Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση για το αν η Ινδία μπορεί να γίνει υπερδύναμη


Πού σκόνταψε η Ινδία
Μπορεί το Νέο Δελχί να ξαναβρεί τις παλιές καλές συνήθειες;
By Pratap Bhanu Mehta
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Όταν, το 2009, η Ενωμένη Προοδευτική Συμμαχία, μια ένωση κεντροαριστερών κομμάτων υπό την καθοδήγηση του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου, ανέλαβε την εξουσία για μια δεύτερη θητεία, όλα έδειχναν ότι η Ινδία ακολουθούσε τον σωστό δρόμο χωρίς παρεκκλίσεις.
Η οικονομία της ακολουθούσε ανοδική πορεία μέσα στη χειρότερη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, με ΑΕΠ αυξανόμενο ταχέως σε ένα ετήσιο ποσοστό της τάξης του 7%, με τάση επιτάχυνσης (έφθασε στο 10,4% το 2010). Ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός, η κυβέρνηση είχε -επιτέλους- αρχίσει να ασχολείται σοβαρά με τα προβλήματα της χώρας και η πολιτική σκηνή της μεγαλύτερης σε μέγεθος δημοκρατίας στον κόσμο ήταν σε αναβρασμό αλλά και σε ακμαία κατάσταση. Ο υπόλοιπος κόσμος είχε φθάσει στο σημείο να θεωρεί την Ινδία σοβαρή παγκόσμια δύναμη. «Η Ινδία δεν είναι απλώς μια αναδυόμενη δύναμη», είχε πει ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα στο ινδικό κοινοβούλιο τον Νοέμβριο του 2010. «Η Ινδία έχει ήδη αναδυθεί».
Ωστόσο, δύο μόλις χρόνια αργότερα, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ινδίας μειώνεται, το εθνικό της έλλειμμα αυξάνει και ο πληθωρισμός ανεβαίνει, ύστερα από πτωτική τάση που παρουσίαζε στο διάστημα από τις αρχές του 2010 και μέχρι τις αρχές του 2012. Τα σχέδια για οικοδόμηση ενός πιο συνεκτικού κράτους τελούν σε καθεστώς αποδιοργάνωσης. Η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους Λαβίς Μπανταρί και Σουριακάντ Γιαντάβ, ο συντελεστής Gini για την αστική πληθυσμιακή πυκνότητα (πρόκειται για έναν δείκτη όπου ο βαθμός 0 δηλώνει την απόλυτη ισοκατανομή και ο βαθμός 1 την απόλυτη ανισοκατανομή) αυξήθηκε από το 0,35 το 2005 στο 0,65 σήμερα. Η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες όπως το νερό, η περίθαλψη και υγειονομία, παραμένουν αξιοθρήνητα ανεπαρκείς. Εν τω μεταξύ, η δημοκρατία στη χώρα παραπαίει. Λόγω απουσίας ηγεσίας, η παραγωγή πολιτικής έχει πρακτικά σταματήσει. Από μια κατάσταση που άγγιζε σχεδόν τη βεβαιότητα, η Ινδία έχει φθάσει τώρα στο 50-50, υποστηρίζει στο βιβλίο του Breakout Nations, ο οικονομικός αναλυτής Ρουσίρ Σάρμα.
Εντούτοις, η μεταβολή στις οικονομικές επιδόσεις της Ινδίας δεν είναι τόσο έντονη όσο φανερώνει η σύγκριση των στοιχείων των ετών 2009 και 2012. Η οικονομία της χώρας είχε προβλήματα σε όλο το διάστημα. Όλη αυτή η προβολή που της έγινε το 2009, έκρυβε μια σειρά από ουσιαστικές αδυναμίες. Παρά την κάποια οικονομική φιλελευθεροποίηση στα χρόνια που προηγήθηκαν, μια ολόκληρη σειρά διατάξεων εξακολουθούν να δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τις περισσότερες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Επιπλέον, ο αγροτικός τομέας, που εκπροσωπεί το 15% του ΑΕΠ της χώρας και απασχολεί σχεδόν το 50% του εργατικού δυναμικού της, αποτελεί συνεχή πηγή ανησυχίας. Περιορισμοί, όπως η αυστηρή εργατική νομοθεσία, η ανακόλουθη εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και οι αυθαίρετες πρακτικές στην απόκτηση γης, δυσχεραίνουν τους παραγωγούς, που δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν στις μεταβολές της ζήτησης. Οι διακυμάνσεις στις τιμές των τροφίμων, ένα βάρος ασήκωτο για τους φτωχούς και τους αγρότες της Ινδίας, είναι ικανές -ανά πάσα στιγμή- να αποδιοργανώσουν την οικονομία της χώρας.
Παρ’ όλα αυτά, η σημερινή απαισιοδοξία για την Ινδία υποτιμά κάποια ουσιαστικά δυνατά σημεία της. Ενώ κάποιοι οικονομικοί δείκτες έχουν παρουσιάσει επιδείνωση από το 2009, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ινδία παρέμεινε σε επίπεδο ανώτερο του 30% (στις ΗΠΑ είναι κατώτερο του 5%). Σύμφωνα με την Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία της Ινδίας, ο δείκτης ιδιωτικής κατανάλωσης στη χώρα κυμαίνεται γύρω στο 60% (ενώ στην Κίνα είναι 48%). Αυτά τα ισχυρά στοιχεία δείχνουν ότι οι οικονομικές διακυμάνσεις της Ινδίας δεν επιβάρυναν τους φορολογούμενους, αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν στις αποταμιεύσεις τους για να τα βγάλουν πέρα στους δύσκολους καιρούς, ούτε έχουν ακόμη χορτάσει την όρεξή τους για αγαθά και υπηρεσίες. Οι ινδικές επιχειρήσεις, επίσης, είναι σε καλή οικονομική κατάσταση και μπορούν γρήγορα ν’ αρχίσουν να επενδύουν σε νέο εργατικό δυναμικό, μηχανολογικό εξοπλισμό και παραγωγικές διαδικασίες, όταν κρίνουν ότι είναι η κατάλληλη στιγμή. Και η κυβέρνηση από την πλευρά της έχει μεγάλα περιθώρια για να καταστήσει αποτελεσματικότερη την είσπραξη των φόρων, έτσι ώστε να χρηματοδοτήσει μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες, χωρίς να μεταθέτει τα βάρη στους πολίτες. Πέρα απ’ αυτά, δεν θα πρέπει κανείς να παραβλέπει και την αισιοδοξία στις τάξεις των φτωχών και πλέον περιθωριοποιημένων ομάδων της χώρας. Η ανάπτυξη άνοιξε και γι’ αυτούς νέες ευκαιρίες, καθώς συνεχίζεται η τάση εξασθένισης της απόλυτης αντιστοιχίας μεταξύ κάστας και επαγγελματικής απασχόλησης. Επιπλέον, οι Ινδοί πείστηκαν για τα οικονομικά πλεονεκτήματα της εκπαίδευσης και δαπανούν απροσδόκητα μεγάλα ποσά για να στείλουν τα παιδιά τους σε καλά ιδιωτικά σχολεία.
Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς και το 2009, η Ινδία είναι απολύτως ικανή να εισέλθει στις τάξεις των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων του κόσμου. Το πρόβλημα, όμως, βρίσκεται στην πολιτική κατάσταση της χώρας.
ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
Από μια άποψη, η θλίψη που προκαλούν οι οικονομικές προοπτικές της Ινδίας είναι το αποτέλεσμα προσδοκιών που δεν πατούσαν σε γερή βάση. Όταν ο ρυθμός αύξησης του ινδικού ΑΕΠ ξεπέρασε το 10% το 2010, πολλοί στην Ινδία προέβλεπαν ότι η οικονομία θα εξακολουθούσε να αναπτύσσεται με την ίδια ταχύτητα και στα επόμενα χρόνια. Και με δεδομένη τη σταθερή πρόοδο στη μάχη κατά της φτώχιας, νόμισαν ότι η Ινδία θα μπορούσε σύντομα να γίνει πρότυπο παγκόσμιας εμβέλειας για μια συνεκτική και με υψηλή ανάπτυξη δημοκρατία. Αυτή η ελπίδα έχει ξεθωριάσει, δεδομένου ότι τώρα ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας προβλέπεται στο 6% ετησίως. Ασφαλώς, αυτό το ποσοστό δεν είναι αμελητέο επίτευγμα με βάση τα διεθνή πρότυπα και -οπωσδήποτε- η προσδοκία του 10% εξαρχής δεν μπορεί να είναι ούτε κατά διάνοια ρεαλιστική. Εντούτοις, δεν υπάρχει εμφανής λόγος, εξαιτίας του οποίου η Ινδία δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερες επιδόσεις. Και αυτή ακριβώς η αποτυχία είναι που έχει απλώσει ένα σύννεφο πάνω από το μέλλον της χώρας.
Και ο λαός, όμως, εύλογα καλλιεργούσε οικονομικές προσδοκίες, μερικές από τις οποίες είχε δημιουργήσει η ίδια η κυβέρνηση: όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο σημερινός πρωθυπουργός Μανμόχαν Σινγκ ήταν υπουργός Οικονομικών, εισήγαγε μια σειρά οικονομικών μεταρρυθμίσεων που σκοπό είχαν να συνάψουν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τη χώρα. Οι πρωτοβουλίες αυτές προέβλεπαν ότι το κράτος θα καταργούσε τους εσωτερικούς ελέγχους στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, θα ενσωμάτωνε σταδιακά την Ινδία στην παγκόσμια οικονομία, θα προχωρούσε σε εξυγίανση της φορολογικής και δασμολογικής διάρθρωσης και θα καθιέρωνε τη διαφάνεια στο θεσμικό πλαίσιο. Όπως είχε υποσχεθεί ο Σινγκ, από την ανάπτυξη που θα επακολουθούσε, θα επωφελούνταν όλοι. Επρόκειτο να διευρυνθεί η φορολογική βάση της χώρας και αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση των κρατικών εσόδων. Αυτά τα κεφάλαια με τη σειρά τους θα μπορούσαν να επενδυθούν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στην εκπαίδευση και στη βελτίωση υποδομών για τους φτωχούς. Προοδευτικά και οι φτωχοί θα μπορούσαν, επίσης, να γίνουν παραγωγικά συστατικά μέρη της οικονομικής μηχανής της Ινδίας.
Όμως, το κοινωνικό συμβόλαιο της Ινδίας δεν εξελίχθηκε σύμφωνα με τον σχεδιασμό του. Εκτός από την επιβράδυνση στον ρυθμό ανάπτυξης και την άνοδο στα επιτόκια και στον πληθωρισμό, η χώρα είδε την αξία της ρουπίας να πέφτει κατά 20% περίπου από πέρυσι το καλοκαίρι. Η οικονομία, βέβαια, μπορεί και πάλι ν’ ακολουθήσει ανοδική τροχιά, αν η κυβέρνηση κάνει συνετές πολιτικές επιλογές. Όμως το Νέο Δελχί δεν έχει ακόμη δείξει σε ποιο βαθμό είναι διατεθειμένο να ακολουθήσει επεκτατική νομισματική πολιτική. Αντιθέτως, δείχνει διστακτικό απέναντι στην υιοθέτηση κάποιων συμβιβαστικών επιλογών: αν, δηλαδή θα ήθελε να διαχειρίζεται μια οικονομία με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 6% και πληθωρισμό 4% ή μια οικονομία με 8% ανάπτυξη και πληθωρισμό 8%. Ένας πληθωρισμός της τάξεως του 8% είναι ίσως πολύ υψηλός για να είναι αποδεκτός, αλλά και πάλι ίσως να είναι ένα μικρότερο κακό: για να μπορέσει η ινδική οικονομία να απορροφήσει ικανό αριθμό νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας και να διατηρήσει σταθερά τα επίπεδα της ανεργίας, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 7% και 8% ετησίως. Μέχρι το Νέο Δελχί να δώσει σαφή δείγματα των προθέσεών του, οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να κάνουν μόνες τους υποθέσεις για το μέλλον και να επενδύουν τα μετρητά που έχουν στα χέρια τους.
Οι μεταρρυθμίσει του Σινγκ έδωσαν επίσης την εντύπωση ότι θα επικρατήσει διαφάνεια στην οικονομική πολιτική της Ινδίας. Εντούτοις, η υποχώρηση από αυτήν τη δέσμευση που παρατηρήθηκε στη διάρκεια της τελευταίας διετίας, ήταν μία από τις πιο ανησυχητικές εξελίξεις. Η τάση αυτή έγινε φανερή από δύο πρόσφατες ενέργειες.
Πρώτον, μέσα στην τρέχουσα χρονιά η κυβέρνηση αποφάσισε να πουλήσει μετοχές της κρατικής Oil and Natural Gas Corporation (ONGC), αλλά πραγματικοί αγοραστές δεν υπήρξαν. Έτσι, πολύ απλά η κυβέρνηση τον Μάρτιο έπεισε την επίσης κρατική Life Insurance Corporation of India να επενδύσει στην ONGC. Η κίνηση αυτή εξόργισε την οικονομική κοινότητα και η Moody's υποβάθμισε τη Life Insurance Corporation στο Baa3 από το Baa2. Δεύτερον, το Νέο Δελχί αποφάσισε τον Μάιο να φορολογήσει αναδρομικά την εξαγορά μιας ινδικής τηλεφωνικής εταιρείας από τη βρετανική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Vodafone. Η ενέργεια αυτή είναι ακόμη υπό αμφισβήτηση, αλλά σε περίπτωση που υλοποιηθεί, θα αποφέρει από 2 έως 4 δισ. δολάρια. Οι επιπτώσεις αυτού του μέτρου για τις ξένες επενδύσεις συζητούνται εντονότατα στους οικονομικούς κύκλους. Μια τέτοια επένδυση δεν απαιτεί πάντα διαφάνεια και ρυθμιστική σαφήνεια. Η Κίνα, για παράδειγμα, έχει βρει τον τρόπο να τα καταφέρνει ελλείψει και των δύο. Στην Ινδία, όμως, που δεν έχει ακόμη την οικονομική στιβαρότητα της Κίνας, πολλοί φοβούνται ότι τέτοιες αυθαίρετες παρεμβάσεις θα τρομοκρατήσουν τους ξένους επενδυτές.
Επιπλέον, η δέσμευση της κυβέρνησης σε ένα είδος ανάπτυξης που θα ωφελούσε όλους τους Ινδούς, υπήρξε ανακόλουθη. Αντί να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις μικρές επιχειρήσεις, πράγμα που θα έδινε ώθηση στην επιχειρηματικότητα και θα λειτουργούσε αθροιστικά στον οικονομικό δυναμισμό και στην ανάπτυξη, το Νέο Δελχί παρέκκλινε για να κάνει ευκολότερη τη ζωή στις μεγάλες επιχειρήσεις, δίνοντάς τους αβίαστη πρόσβαση σε πιστώσεις, αποκλειστική χρήση ενεργειακών μονάδων και προστασία από τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις. Αυτό το γεγονός αποτελεί πρόβλημα, επειδή οι τομείς μεγάλης επιχειρηματικότητας, όπως η μεταλλευτική βιομηχανία, η ανάπτυξη γης και οι υποδομές, είναι και οι πλέον διεφθαρμένοι στην Ινδία. Η υποστήριξη που τους παρέσχε η κυβέρνηση έχει αρχίσει να διαβρώνει την -ούτως ή άλλως- εύθραυστη συναίνεση του λαού απέναντι στον καπιταλισμό και επανήλθε στο προσκήνιο η παλιά συνάφεια του καπιταλισμού με τη διαφθορά.
Στο κοινωνικό πεδίο η εικόνα είναι μικτή. Η Ινδία έχει πράγματι εισαγάγει μια σειρά σχεδίων παροχών και κοινωνικής πρόνοιας. Το 2005, ο εθνικός αγροτικός νόμος εγγυημένης απασχόλησης, ο οποίος εξασφάλιζε 100 ημέρες απασχόλησης ετησίως σε τουλάχιστον ένα μέλος κάθε μιας αγροτικής οικογένειας, συνέβαλε στην επιθυμητή αύξηση των μισθών στην ύπαιθρο (αν και η εφαρμογή του ποικίλλει σε κάθε κρατίδιο, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα είναι γυναίκες). Και οι δημόσιες δαπάνες στον κοινωνικό τομέα, περιλαμβανομένης της περίθαλψης και της εκπαίδευσης, αυξήθηκαν από το 13,4% του συνολικού προϋπολογισμού το 2007 σε 18,5% σήμερα. Όμως, λόγω της αναποτελεσματικότητας και της διαφθοράς, μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων δεν φθάνει μέχρι τους δικαιούχους. Είναι πολύ νωρίς, εξάλλου, για να εξακριβωθεί αν τα προγράμματα που έγιναν δεκτά με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό, όπως αυτά της απασχόλησης και της εκπαίδευσης, έχουν δημιουργήσει στους ανθρώπους τις προϋποθέσεις κατάρτισης ώστε να διασφαλίζεται μακροπρόθεσμα η συμμετοχή τους στην οικονομία. Επιπλέον, οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες πρωτοβουλίες είναι αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού, δεδομένου ότι το κάθε πρόγραμμα ελέγχεται από το Νέο Δελχί. Τα κρατίδια δικαίως εκφράζουν δυσαρέσκεια επειδή δεν τους έχει δοθεί αρκετή ελευθερία κινήσεων, ώστε να δοκιμάσουν τα προγράμματα με τρόπο που να προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.
Ορισμένοι υποστήριξαν ότι το ινδικό κοινωνικό συμβόλαιο έχει καταρρεύσει πλήρως. Τονίζουν τη συνεχιζόμενη μαοϊκή εξέγερση στα ανατολικά της χώρας, τις διαμαρτυρίες των αγροτών για την κρατική διαρπαγή γαιών, που εξελίσσεται σε ολόκληρη την Ινδία, καθώς επίσης και το ανησυχητικό φαινόμενο των αυτοκτονιών αγροτών. Όμως, κάποια ιστορική προοπτική βρίσκεται σε σωστό δρόμο. Σύμφωνα με τον Ντεβές Καπούρ, διευθυντή του Κέντρου Προωθημένων Μελετών για την Ινδία του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, η κοινωνική βία στην Ινδία «κατρακύλησε στο ένα δέκατο του επιπέδου του 2002» και «στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας όλες οι μορφές πολιτικής βίας μειώθηκαν αισθητά, εκτός από μία, τη σχετιζόμενη με τους μαοϊκούς». Οι περισσότεροι διαδηλωτές σήμερα συνειδητοποιούν ότι κάτι έχουν να χάσουν αν η οικονομία της Ινδίας παραπαίει. Και αντί για ένδειξη οικονομικής στασιμότητας, πολλές από αυτές τις διαμαρτυρίες μάλλον φανερώνουν ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας δημιούργησε νέες προσδοκίες, στις οποίες το Νέο Δελχί δεν έχει ακόμη ανταποκριθεί.
ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΣΤΟ ΝΕΟ ΔΕΛΧΙ
Γιατί, λοιπόν, η κυβέρνηση δεν στάθηκε ικανή να εκπληρώσει τις ελπίδες του λαού; Πρώτα απ’ όλα, η πολιτική δραστηριότητα στην Ινδία είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό κατακερματισμένη, γεγονός που καθιστά πολύ δύσκολη την επίτευξη συναίνεσης. Για παράδειγμα, μια σημαντική φορολογική μεταρρύθμιση, η καθιέρωση ενιαίου τέλους για αγαθά και υπηρεσίες, καθυστέρησε επί τρία χρόνια. Αυτός ο εθνικής κλίμακας φόρος θα αντικαθιστούσε τα διάφορα πολύπλοκα επιμέρους φορολογικά συστήματα των κρατιδίων. Οι οικονομολόγοι, μάλιστα, πιστεύουν ότι θα μπορούσε να τονώσει την ανάπτυξη και το εμπόριο. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η συζήτηση σχετικά με το αν η αγορά λιανικού εμπορίου της Ινδίας πρέπει ν’ ανοίξει σε ξένες εταιρείες-γίγαντες, όπως η Walmart. Η κυβέρνηση Σινγκ, από την πλευρά της, υποστήριξε ότι μια τέτοια απόφαση θα δημιουργούσε περισσότερα από τρία εκατομμύρια θέσεις εργασίας και ότι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τρόπο που να μην πλήξει τα μικρά τοπικά καταστήματα. Όμως, μετά την ανακοίνωση του σχεδίου για άνοιγμα του τομέα στα τέλη του 2010, η κυβέρνηση υποχώρησε άτακτα λόγω των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν τόσο στους κόλπους της αντιπολίτευσης όσο και μέσα στο ίδιο το κόμμα του Σινγκ, αλλά και στους δρόμους.
Δεύτερον, η εξουσία των πολιτικών έχει σημαντικά διαβρωθεί. Ομολογουμένως, οι πολιτικοί έχουν πραγματοποιήσει αξιοθαύμαστο έργο όσον αφορά τη δημοκρατική σταθερότητα και τη βελτίωση των όρων πρόσβασης των περιθωριοποιημένων ομάδων στην πολιτική. Υπήρξαν, όμως, παράλληλα, και βαθιά ανεπαρκείς και ιδιοτελείς. Ο λαός κουράστηκε από την κακοδιοίκηση της οικονομίας και του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Επιπλέον, μια σειρά σκανδάλων που ξέσπασαν μεταξύ 2010 και 2011, στα οποία περιλαμβάνεται η πώληση αδειών τηλεπικοινωνιών σε πολιτικούς φίλους, προνομιακές συμφωνίες για κατασκευαστικά συμβόλαια και παραχώρηση δικαιωμάτων για αναπτυξιακά έργα στον κλάδο της κτηματαγοράς, με αντάλλαγμα απίστευτα -όπως φημολογείται- ποσά, έθεσαν υπό αμφισβήτηση το ηθικό κύρος μιας σειράς θεσμικών οργάνων, από τη δικαιοσύνη μέχρι τις ένοπλες δυνάμεις.
Η πολιτική ηγεσία, αντί ν’ αναγνωρίσει τις αποτυχίες της και να εργαστεί στην κατεύθυνση της αποκατάστασης της ηθικής τάξης, αποποιείται των ευθυνών της. Τα ανώτατα στελέχη του κόμματος του Εθνικού Κογκρέσου, στα οποία περιλαμβάνεται ο Σινγκ, η αρχηγός του κόμματος Σόνια Γκάντι και ο Ραούλ Γκάντι, γιος της Σόνιας και πολιτικός διάδοχός της, σπανίως παίρνουν τον λόγο στο κοινοβούλιο ή δίνουν συνεντεύξεις στον τύπο. Όταν, όμως, το κάνουν, εκφράζουν δυσφορία για προβλήματα διακυβέρνησης της Ινδίας, χωρίς να αναγνωρίζουν το γεγονός ότι οι ίδιοι αποτελούν την καρδιά της διακυβέρνησης της χώρας. Για παράδειγμα, όταν η Σόνια Γκάντι μίλησε τον Νοέμβριο του 2010 στο δέκατο συνέδριο για την Ίντιρα Γκάντι, παραδέχθηκε ότι «ο χρηματισμός και η απληστία παρουσιάζουν έξαρση» και εξέφρασε τη θλίψη της για την «αύξηση του ελλείμματος ηθικής» στην Ινδία. Ο τόνος της μαρτυρούσε ότι αντιλαμβανόταν αυτές τις εξελίξεις σαν να ήταν πρόβλημα κάποιου άλλου. Πράγματι, οι ηγέτες του Κογκρέσου χρησιμοποιούν τα γραφεία τους σαν κέντρα διαβιβάσεων, μέσω των οποίων τα προβλήματα απλώς προωθούνται αντί να χρεώνονται και να αντιμετωπίζονται. Το πολιτικό κενό που προκάλεσε αυτή η στάση τους κλόνισε ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη του λαού.
Αγαπημένος αποδιοπομπαίος τράγος της κυβέρνησης, στον οποίο χρεώνει κάθε δυσλειτουργία, είναι η ανάγκη για πολιτική συνασπισμού, ελλείψει αυτοδυναμίας. Όπως είπε στο κοινοβούλιο ο Σινγκ τον περασμένο Μάρτιο, «οι δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να πάρουμε γίνονται ακόμη δυσκολότερες επειδή είμαστε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Αυτό σημαίνει, συνέχισε, ότι «οφείλουμε να διαμορφώνουμε πολιτική υπό το πρίσμα της ανάγκης δημιουργίας συναίνεσης». Υπάρχει μια δόση αλήθειας στα λόγια του Σινγκ. Το κόμμα του Κογκρέσου δεν διαθέτει τον αναγκαίο αριθμό βουλευτών για να νομοθετεί από μόνο του και οι εταίροι του στη συμμαχία αντιτίθενται κατά σύστημα σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως ο εξορθολογισμός στις τιμές της ενέργειας με κατάργηση των επιδοτήσεων προς όλους πλην των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο συνταξιοδοτικό και η δημιουργία εθνικής αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. Το επιχείρημά τους είναι ότι τα παραπάνω προσκρούουν στα δικαιώματα των κρατιδίων. Ασφαλώς, ό,τι συμβαίνει με τα κόμματα της αντιπολίτευσης συμβαίνει και με τους εταίρους του Κογκρέσου στον κυβερνητικό συνασπισμό: και στις δύο περιπτώσεις βγαίνουν κερδισμένοι σε ισχύ και λαϊκή υποστήριξη εκείνοι που μπορούν να δείξουν ότι το κόμμα του Κογκρέσου δεν είναι ικανό να κυβερνά.
Εντούτοις, οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν είναι άγνωστες στην Ινδία και η δυσχέρεια στην ψήφιση δύσκολων νομοσχεδίων δεν ήταν πάντα ο κανόνας. Όταν, το 2003, την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο είχε μια συμμαχία κομμάτων υπό το ινδουιστικό εθνικιστικό κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα, ψηφίστηκε ο νόμος περί δημοσιονομικής ευθύνης και ο νόμος διαχείρισης του προϋπολογισμού. Βασικός στόχος της νομοθεσίας ήταν η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Ινδίας στο 3%. Το αν από το νομοσχέδιο προέκυψαν θετικά αποτελέσματα, παραμένει γεγονός αμφισβητήσιμο. Ορισμένοι εκτιμούν ότι επιβράδυνε υπερβολικά τον ρυθμό αύξησης των κοινωνικών δαπανών. Όμως, συνολικά, ο νόμος σηματοδότησε τη δέσμευση της κυβέρνησης σε συνετή οικονομική διαχείριση και, ακόμη βαθύτερα, σε συνετή διακυβέρνηση. Το κόμμα του Κογκρέσου, που έχει αποδειχθεί ανεπαρκές στη διαχείριση των ιδιορρυθμιών της ινδικής πολιτικής σκηνής, δεν έδωσε τεκμήρια τέτοιας επιτυχίας. Και στο σημείο αυτό, βρίσκεται όλη η ουσία της σημερινής δυσφορίας.
Ο ΠΙΟ ΑΔΥΝΑΜΟΣ ΝΙΚΗΤΗΣ
Το Κόμμα του Κογκρέσου είναι ένα είδος γρίφου. Είναι το κυρίαρχο κόμμα στην Ινδία, ικανό να διεκδικεί τις 400 από τις 545 έδρες της Κάτω Βουλής, αιρετές από τον λαό. Σήμερα κατέχει 206 έδρες, περισσότερες από κάθε άλλο κόμμα. Από το 1947, έτος της ανεξαρτησίας της Ινδίας, το Κόμμα του Κογκρέσου έχει κυβερνήσει τη χώρα επί 53 σε σύνολο 64 χρόνων. Παρ’ όλα αυτά, το κόμμα έχει αποτύχει σε έναν πολύ σημαντικό τομέα: την εσωτερική πολιτική. Στην Ινδία, η διακυβέρνηση συχνά εξαντλείται στο τοπικό επίπεδο. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι δεν θα έχουν ποτέ την παραμικρή επαφή με κυβερνητικά στελέχη κι έτσι η γνώμη τους για τα πολιτικά κόμματα διαμορφώνεται από το έργο των κομμάτων στα κρατίδια.
Από την άλλη, το Κόμμα του Κογκρέσου πολύ σπάνια έχει επιδείξει ισχυρές προσωπικότητες στο τοπικό επίπεδο. Η ηγεσία του κόμματος υπήρξε καχύποπτη απέναντι σε πολιτικούς που είχαν δική τους ανεξάρτητη πολιτική βάση. Έτσι, λοιπόν, αντί να επιτρέψει σε τοπικούς ηγέτες ν’ αναδυθούν οργανικά μέσα από τις κοινωνίες τους, το κόμμα του Κογκρέσου τους επιβάλλεται άνωθεν και εκ του μακρόθεν. Για παράδειγμα, στις πρόσφατες πολιτειακές εκλογές στο Ουταρανκάντ, το κόμμα του Κογκρέσου είχε προσφέρει το χρίσμα του ανώτερου υπουργού στον Βιτάι Μπαχουγκούνα, παρά τις αντιρρήσεις των ντόπιων βουλευτών. Ο Μπαχουγκούνα, που είναι πιστός πολιτικός σύμμαχος της οικογένειας Γκάντι, είχε διατελέσει και πάλι ανώτερος υπουργός σε άλλο κρατίδιο. Σ’ αυτόν τον κανόνα υπάρχουν, βεβαίως, και εξαιρέσεις: για παράδειγμα, ο Ι.Σ. Ραγιασεκάρα Ρέντι, ένας πολιτικός που η ροπή του προς τον λαϊκισμό τον βοήθησε να εκλεγεί το 2004 ανώτερος υπουργός στο Άντρα Πραντές, ένα από τα μεγαλύτερα κρατίδια της Ινδίας. Στη διάρκεια των δύο συνεχόμενων θητειών του, ο Ρέντι κατάφερε να παραδώσει την περιφέρεια στα χέρια του Κογκρέσου και με πολλή επιδεξιότητα διαχειρίστηκε τις τοπικές συγκρούσεις. Όταν, όμως πέθανε το 2009, το κόμμα δεν είχε άλλον πολιτικό να προωθήσει στην περιοχή.
Πέρα, όμως, από αυτά τα ειδικά προβλήματα, η έλλειψη τοπικών ηγεσιών σημαίνει ότι το κόμμα δεν έχει επαφή με τα κινήματα και τα αιτήματα της λαϊκής βάσης. Για παράδειγμα, επανειλημμένως υποτίμησε την ένταση των κινητοποιήσεων του λαού της Τελανγκάνα, περιφέρειας του Άντρα Πραντές, για τη δημιουργία ανεξάρτητου κρατιδίου, καθώς δεν έδινε σημασία στις φωνές των τοπικών ηγετών. Ακόμη χειρότερα, τον Απρίλιο, το κόμμα έφθασε στο σημείο να αποσύρει από την περιφέρεια οκτώ βουλευτές, με την κατηγορία ότι παρακώλυαν τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, επειδή είχαν ταχθεί υπέρ του ανεξάρτητου κρατιδίου. Μη έχοντας ισχυρούς δεσμούς με το τοπικό στοιχείο, το κόμμα του Κογκρέσου δεν είναι επίσης σε θέση να εξηγήσει τις πολιτικές επιλογές του σε ένα ανυπόμονο κοινό. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των αστοχιών, ολοένα και περισσότερο αναγκάζεται να συνάπτει συμμαχίες με κόμματα που έχουν μεγαλύτερη επαφή με την περιφέρεια.
Ο εκδημοκρατισμός του κόμματος του Κογκρέσου θα το βοηθούσε να ξεπεράσει τα προβλήματά του, και μαζί τα προβλήματα της Ινδίας. Τα περισσότερα πολιτικά κόμματα της χώρας, και φυσικά το κόμμα του Κογκρέσου, έχουν αρχαϊκές δομές στον πυρήνα της λήψης των αποφάσεων και ελέγχονται από μικρές ελιτίστικες ομάδες. Κίνητρό τους είναι μάλλον η εξυπηρέτηση των υφισταμένων δομών εξουσίας παρά το συμφέρον των ψηφοφόρων τους. Δεν υπάρχουν διαφανείς διαδικασίες στη λήψη των αποφάσεων ή στη διαμόρφωση κομματικής πλατφόρμας, πράγμα που σημαίνει ότι για τους ηγέτες του κόμματος δεν υπάρχει ουσιαστικός έλεγχος.
Ο Ραούλ Γκάντι, ο σημερινός πολιτικός αστέρας του κόμματος του Κογκρέσου, έχει διατυμπανίσει τις προθέσεις του για εκδημοκρατισμό του κόμματος. Ξεκίνησε τη μεταρρύθμιση από τη νεολαία του κόμματος, της οποίας έγινε πρόεδρος το 2007. Από τότε εργάστηκε προς την κατεύθυνση αυτού που ο ίδιος ονομάζει «εσωτερική δημοκρατία», παρέχοντας στον καθένα τη δυνατότητα να γίνει μέλος του κόμματος και διενεργώντας εσωκομματικές εκλογές με την παρουσία αμερόληπτων παρατηρητών. Όλα αυτά είναι πολύ καλά, αλλά δεν έχουν παρά ελάχιστη επίπτωση στο υπόλοιπο κόμμα. Και το κυριότερο, αμελητέα είναι η αλλαγή στην κορυφή του κόμματος του Κογκρέσου, όπου η αφοσίωση στην οικογένεια Γκάντι ανταμείβεται πολύ περισσότερο από την επάρκεια προσόντων.
Το έλλειμμα δημοκρατίας στους κόλπους του κόμματος του Κογκρέσου γίνεται όλο και πιο δυσεπίλυτο, δεδομένου ότι είναι ελάχιστες οι πληροφορίες που είναι γνωστές για τη φιλοσοφία του μελλοντικού ηγέτη όσον αφορά τη διακυβέρνηση. Ας δούμε, για παράδειγμα, πώς αντέδρασε ένας ντόπιος σε μια από τις ομιλίες του Ραούλ Γκάντι στο Μπιχάρ. Καθώς ο Γκάντι ξεδίπλωνε εμφατικά ένα από τα αγαπημένα του θέματα, ότι δηλαδή υπάρχουν δύο Ινδίες, μία που διαπρέπει και μια άλλη που ολοένα οπισθοδρομεί, ένας δημοσιογράφος ζήτησε από έναν αγρότη του ακροατηρίου να σχολιάσει. Ο αγρότης απάντησε: «Πενήντα χρόνια κυβερνούν και τώρα μας λένε ότι υπάρχουν δύο Ινδίες. Αν τους δώσουμε ακόμη πέντε χρόνια, θα μας πουν ότι οι Ινδίες είναι τρεις»! Ο Γκάντι και το κόμμα του φαίνεται να υποστηρίζουν ότι οι δύο Ινδίες της ιστορίας του είναι ασύμπτωτες. Στην πραγματικότητα, η οικονομική ανάπτυξη έδωσε στο κράτος τους πόρους που χρειαζόταν για ν’ αντιμετωπίσει αυτήν την ανισότητα. Αλλά το Νέο Δελχί απέτυχε να χρησιμοποιήσει αυτούς τους πόρους για την επίτευξη του σκοπού, κι αυτό είναι που έχει προκαλέσει τόσο μεγάλη λαϊκή δυσφορία. Ο Γκάντι και το κόμμα του Κογκρέσου δεν είναι σε θέση να σώσουν την Ινδία από τη δυσάρεστη αυτή κατάσταση με το να επισημαίνουν τα προβλήματα. Θα πρέπει να επιδείξουν και ουσιαστικά επιτεύγματα.
ΕΙΠΑΤΕ ΠΩΣ ΘΕΛΑΤΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ;
Για να μην είμαστε άδικοι με το κόμμα του Κογκρέσου, στη σημερινή Ινδία εξελίσσεται ένας ευρύς μετασχηματισμός όσον αφορά την πολιτική της κουλτούρα, πράγμα καθόλου εύκολο για κανένα κόμμα. Μέχρι πρόσφατα, οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες στην Ινδία πίστευαν σε τέσσερις βασικές αρχές διοίκησης (κάθετη λογοδοσία, ευρεία δικαιοδοσία, μυστικότητα και διοικητικός συγκεντρωτισμός), όλες κομμένες και ραμμένες για χάρη μιας κυβέρνησης αντιπροσωπευτικής μεν, αλλά όχι επαρκούς. Σήμερα αυτές οι αρχές μοιάζουν ξεπερασμένες.
Στο παρελθόν, η κάθετη λογοδοσία σήμαινε ότι κάθε αξιωματούχος του κράτους ήταν υπόλογος στους ανωτέρους του και όχι στον λαό ή σε άλλους θεσμικούς παράγοντες. Σήμερα όμως, θεσμικά όργανα όπως το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας και το Ελεγκτικό Συνέδριο άρχισαν να πιέζουν για περισσότερο οριζόντιο έλεγχο, πιθανόν λόγω του παρατηρούμενου μεγάλου ελλείμματος ηγεσίας στην κεντρική πολιτική σκηνή. Επίσης, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν ισχυροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν, καθώς ο αριθμός των τηλεοπτικών δικτύων έχει αυξηθεί. Οι δημόσιοι υπάλληλοι όλο και περισσότερο ενεργούν με τρόπο που φανερώνει πως δεν αισθάνονται υπόλογοι μόνο απέναντι στους ανωτέρους τους.
Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη διακριτική ευχέρεια μιας σειράς δικαιοδοσιών. Αυτό που ενδιαφέρει είναι το πώς οι κυβερνήσεις μπορούν να δικαιολογήσουν τη χρήση αυτών των εξουσιών σε τμήματα του λαού που επηρεάζονται από τις αποφάσεις τους. Οι αξιωματούχοι στην Ινδία, απορροφημένοι στην προσπάθειά τους να ευχαριστήσουν τους ανωτέρους τους, σπάνια είναι σε θέση να εξηγήσουν το οτιδήποτε στον λαό. Ας αναφερθούμε στο πρόσφατο σκάνδαλο της πώλησης φάσματος ραδιοσυχνοτήτων κινητής τηλεφωνίας, αξίας εκατομμυρίων δολαρίων, σε εταιρείες που συνδέονται πολιτικά με την κυβέρνηση. Οι Ινδοί δεν συγκλονίστηκαν μόνο από το μέγεθος της συμφωνίας. Τους εξόργισε επίσης το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν προσπάθησε καν να δικαιολογήσει την απόφασή της να μη δημοπρατήσει τις άδειες. Ύστερα απ’ αυτό το φιάσκο, ασκείται πλέον τεράστια πίεση στο Νέο Δελχί να δημοσιοποιεί την αιτιολόγηση των ενεργειών του.
Η εκάστοτε ινδική κυβέρνηση κατά παράδοση χρησιμοποίησε τη μυστικότητα ως όπλο για τη διατήρησή της στην εξουσία. Στο παρελθόν, ο λαός δεν είχε εύκολη πρόσβαση στην πληροφόρηση οποιασδήποτε μορφής: κυβερνητικά αρχεία, στατιστικά στοιχεία, διευκρινίσεις επί των διαδικασιών. Η αδιαφάνεια εμπόδιζε τους πολίτες να ζητούν ένα κράτος υπόλογο σε αυτούς και στήριξε τα θεμέλια της κρατικής εξουσίας. Αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά. Το μόνο πραγματικά σπουδαίο επίτευγμα της σημερινής κυβέρνησης κατά ην πρώτη θητεία της, ήταν η ψήφιση, το 2005, του νόμου για το Δικαίωμα στην Πληροφόρηση. Βάσει αυτού, οι πολίτες αποκτούν το δικαίωμα να ζητούν πληροφόρηση από κάθε δημόσια αρχή, η οποία είναι υποχρεωμένη να απαντήσει μέσα σε προθεσμία 30 ημερών. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο ήταν πνευματικό παιδί του κοινωνικού ακτιβιστή Αρούνα Ρόι και είχε την υποστήριξη της Σόνιας Γκάντι, σε πείσμα άλλων στελεχών του κόμματός της. Τώρα, ομάδες που μάχονται υπέρ της κοινωνίας πολιτών είναι σε θέση να εγκαλούν το Νέο Δελχί και τις τοπικές κυβερνήσεις για μια σειρά ζητημάτων, από τη διαφθορά μέχρι τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της βιομηχανικής πολιτικής. Πολλοί κυβερνητικοί παράγοντες ισχυρίζονται τώρα ότι τα παραλυτικά φαινόμενα στο Νέο Δελχί σχετίζονται με το γεγονός ότι κάθε νέα πολιτική ή μεταρρύθμιση που προωθείται, αμφισβητείται σε κάθε βήμα και σε κάθε φόρουμ.
Τέλος, η εξουσία στην Ινδία είναι σήμερα πιο αποκεντρωμένη από ποτέ. Με μικρά βήματα, πολλές λειτουργίες μεταβιβάζονται στις τοπικές κυβερνήσεις. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα της Εθνικής Εγγυητικής Πράξης για την Αγροτική Απασχόληση, εφαρμόζεται από τοπικά συμβούλια χωριών, τα οποία έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν ποιο σχέδιο να επιλέξουν αλλά και να ελέγχουν κατά πόσον πράγματι εργάζονται όσοι είναι εγγεγραμμένοι στο πρόγραμμα. Όμως σε πολλές διαδικασίες δεν λαμβάνεται υπόψη αυτή η νέα πραγματικότητα, όπως για παράδειγμα στην ετήσια διάθεση κονδυλίων από την Επιτροπή Σχεδιασμού της Κεντρικής Κυβέρνησης, μιας υπηρεσίας που εκπονεί πενταετείς οικονομικούς σχεδιασμούς για τη χώρα. Το γεγονός προκαλεί συγκρούσεις και ένταση.
Η παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα της Ινδίας πρέπει να επιλύσει πολλά από τα προβλήματά της ακόμη. Πρόκειται για μια μακρά διαδικασία, που θα κρατήσει για καιρό. Ούτε ένας πολιτικός, προερχόμενος είτε από το Κογκρέσο είτε από το Μπαρατίγια Τζανάτα, δεν έχει ξεκαθαρίσει το πώς θα τιθασεύσει τα προβλήματα αυτά. Το κόμμα του Κογκρέσου, από την πλευρά του, θα πρέπει να προβεί σε δραστικές μεταρρυθμίσεις, θέτοντας πρώτα ψηλότερα τον πήχυ και κάνοντας εκκαθαρίσεις σε όλο το φάσμα των κομματικών και κυβερνητικών στελεχών. Το κόμμα έχει μια ικανή συγκεντρωτική δομή ώστε να μπορέσει ν’ αλλάξει γρήγορα πορεία, αν το αποφασίσει. Δεύτερον, απαιτείται αποκατάσταση του κύρους της εξουσίας του πρωθυπουργικού αξιώματος, καθώς σήμερα η πραγματική εξουσία βρίσκεται στα χέρια της οικογένειας Γκάντι. Όμως, στα χαρτιά τουλάχιστον, ο Σινγκ είναι αυτός που έχει επιφορτισθεί με την ευθύνη της διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, όταν κάτι πάει στραβά, υπόλογος θεωρείται ο λάθος άνθρωπος. Ο Σινγκ κρίνεται αναποτελεσματικός, ενώ οι πραγματικοί μεσάζοντες της εξουσίας συνεχίζουν τη πορεία τους.
Η θετική πλευρά αυτής της δυσάρεστης κατάστασης για το κόμμα του Κογκρέσου είναι ότι το Μπαρατίγια Τζανάτα μαστίζεται από δικά του οργανωτικά προβλήματα, καθώς και από προβλήματα διαδοχής. Οι τοπικές οργανώσεις του στην Καρνατάκα και στο Ρατζαστάν έχουν εξεγερθεί κατά της κεντρικής ηγεσίας και δεν αποκλείεται να αποσκιρτήσουν. Πρόσφατα, μάλιστα, το κόμμα δεν κατόρθωσε να διατυπώσει συνεκτικές ιδεολογικές θέσεις. Η επόμενη μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ του Κογκρέσου και του Μπαρατίγια Τζανάτα θα είναι στις επόμενες γενικές εκλογές, που θα διεξαχθούν το 2014. Αλλά, αυτές απέχουν πολύ ακόμη. Πάντως, τις μεγαλύτερες πιθανότητες νίκης στις εκλογές θα έχει εκείνη η πλευρά που θα έχει αντιληφθεί ότι η Ινδία έχει αλλάξει εκ θεμελίων και ότι η παλιά μορφή διακυβέρνησης δεν έχει καμία θέση στη σημερινή πραγματικότητα.
Το οικονομικό μέλλον της Ινδίας εξαρτάται από την πολιτική της χώρας, κι αυτό αποτελεί ταυτόχρονα καλή και κακή είδηση. Είναι αλήθεια ότι η πολιτική πρακτική στη χώρα συχνά τελματώνει σε ακροβασίες και αναποτελεσματικότητα. Όμως, οι Ινδοί πολιτικοί διαθέτουν την αξιοθαύμαστη ικανότητα της επανεκκίνησης. Μπορούν πολύ γρήγορα ν’ αλλάξουν πορεία, όταν η ανάγκη το απαιτεί, και για να ανασυνταχθούν, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια κρίση. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι θα μείνουν για καιρό σε εκκρεμότητα η επιχειρηματικότητα που έχει αναπτύξει η Ινδία, η αυξανόμενη δύναμη της κοινωνίας των πολιτών της και η διάχυτη αίσθηση ελπίδας των φτωχών για ένα καλύτερο αύριο. Η αγωνία των Ινδών πολιτικών είναι, εν μέρει, να αναγνωριστεί ότι κάτι νέο έχει αρχίσει να διαμορφώνεται.


Ο PRATAP BHANU MEHTA είναι πρόεδρος του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας, μιας «δεξαμενής σκέψης» που εδρεύει στο Νέο Δελχί.