There will be so much love
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Alternative fact, δηλαδή εναλλακτικό γεγονός. Μια περίφραση για το ψεύδος, όταν χρησιμοποιείται με σκοπό τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας για λόγους πολιτικού συμφέροντος. Μια νέα προσθήκη στο πολιτικό λεξιλόγιο, για κάτι που πάντα υπήρχε, το οποίο όμως στις μέρες μας απενοχοποιείται (κατά κανόνα, στο όνομα του λαού) και χρησιμοποιείται ευρέως, λόγω της αποτελεσματικότητας που εξασφαλίζουν στη διάδοση του ψεύδους το Ιντερνετ σε αγαστή συνεργασία με την ανθρώπινη ηλιθιότητα. Την οφείλουμε στη σύμβουλο του προέδρου Τραμπ, την Κέλιαν Κόνγουεϊ, η οποία αναφέρθηκε με τη συγκεκριμένη φράση στα χονδροειδέστατα ψεύδη του εκπροσώπου του προέδρου για τη συμμετοχή του κόσμου στην τελετή ορκωμοσίας του Τραμπ.
Το alternative fact πολύ φοβάμαι ότι είναι ύπουλο πράγμα και μπορεί να σε παγιδεύσει, ακόμη και αν φυλάγεσαι. Εγώ, λ.χ., που σας έχω πει ότι από τον Αύγουστο του 2015 παρακολουθώ καθημερινά τις δραστηριότητες του Τραμπ στο Ιντερνετ, αφότου έγινε πρόεδρος, αντί να πλησιάσω ακόμη πιο κοντά στη δυσάρεστη αλήθεια, απομακρύνομαι περισσότερο μέσω του alternative fact ότι, τώρα ως πρόεδρος, είναι περισσότερο καρτούν από όσο ήταν ως υποψήφιος. Τι καλύτερο, σχετικώς, από το πρόσφατο παράδειγμα των δηλώσεων με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου. Στην ερώτηση δημοσιογράφου για την επέκταση του ισραηλινού εποικισμού της Δυτικής Οχθης. Πρώτα τους είπε διάφορα παντελώς ασυνάρτητα και ακαταλαβίστικα, όλα όμως στην τεχνοκρατική γλώσσα της διπλωματίας. (Αν δεν ήταν η προφορά, θα έλεγες ότι θύμιζε λίγο Τσίπρα, στις πρώτες απόπειρές του να μιλήσει αγγλικά...). Αφού τα είχε πει αυτά, με κάτι στο ύφος του προσώπου που έδειχνε την αγωνία εκείνου που μιλά μια ξένη γλώσσα την οποία προσπαθεί να μάθει, ξαναβρήκε το γνώριμο καθησυχαστικό ύφος του απατεώνα έμπορου και έκλεισε την απάντησή του ως εξής: «There will be so much love! So much love! You will see». Τι σχέση μπορεί να έχει η αγάπη με τον εποικισμό της Δυτικής Οχθης από το Ισραήλ ούτε αυτός ο Στιβ Μπάνον δεν μπορεί να το ξέρει. Θυμήθηκα τη σκηνή που για εμένα αποτελεί τον χρυσούν κανόνα της γελοιότητας: τον Λορέντσο Σέιντ Ντιμπουά να ερμηνεύει το άσμα «Love power» στην ταινία «The Producers». Λοιπόν, ούτε ο Μελ Μπρουκς δεν θα μπορούσε να φανταστεί Αμερικανό πρόεδρο να απαντά σε ερώτηση για ένα περίπλοκο διπλωματικό ζήτημα με μια σαχλή υπόσχεση για «τόση αγάπη!».
Ο Τραμπ εκστόμισε τη συγκεκριμένη μπούρδα (κατηγορίας «αμερικανιά»), επειδή ήξερε ότι προηγουμένως είχε πει ασυναρτησίες σε μια ξένη γλώσσα· ήξερε ότι είχε φανεί αβέβαιος και ήθελε να κλείσει με έναν καθησυχαστικό τόνο βεβαιότητας. Το μόνο που μπορούσε να βρει για να πει ήταν μία μπούρδα, βγαλμένη κατευθείαν από τον κόσμο της showbiz και της reality tv, που είναι ο κόσμος του. Παρατηρώ ότι, μετά τις πρώτες σοβαρές, λεκτικές γκάφες στην εξωτερική πολιτική, το λεξιλόγιό του σε τέτοιες περιστάσεις (αλλά και γενικώς σε ευαίσθητες περιστάσεις, όπως η προ ημερών επίσκεψή του στο Μουσείο Αφροαμερικανικής Ιστορίας) έχει τεθεί πια υπό τον αυστηρό έλεγχο του επιτελείου του. Αν δεν κοιτάζει ένα χαρτί, ο Τραμπ είτε απαγγέλλει ένα ποίημα είτε αυτοσχεδιάζει επάνω σε φράσεις-κλειδιά.
Η άγνοια του Τραμπ για τον κόσμο, η απλουστευτική και ρηχή άποψή του για το σύστημα, ιδίως με τον τρόπο που τα προέβαλε στην προεκλογική εκστρατεία, ήσαν προσόντα: τον έκαναν αντισυμβατικό και αντισυστημικό στα μάτια των ψηφοφόρων του, όπως το μονίμως ξεκούμπωτο σακάκι του. Στην πραγματικότητα, με αυτά κέρδισε τις εκλογές. Τα όσα συνέβησαν, όμως, κατά τον πρώτο μήνα της προεδρίας του (ο καταιγισμός απο παιδαριώδη ψέματα, η ακύρωση προεδρικού διατάγματος από τη Δικαιοσύνη, η παραίτηση του ρωσόφιλου στρατηγού, ο πόλεμος τον οποίο δίνει και χάνει με τις μυστικές υπηρεσίες κ.λπ.) δείχνουν ότι με τα όπλα που κέρδισε τις εκλογές δεν είναι δυνατόν να κυβερνήσει μια σοβαρή χώρα με ισχυρούς θεσμούς. Κέρδισε τις εκλογές, αλλά δεν έχει κερδίσει τη θέση. Ο πρόεδρος δεν μπορεί να χειρίζεται τις δυνατότητες του αξιώματός του με την μπραβούρα του πειρατή-επιχειρηματία. Οχι επειδή αυτό δεν είναι σωστό και πρέπον, αλλά επειδή δεν φέρνει αποτέλεσμα ή, μάλλον, επειδή φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Το είδαμε στη διαμάχη του με τη Δικαιοσύνη. Αν το διάταγμα πάει στο Ανώτατο Δικαστήριο και χάσει, τότε το μόνο που θα μένει στον Τραμπ, όπως έγραψε ο Νάιαλ Φέργκιουσον, «θα είναι ή να υποχωρήσει ατιμωτικά ή να τουιτάρει αγανακτισμένα». Γιατί όχι και τα δύο, αναρωτιέμαι.
Ενα μήνα αφότου ανέλαβε την προεδρία, είναι φανερό ότι ο Τραμπ προσπαθεί να ελέγξει το φυσικό του, διότι μάλλον δεν πείθει στον ρόλο του προέδρου. Το κοινό, ακόμη και το δικό του, περιμένει την ελάχιστη συμβατικότητα που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος. Στο κάτω κάτω, τον ψήφισαν για να τα κάνει καλύτερα, όχι χειρότερα. Η πτώση της δημοτικότητάς του στις μετρήσεις δείχνει ότι κάτι δεν πάει καλά από νωρίς – την περασμένη Παρασκευή είχε την αποδοχή του 38% και την αρνητική γνώμη του 54%. Πόσο εύκολα μαθαίνει ένας εβδομηντάρης; (Και μάλιστα ένα αντικείμενο που το περιφρονούσε...). Κατά σύμπτωση, σήμερα μόλις διάβασα ένα άρθρο της Ελίζαμπεθ Ντρου στο τελευταίο τεύχος του «New York Review of Books», με τον (υπαινικτικό δεν τον λες με τίποτα...) τίτλο «Τρομακτικός Τραμπ». Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα, που μάλλον έχει σχέση με το ερώτημά μου παραπάνω: «Η πιθανή νοητική ανεπάρκεια του Τραμπ είναι επίσης ένα ανησυχητικό πρόβλημα: σοβαροί επαγγελματίες του κλάδου υποψιάζονται ότι πάσχει από διαταραχή ναρκισιστικής προσωπικότητας και από επερχόμενη άνοια, κρίνοντας από το περιορισμένο λεξιλόγιό του. (Αν συγκρίνει κάποιος τις παλαιότερες δημόσιες εμφανίσεις του, όπως η συνέντευξη του 1988 με τον Λάρι Κινγκ, ο Τραμπ εμφανίζεται περισσότερο εύγλωττος από όσο σήμερα)».