Διχασμός και ανασφάλεια στην Τουρκία
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Αν κάποιος επιχειρήσει σήμερα να περιγράψει το κλίμα που επικρατεί στο εσωτερικό της Τουρκίας και στην κοινή γνώμη της, θα πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινίσει σε ποιο κομμάτι της αναφέρεται.
Τους ισλαμιστές, που υποστηρίζουν τον κ. Ερντογάν και το ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) που ο ίδιος ίδρυσε, τους κεμαλιστές, που είναι οπαδοί του λαϊκού - κοσμικού κράτους και εκφράζονται πολιτικά κυρίως μέσα από το CHP (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα), ή τους Κούρδους, που το μεγαλύτερο μέρος τους υποστηρίζει το HDP (Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών), του οποίου ο πρόεδρος Σελαχετίν Ντεμιρτάς βρίσκεται στη φυλακή για συνεργασία με την τρομοκρατία; Ο διαχωρισμός αυτός δεν έχει να κάνει με τα πραγματικά γεγονότα, αλλά με το πώς αυτά ερμηνεύονται από την κάθε πλευρά.
Τους ισλαμιστές, που υποστηρίζουν τον κ. Ερντογάν και το ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) που ο ίδιος ίδρυσε, τους κεμαλιστές, που είναι οπαδοί του λαϊκού - κοσμικού κράτους και εκφράζονται πολιτικά κυρίως μέσα από το CHP (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα), ή τους Κούρδους, που το μεγαλύτερο μέρος τους υποστηρίζει το HDP (Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών), του οποίου ο πρόεδρος Σελαχετίν Ντεμιρτάς βρίσκεται στη φυλακή για συνεργασία με την τρομοκρατία; Ο διαχωρισμός αυτός δεν έχει να κάνει με τα πραγματικά γεγονότα, αλλά με το πώς αυτά ερμηνεύονται από την κάθε πλευρά.
Ενώ το ΑΚΡ εισέρχεται στον 15ο χρόνο του στην εξουσία, η κατάσταση στη χώρα είναι η πιο έκρυθμη εδώ και δεκαετίες, καθώς, κυρίως από το καλοκαίρι του 2015, προχωράει με ταχείς ρυθμούς σε μια περίοδο κλιμακούμενης βίας, κρατικού αυταρχισμού και ανασφάλειας.
Μέσα Ιουλίου του 2015 ξεκίνησαν και πάλι οι πολύνεκρες συγκρούσεις στη ΝΑ Τουρκία, με τους αντάρτες του παράνομου Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) , το οποίο τόσο η Τουρκία όσο και η Ε.Ε., άρα και η Ελλάδα, θεωρούν επισήμως τρομοκρατική οργάνωση.
Ετσι έληξε άδοξα η πολλά υποσχόμενη «πορεία ειρήνης», οι συνομιλίες δηλαδή μεταξύ τουρκικού κράτους και της πολιτικής ηγεσίας των Κούρδων της Τουρκίας. Οι συγκρούσεις αυτές κατέστρεψαν ό,τι είχε χτιστεί, σε επίπεδο εμπιστοσύνης, μεταξύ Κούρδων και κυβέρνησης (μεγάλο μέρος των Κούρδων είναι ψηφοφόροι του ΑΚΡ, ενώ σχεδόν κανείς στις κουρδικές περιοχές δεν δίνει ψήφο στους κεμαλιστές) και δημιούργησαν μια νέα γενιά ανθρώπων που εκτρέφει την αντιπαλότητα και το μίσος.
Τώρα, έρχεται η σειρά τους...
Πολλοί κεμαλιστές, πάλι, υποστήριξαν τον κ. Ερντογάν ενωμένοι από το κοινό μίσος εναντίον των Κούρδων αυτονομιστών. Τώρα βλέπουν πως όταν το θέμα με τους Κούρδους τελειώσει, επίκειται και η δική τους σειρά να μπουν στο περιθώριο, ωστόσο δεν έχουν πια τη δύναμη να αντιδράσουν.
Ετσι, αν η στροφή της πολιτικής Ερντογάν είναι επιστροφή σε μια δυσάρεστη, πλην γνώριμη και από τις προηγούμενες δεκαετίες κατάσταση, για τους Κούρδους, για τους κεμαλιστές και ειδικά για την ελίτ, τους λεγόμενους «λευκούς Τούρκους», τα πράγματα είναι υπό μία έννοια χειρότερα: Οχι μόνον έχασαν την εξουσία και τον έλεγχο του κράτους που είχαν για δεκαετίες, αλλά κινδυνεύουν πλέον να χάσουν και τον ίδιο τον τρόπο ζωής τους, ο οποίος φαίνεται να απειλείται από την ισλαμιστική και συντηρητική στροφή χώρας και κοινωνίας. Από τους κεμαλιστές, ένα κομμάτι, αυτό που εκφράζει το ΜΗΡ (Κόμμα Εθνικιστικής Κίνησης), αναγκάστηκε να συνεργαστεί με την κυβέρνηση και τον πρόεδρο για την αλλαγή του συντάγματος, προκειμένου, ίσως, να διασωθεί από την επαπειλούμενη εξαφάνιση. Η εθνικιστική στροφή του ΑΚΡ και ο εναγκαλισμός ισλαμισμού και εθνικισμού που επιχειρεί πλέον ο Τούρκος πρόεδρος, στοχεύουν απευθείας στους ψηφοφόρους του ΜΗΡ.
Οι υπόλοιποι κεμαλιστές, που είναι και οι περισσότεροι, βλέποντας «τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια τους», αντιδρούν, σε επίπεδο προσωπικό ασφαλώς γιατί συλλογικά δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, με τρεις κυρίως τρόπους: φόβο, άρνηση, φυγή.
Η ώρα της φυγής
Φόβος για το αύριο, άρνηση της πραγματικότητας, φυγή από τη χώρα. Το τελευταίο το κάνουν συστηματικά όσοι μπορούν και έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν άμεσα. Επειδή όμως η φυγή από τη χώρα δεν είναι κάτι τόσο εύκολο, για πολλούς λόγους, ένα μεγάλο μέρος καταφεύγει στην άρνηση της πραγματικότητας και σε στρουθοκαμηλισμό. Στη λογική δηλαδή πως «αν καθίσεις ήσυχος δεν κινδυνεύεις» και «εμάς κανείς δεν μας πειράζει και με τον καιρό θα πάνε όλα και πάλι καλά». Αλλωστε, το κυρίαρχο συναίσθημα αυτή τη στιγμή στη χώρα είναι ο φόβος. Και αυτόν προσπαθούν οι περισσότεροι να ξορκίσουν.
Ο φόβος δεν είναι μόνο ο εύλογος, για τις πιθανές τρομοκρατικές επιθέσεις, από το ΡΚΚ και τους τζιχαντιστές. Ο φόβος δεν είναι μόνο για τον πόλεμο στη Συρία, όπου η Τουρκία ενεπλάκη χωρίς σαφείς στόχους και τώρα δεν γνωρίζει πώς θα απεμπλακεί. Φόβος υπάρχει και στη συμβατική καθημερινότητα. Χιλιάδες άτομα έχουν φυλακιστεί, χιλιάδες έχουν χάσει τη δουλειά τους, πολλοί νιώθουν ανασφάλεια για το αύριο και φοβούνται τη δίωξη, την απόλυση, τη φυλάκιση, ακόμη και αν δεν έχουν κάνει τίποτε. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου η κυβέρνηση έχει αποδυθεί σε ένα κυνήγι μαγισσών, όπου δίκαιοι και άδικοι, και ανάμεσά τους κάθε κριτική φωνή για την κυβέρνηση και τον πρόεδρο, πρέπει να παταχθούν. Ως δικαιολογία χρησιμοποιείται συνήθως η προστασία από την τρομοκρατία και ως μέσον η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που έχει επιβληθεί από τις 20 Ιουλίου στη χώρα.
Καμία ασφάλεια για κανέναν
Ετσι, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τη θέση του και την προσωπική ασφάλειά του. Οι περισσότεροι αποφεύγουν δημόσια την οποιαδήποτε, ακόμα και την πιο ήπια, κριτική, ενώ όλοι σχεδόν προσπαθούν να δείχνουν ευτυχισμένοι και ήρεμοι προς τα έξω, στον δημόσιο βίο τους. Αν και η αίσθηση των ανθρώπων με σκυθρωπά πρόσωπα που προχωράνε βιαστικά είναι πολύ πιο έντονη παρά πότε, στις δημόσιες κουβέντες πάντα η συζήτηση για τα τρέχοντα περιορίζεται στα «περί ανέμων και υδάτων», ενώ, αν φτάσει κάπως στην πολιτική, συνήθως επαναλαμβάνεται η επίσημη εκδοχή της κυβέρνησης και των ελεγχόμενων από εκείνη Μέσων, σχεδόν όλων δηλαδή: «Δύσκολα τα πράγματα όντως, αλλά η χώρα δέχεται επίθεση, διεθνής συνωμοσία επιβουλεύεται την Τουρκία, φταίνε οι Αμερικανοί, οι Εβραίοι, η Ευρώπη» και γενικώς τα γνωστά σε τέτοιες περιπτώσεις ξένα κέντρα.
Την ίδια στάση, αλλά με περισσότερο φανατισμό υπέρ των επισήμων θέσεων, κρατά και η μεγάλη και –συνήθως– σιωπηρή πλειονότητα. Από τα εκατομμύρια ψηφοφόρων του κ. Ερντογάν ένα μέρος στελέχωσε τον κρατικό μηχανισμό, συνήθως μέσω κομματικών επιλογών, ένα πολύ μικρότερο κομμάτι δημιούργησε τη νέα νομενκλατούρα που τον στηρίζει, ενώ η μεγάλη πλειονότητα είναι η μάζα των λεγόμενων «μαύρων Τούρκων», που τον βλέπει ως τον ηγέτη και σωτήρα που την έβγαλε από το περιθώριο της Ιστορίας και την έφερε στο κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Στην πραγματικότητα, η μεγάλη αυτή ομάδα, που είναι και αυτή τελικά που εκλέγει τον κ. Ερντογάν, πολύ λίγο ωφελήθηκε από την τεράστια οικονομική ανάπτυξη της προηγούμενης δεκαετίας.
Το μεγάλο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεν μειώθηκε, ενώ μεσαία τάξη με ευρύτητα δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί. Ομως η ευρεία αυτή πλειονότητα είναι ευχαριστημένη με τα ψίχουλα της ανάπτυξης που έφαγε, καθώς οι προηγούμενοι δεν έδιναν ούτε και αυτά, θαυμάζει και ευχαριστιέται τα μεγάλα έργα που κάνουν την καθημερινότητά της πιο εύκολη, κολακεύεται από τις φαντασιώσεις νεοοθωμανικού μεγαλείου του κ. Ερντογάν που ταυτίζεται και νιώθει πως την αφορά και χαίρεται για τη δεδηλωμένη και επιδεικτική ισλαμική ευσέβεια της κυβέρνησης και την προώθησή της στην κοινωνία.
Αν και οι κίνδυνοι, εσωτερικοί και εξωτερικοί, στη χώρα είναι πολλοί και η πολιτική αστάθεια μεγάλη, ο πρόεδρος και η πλειονότητα που τον ακολουθεί δεν δείχνουν να πτοούνται. Τουλάχιστον εμφανώς. Eνα πράγμα φαίνεται μόνο ικανό να σκιάσει και να απειλήσει την ανοδική αυτή πορεία ισχύος και εξουσίας: η οικονομία. Τα μαντάτα από εκεί δεν είναι καθόλου καλά. Αν και για την επικείμενη κρίση γίνεται κουβέντα εδώ και χρόνια, τώρα φαίνεται πως πλέον άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στη χώρα.
Ο πραγματικός κίνδυνος
Υψηλός πληθωρισμός, ελαχιστοποίηση της ανάπτυξης, πολύ μεγάλη διολίσθηση της λίρας, διογκούμενο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τεράστιος εσωτερικός δανεισμός, εξάλειψη του τουρισμού και ανάπτυξη μέσω κατανάλωσης και οικοδομής δημοσίων έργων είναι ένα κοκτέιλ εκρηκτικό, που εύκολα μπορεί να προκαλέσει έκρηξη. Προς το παρόν, το σενάριο που διακινείται –όπως ακριβώς θα περίμενε κανείς– λέει πως η οικονομία δέχεται επίθεση από ξένα κέντρα, από τα λόμπι των επιτοκίων και των αγορών και πάλι από τους συνήθεις σε αυτές τις περιπτώσεις υπόπτους. Η οικονομία είναι πολύ ισχυρή και αυτό θα φανεί σε λίγο, ισχυρίζεται η κυβέρνηση.
Αυτό μπορεί να δίνει λίγο ακόμη χρόνο ανοχής, ακόμα και υποστήριξης, στους κυβερνώντες, αλλά εάν η κρίση επιταθεί, δεν θα κρατήσει για πολύ. Ο εφιάλτης της κρίσης του 2001-2002 δεν έχει ξεχαστεί ακόμη. Και οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν πως μια νέα κρίση θα είναι πολύ χειρότερη. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που ο κ. Ερντογάν επείγεται και πιέζει για να ολοκληρώσει τη συνταγματική μεταρρύθμιση, που θα καταστήσει τον ίδιο προσωπικά απόλυτο κυρίαρχο στη χώρα. Κι αυτό γιατί ξέρει ότι η οικονομική κρίση έφερε το ΑΚΡ στην εξουσία, στις αρχές του 2000, και μια οικονομική κρίση μπορεί ίσως να απειλήσει την παντοκρατορία του σήμερα, ακριβώς γιατί μια τέτοια κρίση θα πλήξει κυρίως τις λαϊκές μάζες που τον υποστηρίζουν. Το ποια θα είναι, πάντως, η κατάληξη αυτού του περίεργου ταξιδιού δεν το ξέρει κανείς· ούτε καν ο ίδιος ο μηχανοδηγός.