Στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία λειτουργούν τα μεγαλύτερα «εξωχώρια» κέντρα διεθνώς
Γιαννης Παλαιολογος
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η βοή και η μανία που έχει ξεσηκωθεί τα τελευταία χρόνια σχετικά με τις δραστηριότητες των offshore έχει εστιάσει στους συνήθεις υπόπτους: μικρά νησιά της Καραϊβικής, κρατίδια της Ευρώπης (Μονακό, Λίχτενσταϊν) και, φυσικά, την Ελβετία, την αδιαφιλονίκητη πρωταθλήτρια στη διαχείριση «εξωχώριου» πλούτου.
Πιο πρόσφατα, η σκληρή μοίρα που επεφύλαξε το Eurogroup στην Κύπρο δικαιολογήθηκε, από διάφορους κύκλους, ως αναμενόμενη συνέπεια της άφρονης στρατηγικής της να μετατραπεί σε φορολογικό παράδεισο. Σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο, η συζήτηση έχει αγνοήσει δύο από τα διαχρονικά μεγαλύτερα «εξωχώρια» κέντρα, με βάση οποιαδήποτε αμερόληπτη κατανόηση του όρου: τις κορυφαίες χρηματοοικονομικές δυνάμεις στον κόσμο, τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Για να γίνουμε πιο σαφείς: η λέξη «εξωχώριος» δεν είναι γεωγραφικός προσδιορισμός, αλλά νομικός - ορίζει ένα δίκτυο οντοτήτων και θεσμικών διευκολύνσεων για τη διαχείριση του ιδιωτικού πλούτου. Οπως σημειώνει στην ανάλυσή του το Tax Justice Network, οι πολυεθνικές και οι μεγαλοεπενδυτές χρησιμοποιούν εταιρείες-κελύφη στη Βερμούδα ή στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους ως οχήματα για να ελαχιστοποιήσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Ως τελικό προορισμό για τα χρήματά τους όμως θέλουν ένα μέρος που να παρέχει πρώτης τάξης κεφαλαιαγορές, τράπεζες υποστηριζόμενες από πλήθος φορολογουμένων, ανεξάρτητη δικαιοσύνη κ.ο.κ. Κορυφαίοι τέτοιοι προορισμοί είναι οι ΗΠΑ και η Βρετανία.
Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι το Μαϊάμι είναι εδώ και δεκαετίες πρώτη επιλογή για τις καταθέσεις Λατινοαμερικανών, την ταυτότητα των οποίων οι τοπικές τράπεζες κρατούσαν μέχρι προσφάτως επτασφράγιστο μυστικό. Προ ολίγων μηνών, κατόπιν έντονων πιέσεων από άλλες χώρες, κάποιες από τις οποίες η Ουάσιγκτον είχε αναγκάσει να αποκαλύψουν τα ονόματα Αμερικανών με καταθέσεις στις δικές τους τράπεζες, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υποχρέωσε όλες τις τράπεζες της χώρας να της κοινοποιούν τα ονόματα των ξένων καταθετών τους. Ενώσεις τραπεζών της Φλόριντα αλλά και του Τέξας υπέβαλαν αγωγή κατά της απόφασης.
Παράλληλα, σε πολιτείες όπως το Ντέλαγουερ και τη Νεβάδα, μπορεί κανείς να ιδρύσει μια επιχείρηση με παροχή λιγότερων πληροφοριών -και άρα με μικρότερο ρίσκο ανίχνευσης από τις Αρχές- απ’ ό,τι στα εξωχώρια κέντρα. Σύμφωνα με το Economist, το Ντέλαγουερ, συγκεκριμένα, με πληθυσμό 917.000 ατόμων, αποτελεί την έδρα 945.000 επιχειρήσεων. O καθηγητής Σάρμαν, που έχε ερευνήσει ενδελεχώς τις πρακτικές ίδρυσης εταιρειών-κελυφών, δηλώνει στην «Κ» ότι στις χώρες του ΟΟΣΑ οι διαδικασίες είναι πιο αδιαφανείς απ’ ό,τι στα υποτιθέμενα εξωχώρια κέντρα και ότι «σχεδόν όλες οι αμερικανικές πολιτείες είναι λιγότερο πιθανό να ζητήσουν αποδεικτικό ταυτότητας του πελάτη συγκριτικά με φορολογικούς παραδείσους». Οπως σημειώνει ο Economist, υπάρχει νομοσχέδιο που στηρίζει ο πρόεδρος Ομπάμα, το οποίο θα υποχρέωνε τις πολιτείες να συλλέγουν πληροφορίες για τους πραγματικούς ιδιοκτήτες -όχι άλλες εταιρείες ή καταπιστεύματα, αλλά φυσικά πρόσωπα- εταιρειών. Το νομοσχέδιο παραμένει για χρόνια μπλοκαρισμένο, καθώς εναντίον του έχει ταχθεί τόσο ο εθνικός δικηγορικός σύλλογος όσο και το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ.
Αλλά και στη Βρετανία, εταιρείες-κελύφη και το εργαλείο των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (limited liability partnerships), που δεν χρειάζεται να υποβάλουν φορολογικές δηλώσεις ή να έχουν φυσικά πρόσωπα ως μέλη Δ.Σ., έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως, σύμφωνα με ακτιβιστικές οργανώσεις, για παράνομες πρακτικές. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Economist, μέσω των διασυνδέσεών του με offshore κέντρα που είναι πρώην αποικίες ή κτήσεις του Βρετανικού Στέμματος (Isle of Man, Guernsey), το City του Λονδίνου απορροφά τεράστια ποσά σε καταθέσεις και χρηματοδοτεί έτσι ποικίλες δραστηριότητες των μεγάλων τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών εταιρειών.
Οπως σημειώνει στην «Κ» ο Νίκολας Σάξον, συγγραφέας του βιβλίου «Treasure Islands: Tax Havens and the Men who Stole the World», «πάντα υπήρχε πολλή υποκρισία από τις μεγάλες χώρες σε σχέση με αυτό το θέμα». Ο Σάξον κατηγορεί τη βρετανική κυβέρνηση για αντιφάσεις στην προσπάθειά της να περιορίσει την εταιρική φοροαποφυγή. Ωστόσο, όπως παρατηρεί, «στον βαθμό που οι ΗΠΑ και η Βρετανία σπρώχνουν τα εξωχώρια κέντρα υπό την επιρροή τους προς μεγαλύτερη διαφάνεια, η υποκρισία τους περιορίζεται».
Τα εμπόδια στην ενίσχυση της φορολογικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών
Η ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση για την ενίσχυση της φορολογικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, τόσο εντός της Ε.Ε. όσο και με τρίτες χώρες, είναι εξαιρετικά σύνθετη. Ο βασικός λόγος είναι ότι πολλά κράτη-μέλη της Ε.Ε. έχουν στοιχεία «εξωχώριων χρηματοοικονομικών κέντρων» στο θεσμικό τους πλαίσιο, με σκοπό την προσέλκυση πολυεθνικών εταιρειών ή εύπορων ατόμων. Δεν είναι μόνο οι διασυνδέσεις του City με τα εξωχώρια μέλη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και η ρωσική οικονομική εισβολή στην Κύπρο. Η πρόοδος στις συζητήσεις για την ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών τους τελευταίους μήνες έχει καθυστερήσει κυρίως λόγω του Λουξεμβούργου και της Αυστρίας, που αρνούνταν μέχρι προσφάτως να συμμορφωθούν με τις νέες απαιτήσεις για φορολογική διαφάνεια.
Παράλληλα, χώρες όπως η Ολλανδία και η Ιρλανδία, που αποτελούν καταφύγια χαμηλής φορολογίας για εταιρικούς πελάτες, βλέπουν με ιδιαίτερη δυσπιστία κοινές στρατηγικές για τον περιορισμό του «επιβλαβούς φορολογικού ανταγωνισμού» εντός της Ε.Ε. Γνωρίζουν ότι ο στόχος τέτοιων στρατηγικών είναι οι εταιρικές φορολογικές τους πολιτικές, τόσο όσον αφορά τους χαμηλούς συντελεστές (κυρίως της Ιρλανδίας) όσο και τη φορολογική βάση επί της οποίας επιβάλλονται, τη δραστική συρρίκνωση της οποίας επιτρέπει η φορολογική τους νομοθεσία.
Στο μέτωπο της άρσης του τραπεζικού απορρήτου, την πιο προωθημένη στάση έχει η Γαλλία, η οποία πιέζει για την υιοθέτηση ενός πανευρωπαϊκού πλαισίου καταπολέμησης της φοροδιαφυγής αντίστοιχου του αμερικανικού FATCA (Foreign Account Tax Compliance Act). O FATCA, που εγκρίθηκε το 2010 από το αμερικανικό Κογκρέσο, υποχρεώνει αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην αμερικανική επικράτεια να γνωστοποιούν στο IRS (τη φορολογική υπηρεσία) πληροφορίες για λογαριασμούς Αμερικανών φορολογουμένων ή νομικών οντοτήτων που ανήκουν σε Αμερικανούς φορολογούμενους. Ηδη, τον περασμένο Απρίλιο, οι πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες -Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, Ιταλία και Ισπανία- συμφώνησαν στην «αυτόματη» ανταλλαγή τραπεζικών δεδομένων μεταξύ τους (αντί της αναποτελεσματικής ανταλλαγής «κατόπιν αιτήματος» που προβλέπουν τα TIEAs), ακολουθώντας το μοντέλο του FATCA.
Το έτερο κρίσιμο μέτωπο είναι ο έλεγχος της φοροαποφυγής από τις πολυεθνικές εταιρείες. Ο επιθετικός «φορολογικός σχεδιασμός» πολυεθνικών όπως η Starbucks, η Amazon και η Google έχει βρεθεί στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας τους τελευταίους μήνες στην Ευρώπη. Σύμφωνα με φετινή μελέτη του ΟΟΣΑ, πρακτικές φοροαποφυγής επιτρέπουν σε μεγάλες επιχειρήσεις να πληρώνουν μόνο 5% επί των κερδών τους σε φόρους, έναντι του 30% που πληρώνουν μικρές επιχειρήσεις στην ίδια χώρα. Η αντιμετώπισή τους έχει καταστεί δυσχερέστερη εξαιτίας της αύξησης του ηλεκτρονικού εμπορίου και των ασαφειών στη δικαιοδοσία επί των κερδών που προκύπτουν από αυτό. Η αυξανόμενη εξάρτηση των φορολογητέων κερδών από πνευματικά δικαιώματα και άυλες υπηρεσίες διευκολύνει ακόμα περισσότερο τις μεγάλες επιχειρήσεις να συρρικνώνουν τα φορολογικά τους βάρη.
Στο κοινό ανακοινωθέν της συνόδου του G20 στη Μόσχα τον περασμένο Φεβρουάριο, αναφέρεται ότι «είμαστε αποφασισμένοι να προωθήσουμε μέτρα για να αντιμετωπίσουμε τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μεταφορά κερδών, να λάβουμε την απαραίτητη συλλογική δράση και προσβλέπουμε στο ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης που θα μας παρουσιάσει ο ΟΟΣΑ τον Ιούλιο». Οι τρεις χώρες που πίεσαν για να δοθεί έμφαση στο θέμα της εταιρικής φοροαποφυγής ήταν η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία.
Το σχέδιο δράσης του ΟΟΣΑ καταρτίζεται σε συνεργασία με τρεις επιτροπές. Η πρώτη, υπό την προεδρία της Βρετανίας, εξετάζει τις ενδοομιλικές συναλλαγές, μέσω των οποίων πολλές πολυεθνικές μεταβιβάζουν τα κέρδη τους από χώρες με υψηλούς σε χώρες με χαμηλούς ή ανύπαρκτους συντελεστές φορολόγησης. Το ισχύον καθεστώς για τον έλεγχο της πρακτικής, εμπνευσμένο από τον ΟΟΣΑ, δεν έχει καταφέρει να περιορίσει το φαινόμενο.
Η δεύτερη επιτροπή, υπό γερμανική καθοδήγηση, θα ελέγξει τους τρόπους με τους οποίους εταιρείες μειώνουν τη φορολογική τους βάση -το εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία- στην εκάστοτε χώρα. Η τρίτη, με επικεφαλής τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα αναζητήσει κριτήρια για την ταξινόμηση άυλων υπηρεσιών, όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο, στην κατάλληλη φορολογική δικαιοδοσία.