Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για το πως οι Πορτογάλοι βιώνουν την κρίση




Η Λισσαβώνα της εσωστρέφειας
Οι Πορτογάλοι βιώνουν την κρίση, αλλά υποφέρουν χωρίς αντιδράσεις, χωρίς θυμό, με σιωπή και συγκατάβαση
Της απεσταλμένης μας Μαργαριτας Πουρναρα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_17/06/2012_485597)
Η Λισσαβώνα του 2012 έχει τόσα πρόσωπα όσοι και οι ήρωες που εμπνεύστηκε ο Πεσόα. Το ιστορικό κέντρο, δίπλα στον ποταμό Τάγο, εκπέμπει την αύρα της εγκατάλειψης και της σήψης.
Τα παλιά κτίρια στέκουν μελαγχολικά, σαν κυρτωμένοι γέροι που στριμώχνονται για να τους φυσήξει ο θαλασσινός αέρας. Τα μαγαζάκια που πουλάνε δαντέλες και νεωτερισμούς έχουν παγώσει στο 1970. Το Μπαΐρο Αλτο, η τουριστική ζώνη σε έναν από τους πολλούς λόφους της πόλης, το βράδυ σφύζει από ζωή. Μενού 15 ευρώ, με σαρδέλες ή μπακαλιάρο. Υστερα, μια δροσερή βραζιλιάνικη καϊπιρίνια και ένα λεπταίσθητο πόρτο 30 ετών παλαίωσης, σε κάποιο στενάκι. Λαμπιόνια και θέα.
Στο Μαρκές ντε Πομπάλ, το διοικητικό κέντρο, επικρατεί η νόρμα της καθημερινότητας. Υπάλληλοι συνωστίζονται στα μικροσκοπικά μαγειρεία το μεσημέρι και μετά χαζεύουν τις βιτρίνες των καταστημάτων με τα πανάκριβα ευρωπαϊκά σινιέ. Λίγο πιο πάνω μια σειρά από εμπορικά κέντρα, τα οποία διαθέτουν κινηματογράφους, καφέ και μαγαζιά, μαζεύουν τη νεολαία. Με τον εσπρέσο στο 0,80 ευρώ και την ανεργία σε αυτήν την ηλικία να περνάει το 40%, είναι γεμάτα. Η Μουραρία, μια συνοικία στους πρόποδες του Κάστρου, έχει φτώχεια, γκράφιτι και μετανάστες από τις παλιές αποικίες. Οταν πέσει ο ήλιος, φιλοξενεί την παρανομία. Το Μπελέμ, με τα μνημεία της θαλασσοκράτειρας Πορτογαλίας, προσφέρεται για τους τουρίστες και αναδίδει μια αίσθηση περασμένων μεγαλείων.
Και η κρίση;
Το πιο δυσδιάκριτο πρόσωπο της Λισσαβώνας είναι εκείνο της κρίσης. Ελάχιστα άδεια μαγαζιά. Κάποια συσσίτια, που διανέμονται τα βράδια. Μετρημένα στα δάχτυλα, αναρχικά γκράφιτι για την επανάσταση που θα ξεκινήσει από την Αθήνα και θα φτάσει ώς τον Ατλαντικό. Μερικοί άστεγοι, κυρίως μετανάστες. Χαμηλή εγκληματικότητα. Ηρεμία και τάξη. Και όμως. Ενα χρόνο μετά το Μνημόνιο, η πορτογαλική κοινωνία έχει υποφέρει πολύ. Οι μισθοί μειώθηκαν σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, τα δώρα κόπηκαν, αργίες καταργήθηκαν, η ανεργία έφτασε το 15% –αριθμός ρεκόρ– όπως και η ύφεση, η οποία για το τρέχον έτος υπολογίζεται στο 3%. Η κυβέρνηση, με την στήριξη της αντιπολίτευσης, κέρδισε τους επαίνους της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας αλλά όχι την εμπιστοσύνη των επενδυτών και την εκεχειρία των αγορών. Ολα πήγαν στον βωμό της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, του πιο σημαντικού προβλήματος της χώρας.
Στην Αθήνα νιώθει κανείς στο πετσί του την οργή. Στη Λισσαβώνα, δεν υπάρχει θυμός. Ούτε αντίδραση. Μόνο ένα συγκαταβατικό βλέμμα. Επικρατεί η συμμόρφωση, η παραίτηση, η εσωστρέφεια. Οχι το ορθόδοξο «έχει ο θεός» αλλά το καθολικό «τα βάσανα είναι μέρος της ενάρετης ζωής». Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τον Ελληνα από τον Πορτογάλο; Το ταμπεραμέντο; Η θρησκεία; Η μακρινή και πρόσφατη ιστορία; Η στάση ζωής; Γιατί, αν και οι δύο χώρες συναντιούνται στον ίδιο σφυγμό της κρίσης, έχουν τόσο αντίθετη ρότα; Στο ταξίδι της στην Πορτογαλία, η «Κ» ζήτησε από ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων, να μιλήσουν για τις διαφορές και τις ομοιότητες, απέναντι στην ίδια πρόκληση.
Τα σημάδια της δικτατορίας
Ο Αντόνιο Πίντο Ριμπέιρο είναι μπλόγκερ, συγγραφέας, λέκτορας σε διεθνή πανεπιστήμια και επιμελητής στο Ιδρυμα Γκουλμπενκιάν. Από το γραφείο του βλέπει κανείς τον υπέροχο κήπο που αγκαλιάζει το μουσείο, το οποίο στεγάζει την υπέροχη συλλογή του Αρμένη μεγιστάνα. Ο Καλούστ Γκουλμπενκιάν έμεινε στην ιστορία με το παρατσούκλι «Mr 5%», από το μερτικό που έπαιρνε όταν έκανε μια επιτυχημένη διαπραγμάτευση ανάμεσα σε κράτη και πετρελαϊκές εταιρείες. Πάπιες κάνουν βόλτα με άτσαλο περπάτημα, τα ψηλά δένδρα φτάνουν μέχρι το παράθυρο.
«Πρώτ’ από όλα, πείτε μου τι γίνεται στην Αθήνα. Ανησυχούμε διότι ό,τι συμβαίνει σε εσάς, μετά εμφανίζεται και εδώ. Είσαστε πολλά βήματα μπροστά μας», μου λέει καθώς με υποδέχεται. «Βέβαια, υπάρχουν και μεγάλες διαφορές, όπως θα έχετε ήδη δει», σπεύδει να με προλάβει. «Μη θεωρήσετε ότι εδώ δεν υπάρχουν σκάνδαλα ή διαφθορά. Κακές πολιτικές επιλογές. Ομως ένας από τους κύριους λόγους που οδηγηθήκαμε στην κρίση είναι τα χρέη των νοικοκυριών. Βέβαια, γίνομαι έξαλλος όταν πάνε να φορτώσουν τα πάντα στους πολίτες. Σαφέστατα ξόδευαν πολύ παραπάνω απ’ ό,τι κέρδιζαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αποπληρωμή δανείων και καρτών τούς στερεί πάνω από το 70% του ήδη μειωμένου μισθού τους. Ομως, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, οι τράπεζες έκαναν τα πάντα για να σπρώξουν τον συντηρητικό και συγκρατημένο μέσο Πορτογάλο σε μια ανεύθυνη καταναλωτική συμπεριφορά. Και το πέτυχαν με εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, στεγαστικά. Σε αυτό τον εκμαυλισμό των πολιτών, προσθέστε και τον αθρόο κρατικό δανεισμό. Η συνταγή της καταστροφής».
Και οι πόροι από την Ε.Ε.; Ο Ριμπέιρο απαντά χωρίς περιστροφές. «Κατέληξαν σε μη παραγωγικές δομές. Η Πορτογαλία έχει το καλύτερο και το πιο άχρηστο οδικό δίκτυο στην Ευρώπη. Ακόμα και στη Μαδέρα έγιναν τεράστιοι δρόμοι και γέφυρες. Υστερα, ευνοήθηκαν εξόφθαλμα ορισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις με κρατικές συμφωνίες στον τομέα της κατασκευής, της περίθαλψης και αλλού. Δείτε το κέντρο της πόλης. Αντί να συντηρήσουν τα παλιά κτίρια, έχτισαν καινούρια. Το αποτέλεσμα σήμερα είναι ότι έχουμε 40.000 άδεια διαμερίσματα στη Λισσαβώνα, στην πλειονότητά τους νεόδμητα. Και από την άλλη οι άστεγοι πληθαίνουν ενώ πολλοί επιστρέφουν στο πατρικό τους ή στην επαρχία».
Σύμφωνοι. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τους Πορτογάλους τόσο στωικούς; Η θηλιά της κρίσης τούς σφίγγει, αλλά δεν διαμαρτύρονται: «Αυτήν τη στιγμή υπάρχει ένα χάσμα στην κοινωνία, που δεν είναι ορατό στον ξένο, ανάμεσα σε αυτούς που έχουν ακόμα δουλειά και σε εκείνους που χάνουν τα πάντα. Οι τελευταίοι ντρέπονται. Υποφέρουν σιωπηλά. Κρύβονται. Οι πρώτοι αδιαφορούν για τα κοινωνικά ερείπια. Η 50χρονη δικτατορία μάς κατέστρεψε. Εβγαλε δύο γενιές ανθρώπων, που κοιτάζουν τον εαυτό τους και δεν θέλουν να ασχοληθούν με τον διπλανό. Η συλλογικότητα είναι ταμπού. Εχουμε 500.000 ηλικιωμένους που ζουν μόνοι τους, χωρίς τα παιδιά τους ή είναι κλεισμένοι σε γηροκομεία. Ποιος θα πει κάτι για το Μνημόνιο; Μόνο τον τελευταίο μήνα παρατηρείται κάποια συσπείρωση της Αριστεράς και μια αίσθηση ότι μπορεί η συνταγή να είναι λάθος. Θυμώνω και με κάτι άλλο. Τους συμπατριώτες μου –πολιτικούς και πολίτες– που λένε “Δεν είμαστε Ελληνες”. Τώρα, τι θα λένε; “Δεν είμαστε Ισπανοί”; Η κρίση είναι ευρωπαϊκή και μπορεί να λυθεί αν όλοι, σε τοπικό επίπεδο, δείξουμε αλληλεγγύη. Ομως, στην Πορτογαλία ακόμα και η διανόηση ή η τέχνη έμειναν βουβές μπροστά σε αυτό που ζούμε. Τυχαίο είναι;».
Φάδος και καθολικισμός, ευρωπαϊκό χρήμα και λάιφσταϊλ
Ο ελληνιστής Ζοζέ Αντόνιο Κόστα Ιδέιας διδάσκει Νέα Ελληνικά στο Novo Universidad της Λισσαβώνας. Το κτίριο είναι παλιό αλλά περιποιημένο, γκράφιτι πουθενά, ησυχία και τάξη παντού. «Υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι οι δύο χώρες μοιάζουν. Υπάρχουν ορισμένα κοινά σημεία: ο αριθμός του πληθυσμού, η μετάβαση στη δημοκρατία το 1974, η μετανάστευση. Σε όλα τα υπόλοιπα, όμως, απέχουμε πολύ», λέει στην «Κ». «Ο καθολικισμός κάνει τους ανθρώπους πιο πρόθυμους να ανεχθούν, να υποφέρουν, να δεχθούν τη μοίρα στωικά. Εκεί όπου ο Ελληνας θα ξεσηκωθεί, ο Πορτογάλος θα σιωπήσει. Η δικτατορία εξέθρεψε ακόμα περισσότερο τη μοιρολατρία που έχουμε στη φύση μας. Υπάρχει ένας φόβος που μας κρατάει κλειστούς με μόνη διέξοδο μια ελπίδα, που μπορεί να συμβαδίζει με την πραγματικότητα, μπορεί και όχι. Ο Ελληνας λέει ανοιχτά και απερίφραστα τη γνώμη του και συγκρούεται με τους άλλους. Ο Πορτογάλος δεν θα τοποθετηθεί ευθέως. Θα βάλει στα λόγια του ένα “ίσως”, ένα διφορούμενο στοιχείο».
Ο Ιδέιας μας λέει ότι οι διαδηλώσεις είναι πάντα ήρεμες. «Τα πλάνα που δείχνει η τηλεόραση από τα επεισόδια της Αθήνας μας σοκάρουν. Δεν μπορούμε να ταυτιστούμε με τον θυμό σας. Πολλοί θεωρούν ότι αν χρεοκοπήσετε, θα μας πάρετε στον λαιμό σας. Ομως, η Ευρώπη είναι μια οικογένεια και δεν μπορείς να πετάξεις ένα μέλος έξω από το σπίτι, χωρίς να μείνουν βαθιά τραύματα. Πρέπει να σας στηρίξουμε. Εγώ, από το δικό μου μετερίζι, δίνω αγώνα να εξηγήσω στους συμπατριώτες μου τι είναι η σύγχρονη Ελλάδα, μακριά από τα στερεότυπα. Και στην Πορτογαλία έχουμε φτώχεια. Αλλά κρύβεται μέσα στα σπίτια, βιώνεται με ντροπή και ψευτοπερηφάνια. Η μεσαία τάξη εξαφανίζεται. Ομως, δεν υπάρχει καμιά αντίδραση. Μοιάζουμε με κάποιες ηρωίδες των φάδος, που τις κακοποιεί ο εραστής τους αλλά εκείνες συνεχίζουν να τον λατρεύουν και να λένε ότι θα παραμείνουν δίπλα του για πάντα...».
Κρίση «Made in Europe»
Επόμενη στάση, ένα art nouveau καφέ στο κέντρο που ονομάζεται «Βερσαλλίες». Ο φίλος δημοσιογράφος κάλυπτε για χρόνια ευρωπαϊκά θέματα εντός κι εκτός Πορτογαλίας. Τώρα επαναπατρίσθηκε στη Λισσαβώνα και μας μιλάει για την κατάσταση στη χώρα του, κρατώντας την ανωνυμία του. «Η Πορτογαλία –όπως και η Ελλάδα– μπήκε στην Ε.Ε. με πολλές ελπίδες. Μέσα σε λίγα χρόνια, οι παραγωγικές δομές άλλαξαν. Ενώ ήμαστε αγροτική και ναυτική χώρα, η οικονομία μας στράφηκε στις υπηρεσίες. Τα χωριά ερήμωσαν και σήμερα εισάγουμε πολλά αγροτικά προϊόντα από χώρες του εξωτερικού. Πολλοί αγρότες προτίμησαν τις επιχορηγήσεις από το να καλλιεργούν τα χωράφια τους. Το ίδιο και οι ψαράδες. Το μόνο που απέμεινε είναι οι καλές μας εξαγωγές, κυρίως στην ένδυση, την υπόδηση και την υφαντουργία, που ακόμα πάνε καλά. Τα χρήματα των ευρωπαϊκών ταμείων έγιναν δρόμοι, ήδη από τη δεκαετία του 1980. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι τα περισσότερα μέλη της τότε κυβέρνησης ήταν πολιτικοί μηχανικοί. Ομως, το οδικό δίκτυο δεν σε βοηθάει να γίνεις πιο παραγωγικός και ανταγωνιστικός...».
Για τον πεπειραμένο δημοσιογράφο, η καταστροφή δεν ήρθε μόνο από την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, αλλά από το λάιφσταϊλ που έφερε το ευρωπαϊκό χρήμα: «Επικράτησε μια άποψη ότι το μόνο που αξίζει είναι η επιτυχία και η κατανάλωση. Μέχρι το 1985, οι Πορτογάλοι αποταμίευαν το 25% των εισοδημάτων τους. Το 1990, το 10% και μετά το 7%. Τώρα όλοι χρωστάμε στις τράπεζες. Η έννοια της οικογένειας άλλαξε. Οι νεόπλουτοι Πορτογάλοι ξεφορτώθηκαν τους γονείς, τους οποίους έκλεισαν σε γηροκομεία. Σήμερα τους ξαναθυμούνται διότι έχουν ανάγκη από τις συντάξεις τους. Σύμφωνα με στατιστικές, υπάρχουν 1.000.000 ηλικιωμένοι που ζουν στο όριο της φτώχειας. Χτίστηκαν νέα εμπορικά κέντρα με φίρμες που μας μύησαν στον καταναλωτισμό. Οχι μόνο στην Πορτογαλία, αλλά σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο. Οι πλούσιες χώρες του Βορρά μας έστελναν τα προϊόντα και τα αγαθά τους κι εμείς αγοράζαμε σαν τρελοί. Οπως και η Ελλάδα, έτσι κι εμείς αγοράσαμε ένα γερμανικό υποβρύχιο. Το δικό μας δεν γέρνει, αλλά τι να το κάνουμε; Δεν μας απειλεί κάποιος εχθρός. Η κρίση που ζούμε είναι και δική μας ευθύνη, αλλά είναι “made in EU”».
Τάση αλληλεγγύης
Και τώρα τι θα κάνουν οι Πορτογάλοι; «Θα ζήσουν με το Mνημόνιο χωρίς να διαμαρτύρονται», λέει ο έμπειρος δημοσιογράφος. «Ολοι αναγνωρίζουμε ότι ξοδεύαμε παραπάνω και ότι πρέπει να αλλάξουμε τρόπο ζωής. Αρχίζει να διαφαίνεται μια τάση αλληλεγγύης στους πιο αδύναμους, όπως η φετινή καμπάνια της τράπεζας τροφίμων για τους φτωχούς, που πήγε καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Το 80% των Πορτογάλων ψήφισε κόμματα που στηρίζουν τη λιτότητα, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση ανατροπής. Ακόμα κι αν οι αριθμοί δεν δείχνουν βελτίωση των δεικτών –το αντίθετο, μάλιστα– δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Οσο για τους Πορτογάλους πολιτικούς, που παντού κερδίζουν εύσημα για τη συναίνεση, μόνο μία έξυπνη κίνηση έκαναν. Ενώ η χώρα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, κρατήθηκαν με νύχια και με δόντια, να μη μπούμε πρώτοι στο Μνημόνιο. Η στάση αυτή τους δικαίωσε. Γιατί η Ελλάδα έγινε όντως το πειραματόζωο».
«Ξέρουμε να αντέχουμε...»
Η Ισαμπελ Κρουζ Αλμέιδα είναι διευθύντρια του πιο δημοφιλούς Μνημείου της Λισσαβώνας, του Monasterio de Jeronimos.
«Βιώνουμε μια δύσκολη κατάσταση», λέει στην «Κ». «Ομως, ξέρετε, η ιστορία της χώρας μου είναι πολυκύμαντη. Ημαστε μια τεράστια αυτοκρατορία με καραβέλες, που έφευγαν από το Μπελέμ κι έφταναν στις Ινδίες και στην Αμερική. Ζήσαμε μια πενηντάχρονη δικτατορία τον 20ό αιώνα. Χάσαμε τις αποικίες και τη δεκαετία του 1970, έφτασε ένα κύμα 1.000.000 προσφύγων από την Αγκόλα και τη Μοζαμβίκη. Το απορροφήσαμε χωρίς να διαλυθεί το κράτος. Σε όλη μας την πορεία είχαμε χρυσές και σκοτεινές σελίδες. Μάθαμε όμως την τέχνη του βίου. Πιστεύω, λοιπόν, ότι και τώρα θα αντέξουμε. Εμείς οι Πορτογάλοι ξέρουμε να αντέχουμε...»