Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για το δεύτερο γύρο της Αιγυπτιακής επανάστασης




Αρχίζει ο δεύτερος γύρος στην Αίγυπτο
Το δικαστικό πραξικόπημα του στρατού απειλεί να ματαιώσει τον εκδημοκρατισμό και να πυροδοτήσει αιματηρή σύγκρουση με τους ισλαμιστές
Του Πετρου Παπακωνσταντινου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_24/06/2012_486771)
Στην ιστορία των κοινωνικών μετασχηματισμών, τα ρόδα της επανάστασης συνοδεύονται αναπόφευκτα από τα αγκάθια της αντεπανάστασης.
Αυτό που έμαθαν οι Γάλλοι μετά τον Ιούλιο του 1789 και οι Ρώσοι μετά τον Φεβρουάριο του 1917, το βιώνουν -φυσικά με πολύ διαφορετικό τρόπο και σε πολύ διαφορετικές συνθήκες- οι Αιγύπτιοι μετά τον πρώτο γύρο της εξέγερσης εναντίον του δικού τους, απολυταρχικού καθεστώτος, τον Φεβρουάριο του 2011.
Καλώς εχόντων των πραγμάτων, η περιπετειώδης αιγυπτιακή μεταπολίτευση θα έπρεπε να ολοκληρωθεί την 1η Ιουλίου. Τη μέρα αυτή, το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων (SCAF) που διοικεί την Αίγυπτο μετά την ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ θα έπρεπε να παραδώσει όλη την εξουσία σε δημοκρατικά εκλεγμένους πολιτικούς. Είχαν προηγηθεί οι βουλευτικές εκλογές που έδωσαν την πλειοψηφία στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τους συμμάχους τους, τον περασμένο Ιανουάριο, και οι προεδρικές εκλογές, ο δεύτερος γύρος των οποίων διεξήχθη το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Τα μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται πάνω από τον Νείλο ήδη από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, ο οποίος σκιάστηκε από υποψίες για νοθεία ώστε να αποκλειστεί, με οριακή διαφορά ψήφων, από τον δεύτερο γύρο ο αριστερός Νασερικός Χαμντίν Σαμπάχι και να πλασαριστεί στη δεύτερη θέση ο ανώτατος στρατιωτικός και τελευταίος πρωθυπουργός του Μουμπάρακ, Αχμέντ Σαφίκ. Σε κάθε περίπτωση, η κινητοποίηση όλου του «βαθέος κράτους» υπέρ του Σαφίκ έδειξε ότι το στρατιωτικό διευθυντήριο ήταν αποφασισμένο να ανακόψει με κάθε τρόπο την πολιτική κυριαρχία των Αδελφών Μουσουλμάνων, ο υποψήφιος των οποίων, Μοχάμεντ Μόρσι, εμφανιζόταν ως αδιαφιλονίκητο φαβορί της αναμέτρησης.
Ο πρώτος κεραυνός έπεσε την προπερασμένη Τετάρτη, μόλις τρεις ημέρες προτού ανοίξουν οι κάλπες για την αποφασιστική αναμέτρηση Μόρσι - Σαφίκ, καθώς το SCAF επανέφερε τον στρατιωτικό νόμο, ο οποίος είχε εκπνεύσει δύο εβδομάδες νωρίτερα. Την επομένη, οι ανώτατοι δικαστές, οι οποίοι στο σύνολό τους είχαν διοριστεί επί Μουμπάρακ, αποφάσισαν πραξικοπηματικά τη διάλυση του Κοινοβουλίου, πέντε ολόκληρους μήνες μετά την εκλογή του. Κατ' αυτό τον τρόπο, όλη η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία πέρασε στα χέρια της στρατιωτικής χούντας.
Η πραγματική καταιγίδα ξέσπασε την περασμένη Κυριακή. Ενώ δεν είχαν κλείσει ακόμη οι κάλπες, οι στρατηγοί εξέδωσαν «προσωρινή συνταγματική διακήρυξη», που ήρθε να απογυμνώσει προληπτικά τον όποιο μελλοντικό πρόεδρο από ουσιώδεις εξουσίες. Με το διάταγμα αυτό, όλα τα ζητήματα που αφορούν τις ένοπλες δυνάμεις θα αποφασίζονται από το ίδιο το SCAF και όχι από τον πρόεδρο - κάτι που σημαίνει ότι οι στρατιωτικοί θα διατηρήσουν τα οικονομικά τους προνόμια, τη δικαστική ασυλία, αλλά και τον ρόλο του επικυρίαρχου στην πολιτική ζωή. Επιπλέον, δίνεται η δυνατότητα στο SCAF να διαλύσει την εκλεγμένη από τη Βουλή συντακτική επιτροπή του νέου συντάγματος και να διορίσει άλλη, δικής του επιλογής.
Το «βελούδινο πραξικόπημα» των στρατιωτικών συνοδεύτηκε από την επιστράτευση όλων των εφεδρειών του βαθέος κράτους στο πλευρό του Σαφίκ. Ο φιλοδυτικός, φιλελεύθερος Μοχάμεντ ελ Μπαραντέι, πρώην επικεφαλής των επιθεωρητών του ΟΗΕ, αλλά και το αριστερό κόμμα «Ταγκαμού», που προέρχεται από το Κ. Κ. Αιγύπτου και αποτελούσε νόμιμη αντιπολίτευση επί Μουμπάρακ, υποστήριξαν ουσιαστικά τον Σαφίκ ως «έλασσον κακό» έναντι των ισλαμιστών. Παρ' όλα αυτά, ο Μόρσι επικράτησε του αντιπάλου του με ένα εκατομμύριο ψήφους, σύμφωνα με όλους τους ανεξάρτητους παρατηρητές και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, ο Σαφίκ αρνούνταν να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα, ενώ οι στρατιωτικοί καθυστερούσαν την ανακοίνωση των τελικών αποτελεσμάτων μέχρι και χθες, προκαλώντας εύλογες ανησυχίες για ανοιχτή νοθεία.
Απέναντι στην ορατή απειλή να ακυρωθούν όλες οι κατακτήσεις της επανάστασης και να οδηγηθεί η Αίγυπτος στην ολοκληρωτική παλινόρθωση του καθεστώτος Μουμπάρακ, τη στιγμή που ο έκπτωτος πρόεδρος βαίνει προς το βιολογικό του τέλος, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και οργανώσεις που πρωταγωνίστησαν στην περυσινή εξέγερση, όπως η «Συμμαχία της Επαναστατικής Νεολαίας» και το «Κίνημα της 6ης Απριλίου», κατέβηκαν και πάλι στη θρυλική πλατεία Ταχρίρ από την Τρίτη το απόγευμα. Το μέτωπο που τείνει να διαμορφωθεί εναντίον των στρατιωτικών δεν αναγνωρίζει τη διάλυση του Κοινοβουλίου και της συντακτικής, απαιτώντας την παράδοση όλης της εξουσίας από το διευθυντήριο, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει πραγματικά επαναστατική κατάσταση διπλής εξουσίας.
Ανήσυχοι για τις εξελίξεις στην Αίγυπτο, οι Αμερικανοί έσπευσαν να διαμηνύσουν στους στρατιωτικούς ότι πρέπει να αφήσουν τις διαδικασίες του εκδημοκρατισμού να εξελιχθούν ομαλά, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα τους διακόψουν την ετήσια βοήθεια ύψους 1,5 δισ. δολαρίων - τη μεγαλύτερη που εισπράττει από την Ουάσιγκτον οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, με εξαίρεση το Ισραήλ. Απομένει να αποδειχθεί αν η αμερικανική παρέμβαση αποδειχθεί αρκετή για να οδηγήσει σε έναν «ιστορικό συμβιβασμό» μεταξύ στρατού και Αδελφών Μουσουλμάνων ή αν η επικίνδυνη πόλωση οδηγηθεί στη δραματική της κορύφωση.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που φοβούνται μια εφιαλτική εξέλιξη, ανάλογη με εκείνη που έζησε η Αλγερία τη δεκαετία του '90. Τον Δεκέμβριο του 1991, ο στρατός παρενέβη για να ακυρώσει τον πρώτο γύρο των εκλογών όπου είχε πλειοψηφήσει το μετριοπαθές ισλαμικό μέτωπο FIS και να αναλάβει όλες τις εξουσίες. Αποτέλεσμα ήταν να ριζοσπαστικοποιηθούν οι εκτός νόμου, πλέον, ισλαμιστές, που σχημάτισαν το ένοπλο κίνημα AIS και να οδηγηθεί η Αλγερία σε έναν δεκαετή εμφύλιο πόλεμο, που στοίχισε τη ζωή σε περίπου 200.000 ανθρώπους.

Το στρατιωτικό και βιομηχανικό σύμπλεγμα
Πέραν της λειτουργίας τους ως δύναμης καταστολής, οι ένοπλες δυνάμεις μέχρι πρόσφατα απολάμβαναν μεγάλου ηθικού κύρους στην αιγυπτιακή κοινωνία, ανάλογο με εκείνον που διέθετε ο τουρκικός στρατός μετά τον Κεμάλ Ατατούρκ - και για παρεμφερείς λόγους.
Πραγματικός «πατέρας» του σύγχρονου, κοσμικού αιγυπτιακού κράτους, ο στρατός ήταν εκείνος που ανέτρεψε τη μοναρχία, αναστήλωσε την εθνική περηφάνια, πολέμησε σε διαδοχικές αναμετρήσεις ζωής ή θανάτου με το Ισραήλ και ανέδειξε όλους τους ηγέτες της χώρας από την εποχή του Νάσερ και μετά. Κατά γενική ομολογία ο λιγότερο διεφθαρμένος και περισσότερο αποτελεσματικός θεσμός της Αιγύπτου, βρίσκεται πάντα στο πλευρό των σεισμοπλήκτων ή των πλημμυροπαθών - μαζί βέβαια με το κοινωνικό δίκτυο των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Η ισχύς των ενόπλων δυνάμεων, που εκπροσωπούν τον δέκατο μεγαλύτερο στρατό του κόσμου, μεγεθύνεται κατά πολύ από την οικονομική τους αυτοκρατορία. Οι σχετικές πληροφορίες είναι δύσκολο να διασταυρωθούν, καθώς όχι μόνο οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του στρατού, αλλά ακόμη και ο προϋπολογισμός του και η ίδια η στελέχωσή του αποτελούν επτασφράγιστο μυστικό, ακόμη και για το Κοινοβούλιο. Ωστόσο, εκτιμήσεις δυτικών αμυντικών ινστιτούτων θέλουν τις ένοπλες δυνάμεις να ελέγχουν μέχρι και το 40% της εθνικής οικονομίας.
Πυρήνας του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος είναι η βιομηχανία παραγωγής πολεμικού υλικού, συμπεριλαμβανομένων των τελευταίας γενεάς, αμερικανικών τεθωρακισμένων M1A1 Abrams. Την πολεμική βιομηχανία, που απασχολεί γύρω στους 20.000 μηχανικούς και εργάτες, επιβλέπει η Αραβική Οργάνωση Εκβιομηχάνισης, η οποία ελέγχεται απολύτως από τον στρατό και επεκτείνεται και στην παραγωγή καταναλωτικών και βιομηχανικών προϊόντων κάθε είδους: τρόφιμα (γάλα, ελαιόλαδο, εμφιαλωμένο νερό), ρούχα, τσιμέντο, βενζίνη, τσιμέντο, χάλυβας, βενζίνη, ηλεκτρικά ψυγεία, θερμάστρες, αυτοκίνητα κ. ο. κ. Στη διάρκεια της περυσινής εξέγερσης, όπου ο στρατός απέφυγε να επέμβει, αφήνοντας τη βρώμικη δουλειά στην αστυνομία, οι στρατιωτικοί φούρνοι εφοδίασαν τους κατοίκους των αστικών κέντρων με ψωμί, τις ημέρες που τα πάντα είχαν παραλύσει.
Σημαντικός είναι ο ρόλος του στρατού και στην κατασκευαστική βιομηχανία. Μεταξύ άλλων, φτιάχνει αυτοκινητόδρομους, ξενοδοχεία, λέσχες, κέντρα αναψυχής, τουριστικά θέρετρα -μεταξύ των οποίων και εκείνο του Σαρμ ελ Σεΐχ όπου κατέλυε η οικογένεια Μουμπάρακ- και περιφραγμένες κοινότητες πλουσίων οικογενειών, που επιζητούν ασφάλεια και απομόνωση από τις «επικίνδυνες» λαϊκές τάξεις.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δεν κρύβουν την πρόθεσή τους να αποκρατικοποιήσουν μεγάλο μέρος της οικονομικής αυτοκρατορίας του στρατού, θεωρώντας ότι λειτουργεί σαν βραχνάς πάνω στον ιδιωτικό, επιχειρηματικό τομέα. Το γεγονός αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί κατ’ εξοχήν θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού στις ΗΠΑ και την Ευρώπη δεν βλέπουν με τόσο κακό μάτι τους ισλαμιστές. Αίφνης, ο βρετανικός Economist καλούσε τους Αιγύπτιους να υπερψηφίσουν τον Μόρσι στις προεδρικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας.

Μεγάλος ηττημένος η ίδια η επανάσταση
Παρά την οξύτατη πόλωση και τον ιστορικό χαρακτήρα της αναμέτρησης, μόλις ένας στους τρεις ψηφοφόρους πήρε μέρος στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Στην πλειονότητά τους, οι Αιγύπτιοι δεν αναγνώρισαν τον εαυτό τους ούτε στον υποψήφιο των Αδελφών Μουσουλμάνων ούτε στον εκπρόσωπο του παλιού καθεστώτος, οι οποίοι αθροιστικά είχαν συγκεντρώσει λιγότερο από το 45% των ψήφων στον πρώτο γύρο.
Ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών ήταν η ίδια η επανάσταση. Οι δύο υποψήφιοι που εξέφραζαν «το πνεύμα της πλατείας Ταχρίρ», ο αριστερός Νασεριστής Χαμντίν Σαμπάχι και ο φιλελεύθερος ισλαμιστής Αμπούλ Φοτούχ, τα πήγαν αρκετά καλά στον πρώτο γύρο, καταλαμβάνοντας την τρίτη και την τέταρτη θέση, με αθροιστικό ποσοστό γύρω στο 40%. Αν είχαν συμμαχήσει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι επικρατούσαν, είτε στον πρώτο είτε στον δεύτερο γύρο. Ωστόσο, οι σχετικές εκκλήσεις της «Συμμαχίας Επαναστατικής Νεολαίας» προσέκρουσαν σε ώτα μη ακουόντων. Κυριάρχησαν οι προσωπικές φιλοδοξίες και ο φατριασμός, με τα γνωστά επακόλουθα.
Στη δυσμενή εξέλιξη διαδραμάτισαν ρόλο τα λάθη των Αδελφών Μουσουλμάνων. Στην ουρά του κινήματος που ανέτρεψε τον Μουμπάρακ, η συντηρητική οργάνωση προχώρησε σε συμβιβασμό με τη στρατιωτική ηγεσία, συμφωνώντας να διεξαχθούν εσπευσμένα οι βουλευτικές εκλογές, προτού ψηφιστεί νέο σύνταγμα, με τον στρατό στον ρόλο της υπέρτατης, προσωρινής αρχής. Κέρδισαν τις εκλογές, σύντομα όμως διαπίστωσαν ότι οι στρατιωτικοί δεν ήταν διατεθειμένοι να τους παραχωρήσουν ουσιαστική εξουσία στη Βουλή, με αποτέλεσμα να στραφούν εναντίον τους. Αναγκάστηκαν να παραβιάσουν την υπόσχεσή τους ότι δεν θα διεκδικήσουν την προεδρία, κατέβασαν δικό τους υποψήφιο και διευκόλυναν τους στρατιωτικούς να προβάλουν τον εκπρόσωπο του παλιού καθεστώτος ως το μοναδικό ανάχωμα στον εξισλαμισμό του κοσμικού κράτους.
Σοβαρές ευθύνες βαρύνουν και τους νεαρούς επαναστάτες που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην περυσινή εξέγερση. Το «Κίνημα της 6ης Απριλίου» διασπάστηκε λόγω αντιθέσεων μεταξύ εκείνων που ήθελαν τη μετεξέλιξή του σε σοβαρό, πειθαρχημένο πολιτικό κόμμα και εκείνων που καθηλώνονταν σε έναν αφελή «κινηματισμό», χωρίς ηγεσία, πολιτικό σχέδιο και προοπτική. Οι ασυγχώρητες αυταπάτες πολλών νέων ακτιβιστών για τον ρόλο του στρατού πληρώθηκε σύντομα με βαρύ τίμημα, καθώς τα στρατοδικεία συνέχισαν να λειτουργούν με θύματα κυρίως τους νέους και τις δημοκρατικές οργανώσεις τους.

Το Πρόσωπο
Η τελευταία μάχη
Μοχάμεντ Ταντάουι
Το 2008, σύμφωνα με τα όσα διέρρευσαν στα WikiLeaks, Αμερικανός διπλωμάτης χαρακτήριζε τον Αιγύπτιο υπουργό Αμυνας Μοχάμεντ Χουσεΐν Ταντάουι «γερασμένο», «εχθρό κάθε αλλαγής» και «σκυλάκι του Χόσνι Μουμπάρακ». Ωστόσο, στις 4 Φεβρουαρίου του 2011 ο 76χρονος στρατάρχης ξάφνιαζε τους πάντες, ή σχεδόν τους πάντες, μη διστάζοντας να επισκεφθεί την πλατεία Ταχρίρ για να υποσχεθεί ότι ο στρατός εγγυάται την ασφάλεια των εξεγερμένων. Μια βδομάδα αργότερα, ο Μουμπάρακ είχε παραιτηθεί και ο Ταντάουι, ντε φάκτο κυβερνήτης της Αιγύπτου και επικεφαλής του SCAF, δεχόταν στο γραφείο του αντιπροσωπείες της επαναστατημένης νεολαίας.
Νούβιος στην καταγωγή, ο Ταντάουι μπορεί να κατηγορηθεί για οτιδήποτε εκτός από έλλειψη θάρρους. Αποφοίτησε από τη στρατιωτική Ακαδημία το 1956, για να βρεθεί, λίγους μήνες αργότερα, στο μέτωπο, οδηγώντας τους στρατιώτες του εναντίον των Ισραηλινών, των Γάλλων και των Βρετανών, στον πόλεμο του Σουέζ. Κέρδισε μετάλλια ανδρείας για τη δράση του στον Πόλεμο των Εξι Ημερών, το 1967, στον «πόλεμο φθοράς» του 1967- 1970 και στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, το 1973. Το 1991 ήταν επικεφαλής της αιγυπτιακής δύναμης στον πόλεμο τής υπό αμερικανική ηγεσία διεθνούς συμμαχίας εναντίον του Ιράκ για την απελευθέρωση του Κουβέιτ.
Υπουργός Αμυνας και ανώτατος διοικητής των αιγυπτιακών ενόπλων δυνάμεων από το 1991, ο Ταντάουι εθεωρείτο για μια ορισμένη περίοδο ο επικρατέστερος διάδοχος του Μουμπάρακ και δεν αποκλείεται να είχε αναλάβει την προεδρία αν η απόπειρα δολοφονίας του «τελευταίου Φαραώ», το 1995, είχε στεφθεί με επιτυχία. Οπως αρκετοί άλλοι γερόλυκοι του αιγυπτιακού στρατού, άρχισε να απομακρύνεται από τον Μουμπάρακ στα τέλη της δεκαετίας του '90, όταν ο πρωτότοκος γιος του προέδρου, Γκαμάλ, εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του στον τραπεζικό τομέα, στο Λονδίνο, και επέστρεψε στο Κάιρο για να αναλάβει ηγετική θέση στο κυβερνών Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα, με προφανείς βλέψεις για τη διαδοχή. Λίγο αργότερα, ο Γκαμάλ Μουμπάρακ άρχισε να πουλάει μεγάλα μερίδια κρατικών επιχειρήσεων σε ευνοούμενους επιχειρηματίες, όπως ο φίλος του Αχμέντ Εζ, που εξασφάλισε μονοπωλιακή θέση στην εθνική χαλυβουργία.
Ο πέριξ του Ταντάουι ηγετικός πυρήνας του στρατού αντιτάχθηκε έντονα στην προοπτική προειδοποίησης του Γκαμάλ -κάτι το οποίο λέγεται ότι επιθυμούσε διακαώς η μητέρα του, Σούζαν- γιατί δεν προερχόταν από τον στρατό, δεν διέθετε κύρος στον λαό και απειλούσε τα οικονομικά τους συμφέροντα. Οταν ξέσπασε η εξέγερση, αρχικά στην πλατεία Ταχρίρ και ύστερα σε ολόκληρη τη χώρα, οι στρατηγοί είχαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από την οικογένεια Μουμπάρακ ώστε να εκτονώσουν τη λαϊκή αργή, διασώζοντας το καθεστώς τους. Για να τα καταφέρει σ' αυτό το έργο, ο στρατάρχης Ταντάουι θα χρειαστεί, όμως, να δώσει και να κερδίσει έναν δεύτερο, μακρόχρονο «πόλεμο φθοράς», αυτή τη φορά εναντίον όχι του Ισραήλ, αλλά του εσωτερικού εχθρού. Κι αυτοί οι πόλεμοι είναι συνήθως οι πιο δύσκολοι. Κι οι πιο βρώμικοι...