Μεγαλουργώντας με τη δραχμή
Ας θυμηθούμε την πορεία του εθνικού μας νομίσματος
ΣΠΥΡΟΣ ΒΛΕΤΣΑΣ
(Πηγή : http://www.athensvoice.gr)
Κι οι πλατείες μας φουντώνουνε στη βία
οι εμπόροι, οι δασκάλοι κι οι ληστές
μας πουλάνε νοσταλγία
και ενέσεις απ’ το χτες...
(Νίκος Πορτοκάλογλου: Πίσω από τις γρίλιες, 1982)
Τον Νοέμβριο του 1985 πήγα για πρώτη φορά στη Γερμανία, ταξιδεύοντας με interail, ένα φθηνό εισιτήριο για νέους που επέτρεπε απεριόριστα ταξίδια με το τρένο σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Η ισοτιμία της δραχμής με το γερμανικό μάρκο ήταν τότε 50 προς ένα. Η ισοτιμία αυτή διαμορφώθηκε μετά την υποτίμηση της δραχμής που είχε γίνει πριν μερικές εβδομάδες και ήταν η δεύτερη μέσα σε δύο χρόνια. Μόλις πριν επτά χρόνια το 1978 χρειαζόταν μόνο δεκαοκτώ δραχμές για να αγοράσεις ένα μάρκο.
Τον Ιούνιο του 1985 ο Ανδρέας Παπανδρέου, μετά από μια τετραετία παροχών, κέρδισε τις εκλογές με το σύνθημα «για ακόμη καλύτερες μέρες». Όμως μετά τις εκλογές ανέθεσε στον Κώστα Σημίτη το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας με σκοπό να σταθεροποιηθεί η οικονομία της χώρας.
Σύμφωνα με μαρτυρία του τότε διοικητή της τράπεζας της Ελλάδος Δημήτρη Χαλκιά, η Ελλάδα απέφυγε τη χρεοκοπία την τελευταία στιγμή. Ανάμεσα σε Οκτώβριο 1985 και Φεβρουάριο 1986 τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τράπεζας της Ελλάδος έπεσαν κάτω από το ελάχιστο όριο ασφαλείας. Με άλλα λόγια η χώρα κινδύνευσε να μη μπορεί να πληρώσει τις εισαγωγές της.
Την εποχή εκείνη ο πληθωρισμός ξεπερνούσε το 20%. Πληθωρισμός 20% σημαίνει ότι ένα κατοστάρικο στο τέλος της χρονιάς άξιζε 80 δραχμές. Αντίστοιχα, ένας μισθός είχε χάσει το ένα πέμπτο της αγοραστικής του δύναμης. Η αυξήσεις που δίνονταν εκ των υστέρων δεν μπορούσαν να καλύψουν πλήρως τις απώλειες.
Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα ήταν ένα πρόγραμμα σκληρής λιτότητας. Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου απαγόρευσε με νόμο τις αυξήσεις ακόμη και για τις κερδοφόρες επιχειρήσεις που ήθελαν να δώσουν αύξηση στο προσωπικό τους. Απαγορεύτηκε κάτι που κάνουν ορισμένες επιχειρήσεις ακόμη και στα χρόνια της σημερινής κρίσης.
Πάγωμα μισθών με πληθωρισμό 20%, σημαίνει πραγματική μείωση 20%. Μπορεί η ονομαστική τιμή να έμενε η ίδια και οι εργαζόμενοι να έπαιρναν το ίδιο ποσό σε δραχμές, αλλά με τα ίδια χρήματα αγόραζαν πολύ λιγότερα αγαθά. Τη μείωση των πραγματικών μισθών αποτυπώνει το διάγραμμα του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ:
Στο διάγραμμα παρατηρούμε ότι η μείωση των πραγματικών αποδοχών συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Έπειτα η ανάπτυξη της οικονομίας άρχισε να ανεβάζει και τους πραγματικούς μισθούς και οι απώλειες ανακτήθηκαν με την είσοδο της Ελλάδας στο Ευρώ. Χρειάστηκαν περίπου 25 χρόνια για να αποκτήσει ο κατώτατος μισθός την αγοραστική δύναμη που είχε το 1984, πριν κατρακυλήσει και πάλι στα επίπεδα της δεκαετίας του 1980 με την παρατεταμένη κρίση.
Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Σημίτη άρχισε να αποδίδει και ο πληθωρισμός έπεσε κάτω από 15% το 1987. Όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να προχωρήσει σε παροχές, οδηγώντας τον Σημίτη σε παραίτηση. Η εξέλιξη αυτή έμεινε στην ιστορία με το «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα» και σήμανε την έναρξη ενός ακόμη κύκλου ελλειμμάτων και αποτυχιών της ελληνικής οικονομίας.
Η αξιοπιστία του νομίσματος ήταν τόσο χαμηλή τη δεκαετία του ’80 και στο ταξίδι μου εκείνο του 1985 χρειάστηκε να ανταλλάξω δραχμές με γαλλικά φράγκα σε μια επαρχιακή πόλη της Γαλλίας. Η τράπεζα μού τις αντάλλαξε στο 45% της επίσημης ισοτιμίας, υπολογίζοντας το χιλιάρικο για 450 δραχμές.
Στο τέλος του ταξιδιού βρέθηκα στο Άμστερνταμ και πριν πάρω το τρένο της επιστροφής έπρεπε να ικανοποιήσω μια επιθυμία της μητέρας μου: να της φέρω μια ηλεκτρική σκούπα. Τα περισσότερα ηλεκτρικά ήδη ήταν τότε απλησίαστα στην Ελλάδα, λόγω των δασμών που έμπαιναν και της αδύναμης δραχμής. Η σκούπα που αγόρασα στο Άμστερνταμ με ποσό που αντιστοιχούσε σε 15.000 δραχμές πουλιόταν στην Ελλάδα 100.000, όταν το ενοίκιο για ένα τριάρι διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας ήταν δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες.
Ξαναπήγα στη Γερμανία το 1991. Χωρίς να μεσολαβήσει καμιά υποτίμηση, λόγω της διαρκούς διολίσθησης, χρειαζόμουν 120 δραχμές για να πάρω ένα μάρκο. Όταν η Ελλάδα εντάχτηκε στη ζώνη του Ευρώ ένα μάρκο αντιστοιχούσε σε 170 δραχμές.
Οι υποτιμήσεις και οι διολισθήσεις της δραχμής έκαναν τα ελληνικά προϊόντα φθηνότερα στο εξωτερικό και τα εισαγόμενα προϊόντα ακριβότερα στο εσωτερικό. Ήταν ένας τρόπος επέμβασης στα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Μελέτες έχουν δείξει ότι την ανταγωνιστικότητα που κέρδιζε η Ελλάδα μετά από κάθε υποτίμηση την έχανε πολύ σύντομα. Τη δεκαετία του ’80 η δραχμή υποτιμήθηκε κατά 70%, αλλά η ανάπτυξη ήταν μηδενική.
Μπαίνοντας στο ευρώ γνωρίζαμε ότι χάνουμε τη δυνατότητα της υποτίμησης και θα πρέπει να βελτιώνουμε σταθερά την ανταγωνιστικότητα. Εμείς όμως κάναμε το αντίθετο. Χρησιμοποιήσαμε τα χαμηλά επιτόκια κυρίως για κατανάλωση και λιγότερο για επενδύσεις. Είχαμε τα δανεικά που μοίραζε το κράτος, αγοράζαμε εύκολα τα εισαγόμενα είδη και αδιαφορούσαμε για την ανταγωνιστικότητα. Ώσπου ήρθε η χρεοκοπία.
Η οδυνηρή εσωτερική υποτίμηση που επιλέχτηκε ήταν ένας ελεγχόμενος τρόπος να διορθωθεί το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Τώρα που αυτή ολοκληρώθηκε, η ανεξέλεγκτη υποτίμηση, που θα φέρει η αλλαγή νομίσματος, θα είναι μια βουτιά στο κενό. Θα γίνουμε η Βενεζουέλα που ονειρεύονται κάποιοι.
Την ώρα που με χίλια ζόρια βγαίναμε από την κρίση αποφασίσαμε, δοκιμάζοντας την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, να μπούμε σε μια δεύτερη κρίση. Για τη δεύτερη κρίση δεν φταίει το ευρώ, διαφορετικά θα έφταιγε και στις άλλες χώρες που ήταν σε μνημόνια και τώρα έχουν ισχυρή ανάπτυξη.
Φταίνε εκείνοι που σήμερα πουλάνε ξανά αυταπάτες πασπαλισμένες με νοσταλγία. Αλλά δεν θα πάρουμε από τη νοσταλγία τους. Έστω κι αν έχουμε ωραίες αναμνήσεις από την εποχή της δραχμής, όπως εκείνο το ταξίδι το 1985.