσης μπορούσε να ερμηνευθεί ελεύθερα από τους εμπνευστές του συντάγματος. Σύμφωνα με τον Jan-Werner Müller, η εκλογική νίκη του Βίκτορ Ορμπαν το 2010 ήταν «επανάσταση» η οποία «παρήγαγε, υποτίθεται, τη δεσμευτική εντολή να εγκαθιδρυθεί το λεγόμενο “νέο εθνικό σύστημα συνεργασίας” καθώς και ένα νέο σύνταγμα».
Ο Jan-Werner Müller εξηγεί στο βιβλίο του «Τι είναι ο λαϊκισμός»: «Μια συγκεκριμένη ηθικολογική φαντασίωση της πολιτικής, ένας τρόπος πρόσληψης του πολιτικού κόσμου, ο οποίος θέτει έναν ηθικά αμόλυντο και πλήρως ενωμένο λαό –στην πραγματικότητα ανύπαρκτο– απέναντι σε ελίτ που θεωρούνται διεφθαρμένες ή, με κάποια άλλη έννοια, ηθικά κατώτερες». Αυτόν τον ορισμό συμπληρώνουν οι Cas Mudde και Crristobal Rovira Kaltwasser στο βιβλίο τους «Λαϊκισμός. Μια συνοπτική εισαγωγή»: Λαϊκισμός είναι μια αβαθής ιδεολογία, «που θεωρεί την κοινωνία χωρισμένη σε δύο ομοιογενή και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, τον “αγνό λαό” έναντι της “διεφθαρμένης ελίτ” και η οποία υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να είναι η έκφραση της volonté générale (γενικής βούλησης) του λαού... Οι αβαθείς ιδεολογίες όπως ο λαϊκισμός έχουν περιορισμένη μορφολογία, η οποία εμφανίζεται απαραίτητα να προσκολλάται –και μερικές φορές ακόμη και να αφομοιώνεται– σε άλλες ιδεολογίες. Στην πραγματικότητα, ο λαϊκισμός σχεδόν πάντα εμφανίζεται προσκολλημένος σε άλλα ιδεολογικά στοιχεία... Ο λαϊκισμός πρέπει να γίνει κατανοητός ως ένα είδος νοητικού χάρτη διαμέσου του οποίου τα άτομα αναλύουν και κατανοούν την πολιτική πραγματικότητα. Δεν αποτελεί τόσο μια συνεκτική ιδεολογική παράδοση όσο ένα σύνολο ιδεών που, στον πραγματικό κόσμο, εμφανίζεται σε συνδυασμό με αρκετές διαφορετικές και μερικές φορές αντικρουόμενες ιδεολογίες».
Οι ξενιστές
Ολες οι ιδεολογίες μπορούν να γίνουν ξενιστές του λαϊκισμού: «Οι περισσότεροι αριστεροί λαϊκιστές συνδυάζουν τον λαϊκισμό με κάποια μορφή σοσιαλισμού, ενώ οι δεξιοί λαϊκιστές τείνουν να τον συνδυάζουν με κάποια μορφή εθνικισμού». Ακόμη και στον νεοφιλελευθερισμό προσκολλάται ο λαϊκισμός, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το Tea Party των ΗΠΑ, το οποίο «κινητοποίησε συντηρητικούς και ελευθεριακούς (libertarians) κατά των διασώσεων τραπεζών. Το μήνυμά του είναι υπέρ του παραγωγικού καπιταλισμού, κάτι που οδηγεί σε μια συχνά έμμεση, φυλετικοποιημένη ερμηνεία του λαού. Ενώ το Tea Party συμμερίζεται την απέχθεια για τη Γουόλ Στριτ, όπως και το Occupay Wall Street, ο ορισμός του για “την ελίτ” είναι πιο επιλεκτικός. Πολλές ομάδες υποστηρίκτριες του Tea Party χρησιμοποιούν τον όρο μόνο για τους τραπεζίτες τους Δημοκρατικούς και το Χόλιγουντ». Για τους Mudde και Crristobal Rovira Kaltwasser, το δεύτερο κύμα του λαϊκισμού στη Λατινική Αμερική (Αργεντινή: Κάρλος Μένεμ, Βραζιλία: Φερνάντο Κόλορ ντε Μέλο, Περού: Αλμπέρτο Φουτζιμόρι) ήταν νεοφιλελεύθερο. «Μορφοποίησε μια ιδιαίτερη αντίληψη σχετικά με το ποιος ανήκει στον “αγνό λαό” έναντι της “διεφθαρμένης ελίτ”. Σε αντίθεση με το πρώτο κύμα (σ.σ.: του Περονισμού) ο αγώνας παρουσιάστηκε ως αγώνας της “πολιτικής τάξης” του κράτους. Η λεγόμενη διεφθαρμένη ελίτ παρουσιάστηκε ως εκείνοι οι πολιτικοί δρώντες που είναι υπέρ της ύπαρξης ενός ισχυρού κράτους και κατά της ανάπτυξης της ελεύθερης αγοράς...».
Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι ο λαϊκισμός είναι αντίθετος με την ουσία της Δημοκρατίας. Η δεύτερη προσπαθεί διά του διαλόγου να συμβιβάσει τις αντιθέσεις σε μια κοινωνία, ο πρώτος τις οξύνει με συνθήματα του τύπου «ή εμείς ή αυτοί». Αποτελεί μια «ηθικολογική μορφή αντιπλουραλισμού» (Jan-Werner Müller). «Οσο βρίσκονται στην αντιπολίτευση, οι λαϊκιστές αναφέρονται συνεχώς σε έναν μη θεσμισμένο λαό που βρίσκεται “κάπου εκεί έξω”, σε δομική αντίθεση με τους αξιωματούχους που έλαβαν την εντολή μέσω εκλογικής αναμέτρησης ή ακόμη και με τις δημοσκοπήσεις οι οποίες δεν αντανακλούν ό,τι οι λαϊκιστές θεωρούν πραγματική πολιτική βούληση... Οταν πάλι οι λαϊκιστές βρίσκονται στην εξουσία, δεν υπάρχει γι’ αυτούς τίποτε που να αποτελεί νόμιμη αντιπολίτευση... πώς μπορεί οποιοσδήποτε να είναι εναντίον τους μόλις αυτοί ανεβούν στην εξουσία;» Εκτός αν είναι «Γκεσταμπίτες (sic), μενουμεευρώπηδες, βαστασοϊμπλέδες» θα προσθέταμε εμείς.
Ομοιότητες
Κι εδώ να σημειώσουμε τις ομοιότητες με όσα ζούμε τα τελευταία δύο χρόνια. «Οι αποτυχίες των λαϊκιστών, όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση, μπορούν ακόμη να χρεωθούν στις ελίτ που δρουν παρασκηνιακά, είτε εντός είτε εκτός της χώρας (να που εδώ συναντάμε την όχι και τόσο τυχαία σύνδεση μεταξύ λαϊκισμού και θεωριών συνωμοσίας)... Οι λαϊκιστές στην εξουσία εξακολουθούν να πολώνουν και να προετοιμάζουν τον λαό για τίποτε λιγότερο από μια αποκαλυπτική –με τη βιβλική έννοια– αντιπαράθεση... Δεν υπάρχει ποτέ έλλειμμα εχθρών – εχθρών που δεν είναι βέβαια παρά εχθροί του ίδιου του λαού ως όλου...». Εξ ου και η ηθική νομιμοποίηση της διαφθοράς και των αθρόων προσλήψεων: «Η αποίκηση του κράτους, οι μαζικές πελατειακές σχέσεις, ο νομικισμός της διάκρισης» συναντώνται παντού αλλά στα λαϊκιστικά καθεστώτα «εφαρμόζονται ανοιχτά και, όπως θα υποπτευόταν κανείς, με καθαρή την ηθική συνείδηση...».
Οι υποστηρικτές των λαϊκιστών θεωρούν ότι «η διαφθορά και ο νεποτισμός δεν αποτελούν κανονικά προβλήματα εφόσον τίθενται στην υπηρεσία ενός ηθικού και σκληρά εργαζόμενου “εμείς” και όχι ενός ανήθικου ή ακόμη και ξένου “αυτοί”... Ο λαϊκισμός στην εξουσία προσφέρει μια άλλη εκδοχή του αποκλεισμού και σφετερισμού του κράτους παρόμοια με εκείνη του προϋπάρχοντος κατεστημένου που θέλει να αντικαταστήσει. Οι λαϊκιστές θα καταλήξουν να κάνουν ακριβώς ό,τι έκανε το “παλαιό κατεστημένο” ή οι “διεφθαρμένες ελίτ” μόνο που το κάνουν χωρίς αναστολές και με μια υποτιθέμενη ηθική δικαιολόγηση...». Και με τα σκυλιά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεμένα. Αφενός, «τα λαϊκιστικά κόμματα είναι σχεδόν πάντα μονολιθικά στο εσωτερικό τους, με τα μέλη και τα στελέχη τους... εντελώς εξαρτημένα από έναν και μόνο ηγέτη, ή λιγότερο συχνά, από μια συλλογική ηγεσία...» (αυτό εξηγεί πώς 153 βουλευτές στην Ελλάδα ψηφίζουν τα πάντα και τα αντίθετα που τους σερβίρει η ηγεσία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ). Αφετέρου, τα ΜΜΕ και οι ανεξάρτητες αρχές κατασυκοφαντούνται, αφού ο λαϊκισμός «είναι εγγενώς εχθρικός προς τους μηχανισμούς και, εν τέλει, προς τις αξίες που όλοι συνδέουμε με τον κοινοβουλευτισμό: τους περιορισμούς στη βούληση της πλειοψηφίας, τα θεσμικά αντίβαρα, την προστασία μειονοτήτων, ακόμη και τα θεμελιώδη δικαιώματα...».
Info: Jan-Werner Müller, «Τι είναι ο λαϊκισμός», εκδ. Πόλις.
Cas Mudde, Crristobal Rovira Kaltwasser, «Λαϊκισμός. Μια συνοπτική εισαγωγή», εκδ. Επίκεντρο.