Οι τουρκοϊρανικές σχέσεις και το Ισλάμ
Του Παντελή Σαββίδη
(Πηγή : http://www.pontos-news.gr)
Ακολουθώντας μια πολιτική που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «τουρκική», ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της γειτονικής χώρας Νουμάν Κουρτουμλούς έκλεισε το μάτι στην ιρανική κυβέρνηση η οποία αντέδρασε στα όσα ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών είπε στη Συνδιάσκεψη του Μονάχου.
Με λίγα λόγια ο Τούρκος αντιπρόεδρος είπε πως δεν έγινε και τίποτα, δεν θα χαλάσουμε τις σχέσεις μας από μια δήλωση. Η Τουρκία, λοιπόν στο Μόναχο, δια του υπουργού Εξωτερικών χάιδεψε τα αυτιά της διεθνούς κοινότητας και δη των Αμερικανών με τις κατηγορίες που απηύθηνε κατά του Ιράν πως επιχειρεί να αποσταθεροποιήσει τη Σαουδική Αραβία και το Μπαχρέιν, και δια του αντιπροέδρου της είπε στην ιρανική ηγεσία, να μην παίρνει στα σοβαρά τις δηλώσεις.
Επιχειρεί, δηλαδή, «α λα τούρκα» να τα έχει καλά με όλους.
Εισέβαλε στη Συρία και το Ιράκ, σκοτώνει κόσμο και μιλά για ειρήνη και το πόσο προσηλωμένη είναι σε αυτή. Βεβαίως, εκτός του Ιράν, που έχει και πάλι απομονωθεί, δεν υπάρχει και κάποιος άλλος γείτονάς της να αποκαλύψει στη διεθνή κοινότητα τα πεπραγμένα της. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Καταφέρνει και ελίσσεται στην περιοχή της και διαμορφώνει συμμαχίες και ισορροπίες που τη διατηρούν στο γεωπολιτικό παιχνίδι. Ευελπιστώντας πως θα αποφύγει να της συμβεί το μοιραίο, δηλαδή, το Κουρδικό πρόβλημα.
Στην ευρύτερη Μέση Ανατολή το Ιράν και η Τουρκία είναι οι χώρες που διεκδικούν ρόλο περιφερειάρχη. Η μεταξύ τους αντιπαράθεση, που δεν θα λάβει, βεβαίως, στρατιωτικό χαρακτήρα είναι αναπόφευκτη. Αλλά, η Τουρκία ελίσσεται και επιδιώκει να μεσολαβεί ακόμη και προς το Ιράν το οποίο κατηγορεί και με το οποίο ανταγωνίζεται για περιφερειακή κυριαρχία.
Ας μην λησμονούμε ότι η γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας επήλθε από τη στιγμή που στο Ιράν έπεσε ο σάχης και η χώρα πέρασε στην κυριαρχία των μουλάδων.
Απέναντι στον υπαρκτό ιρανικό πόλο στην περιοχή έχει διαμορφωθεί ένας άλλος πόλος με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία η οποία, όμως, επειδή αισθάνεται αδύναμη να διαδραματίσει ηγεμονικό ρόλο μόνη της, επιδιώκει τη συνεργασία της Τουρκίας. Τη συνεργασία, όχι την ηγεσία. Διότι το Ριάντ δεν θέλει υποδεέστερο ρόλο.
Το έδαφος είναι στρωμένο, η Τουρκία προσκαλείται σ’ αυτή τη συνεργασία στην οποία ενδιαφέρεται να προσχωρήσει και το Ισραήλ. Μια συνεργασία Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, με την Τουρκία κατά του Ιράν είναι ορατή. Θα δούμε εάν εν τέλει θα τελεσφορήσουν οι προσπάθειες που γίνονται. Έξι αραβικές χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου κατηγορούν το Ιράν ότι χρησιμοποιεί το σεκταρισμό για να παρέμβει στον αραβικό κόσμο και να δημιουργήσει τη δική του σφαίρα επιρροής.
Το Ιράν αρνείται την κατηγορία.
Το Ισραήλ κάλεσε τις σουνιτικές χώρες της περιοχής σε διάλογο για να αντιμετωπιστούν τα ριζοσπαστικά στοιχεία.
Ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Άβιγκντορ Λίμπερμαν είπε στη Διάσκεψη του Μονάχου πως η πραγματική διαίρεση στην περιοχή δεν είναι μεταξύ εβραίων και μουσουλμάνων αλλά μεταξύ μετριοπαθών και ριζοσπαστών.
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών κατήγγειλε αυτό που ονομάζεται ιρανική σεχταριστική πολιτική που αποσκοπεί στην υπονόμευση της Σαουδικής Αραβίας και του Μπαχρέιν. Τουρκία και Ιράν, είναι οι δύο κύριοι ανταγωνιστές για την επιρροή στον αραβικό κόσμο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών έχουμε παρατηρήσει πολεμοχαρή ρητορική που προέρχεται από την Άγκυρα και απευθύνεται στην Τεχεράνη.
Στις 12 Φεβρουαρίου, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε μια επίσκεψη στο αραβικό βασίλειο του Μπαχρέιν, κατηγόρησε το Ιράν ότι επιδιώκει τη διάλυση του Ιράκ και της Συρίας. Ο Ερντογάν επισήμανε ότι ο «περσικός εθνικισμός» είναι η απειλή που πρέπει να μπλοκαριστεί. Όπως ήταν αναμενόμενο, το Ιράν απέρριψε τις δηλώσεις αυτές του Τούρκου προέδρου και έμμεσα κατηγόρησε την Τουρκία για την υποστήριξη τρομοκρατικών ομάδων και παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Συρίας και του Ιράκ.
Στις 16 Φεβρουαρίου, η φιλοκυβερνητική τουρκική εφημερίδα Yeni Şafak κλιμάκωσε το θέμα κατηγορώντας τους Ιρανούς για τη δημιουργία συνθηκών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν «ισλαμικό εμφύλιο πόλεμο.»
Ο «ισλαμικός εμφύλιος πόλεμος» είναι η αντιπαράθεση μεταξύ σουνιτών και σιιτών.
Το Ιράν είναι ο de facto ηγέτης των σιιτών, ενώ η Τουρκία προσπαθεί να αναλάβει την ηγεσία των σουνιτών. Τα Αραβικά κράτη χρειάζονται την Τουρκία να αντιμετωπίσουν το Ιράν, αλλά δεν θέλουν να αποδεχθούν την τουρκική κυριαρχία στον αραβικό κόσμο.
Η διαμάχη σιιτών-σουνιτών χρονολογείται από τις πρώτες ημέρες του Ισλάμ. Μετά από σχεδόν έναν αιώνα από σήμερα, τα εθνικά κράτη του αραβικού κόσμου βρίσκονται υπό τεράστια πίεση λόγω της μεταβαλλόμενης φύσης των ενδομουσουλμανικών αγώνων που ποτέ δεν έπαψαν. Μερικά από αυτά τα κράτη έχουν καταστραφεί και είναι απίθανο να επανακάμψουν. Η σύγκρουση σιιτών-σουνιτών είναι απλώς το πιο κραυγαλέο παράδειγμα της μάχης που μαίνεται. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό, διότι οι σουνίτες αντιπροσωπεύουν περίπου το 80% του μουσουλμανικού πληθυσμού στον κόσμο.
Σε όλη την ιστορία, κάθε φορά που οι σιίτες αναπτύσσονταν ως γεωπολιτική δύναμη, ήταν αποτέλεσμα μιας εσωτερικής κρίσης στο σουνιτικό κόσμο.
Σήμερα, αυτός ο πόλεμος γύρω από το ποιος εκφράζει το σουνιτικό Ισλάμ είναι ίσως πολύ πιο αμφισβητούμενος από ό, τι υπήρξε ποτέ. Η πλειοψηφούσα αίρεση κατακερματίζεται ολοένα και περισσότερο σε πολλές και διαφορετικές γραμμές-γεωγραφικές, εθνοτικές, πολιτιστικές, πολιτικές και ιδεολογικές. Ισλαμισμός και βίαιη ενσάρκωση της τζιχάντ είναι μια άμεση συνέπεια της πνευματικής και γεωπολιτικής κρίσης εντός της πλειοψηφούσας αίρεσης του Ισλάμ. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τους εμφύλιους πολέμους μέσα στα όρια μιας μόνο χώρας. Στην περίπτωση του Ισλάμ, υπάρχουν πολλοί εμφύλιοι πόλεμοι που μαίνονται. Το αποτέλεσμα αυτών των συγκρούσεων θα έχει πολλά περισσότερα επακόλουθα, καθώς θα διαμορφώσει τη σχέση ανάμεσα στις χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία και τη Δύση.
Η σύγκρουση στη Συρία, ιδίως όσον αφορά το Ισλαμικό Κράτος, θα είναι καθοριστικός παράγοντας στη γεωπολιτική διαμόρφωση της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο, αυτό ωχριά σε σύγκριση με τον πόλεμο στο εσωτερικό του Ισλάμ.