Δεν μπορούμε, δεν θέλουμε ή δεν γίνεται;
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)Στις 8 του μηνός, ο επικεφαλής οικονομολόγος του Intelligence Unit του The Economist, ονόματι Σάιμον Μπάπτιστ, δημοσίευσε (με τη χαριτωμένη φατσούλα του να μας χαμογελά από τη φωτογραφία) την πρόβλεψη ότι το επίφοβο Grexit είναι πλέον πιθανό («more likely than not») μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.
Στο σύντομο και πυκνό κείμενο των τριών παραγράφων, το πιο ενδιαφέρον σημείο είναι η εισαγωγή της δεύτερης παραγράφου. «Παρότι πιστεύουμε ότι το Grexit είναι περισσότερο πιθανό στα επόμενα πέντε χρόνια», γράφει, «υπάρχουν κάποιοι λόγοι για να ανησυχούμε λιγότερο τώρα σε σχέση με το παρελθόν».
Αντιφατικό να είναι μεν περισσότερο πιθανό το Grexit, αλλά εμείς να ανησυχούμε λιγότερο. Ωστόσο, αναθαρρείς· «για να δούμε λοιπόν σε τι μπορούμε να ελπίζουμε», λες μέσα σου και συνεχίζεις. Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους, διαβάζεις, ανήκει πια σε κράτη· ο συστημικός κίνδυνος είναι υπό έλεγχο· και, τέλος, οι Ελληνες έχουν πια κουραστεί και αρχίζουν να αψηφούν τον κίνδυνο της αλλαγής νομίσματος. Αυτοί είναι οι τρεις λόγοι· και εμένα με κάνουν να ανησυχώ ακόμη περισσότερο για το Grexit και όχι λιγότερο. Την πάτησα, βλέπετε, λόγω εθνικότητας. Τόσο πολύ δεν θέλω να το πιστέψω, ώστε δεν κατάλαβα ότι δεν υπήρχε τίποτε το αντιφατικό: οι ανησυχίες για το Grexit, στις οποίες αναφέρεται η πρόβλεψη, αφορούν τις επιπτώσεις στους άλλους, όχι βέβαια τις επιπτώσεις σε εμάς. Αυτές αφορούν αποκλειστικά εμάς, γιατί δείχνουμε πια όλο και πιο έντονα προς τα έξω ότι μας φοβίζει περισσότερο η αλλαγή, στην οποία υπερήφανα αντιστεκόμαστε, παρά η καταστροφή.
Εχω την εντύπωση ότι το πρόβλημά μας βρίσκεται στο σημείο όπου ενεργοποιείται και ένας νέος παράγοντας, για τον οποίον πολλοί είχαν προειδοποιήσει από νωρίς. Θα έφθανε η στιγμή που, έπειτα από τόσα χρόνια άκαρπων προσπαθειών, ύστερα από τόσα αποτυχημένα προγράμματα, η εικόνα του μακροχρόνιου διαστήματος θα άρχιζε να βαραίνει περισσότερο στην αντίληψη των παρατηρητών του προβλήματος. Θα έπαυε πια να έχουν σημασία οι λεπτομέρειες αυτής της αδιέξοδης πορείας, ποιος και τι έφταιξε, και θα έμενε απλώς το αδιέξοδο – τα πώς, τα γιατί και τα διότι θα έμεναν για την ακαδημαϊκή ανάλυση. Φοβάμαι ότι αυτή τη στιγμή την έχουμε περάσει και είμαστε πλέον στη φάση όπου το μακροχρόνιο διάστημα της αποτυχίας βαραίνει ιδιαίτερα στις εκτιμήσεις των τρίτων. Το διαπίστωσε στο Βερολίνο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ιδίως στις συζητήσεις που είχε με τους βουλευτές, εκείνους δηλαδή που εκ των πραγμάτων δέχονται αμέσως την πίεση της κοινής γνώμης.
Δεν ήταν έκπληξη ότι η επόμενη έκθεση του The Economist, που ακολούθησε μία εβδομάδα αργότερα, εντοπίζει ως «το πραγματικά σημαντικό ερώτημα» –και εντέλει εκείνο που καθορίζει την παραμονή ή μη της χώρας στο ευρώ– αν μπορεί «οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση» να εφαρμόσει πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Η αμφιβολία κερδίζει έδαφος, φυσικά, και εξαιτίας της κυβέρνησης. Εκτός από την επιτάχυνση της αποσύνθεσης σε διοίκηση και θεσμούς (με τιμητική εξαίρεση τη Δικαιοσύνη), επί ημερών ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επισημοποιείται πλέον και η αντίσταση στις επενδύσεις. (Παρεμπιπτόντως, όλοι γνωρίζουν σε ποιο γραφείο, ποιου υπουργείου και από ποιους συντάχθηκε η ερώτηση των 18 του ΣΥΡΙΖΑ για τους αρχαιολογικούς χώρους στο Ελληνικό...) Αλλά το έδαφος που κερδίζει η αμφιβολία δεν είναι εις βάρος της κυβέρνησης, είναι εις βάρος της χώρας, δηλαδή όλων μας. Παύει πια να έχει σημασία το «αν μπορούμε» ή το «αν θέλουμε» και αυτό που προβάλλει τεράστιο είναι το «δεν γίνεται».
Το γιατί τελικά δεν γίνεται το εξηγεί ένα παράδειγμα που μου περιέγραψαν πρόσφατα. Σε αγροτικό νομό της χώρας, η περιφέρεια προκήρυξε άδειες πωλητή αγροτικών προϊόντων σε λαϊκές αγορές. Αγρότης ο οποίος ήθελε να αυξήσει το εισόδημά του υπέβαλε τη σχετική αίτηση. Του είπαν, όμως, ότι για να πάρει την άδεια, πρέπει να πάψει να είναι (τυπικά έστω) αγρότης, διότι οι άνεργοι προηγούνται –πρώτος παραλογισμός: γιατί να προηγούνται οι άνεργοι και όχι αυτοί που θέλουν να δουλέψουν; Για να πάψει ο αγρότης της ιστορίας μας να είναι τυπικά αγρότης, ώστε να μπορεί να πουλάει νόμιμα στον δρόμο αυτά που παράγει η οικογένειά του, έπρεπε να διαγραφεί από τα μητρώα των αγροτών –δεύτερος παραλογισμός: πώς για το κράτος μπορείς συγχρόνως να είσαι και να μην είσαι. Για να λάβει τη σχετική βεβαίωση από τον ΟΑΕΔ, όμως, του είπαν να περιμένει επτά μήνες, επειδή δεν υπάρχει προσωπικό –τρίτος παραλογισμός: έλλειψη προσωπικού για αντιπαραγωγικές διαδικασίες. Και ο τελικός παραλογισμός της υπόθεσης ήταν ότι το χρονικό περιθώριο της περιφέρειας για τις άδειες ήταν οι 10 μέρες. Ο άνθρωπος έδρασε με τον πατροπαράδοτο τρόπο: βρήκε το πρόσωπο με τις άκρες, εκείνος μίλησε, ο αρμόδιος είχε κατανόηση και έτσι έκανε δεκτή μια υπεύθυνη δήλωση του αγρότη μέχρι να σταλεί το επίσημο έγγραφο από τον ΟΑΕΔ.
Αυτοί οι παραλογισμοί έχουν χτιστεί από χρόνια –στην πραγματικότητα, ακόμη χτίζονται επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ– από τα συμφέροντα των πάσης φύσεως και ιδεολογίας κοτσαμπάσηδων και των συντεχνιών που εκφράζουν. Δεν χρειάζεται μνημόνιο για να ξεμπερδεύουμε, επιτέλους, με την ηλιθιότητα των κρατικών ρυθμίσεων που πνίγουν την οικονομία· ούτε και θα μπορούσε ποτέ η εξωτερική παρέμβαση να γιατρέψει τις παθογένειες της «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Μόνον οι ίδιοι μπορούμε να τα αλλάξουμε αυτά. Μόνον οι ίδιοι μπορούμε να κρίνουμε ότι, λ.χ., είναι τρελό να υφίσταται πανεπιστημιακό τμήμα με 9 φοιτητές στη Λευκάδα και πρέπει να κλείσει· ότι είναι προκλητικό οι συμβασιούχοι να απαιτούν ως αυτονόητο δικαίωμα τη μονιμότητα εις βάρος όλων των συμπολιτών τους. Σε αυτά οι ξένοι δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα παρέμβασης. Μπορούν θαυμάσια, όμως, να διαπιστώνουν την αδυναμία μας και να κινούνται αναλόγως...